Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Κ.Π. Καβάφης-Αλεξανδρινοί βασιλείς

    
Κωνσταντίνος Καβάφης - Αλεξανδρινοί Βασιλείς 1912 (Διαβάζει η Έλλη Λαμπέτη)

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί

να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη

φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.


Ο Αλέξανδρος -- τον είπαν βασιλέα

της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος -- τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,

ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες

κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.


Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.


Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα

θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κ' εμορφιά

(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν

ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,

γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα --

μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Γ.Λ. Οικονόμου- Μολύβια

Να τα φοβάστε τα μολύβια
ιδίως αυτά
με τη σπασμένη μύτη.

Θα βρεθεί ένα χέρι παιδικό
ζωή να τους δώσει
και τότε θα τα μαρτυρήσουν όλα
όσα πέρασαν στα χέρια σας.

Από τη συλλογή για το Άλφα της στέρησης (2019) του Γιώργου Λ. Οικονόμου


Γιάννης Σκαρίμπας - Χορός συρτός



Κάλλιο χορευταράς νά' μουνα πέρι

κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια~

θά' σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,

μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.


Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους

θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα

γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,

που θά' ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.


Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,

μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,

κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,

άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!


Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!

να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,

κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-

όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!


Και, σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία,

βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,

μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,

καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...


Εαυτούληδες, 1950

Attilio Bertolucci-Moνάξια



Είμαι μόνος

το ποτάμι είναι μεγάλο και τραγουδάει

ποιος είναι εκεί πέρα;

Αγριόχορτα καψαλισμένα τσαλαπατάω.


Όλες οι ώρες ίδιες είναι

για όποιον περπατάει

ασκόπως

πλάι στο νερό που τραγουδάει.


Ούτε μια βάρκα

τα γκρίζα κύματα δεν σκίζει

που σαν γίγαντες ήρεμοι

μπροστά περνούν από τα μάτια μου

τραγουδώντας.


Κανένας.


Attilio Bertolucci ( 1911 – 2000)

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Robert Desnos-Δύο ποιήματα


Αυτή η καρδιά που μισούσε τον πόλεμο


Αυτή η καρδιά που μισούσε τον πόλεμο τώρα χτυπά

για τον αγώνα και τη μάχη!

Αυτή η καρδιά που χτυπούσε στο ρυθμό της παλίρροιας,

των εποχών, των ωρών της ημέρας και της νύχτας,

Τώρα φουσκώνει και στέλνει στις φλέβες ένα αίμα

καυτό, όλο οξύ και μίσος

Και κάνει μέσα στο κεφάλι τόσο θόρυβο που τα αυτιά

βουίζουν.

Αυτή η βουή απλώνεται στην πόλη και στην εξοχή

Σαν ήχος της κουδούνας που καλεί στην μάχη και την

συμπλοκή.

Ακούστε, την ακούω, έρχεται, την στέλνει η ηχώ.

Μα όχι, είναι ο θόρυβος που κάνουν οι άλλες καρδιές,

οι εκατομμύρια καρδιές που πάλλουν όπως η δική μου

στην Γαλλία.

Πάλλουν στον ίδιο ρυθμό, για το ίδιο βάσανο ετούτες

οι καρδιές

Και οι παλμοί τους μοιάζουν με το βουητό της θάλασσας

που σκάει στα βράχια

Όλο αυτό το αίμα κάνει εκατομμύρια κεφάλια να

σκέπτονται μια μόνο λέξη: Επανάσταση ενάντια στον

Χίτλερ και θάνατο στους οπαδούς του!

Όμως αυτή η καρδιά τον πόλεμο μισούσε κι έπαλλε

στον ρυθμό των εποχών,

Και μόνο μια λέξη Ελευθερία! έφτανε να ξυπνήσει

την παλιά οργή

Ω εκατομμύρια Γάλλοι προετοιμάζονται κρυφά για

το καθήκον που επιβάλλει η αυγή.

Γιατί αυτές οι καρδιές που τον πόλεμο μισούσαν,

χτυπούσανε για την ελευθερία, έπαλλαν στον ρυθμό των

εποχών και της παλίρροιας, της μέρας και της νύχτας.


Μια  πόλη


Μες στην πόλη που κρεμούν τον διάβολο από τα κέρατα

Μέσα στην πόλη την κλειστή και ανοικτή

Μέσα στην πόλη που με μολύβι και χαρτί μετρούν

όλους τους πόθους


Στην πόλη δίχως τόπο και φωτιά

Στην πόλη δίχως πίστη ή νόμο

Στην πόλη που δεν έχει παλικάρια


Στην πόλη που καθένας διασκεδάζει

Στην πόλη που με παγωμένα δάκρυα κλαιν

Στην πόλη των έντεκα ωρών

Μη νομίζετε ότι ξέρω και πολύ καλά τι τρέχει –

Ακόμη δεν την έχω επισκεφθεί.



Μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα


Πηγή:https://edromos.gr/me-oxhma-thn-poihsh-desmos/

Robert Desnos-Δύο ποιήματα

 



ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΘΑΝΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Όχι, δεν έχει πεθάνει ο έρωτας σε τούτη μέσα την καρδιά και σε τούτα

τα μάτια και σε τούτο το στόμα που εξάγγελνε αρχινισμένες κηδείες.

Ακούστε με, έχω καιρό βαρεθεί τα γραφικά τοπία και τα χρώματα

και της γοητείας τη χάρη.

Αγαπάω τον έρωτα, την τρυφερότητα αλλ' όμως και την ωμότητά του.

Ο έρωτάς μου έχει ένα μόνο όνομα, ένα μόνο σχήμα.

Όλα περνάνε. Στόματα στραγγίζονται σε τούτο εδώ το στόμα.

Ο έρωτάς μου έχει ένα μόνο όνομα, ένα μόνο σχήμα.

Κι αν μια μέρα συμβεί να το θυμηθείς


ω εσύ, σχήμα του έρωτά μου και όνομα,

μια μέρα στην ανοιχτή θάλασσα ανάμεσα Αμερική και Ευρώπη,

κι ενώ η τελική αχτίδα του ήλιου θα στραφταλίζει στην πτυχωμένη

επιφάνεια των κυμάτων, ή μάλλον σε μια νύχτα με αναπάντεχη

μπόρα κάτω από 'να δέντρο στην εξοχή, ή σ' ένα γρήγορο

αυτοκίνητο μέσα

Έν' ανοιξιάτικο πρωινό στο μπουλβάρ Μαλέρμπ,

μια μέρα βροχερή

με το χάραμα προτού πας να ξαπλώσεις,

τότε πες εσύ, διατάζω το καλόβολό σου φάντασμα, πες εσύ ότι εγώ ήμουν

ο μόνος που σ' αγάπησε εκ των προτέρων και ότι είναι κρίμα που

ποτέ δεν το 'μαθες.

Πες εσύ ότι δεν κάνει για ό,τι έχει πλέον γίνει να λυπόμαστε: ο Ρονσάρ

πριν από μένα και ο Μποντλέρ τραγούδησαν των γηραιών κυριών

τη θλίψη που πεθάναν έχοντας καταφρονήσει τον αγνό και

ακηλίδωτο έρωτα.

Εσύ, όταν θα 'χεις πεθάνει,

θα 'σαι όμορφη και εσαεί ποθητή.

Εγώ θα 'χω ήδη πεθάνει και θα 'μαι όλος κλεισμένος μες στ' αθάνατο

σώμα σου, μες στην υπερθαύμαστή σου εικόνα αδιαλείπτως παρούσα

ανάμεσα στ' ακατάπαυστα θαύματα της ζωής και της αιωνιότητας,

όμως αν ζούσα,

η φωνή σου και η εκφορά της, το βλέμμα σου και οι αχτίδες του,

το άρωμα το δικό σου και της κόμης σου και πλείστα όσα ακόμα θα ήσαν

εντός μου ζωντανά,

εντός μου, μέσα σ' εμένα που δεν είμαι ούτε ο Ρονσάρ ούτε ο Μποντλέρ,

μέσα σ' εμένα που είμαι απλώς ο Ρομπέρ Ντεσνός και που το να σε

γνωρίσει και να σ' αγαπήσει

το άξιζε και με το παραπάνω.

Εγώ, ο Ρομπέρ Ντεσνός, λέω σ' αγαπώ

και καθόλου δεν θέλω να συνδέσω άλλη αξία με τη μνήμη μου σε τούτα

εδώ τα αξιοκαταφρόνητα χώματα του πλανήτη γη.


ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Αναμετρώμαι και χτυπιέμαι μανικώς με ζώα και φιάλες

εδώ και λίγο χρόνο ίσως και δέκα ώρες να περάσανε η μια μετά

την άλλη.

Η όμορφη κολυμβήτρια που φοβόταν τα κοράλλια ξυπνάει τούτο

'δώ το πρωινό

το κοράλλι στεφανωμένο με χριστουγεννιάτικα πριναρόφυλλα

της κρούει τη θύρα.

Αχ, το κάρβουνο ξανά και πάντοτε το κάρβουνο το κάρβουνο

σ' εξορκίζω κάρβουνο σ' εξορκίζω δαιμόνιο σ' εξορκίζω άνθρακα

πολιούχε του ονείρου και της μοναξιάς μου άσε με άφησέ με

να μιλήσω πάλι και να ξαναπώ για την όμορφη την κολυμβήτρια

που φοβόταν τόσο τα κοράλλια

και μην το βασανίζεις άλλο πια το θέμα αυτό το γοητευτικό και πλάνο

των ονείρων μου.

Η όμορφη κολυμβήτρια ξεκουραζότανε σε μια κλίνη από δαντέλες

και πουλιά

τα ενδύματά της ριγμένα σε μια καρέκλα πλάι στου κρεβατιού το πόδι

φωτίζονταν με τις λάμψεις απ' τις ύστατες εκλάμψεις του κάρβουνου

κι εκείνο απ' τα βάθη φερμένο τ' ουρανού και της γης και της θαλάσσης

ήτανε περήφανο και για το κοραλλένιο ράμφος του και για τα

μεγάλα του φτερά που δεν ήσαν παρά κρέπια.

Είχε όλη νύχτα ακολουθήσει ποικίλους ενταφιασμούς αποκλίνοντες

προς των κοντινών προαστίων τα ευαγή κοιμητήρια

είχε παραστεί σε χορούς πρεσβειών βάζοντας σφραγίδα του ένα φύλλο

από φτέρη άσπρων σατινένιων εσθήτων

είχε υψωθεί τρομαχτικό σε καραβιών τις πλώρες και τα καράβια πίσω

ποτέ δεν εγύρισαν.

Στο τζάκι τώρα κουρνιασμένο παραμονεύει του ξαφρίσματος την

αφύπνιση και των μεγάλων χυτρών ν' ακουστεί το τραγούδισμα

το εύηχό του βήμα ετάραξε σύγκορμη τη γαλήνη των νυχτών στους

δρόμους με τα ηχερά λιθόστρωτα.

Κάρβουνο ηχηρό κάρβουνο του ονείρου αφεντικό και διδάσκαλε

κάρβουνο

αχ πες μου πού είναι εκείνη η όμορφη κολυμβήτρια η κολυμβήτρια

εκείνη που φοβόταν τα κοράλλια;

Αλλά και αυτήν ακόμα την κολυμβήτρια την επήρε πια ο ύπνος

και μένω φάτσα φάτσα να κοιτιέμαι εγώ με τη φωτιά κι έτσι θενά

μείνω όλη τη νύχτα το κάρβουνο με τα ερεβώδη του φτερά όλο

να ρωτάω κι εκείνο εκεί να επιμένει να προβάλλει στον εντελώς

μονότονο δρόμο του ίσκιους των καπνών του και το δεινό

στραφτάλισμα της ανθρακιάς του.

Κάρβουνο ηχηρό κάρβουνο ανοικτίρμονο κάρβουνο.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/2471-robert-desnos

Νίκος Τσιφόρος-Αποφθέγματα

  •  "Άμα ο άνθρωπος ζει μέσα σε περιορισμούς δεν είναι άνθρωπος. Είναι κανόνας της ορθογραφίας"
  • Οι άνθρωποι; Κοστούμια αλλάζουμε, λάμπες αλλάζουμε, ξυριστικές μηχανές αλλάζουμε… Μυαλά δεν αλλάζουμε.

«Ελληνική μυθολογία», Εκδόσεις Ερμής
  • Ο Θεός έφτιαξε τα μικρόβια, τα χρέη, τους στενοκέφαλους δικαστικούς και τους συγγενείς, για να τιμωρήσει τον αχάριστον και τον άτιμον άνθρωπο. Τα πρώτα τα πολεμάς με ενέσεις, τα δεύτερα με άρνηση και σε πάνε μέσα, τα τρίτα με φυλάκιση. Τους συγγενείς δεν τους πολεμάς με τίποτα.
                                                 Ελληνική μυθολογία, Εκδόσεις Ερμής

Γλυκερία Μπασδέκη-παραπεμπτικό

 Το ότι είμαι πενηντακάτι

Και η μικρή πηγαίνει έκτη

Δεν σημαίνει και πολλά πράγματα

Σημαίνει βέβαια πως δεν πέθανα

Και η ζωή συνεχίζεται

Μέσω των καρπών της κοιλίας μου

Αλλά ειδικά για μας δεν αλλάζει κάτι

Συνεχίζω να τρέφω τα ίδια αισθήματα

Όπως την πρώτη στιγμή που σε είδα

Ντυμένο γιατρό

Σ’ένα στενό γραφείο

Ίσα ίσα χωρούσανε τρεις όρθιοι

Και δύο καθιστοί

Εγώ είχα καθίσει

Και σε κοιτούσα με το παραπεμπτικό στο χέρι

Με παρέπεμψαν σε σένα

Κι αυτό ήταν το μεγάλο τους λάθος

Γιατί τότε άρχισε η βλάβη στις μεταφορές

Και καταλάβαινα μόνο από κυριολεξίες

Είχε χαλάσει το γραμματικό μου σύστημα

Και νόμισα ότι ανήκω σε σένα

Μετά μου είπες δυο κρίσιμες κουβέντες

Και ήταν πια αργά για οποιαδήποτε επιστροφή

Στην μεταφορική πόλη

Κι έτσι μας πήγε γαμιώντας πέντε χρόνια

Και θα μας πάει κι άλλα τόσα

Αν παραμείνουμε ζωντανοί

Και δεν μου κόψουν τη γλώσσα

Ή τα χέρια

Ή οτιδήποτε τέλος πάντων λειτουργεί σαν μέσο επικοινωνίας

Αν και πάντα βρίσκονται τρόποι

Για να δείξεις στον άλλο

Την ανθισμένη σου καρδιά

Το μικρό περίστροφο στο λιβάδι

Τις μαγικές σου καραμέλες

Όλες αυτές τις μικρές χειρονομίες αγάπης

Που σημαίνουν τα πάντα για τον αποστολέα

Και σχεδόν τίποτα για τον παραλήπτη


Πηγή: http://www.bibliotheque.gr/article/80483?fbclid=IwAR36UMxthlQDWSLEVtUEAbXgC8Qm416MPfV-dD5kT029ruSN526EQX-dVMU


 

Chopin-Nocturne, Op. 9 No. 1 in B Flat Minor


 

Robert Desnos-[Σ’ Έχω Τόσο Ονειρευτεί]

[Σ’ Έχω Τόσο Ονειρευτεί]

Σ' έχω τόσο ονειρευτεί που πια δεν είσαι αληθινή.
Προφταίνω άραγε ν΄ αγγίξω αυτό το σώμα που πάλλεται,
να φιλήσω πάνω σ΄αυτό το στόμα μια αγαπημένη φωνή που γεννιέται;
Σ' έχω τόσο ονειρευτεί που τα μπράτσα μου συνηθισμένα,
σφίγγοντας την σκιά σου, ν' αγγίζουν το στήθος μου,
ίσως δεν θα μπορούσαν να τυλίξουν το κορμί σου.
Και είναι πολύ πιθανό, αν γίνει αληθινό το όραμα που με κατέχει χρόνια τώρα,
να μεταμορφωθώ και γω - σε μια σκιά.
Ω ζυγαριές των αισθημάτων!
Σ' έχω τόσο ονειρευτεί που σίγουρα δεν μπορώ πια να ξυπνήσω.
Αποκοιμιέμαι όρθιος, το κορμί μου έχει εκτεθεί σ' όλες τις μορφές της ζωής και του έρωτα,
και συ, η μόνη που μετρά σήμερα για μένα, είσαι τόσο μακριά,
που είναι πιο εύκολο ν΄αγγίξω οποιαδήποτε άλλα χείλη ή μέτωπο παρά το δικό σου σώμα.
Σ' έχω τόσο ονειρευτεί, έχω τόσο μιλήσει, περπατήσει και πλαγιάσει με το φάντασμα σου,
ώστε το μόνο που μου απομένει είναι να είμαι ένα φάντασμα μες τα φαντάσματα,
πιο σκιά κι από τον ίσκιο που περπατά -και θα συνεχίσει να βαδίζει χαρούμενα-
πάνω στο ηλιακό ρολόι της ζωής σου.
Από το βιβλίο της Μαρίας Λαϊνά, Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα, μετάφραση Βερονίκη Δαλακούρα . Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σ. 232.

..............................................................................................................................................................

ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΣΕ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ

Τόσο πολύ σε ονειρεύτηκα που δεν είσαι πια πραγματική.
Έχω ακόμα χρόνο να αγγίξω αυτό το ζωντανό κορμί
και να φιλήσω σ’ αυτό το στόμα τη γέννηση της φωνής, την τόσο για μένα ακριβή;
Τόσο πολύ σε ονειρεύτηκα που τα μπράτσα μου
συνηθισμένα να σφιχταγκαλιάζουν τη σκιά σου
και να σταυρώνονται πάνω στο στήθος μου,
δεν θα μπορούσαν να τυλιχτούν γύρω από το κορμί σου, ίσως.
Και μπροστά στην πραγματική οπτασία που με στοιχειώνει και με ορίζει εδώ και μέρες, εδώ και χρόνια, θα καταλήξω να γίνω σκιά, δίχως καμιά αμφιβολία.
Ω, αισθηματικές ισορροπίες.
Τόσο πολύ σε ονειρεύτηκα που, δίχως αμφιβολία, δεν έχω πια το χρόνο να ξυπνήσω.
Κοιμάμαι όρθιος, το σώμα εκτεθειμένο σε όλες τις όψεις του έρωτα και της ζωής.
Κι εσύ, που σήμερα για μένα είσαι η μοναδική, αδυνατώ το μέτωπό σου και τα χείλη σου ν’ αγγίξω.Πιο εύκολα θα άγγιζα τα πρώτα χείλη και το πρώτο μέτωπο που θά ’βρισκα στο δρόμο της ζωής μου.
Τόσο πολύ σε ονειρεύτηκα, τόσο πολύ περπάτησα,
μίλησα, κοιμήθηκα με το δικό σου φάντασμα, που, ίσως, παρόλα αυτά,
να μη μου μένει τίποτε άλλο πια, παρά να είμαι και εγώ
φάντασμα ανάμεσα σε φαντάσματα.
Να είμαι πιο σκιά κι από σκιά
εκατό φορές πιο σκιά
από τη δική σου τη σκιά που
περπατά γοργά
πάνω στο ηλιακό
ρολόι της ζωής σου

Από την συλλογή "À la mystérieuse"

Μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου


                                                    Ρομπέρ Ντεσνός - Σ' ονειρεύτηκα τόσο πολύ

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία ζ’ (απόσπασμα)


τὸν δ᾿ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα:

«ξεῖν᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας:

Ζεὺς δ᾿ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν,

ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ:

καί που σοὶ τάδ᾿ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.

νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις,

οὔτ᾿ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,

ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα.

ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν.

Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν,

εἰμὶ δ᾿ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,

τοῦ δ᾿ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.»

ἦ ῥα καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι κέλευσε:

«στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι: πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι;

ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾿ ἔμμεναι ἀνδρῶν;

οὐκ ἔσθ᾿ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,

ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται

δηιοτῆτα φέρων: μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.

οἰκέομεν δ᾿ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,

ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος.

ἀλλ᾿ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνει,

τὸν νῦν χρὴ κομέειν: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες

ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε.

ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε,

λούσατέ τ᾿ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾿ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾿ ἀνέμοιο.»


Απόδοση στην Νεοελληνική (Αργύρης Εφταλιώτης)


Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά του απολογήθη κι είπε•

«Ξένε, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε δείχνεις, —

στον κόσμο την καλοτυχιά μοιράζει την ο Δίας

και σε καλούς και σε κακούς, του καθενού όπως θέλει•

κι εσένα αυτά που σου 'δωσε χρωστάς να τα ποφέρνης.

Ως τόσο μιά και πάτησες σ' ετούτη μας τη χώρα,

δε θα σου λείψη φορεσά μήτ' άλλο που ταιριάζει

σε παθιασμένον που έρχεται με θερμοπαρακάλα.

Τήν πόλη θα σου δείξω εγώ, και ποιοί εδώ ζούν θα μάθης.

Αυτή την πολιτεία και γής οι Φαίακες την έχουν,

κι εγώ είμαι του τρανόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,

που απ' αυτόνε η δύναμη κρεμιέται τώ Φαιάκων.»

Είπε, και τις ωριόμαλλες φωνάζει παρακόρες•

«Σταθήτε, ώ κοπελιές• γιατί σε όψη αντρού σκορπιέστε;

ή τάχα φοβηθήκατε πως είναι οχτρός ετούτος;

Δέ ζή στον κόσμο ο άνθρωπος, κι ούτε ποτές θα υπάρξη

που θα 'ρθη εδώ τον πόλεμο στους Φαίακες να φέρη•

γιατί εμάς οι αθάνατοι πολύ μάς αγαπάνε,

Απόμακρα στου πέλαγου την άκρη κατοικάμε,

και με τα μάς άλλοι θνητοί δε σμίγουν εδώ πέρα.

Άν ήρθε αυτός ο δύστηνος μες στα πλανέματά του,

να τον δεχτούμε πρέπει μας, γιατί ο Δίας μάς στέλνει

φτωχούς και ξένους• λιγοστό, μα αγαπητό 'ναι δώρο.

Μόν' δόστε του, κοπέλες μου, φαΐ πιοτό του ξένου,

και στο ποτάμι λούστε τον, σε απάνεμο έναν τόπο.»



Εικόνα:

Οδυσσέας και Ναυσικά

Joachim von Santart 1630-1688 Άμστερνταμ

Robert Desnos -To τελευταίο ποίημα



Σ’ έχω τόσο πολύ ονειρευτεί ,

Έχω τόσο πολύ βαδίσει ,τόσο πολύ μιλήσει ,

Τόσο πολύ αγαπήσει τη σκιά σου ,

Που δε μου μένει πια τίποτε από σένα .

Μου μένει να είμαι η σκιά μες στις σκιές

Να είμαι εκατό φορές πιο σκιά κι απ’ τη σκιά

Να είμαι η σκιά που θα έρθει και θα ξαναρθεί

μέσα στην ηλιοφώτιστη ζωή σου .


Robert Desnos (1900-1945)


Μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης


Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/10178/index.html

Andre Breton-Εγώ είμαι ανοίξτε


Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους

Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες

Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες

Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους

Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια

Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα

Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα

Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση

Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών

Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη


Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει

Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες

Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας

Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες

που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα

Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη

Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.



Andre Breton (Μτφ: Ανδρέας Εμπειρίκος)

Albert Camus-H Πανούκλα (απόσπασμα)


«Έπιασαν οι ζέστες. Πλησίαζε το τέλος Ιουνίου. […] Ο ήλιος πέτρωσε στον ουρανό. Αλλεπάλληλα κύματα από κάψα και φως πλημμύριζαν την πόλη όλη τη μέρα. Αν εξαιρέσουμε τους αψιδωτούς δρόμους της και τα διαμερίσματα, θα ‘λεγες πως δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο που να μην το καίει η πιο εκτυφλωτική αντηλιά. Ο ήλιος καταδίωκε τους συμπολίτες μας σ’ όλες τις γωνιές των δρόμων, κι αν σταματούσαν, τους χτυπούσε τότε αλύπητα. Καθώς οι πρώτες αυτές ζέστες συνέπεσαν με μια κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων, που υπολογίστηκαν σε επτακόσια περίπου μέσα σε μια εβδομάδα, κάτι σαν κατάθλιψη κυρίεψε το Οράν. Στις συνοικίες, ανάμεσα στους επίπεδους δρόμους και τα σπίτια με τα μπαλκόνια, η κίνηση λιγόστεψε και, σε γειτονιές όπου οι άνθρωποι ζούσαν πάντα στο κατώφλι του σπιτιού τους, όλες οι πόρτες έκλεισαν και τα παντζούρια σφάλισαν. Δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αν προσπαθούσαν έτσι να προφυλαχτούν από την πανούκλα ή από τον ήλιο.


Από μερικά σπίτια, ωστόσο, έβγαιναν βογγητά. Όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε παλιά, έβλεπες συχνά πολλούς περίεργους να μαζεύονται στο δρόμο και να στήνουν αυτί. Ύστερα όμως από τους αλλεπάλληλους συναγερμούς, φαίνεται πως οι καρδιές ολονών είχαν σκληρύνει και οι πάντες περπατούσαν και ζούσαν δίπλα στα βογγητά λες κι αυτά είχαν γίνει η φυσιολογική γλώσσα των ανθρώπων.


Οι συμπλοκές στις πύλες, όπου οι χωροφύλακες αναγκάζονταν να κάνουν χρήση των όπλων τους, δημιούργησαν μια βαθιά αναταραχή. Υπήρχαν ασφαλώς τραυματίες, αλλά στην πόλη, όπου τα πάντα μεγαλοποιούνταν εξαιτίας της ζέστης και του φόβου, μιλούσαν τώρα για νεκρούς. Είναι πάντως αλήθεια ότι η δυσαρέσκεια όλο και μεγάλωνε, ότι οι αρχές μας φοβήθηκαν για χειρότερα και σκέφτονταν σοβαρά τα μέτρα που θα ‘πρεπε να λάβουν στην περίπτωση που ο πληθυσμός, υποδουλωμένος στη μάστιγα της επιδημίας, θα προχωρούσε στην εξέγερση. Οι εφημερίδες δημοσίευσαν διατάγματα που επαναλάμβαναν την απαγόρευση εξόδου και απειλούσαν με ποινές φυλάκισης τους παραβάτες. Περίπολοι όργωναν την πόλη. Συχνά, στους έρημους και πυρωμένους δρόμους, ακουγόταν πρώτα ο ήχος των πετάλων στο λιθόστρωτο κι έπειτα έβλεπες έφιππους φρουρούς να περνούν ανάμεσα από σειρές σφαλισμένα παράθυρα. Μόλις η περίπολος χανόταν, μια βαριά και καχύποπτη σιωπή ξανάπεφτε στην απειλούμενη πόλη. Πού και που αντηχούσαν πυροβολισμοί των ειδικών ομάδων που, με πρόσφατη διαταγή, είχαν αναλάβει να σκοτώνουν τους σκύλους και τις γάτες που θα μπορούσαν να μεταδώσουν ψύλλους. Τούτοι οι κοφτοί πυροβολισμοί συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός κλίματος συναγερμού στην πόλη.


Άλλωστε, μέσα στη ζέστη και τη σιωπή, όλα βάραιναν περισσότερο στην τρομοκρατημένη καρδιά των συμπολιτών μας. Τα χρώματα του ουρανού κι οι μυρωδιές της γης που σημαδεύουν την εναλλαγή των εποχών έγιναν, για πρώτη φορά, αισθητά σε όλους. Ο καθένας καταλάβαινε με τρόμο ότι οι ζέστες θα ευνοούσαν την επιδημία και, συνάμα, έβλεπε ότι το καλοκαίρι έμπαινε για τα καλά. Οι κραυγές των πετροχελίδονων ακούγονταν τώρα πιο αδύναμες στο βραδινό ουρανό. Δεν μπορούσαν πια να συγκριθούν με τα μεγαλόπρεπα δειλινά του Ιουνίου που ξανοίγουν τον ορίζοντα στον τόπο μας. Τα λουλούδια δεν έφταναν πια μπουμπούκια στις αγορές, είχαν ανοίξει κιόλας και, μετά το πρωινό ξεπούλημα, τα πέταλά τους έστρωναν τα σκονισμένα πεζοδρόμια. Βλέπαμε καθαρά ότι η άνοιξη είχε ξεψυχήσει, αφού σκόρπισε απλόχερα χιλιάδες ολάνθιστα λουλούδια που απλώνονταν παντού τριγύρω, κι ότι τώρα ετοιμαζόταν ν’ αποκοιμηθεί, να συντριβεί σιγά σιγά, κάτω από το διπλό βάρος της ζέστης και της πανούκλας. Για όλους τους συμπολίτες μας. τούτος ο καλοκαιριάτικος ουρανός, οι δρόμοι που χλόμιαζαν με τα χρώματα της σκόνης και της ανίας, είχαν το ίδιο απειλητικό νόημα με την εκατόμβη των νεκρών που βάραινε κάθε μέρα την πόλη. Το αδιάκοπο λιοπύρι, τούτες οι ώρες με γεύση ύπνου και διακοπών, δεν καλούσαν πια κανέναν, όπως άλλοτε, στις γιορτές του νερού και της σάρκας. Απεναντίας, ηχούσαν κούφιες μέσα στην κλειστή και σιωπηλή πόλη. Είχαν χάσει την μπρούντζινη λάμψη των ευτυχισμένων καιρών. Ο ήλιος της πανούκλας έσβηνε κάθε χρώμα κι έδιωχνε κάθε χαρά.


Ήταν κι αυτό μια απ’ τις επαναστατικές αλλαγές που έφερε η αρρώστια. Όλοι οι συμπολίτες μας υποδέχονταν συνήθως με χαρά το καλοκαίρι. Η πόλη ξεχυνόταν τότε προς τη θάλασσα και πλημμύριζε με τη νεολαία της τις ακρογιαλιές. Εκείνη τη χρονιά, αντίθετα, οι κοντινές ακτές ήταν απαγορευμένες και το κορμί δεν είχε πια δικαίωμα ν’ απολαύσει τις χαρές της. Τι να κάνεις κάτω από τέτοιες συνθήκες;

Και πάλι ο Ταρού μας δίνει την πιο πιστή εικόνα της ζωής μας εκείνο τον καιρό. Παρακολουθούσε βέβαια, σε γενικές γραμμές, την εξέλιξη της πανούκλας, σημειώνοντας συγκεκριμένα πως μια καμπή της επιδημίας είχε γίνει φανερή από το ραδιόφωνο, όταν άρχισε ν’ ανακοινώνει όχι πια εκατοντάδες θανάτους την εβδομάδα, αλλά ενενήντα δύο, εκατόν επτά, και εκατόν είκοσι νεκρούς την ημέρα. «Οι εφημερίδες κι οι αρχές κάνουν ζαβολιές με την πανούκλα. Φαντάζονται πως της αφαιρούν πόντους, επειδή το εκατόν τριάντα είναι μικρότερος αριθμός από το εννιακόσια δέκα». Αναφέρει επίσης τις σπαραχτικές ή τις θεαματικές όψεις της επιδημίας, όπως εκείνη τη γυναίκα που, σε μια ερημική γειτονιά με κλειστά παραθυρόφυλλα, άνοιξε απότομα ένα παράθυρο κι έβγαλε δυο δυνατές στριγγλιές προς το μέρος του πριν σφαλίσει ξανά τα παντζούρια πάνω στο πυκνό σκοτάδι του δωματίου της. Αλλού πάλι σημειώνει πως οι παστίλιες μέντας είχαν εξαφανιστεί από τα φαρμακεία, επειδή πολλοί τις πιπίλιζαν για να προφυλαχτούν από ενδεχόμενη μόλυνση. […]


Συνάμα, όμως, ο Ταρού αναλάμβανε το εγχείρημα να περιγράψει διεξοδικά πως περνούσε μια μέρα μέσα στη χτυπημένη απ’ την πανούκλα πόλη, απεικονίζοντας έτσι με ακρίβεια τις ασχολίες και τη ζωή των συμπολιτών μας εκείνο το καλοκαίρι: “Κανένας δεν γελά εκτός από τους μεθυσμένους”, έλεγε, “κι αυτοί πάλι γελούν υπερβολικά”. Ύστερα άρχιζε την περιγραφή του:


«Το χάραμα, ένα ανάλαφρό αεράκι φυσάει πάνω απ’ την έρημη ακόμα πόλη. Την ώρα αυτή, ανάμεσα στους θανάτους της νύχτας και τα ψυχορραγήματα της μέρας, η πανούκλα θαρρείς και χαλαρώνει για λίγο την προσπάθειά της, για να ξαποστάσει. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά. Σε μερικά, όμως, η πινακίδα “Κλειστόν λόγω πανούκλας” δείχνει ότι δεν θ’ ανοίξουν σε λίγο μαζί με τ’ άλλα. Οι εφημεριδοπώλες, μισοκοιμισμένοι ακόμα, δεν διαλαλούν τις ειδήσεις, αλλά, ακουμπισμένοι στις γωνιές των δρόμων, προσφέρουν με κινήσεις υπνοβάτη την πραμάτεια τους στους φανοστάτες. Σε λίγο, όταν θα τους ξυπνήσουν τα πρώτα τραμ, θα ξεχυθούν σ’ ολόκληρη την πόλη, ανεμίζοντας τις εφημερίδες όπου φαντάζει η λέξη “Πανούκλα”. “Θα έχουμε και το φθινόπωρο πανούκλα; Ο καθηγητής Μπ… απαντά: Όχι”. “Εκατόν είκοσι τέσσερις νεκροί, ο απολογισμός της ενενηκοστής τέταρτης μέρας της πανούκλας”.


»Παρά την κρίση του χαρτιού που οξύνεται όλο και περισσότερο κι ανάγκασε ορισμένα περιοδικά να ελαττώσουν τον αριθμό των σελίδων τους, μια νέα εφημερίδα έκανε την εμφάνισή της, “Ο Ταχυδρόμος της Επιδημίας”, που αποστολή της είναι να “ενημερώνει τους Ορανέζους με την πιο σχολαστική αντικειμενικότητα για τις εξάρσεις ή τις κάμψεις της αρρώστιας• να τους δίνει τις πιο έγκυρες μαρτυρίες για το μέλλον της επιδημίας• να υποστηρίζει από τις στήλες της όλους εκείνους, επώνυμους η ανώνυμους, που είναι διατεθειμένοι ν’ αγωνιστούν αποτελεσματικά ενάντια στη μάστιγα• να στηρίζει το ηθικό του πληθυσμού, να δημοσιεύει τις οδηγίες των αρχών και, με δυο λόγια, να συνενώσει όλες τις προσπάθειες για έναν αποτελεσματικό αγώνα ενάντια στη συμφορά που μας πλήττει”. Στην πραγματικότητα, η εφημερίδα αυτή πολύ σύντομα περιορίστηκε στη δημοσίευση διαφημίσεων για νέα προϊόντα, αλάνθαστα για την πρόληψη της πανούκλας.


»Γύρω στις έξι το πρωί, όλες αυτές οι εφημερίδες αρχίζουν να πουλιούνται στις ουρές που σχηματίζονται έξω απ’ τις πόρτες των καταστημάτων τουλάχιστον μια ώρα πριν ανοίξουν, ύστερα στα τραμ που καταφθάνουν απ’ τα προάστια, ξέχειλα από κόσμο. Τα τραμ έχουν γίνει το μοναδικό μεταφορικό μέσο και προχωρούν με δυσκολία, αφού τα σκαλοπάτια τους και τα κάγκελα κινδυνεύουν να σπάσουν απ’ την πολυκοσμία. Πράγμα περίεργο όμως, όλοι οι επιβάτες, στο μέτρο του δυνατού, γυρίζουν τις πλάτες ο ένας στον άλλο για ν’ αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Στις στάσεις, το τραμ ξεφορτώνει άντρες και γυναίκες που βιάζονται ν’ απομακρυνθούν και να μείνουν μόνοι. Συχνά ξεσπούν καβγάδες εξαιτίας της κακής διάθεσης όλων, που έχει γίνει πλέον χρόνια.


»Αφού περάσουν τα πρώτα τραμ, η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά, τα πρώτα καφενεία ανοίγουν τις πόρτες τους, ενώ οι πάγκοι τους είναι γεμάτοι πινακίδες που γράφουν: “Καφές τέλος”, “Να έχετε μαζί σας ζάχαρη”, κλπ. Ύστερα ανοίγουν τα μαγαζιά, οι δρόμοι ζωντανεύουν. Ταυτόχρονα το φως της μέρας δυναμώνει και η ζέστη πυρώνει σταδιακά τον ουρανό του Ιουλίου. Είναι η ώρα που οι αργόσχολοι αποτολμούν να βγουν στις λεωφόρους. Φαίνεται πως οι περισσότεροι το ‘χουν βάλει σκοπό να ξορκίσουν την πανούκλα επιδεικνύοντας τα λούσα τους. Καθημερινά, γύρω στις έντεκα, παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους νέοι και νέες, και νιώθεις τότε αυτό το έκδηλο πάθος για τη ζωή που γιγαντώνεται σ’ όλες τις μεγάλες συμφορές. Αν η επιδημία εξαπλωθεί, η ηθική θα χαλαρώσει. Θα ξαναδούμε τις σκηνές ακολασίας που παρατηρήθηκαν στο Μιλάνο, στα νεκροταφεία.




»Το μεσημέρι, τα εστιατόρια γεμίζουν εν ριπή οφθαλμού. Πολύ γρήγορα, μικρές ομάδες απ’ όσους δεν μπόρεσαν να βρουν θέση σχηματίζονται μπροστά στις πόρτες. Ο ουρανός θαμπώνει από την υπερβολική ζέστη. Στη σκιά, κάτω από τις μεγάλες τέντες, οι υποψήφιοι για φαγητό περιμένουν τη σειρά τους στην άκρη του δρόμου που φλέγεται απ’ το λιοπύρι. Τα εστιατόρια είναι φίσκα γιατί απλοποιούν για πολλούς το πρόβλημα της διατροφής. Διατηρούν όμως άθικτο το άγχος για τη μετάδοση της αρρώστιας. Οι πελάτες χάνουν πολλή ώρα σκουπίζοντας υπομονετικά τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνά τους. Δεν πάει πολύς καιρός, ορισμένα εστιατόρια είχαν βάλει μια επιγραφή: “Εδώ τα σερβίτσια αποστειρώνονται”. Αλλά εγκατέλειψαν βαθμηδόν κάθε διαφήμιση, αφού η πελατεία θα ερχόταν, έτσι κι αλλιώς. Ο πελάτης, άλλωστε, ξοδεύει πρόθυμα. Τα εκλεκτά κρασιά ή όσα υποτίθεται πως είναι εκλεκτά, τα εδέσματα με “καπέλο”, αποτελούν την απαρχή μιας ξέφρενης κούρσας. Λένε μάλιστα πως σκηνές πανικού ξέσπασαν σ’ ένα εστιατόριο, όταν κάποιος πελάτης ένιωσε ξάφνου άσχημα, χλόμιασε, σηκώθηκε και προχώρησε γρήγορα τρικλίζοντας προς την έξοδο.


»Γύρω στις δύο, η πόλη αδειάζει σιγά σιγά και, τότε, η σιωπή, η σκόνη, ο ήλιος κι η πανούκλα ανταμώνουν στο δρόμο. Η ζέστη κυλά ασταμάτητα κατά μήκος των ψηλών γκρίζων σπιτιών. Ατέλειωτες φυλακισμένες ώρες καταλήγουν σε φλογισμένα σούρουπα που κατρακυλούν πάνω στην πολυάνθρωπη και φλύαρη πόλη. Τις πρώτες μέρες της κάψας, που και που, χωρίς κανένας να ξέρει το γιατί, το Οράν ερήμωνε τα βράδια. Τώρα, όμως, η πρώτη δροσιά φέρνει κάποια ανακούφιση, αν όχι κάποια ελπίδα. Τότε κατεβαίνουν όλοι στους δρόμους, ξεθεώνονται στο κουβεντολόι, καβγαδίζουν ή φλερτάρουν και, κάτω απ’ τον πορφυρό ουρανό του Ιουλίου, η πόλη, γεμάτη ζευγαράκια και ξεφωνητά, παρασέρνεται στη νύχτα που λαχανιάζει.


»Του κάκου κάθε βράδυ, στις λεωφόρους, ένας θεόπνευστος γέροντας, με ρεπούμπλικα και τεράστια γραβάτα, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο πλήθος κι επαναλαμβάνει αδιάκοπα: “Ο Θεός είναι μεγάλος, ελάτε σ’ Αυτόν”, όλοι, αντίθετα, τρέχουν βιαστικά προς κάτι άλλο που δεν το γνωρίζουν καλά ή που τους φαίνεται πιο επείγον απ’ το Θεό. Στην αρχή, όσο πίστευαν πως επρόκειτο για μία συνηθισμένη αρρώστια, η θρησκεία κρατούσε τη θέση της. Μα όταν κατάλαβαν ότι ήταν κάτι σοβαρό, θυμήθηκαν τις απολαύσεις. Όλη η αγωνία που ζωγραφίζεται τη μέρα στα πρόσωπά τους μεταβάλλεται, μέσα στο φλογισμένο και σκονισμένο σούρουπο, σ’ ένα είδος άγριας έξαψης κι αδέξιας ελευθερίας που παθιάζει έναν ολόκληρο πληθυσμό.


»Είμαι κι εγώ σαν κι αυτούς. Μα δεν βαριέσαι! Ο θάνατος δεν είναι τίποτα γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα. Είναι ένα γεγονός που τους δικαιώνει».




μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ-Mαρία Κασαμπόγλου-Ρομπέν. Αθηνα: Καστανιώτης 2020.

The Rolling Stones - Paint It, Black


 

Ruby Tuesday-The Rolling Stones



Composers: Mick Jagger, Keith Richards 


Lyrics:

She would never say where she came from

Yesterday don’t matter if it’s gone

While the sun is bright

Or in the darkest night

No one knows

She comes and goes


Goodbye, Ruby Tuesday

Who could hang a name on you?

When you change with every new day

Still, I’m gonna miss you


Don’t question why she needs to be so free

She’ll tell you it’s the only way to be

She just can’t be chained

To a life where nothing’s gained

And nothing’s lost

At such a cost


Goodbye, Ruby Tuesday

Who could hang a name on you?

When you change with every new day

Still, I’m gonna miss you


“There’s no time to lose,” I heard her say

Catch your dreams before they slip away

Dying all the time

Lose your dreams and 

you will lose your mind

Ain’t life unkind?


Goodbye, Ruby Tuesday

Who could hang a name on you?

When you change with every new day

Still, I’m gonna miss you


“Ruby Tuesday (Official Lyric Video)“

Directed by: Lucy Dawkins and Tom Readdy at Yes Please Productions 

Producers: Julian Klein, Robin Klein, Mick Gochanour 

(C) 2018 ABKCO Music & Records, Inc. 

The Rolling Stones - She's A Rainbow


 

Σωτήρης Σκίπης -Μα τι νοιάζει




 Όπου πας κι όπου στρέψεις τη μοίρα σου

δεν ξεφεύγεις! Οι μέρες μας είναι

υφασμένες με τέτοια κλωστή,

τη χαρά νʼ ακολουθά πάντα η λύπη.

Μα τι νοιάζει! Τη λύρα τα δάχτυλα

ας μην παύουν νʼ αγγίζουν. Κι ας έρθουν

τα τραγούδια θλιμμένα ή χαρούμενα,

για μας όλα καλόδεχτα θα ʽναι.

Είνʼ ωραίο το πρωί, το παράθυρο

σαν ανοίγεις, να βλέπεις το φέγγος

της πιο ξάστερης μέρας κι ανάσταση

να θαρρείς πως η φύση γιορτάζει.

Μα παρόμοια είνʼ ωραίο όταν της θύελλας

το στριγκό γροικάς θούριο και πέρα,

η αστραπή αγριεμένη, το μέτωπο

το θόλο τʼ ουρανού στεφανώνει.


Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)


πηγή: http://www.nikostsintros.gr

Νίκος Ξυδάκης - Μανώλης Ρασούλης - Στην Πόλυ

 


Ο ντόκτορ (τέσσερις εκτελέσεις)


                                              Γ. ΚΑΤΣΑΡΟΣ-Ο ΓΙΑΤΡΟΣ, ΚΑΜΝΤΕΝ (ΗΠΑ) 1928


                                                 Χρυσούλα Χριστοπούλου - Ο ντόκτορ



                                            Χάρις Αλεξίου- Ο Ντόκτορ

                                               Δημήτρης Μυστακίδης - Ο ντόκτορ

 αχ δε μου λετε που ν' αυτος ο ντοκτορ που γιατρευει τις πληγες

αμαν ο ντοκτορ που γιατρευει τις πληγες

για να γιανει και τις δικες μου που σαν τις μετρησεις κλαις.


αμαν οι πληγες εμενα ειναι μεγαλες και δεν εχουν γιατρεια

αμαν ντοκτορ και δεν εχουν γιατρεια

η αγαπη μου μ' απαρνηθει και δεν με θυμαται πια

αμαν ντοκτορ.


αμαν ντοκτορ πες μου τι να κανω, δεν αισθανομαι καλα

αμαν ντοκτορ δεν αισθανομαι καλα

παρε γροσια, παρε οσα θελεις να μου γιανεις την καρδια

αμαν ντοκτορ.


Yann Tiersen-Amelie

 


Κώστας Καρυωτάκης-Ανδρείκελα

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά,
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.

Ελεγεία και Σάτιρες (1927)


 Υπόγεια Ρεύματα-Ανδρείκελα

Κώστας Ουράνης-Ακουαρέλα


Στο μόλο που αποκάρωσε στη θερινή τη λάβρα,

άχνες καυτές χοροπηδούν στον πυρωμένον άμμο

και τα μικρά τα σπίτια του, γυμνά κι ασβεστωμένα,

κάνουνε άσπρες πινελιές στη θάλασσα απάνω.


Τα πρασινόχρυσα νερά, διάφανα, ακινητούνε,

δείχνοντας βότσαλα ασημιά,

φιδοστριμμένα φύκια, άγκυρες που σκουριάζουνε

και τους μαβιούς τους ίσκιους που τ’ αραγμένα ρίχνουνε

τριγύρω τους καίκια.


Καμμιά ζωή.

Ενας ψαράς που ψάρευε στο μόλο,

αφού τα χέρια τέντωσεν οκνά εχασμουρήθη,

έγειρε μονοκόμματος στις πέτρες και κοιμήθη

και μοναχά ένας άγριος και μαυρομάλλης σκύλος,

σ’ ενός μεγάλου καϊκιού την πρύμη καθισμένος,

την παραλία τη νεκρή κοιτάζει—-νυσταγμένος.


Κώστας Ουράνης (1890-1953)

Ποιήματα

Μελισσάνθη - Φθινόπωρο


Ώρα δειλινού.

Του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι

να στεγνώση τ’ ουρανού

και στου απόβροχου τη σκόλη

βγαίνουν για σεργιάνι

οι σαλίγκαροι όλοι

κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι

του ήλιου… Τώρα η λάμια

η γη λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια

με των κάμπων τα πλουμίδια

κι από τα χορτάρια

κι από τα ψιλά γρασίδια

οι σταλαματιές γλυστρούνε χάντρες

και μαργαριτάρια

από ουράνια δαχτυλίδια.

Τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες

μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ’ ανήλια

πολυέλαιους κι αργυρά καντίλια

σε πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες

μάγισσα γριά κι αράχνη τις κρεμάει μες στυς κουφάλες

και λογής-λογής

ένα-ένα όλα τα ζούδια

ξεφαντώνουν απ’ τη γης

κι απομέσα από τα φλούδια,

κ’ ένας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ένα αγκάθι φουντωτό

ν’ αγναντέψη όλο τον κόσμον από τέτοιο λιακωτό!..

Να! Το αυλάκι

κάνει χάζι,

το άχυρο – σχεδία που αράζει

και το δρασκελούν βαθράκοι!..

Κόσμοι ολόκληροι, ζωύφια,

ταξιδεύουν με πιρόγιες τα κελύφια!..

(...Κρύα ανατριχίλα στα νερά

σαν πεταλουδιώνε σμάροι…

Τώρα ο σίφουνας θα πάρη

απ’ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά!

Στα καλάμια τη φλογέρα του σφυράει,

κι όπως πάη, πάη, πάη,

ο άνεμος-τσοπάνος σαλαγάει

σ’ άλλα πια λημέρια –


σ' άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια!...

Μυρτιώτισσα-Ένα λουλούδι

Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά


Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.

Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!

Μανόλης Πρατικάκης-Νεκυομαντεία



Ήταν γενναίος κι απρεπής, παρά τα πεσμένα του
μαλλιά. Πάλεψε σώμα με σώμα. Μου λέει: είκοσι
μήνες τα κύτταρά μου μεταφράζουν το κοβάλτιο.
Είκοσι μήνες το αίμα μου μιλούσε με το PLATINOL.
Μου λέει: άραγε θα βρω εκδότη εκείθε;
Νά κι ο αδερφός μου, αυτή η χρυσόμυγα πάνω στο τραύμα
να με σέρνει ψοφίμι προς το Ναύπλιο.
Αγναντεύω κιόλας βρωμερή Νέκυια.
Κι ένα βράδυ, "παρντόν" του λέει η δέσποινα
των κήπων. "Μα τι λέτε κυρά μου. Εγώ περιμένω
να μου ζητήσει συγγνώμη ο θάνατος", είπε
κι έστριψε στα υπόγεια των ουρανών.


(Μανόλης Πρατικάκης, Τα Δυσεύρετα Χρώματα του Τέλους, εκδ. Ίκαρος, 1993)

Βύρων Λεοντάρης-Μονάχα αντίο

 Μη λες: «Αντίο, μας χωρίζει ένα χάος»,

γιατί εγώ δε βλέπω κανένα χάος.

Όμορφη η νύχτα, με πουλιά, με ολάνθιστους θορύβους,

όμορφη η νύχτα και σπιθίζουν τ’ άστρα και γελούν

μακριά οι χαρούμενες επιγραφές της ευτυχίας…


Μη λες: «αντίο, μας χωρίζει το άπειρο»,

γιατί μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν,

γιατί δεν είναι καθόλου το «άπειρο» που μας χωρίζει,

μα είναι το ανήλεο σφυροκόπημα της δυστυχίας, που θρυμματίζει καρδιές,

ξηλώνει σιδεροδεσιές και συνειδήσεις,

ξεριζώνει τα δέντρα,

κόβει τις άγκυρες και ρίχνει τα καράβια στη στεριά,

ισοπεδώνει τις κραυγές της άνοιξης, τους ουρανούς, τα όνειρα και τ’ αρώματα,

είναι τα δαγκωμένα χέρια μου,

το πρόσωπό μου, που το ανάσκαψαν τα σκάγια της κακίας,

είναι τα πληγωμένα χελιδόνια των ματιών μου

– κι οι αποδημητικές επιθυμίες του σώματός σου…

Ποιος σκέφτηκε ποτέ να τις σκλαβώσει;


Γι’ αυτό, μη λες: «αντίο, μας χωρίζει μια άβυσσος».

Κοίταξε τι απλός, τι καθαρός, που είναι τούτος ο δρομάκος με τις νεραντζιές και πες μονάχα «αντίο».


Από τη συλλογή Ορθοστασία (1957) του Βύρωνα Λεοντάρη


Αναδημοσίευση από:https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/10/06/vyron-leontaris-monaha-antio-%CE%B2%CF%8D%CF%81%CF%89%CE%BD-%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%AC%CF%87%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF/

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Έζρα Πάουντ – Θρήνος του Φρουρού των Συνόρων.

 Ο ΑΝΕΜΟΣ πού φυσάει στη Βόρεια Πύλη είναι γεμάτος άμμο,

Μονάχος από τότε πού άρχισε ο χρόνος μέχρι τώρα !

Τα δέντρα ξεριζώνονται και το φθινόπωρο η χλόη κιτρινίζει.

Από τη μια στην άλλη πολεμίστρα σκαρφαλώνω

τη γη για ν' αγναντεύω των βαρβάρων :

Κάστρο που ρήμαξε, ο ουρανός, η έρημος απέραντη.

Σε τούτο το χωριό δεν έχει μείνει λίθος επί λίθου.

Οστά πού ξάσπρισαν κάτω από χίλιες παγωνιές,

Ψηλοί σωροί, πού κρύβονται κάτω απ' τα δέντρα και τη χλόη·

Άραγε ποιός να σκόρπισε αυτό το χαλασμό;

Ποιός να 'χει φέρει πύρινη ως εδώ τη λύσσα του αυτοκράτορα;

Ποιός να κουβάλησε στρατό με κύμβαλα και τύμπανα;

Βάρβαροι βασιλιάδες.

Μια άνοιξη καλοσυνάτη, γύρισε σ' αιματόβρεχτο φθινόπωρο,

Το μεσιανό βασίλειο σκέπασε ο αχός των μαχητών,

Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες,

Θλίψη· έπεσε η θλίψη σα βροχή.

Θλίψη να πας και θλίψη, θλίψη βαθιά για να γυρίσεις.

Έρημοι, ρημαγμένοι αγροί,

Χωρίς παιδιά πάνω τους να παλεύουν,

Ούτε άντρες πια για επίθεση ή για άμυνα.

Άχ, πώς θα μάθετε, λοιπόν, για κείνη τη θεοσκότεινη τη θλίψη στην

πύλη του Βορρά,

Εκεί πού δέ θυμούνται πια τ' όνομα του Ριχόκου*,

Και τους φρουρούς εμάς πού 'χουν κατασπαράξει οι τίγρεις.


Του Ριχάκου:* Στά κινεζικά Λί - Μού : περίφημος στρατηγός πού πέθανε το 223 π.Χ. πολεμώντας τους Ούννους.


Έζρα Πάουντ, Κατάη, μετάφραση: Τάκης Μενδράκος. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1997, σ, 33.

Έζρα Πάουντ-Δύο Ποιήματα

 Θρήνος του φρουρού των συνόρων


Πλάι στη Βορινή Πύλη ο άνεμος φυσά γεμάτος άμμο

Μόνος απ’ την αρχή του χρόνου ως τώρα!

Πέφτουν τα δέντρα, η χλόη κιτρινίζει με το φθινόπωρο.

Σκαρφάλωσα πύργους και πύργους

να κοιτάξω τη βαρβαρική γη:

Έρημο κάστρο, ο ουρανός η πλατιά έρημος.

Δεν έμεινε ένας τοίχος στο χωριό αυτό.

Κόκαλα λευκά με μια χιλιάδα παγωνιές

Ψηλοί γλουτοί που σκεπαστήκαν με δέντρα και γρασίδι.

Ποιος τα έφερε όλ’ αυτά;

Ποιος έφερε την καίουσα αυτοκρατορικήν οργή;

Ποιος έφερε το κάστρο με τούμπανα και τουμπερλέκια;

Βάρβαροι βασιλιάδες.

Μια υπέροχη άνοιξη άλλαξε σ’ αιματοδιψασμένο φθινόπωρο.

Μια τύρβη από πολεμόχαρους ανθρώπους άπλωσε στο κεντρικό βασίλειο


Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες

Και λύπη, λύπη σαν τη βροχή.

Λύπη να φεύγεις, και λύπη, λύπη να ξαναγυρνάς

Έρημα, έρημα χωράφια

Και χωρίς τα παιδιά του πολέμου πάνω τους

χωρίς πια τους άνδρες για επίθεση και άμυνα.

Αχ, πως μπορείς να ξέρεις τη βαριά λύπη της βορινής πύλης

Με τ’ όνομα του Ριχοκού λησμονημένο

Κ’ εμάς τους φρουρούς βορά των τίγρεων.


Τραγούδι των τοξοτών από το Σιου

Να μας εδώ τσιμπολογώντας τους χλωρούς βλαστούς της φτέρης

Και λέγοντας: πότε θα γυρίσουμε στον τόπο μας;

Είμαστε ’δω γιατί έχουμε τους Κεν-νιν εχθρούς μας.

Δεν έχουμε ανάπαψη εξ’ αιτίας αυτών των Μογγόλων.

Τρώμε τους τρυφερούς βλαστούς της φτέρης.

Όταν κάποιον λέει «Επιστροφή» οι άλλοι γεμίζουνε με θλίψη

Θλιμμένα μυαλά, η θλίψη είναι δυνατή,

είμαστε νηστικοί και διψασμένοι.

Η άμυνά μας δεν είναι ακόμη βέβαιη,

κανείς δεν αφήνει τον φίλο του να γυρίσει.

Τρώμε τους παλιούς βλαστούς της φτέρης.

Λέμε: θα μας αφήσουν τον Οκτώβρη να γυρίσουμε;

Δεν υπάρχει γαλήνη στις βασιλικές δουλειές,

δεν έχουμε ανάπαψη.

Η λύπη μας είναι πικρή,

αλλά δεν θα γυρίσουμε στον τόπο μας.

Ποιο λουλούδι να έχει ανθίσει;

Ποιανού ’ναι το άρμα; Του στρατηγού.

Τ’ άλογα, ακόμη και τ’ άλογά του είναι κουρασμένα.

Ήσαν δυνατά.

Δεν έχουμε ανάπαψη, τρεις μάχες τον μήνα.

Μα τον ουρανό τ’ άλογά του είναι κουρασμένα.

Οι στρατηγοί είναι πάνω σ’ αυτά, οι στρατιώτες πλάι σ’ αυτά.

Τ’ άλογα είναι καλογυμνασμένα, οι στρατηγοί έχουν βέλη

από ελεφαντόδοντο, φαρέτρες στολισμένες με ψαρόδερμα|

Ο εχθρός είναι γρήγορος, πρέπει να είμαστε προσεχτικοί.

Όταν ξεκινήσαμε οι ιτιές έγερναν με την άνοιξη

Γυρίζουμε πίσω μες το χιόνι.

Προχωρούμε σιγά, πεινούμε και διψούμε

Ο νους μας είναι γεμάτος απ’ τη θλίψη, ποιος θα μάθει τον πόνο μας;


Μετάφραση: Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης


Πηγή:https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-ezra-paount-1885-1972/

Ezra Pound-De Aegypto



 I even I, am he who knoweth the roads

Through the sky, and the wind thereof is my body.

 

I have beheld the Lady of Life,

I, even I, who fly with the swallows.

 

Green and gray is her raiment,

Trailing along the wind.

 

I, even I, am he who knoweth the roads

Through the sky, and the wind thereof is my body.

 

Manus animam pinxit,

My pen is in my hand

 

To write the acceptable word. . . .

My mouth to chant the pure singing!

 

Who hath the mouth to receive it,

The song of the Lotus of Kumi?

 

I, even I, am he who knoweth the roads

Through the sky, and the wind thereof is my body.

 

I am flame that riseth in the sun,

I, even I, who fly with the swallows.

 

The moon is upon my forehead,

The winds are under my lips.

 

The moon is a great pearl in the waters of sapphire,

Cool to my fingers the flowing waters.

 

I, even I, am he who knoweth the roads

Through the sky, and the wind thereof is my body.

 

I will return to the halls of the flowing,

Of the truth of the children of Ashu.

 

I, even I, am he who knoweth the roads

Of the sky, and the wind thereof is my body.




Schubert Moment Musicaux No. 3 in F Minor - Richter


 Sviatoslav Richter plays Franz Schubert's Moments Musicaux No. 3 in F Minor: Allegro moderato D. 780 (Op. 94)

Μίλτος Σαχτούρης-Κύριε

                                             ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ : ΚΥΡΙΕ 
Συλλογή: Το σκεύος (1971)
(O Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη)

SCHUBERT: Moment Musical No3,D780


—Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα δεν ξυπνήσατε

—Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας

—Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες

—Κύριε, ο ήλιος λάμπει, αστράφτει βρέχει και χιονίζει

—Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρο σας

—Κύριε, μια μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στο στήθος σας

—Κύριε, πώς τρέχετε με το ποδήλατο!

—Κύριε, είστε παγωμένος

—Κύριε, έχετε πυρετό


—Κύριε, είσαστε νεκρός;


ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ, [1971]


Μανώλης Ρασούλης-Θάνατος στη λογική του καριόλη

 Ο τίτλος δεν εννοεί: θάνατος στον καριόλη.

Στη λογική του καριόλη .Αυτό είναι ο χειρότερος θάνατος για τον καριόλη.

Ήσυχα κοιμάται η πόλη

Κι όμως αλυχτά η λογική του καριόλη

Μα για ποιόν καριόλη πρόκειται;

Τώρα οι υπεύθυνες κι ένοχες εξουσίες τον λένε άσωτο.

Ο άσωτος είχε έναν μη άσωτο πατέρα. Που όταν ξεασώτεψε κι επέστρεψε, ο πάτερ φιμίλιας έσφαξε τον ταύρο τον σιτευτό.

Τούτος ο άσωτος ο greek ποιόν έχει πατέρα για να τον συγχωρέσει;

Ο ίδιος ο πατέρας του ήτανε μπερμπάντης κι άχρηστος οπότε ο γκρίκ πήρε το στιλ του.

Παρ΄τον έναν, χτύπα τον άλλον.

Όμως ας μη τα μηδενίζουμε όλα.

Θα μπορούσαμε να πούμε συμβιβαστικά: συγχώρεσε τον, δεν ξέρει τι κάνει. Αγνοεί η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του.Κι όμως ο καριόλης είναι καριόλης.

Έκ γενετής; Μπορεί.

Πολλοί καριόληδες γεννούν την καριολαρία.

Η οποία κάνει μετάσταση παντού. Το ΄χα πεί: αυτή η λογική θα καταστρέψει τη χώρα. Την Ευρώπη. Τον πλανήτη.

Ήδη φαίνονται τ΄αποτελέσματα. Και τ΄αποτέλεσμα μετράει. Καταβρόχθισε το μέτρο.

Σαν όν δε μετράει.Κι έγινε μάζα.Κι έγινε μπάζα. Χειρότερα κι απο την Αϊτή. Πλάκωσε τους αθώους κάτω απ΄ τα ερείπια. Κατάστρεψε την προλεταριακή κουλτούρα, κατάστρεψε την αστική κουλτούρα. Έβγαλε εσαεί τους όρχεις του όξω προς κοινή θέα. Απο βαθειά εκδίκηση. Γιατί μικρός ήταν φτωχός.Και τώρα βρέθηκε με καταθέσεις. Ο γαμάω.

Οι αρχαίοι Έλληνες φτιάξανε τον άριστο, οι φεουδάρχες τον ιππότη, οι αστοί τον τζέντλμαν, οι μεταδικτατορικοί ρωμιοί έφτιαξαν τον γαμάω. Στα παπάρια του. Κατάντησε την πιο ωραία και ιστορική χώρα ένα γραψαρχιδιστάν.

Και το΄χε πεί ο Τρότσκι: «το αποκρουστικότερο πλάσμα στον κόσμο είναι ο μικροαστός στην αρχική του συσσώρευση.

Σάμπως είχαμε κι αστούς;

Ούτε πλούσιους.

Πλουτοκράτες. Αρχιδομούνια.

Εδώ,ναι εδώ, η μητρόπολις των έτσι και στουπέτσι.

Σφάζονται στα γήπεδα. Ποιοί;

Οι εκτελεστές.

Οι ηθικοί αυτουργοί τα βράδια στα σκυλάδικα σου λένε: «πάρτα, αλλά θέλω το τάδε πιπίνι». «Μάλιστα αφεντικό» ακούγεται η υπόκλησις του γιουβέτσι.

Χορεύουν ημίγυμνα τα ρωσοδούλια, και οι όρχεις των έτσι νάααα.

Τώρα λέν δεν υπάρχει σάλιο.

Και τους σοδομούν χωρίς σάλιο.

Ποιοί; Οι γαμάω.

Βάσει τίνος;

Της λογικής του καριόλη.

Ο μέσος έλλην ανθρωπάκος άλλα λέει, άλλα κάνει και άλλα εννοεί!

Εννοείται.

Όμως μας έχει μείνει ακόμα η γκρίκ σάλατ. Η μεγαλοφυής σύλληψη που κόβεις ντομάτα, αγγούρι, κρεμμύδι κι άντε φέτα και τ’ανακατεύεις. Κανείς πρίν δεν το ΄χε σκεφτεί. Μόνο οι γκρικς.

Κι έτσι τέλειωσε ένα υπέροχο έπος: ο Ζόρμπα.

Ελύτης: βραβείο. Σεφέρης: βραβείο. Θοδωράκης: βραβείο. Χατζιδάκις: βραβείο.

Τώρα γιουροβίζο in greenglish.

Λέει δεν έχει λεφτά. Λέει δεν του δανείζει η παγκόσμια αγορά.

Με τόκους σε πριαπισμό. Κι όλα τα λεφτά του ΄80-΄90 που πήγαν; Πήγαν εκεί που πάει η αγάπη όταν πεθαίνει.

Τη δεκαετία που δεν μου πέταγαν ούτε ψίχουλα. Εμένα που ήξερα απο αγάπη.

Live.

Τώρα κρυμένοι στο ποτάμι ανασαίνουν με καλάμι.

Κι ακαρτερούν στις ρούγες πότε θα πέσουν τα κόνδιλα σαν το μάννα.

Κι όρχεις όξω. Πρός επίδειξη.

Τις μπέρδεψαν με τις ορχιδέες.

Εν κατακλείδι - αν και το θέμα (ανάθεμα) χρίζει διατριβών και κειμένων- αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζωή, να αναστήσουμε τη ζωή ας φωνάξουμε με ψυχή (βαθιά και ρηχά) και φωνή: Θάνατος στη λογική του καριόλη.

Θάνατος.


Πηγή: http://rasoulis.blogspot.com/2010/03/blog-post_05.html (25/02/2010)

Μανώλης Ρασούλης-Ανδρέας Μικρούτσικος-Να 'μαστε πάλι εδώ Ανδρέα


Συνθέτης: Μικρούτσικος Ανδρέας

Στιχουργός: Ρασούλης Μανώλης



Να μαστε πάλι εδώ Αντρέα, οι δρόμοι τρέχουν χιαστί

σημείο χ και μεις παρέα και ας φύγαν χίλιοι δυο καιροί

Μένω κατάπληκτος Μανώλη, δεν ξέρω αλήθεια τι να πω

Πώς γίνεται ο καθένας όλοι και όλοι πώς γίνονται εγώ


Σαν μια Ιθάκη είναι το τώρα, που όλο γυρίζω να τη βρω

και με των Δαναών τα δώρα, γελώ τον δόλιο μου εαυτό

Αμάν βαριά φιλοσοφία, ας πούμε κάτι πιο απλό

καλές οι Η.Π.Α. και η Ρωσία, μα έχω το δράμα μου κι εγώ


Μια από τις σχέσεις που δεν ξέρεις, μου φώναξε ένα πρωινό

κάνεις εσύ αυτό που θέλεις, γι’ αυτό βαθιά και σε μισώ

Κι εγώ δεν είμαι με τη Μαίρη κι όμως μαζί της έχω γιο

με σεργιανά σ’ άγνωστα μέρη χάνομαι, βρίσκομαι και ζω


Ελπίδες μέσα στη φορμόλη και πολλαπλάσιοι οι καιροί

άλλαξε τόσο αυτή η πόλη, μα `μεινε ίδιο κατιτί

Το πρώτο πρώτο μας τραγούδι, αυτό θαρρώ πως θες να πεις

Κάλλιο στο χώμα το λουλούδι παρά σε βάζο περιωπής


Περνούν γερνούν τα γεγονότα, μα είναι καλό που `μαστε εδώ

Φαντάσου φτάνει και μια νότα κι αλλάζεις όλο το σκοπό

Νομίζω έτσι και η ζωή μας σαν όπως λεν τα πάντα ρει

Στη θάλασσα η εκβολή μας και όμως γυρνάμε στην πηγή


Ναι το ποτάμι δε στερεύει καθάριο τρέχει το νερό

ενώνει δε μεταναστεύει πηγή και γη με ωκεανό

Κάλλιο που όσο και να κλαίει ο κάθε που θα νοσταλγεί

η ζήση δε γυρνάει replay κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί

Μανώλης Ρασούλης-«Μαρτινέγκο»



Καθώς έγειρε ο Δίας και απέθανε
ο τελευταίος του σπασμός μετατράπηκε
στην πόλη που έμελλε να γεννηθώ.

Αργότερα στην κατοχή έπεσε μια βόμβα
πάνω στην ταράτσα μας όμως
το εικόνισμα της Παναγίας είχε χτυπήσει
η μάννα είχε φύγει έξω
και εγεννήθην κλεφτά της μοίρας
γεννώντας μαζί μου μεϊντάνια φόβου
τον Γκούλε της σιωπής τις τρεις καμάρες της ελπίδας
το βαλίδε τζαμί της μοναξιάς
την Ντία της αγάπης
απ’τη μέση και πάνω Μινώταυρος
απ΄τη μέση και κάτω Θησέας.

Και να 'μαι τώρα που περπατώ
σιωπηλός τα μικρά δρομάκια εντός σας
στρίβω τρεις αναμνήσεις
κι ανασαίνω τη μυρωδιά στα σιδεράδικα
ύστερα απ΄το φούρνο το ψητό
τα χαρούπια και τον αλάδανο από δίπλα
στρίβω τη γωνιά της περιέργειάς σας
και να μαι ξανά στο Λάκκο
οι πρώτες επαφές, το σώμα
οι πόρνες
οι πόρνες οι αναμνήσεις
εντός κι εκτός σας και
ξαπλώνω μπροστά σας
όπως στη Χανιόπορτα το καλοκαίρι η αργατίλα του αμπελιού
για να με πάρετε κι εμένα στον αγρό σας
σαν σε παραβολή του Ναζωραίου
να κλαδεύω τα τσαμπιά της ευλογίας σας
καθώς που ετάχθην.

Και σήμερα το Ηράκλειο
ένα σταυρόλεξο που εσείς καθέτως
κι εγώ οριζοντίως ζητούμε τις λύσεις της λύτρωσης
οριζοντίως καθέτως σαν το σταυρό του Μαρτινέγκου
και να που θα σηκωθώ και
θα αναφωνήσω τον αναστάσιμο λόγο
Θεέ δεύρο έξω

Μαρτινέγκο χίλια κομμάτια να σε δω
τους φίλους μου λευτέρωσε απ’τα βουβά σου έγκατα
Μα τίποτα. Ακούτε; Η ηχώ του τίποτα.
Μόνο τα τρωχτικά κάτω στους μπλόκους
του Γκούλε μασουλάνε την υπομονή μας
και οι καρίνες των πλοίων στο λιμάνι
ο σιδερένιος γερανός π’απλώνει το λαιμό του
δήθεν για να φάει το ψίχουλο της ποιήσης απ’τη χούφτα μου
Ο τουμπανιασμένος σκύλος της κοινής μας γνώμης
που γλυστράει απαλά πάνω στο νερό στη Γιόφυρο
εκείνο το μεταλλικό ροχάλισμα των ανονείρευτων
νεόπλουτων που όλο κερδίζουν στα χαρτιά μα χάνουν στην αγάπη
ο Θόλος του Αγίου Μηνά που σαν βεντούζα
με τραβάει στο παντοκρατορικό αιώρημα
κι εγώ αντιστέκομαι διαβάζοντας
συγκομιδές απόψεων ξεφλουδισμένων ιδεών
έτσι απλά σαν να μην τρέχει τίποτα
-ποιητική αδεία βλέπεις-
καθισμένος στο δεξί σας ώμο.
Άι Κρήτη, Κρήτη πέτρινο μαχαίρι
στο δεξί πλευρό μου που χαίνει
μόνο ένα νερό θανάτου
κι άι μες στο νερό γεννήθηκε η ζωή
για ν’αγαπά καθώς θα διασχίζει
μαζί μας τη φωταγωγημένη από μυθικά πρόσωπα
Λεωφόρο Καλοκαιρινού
την ατραπό εννοώ
ως τη Χανιόπορτα την έσχατη ωραία πύλη
του υπαίθριου ναού μας
γεμάτη φωνές κι ανεμελιά ως άλλοτε
-έρχεται έρχεται από τη γεωργική υπηρεσία-
ως άλλοτε λέω ο Καρνάβαλος που οι κάτοικοι εδώ
ο καθένας ντύνονταν τον εαυτό του άλλου
κι εμείς παιδιά ανιχνεύαμε το μέγιστο
μυστήριο του αγαπάτε αλλήλους
και προσευχόμαστε απόκριες να ‘ναι πάντα
κι ο άγιος Καρνάβαλος ο πολιούχος να μας φιλά
και μας και το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο
και τα Χανιά και το Λασήθι και τη γη ολόκληρη.

Μα να, αυτό είναι που θέλω να σας πω:
Είμαι δημότης σ’ ένα Ηράκλειο
εντός πολύ εντός σας
κι εκεί τραβώ, χάνομαι εκεί παριπλανούμαι
μέσα στους ταρσανάδες και το παλιό
μπεγλέρισμα του ανέμου
αντεστραμμένο τείχος από το φως που σας περικυκλώνει
την καρδιά σαν φωτοστέφανο
κι ας μπουν οι βάρβαροι κι οι Ενετοί και οι εχθροί
έχω ένα Ψηλορείτη συμπόνια
κι είκοσι φαράγγια ελπίδα να μοιράσω
φτάνει σαν τον Ανταίο να πατώ σ’ αυτή τη γη
την αγιασμένη εντός σας
μα ξάφνου να ο Ποδιάς
βγαίνει μπροστά και με κοιτά
τι θέλει;
τούτη την αγιασμένη γη ξαναφωνάζω
για να ξεφύγω δήθεν
κι ας μας δουλεύει ανελλιπώς η ιστορία
στο κομμωτήριο αραγμένη
διαβάζουσα ωροσκόπια
σε μια χωριάτισσα νεόπλουτη
εδώ είναι λέω τα ιωβηλαία της αθανασίας
αυτοί οι δρόμοι οι αλάνες και τα μετόχια
κι να είναι να γενεί ανάσταση νεκρών αλλά και ζώντων
εδώ θα γίνει, μα ποιός θα κρίνει;
Θα πρέπει να εκλέξουμε τους δικαστές.
Τί όλοι εδώ είμαστε εντός των τειχών
αυτής της πόλης και τα τείχη μέσα μας
γι’αυτό σας πάω βόλτα και περίπατο
στα μέρη τα γνωστά για μιαν ανάσα
και να πάλι ο Ποδιάς και...
«καπετάνιο» του φωνάζω «δεν ξέρω καπετάνιο»
του φωνάζω κλείνοντας τα μάτια
κι αυτός γελάει
γιατί να μη γελάει; έχει θαρρείς την ιστορία με το μέρος του
μα εγώ έχω με το μέρος μου εσάς
γι’ αυτό είπα να πάμε μαζί μια βόλτα
στα μέρη τα γνωστά
στο Χάνδακα
στα χωριά
τις βιομηχανίες του φολκλόρ
εκεί όπου μπορεί να σπάσουν
τα διυλιστήρια και να ξεχυθεί
η αφράτη μπίρα με τεράστια κύματα
αφρισμένα σαν άλλη φαλκονέρα
και να μας πνίξει καημένοι συντοπίτες μου
να μας μεθύσει
και να μας πάει στο βυθό όπου οι καρχαρίες
και οι νεκροί του πλοίου Ηράκλειο αλυχτούν
να μας ρωτήσουν αν...
Αν λοιπόν σας φωνάζω
αν...καπετάν Ποδιά
Δεν ξέρω. Εγώ μόνο Ανταίος ήθελα
να είμαι, όχι Ηρακλής.
Σταματήστε αυτό το Ντάτσουν
που κατεβαίνει τις σκάλες για να μπει εδώ μέσα
και μεγαλώνει μεγεθύνεται σαν γκοτζίλας
Βάλτε ξανά σας ικετεύω τη Λερναία Υδρα στο κλουβί της
Ο καπετάν Μιχάλης ξύρισε το μουστάκι του
αγόρασε είκοσι διαμερίσματα
ένα διαμπερές χαμόγελο
Μπεμβέδες, μετόχια, μετοχές σε εταιρείες , τοπία, αρχαίους νάρθηκες
να τους πετάξει μες στη θάλασσα
και ένα φέρι μποτ μεταγωγό
για να μας κουβαλάει σαν έρμαια
γι’ αυτό σας λέω
γι’ αυτό σας τα’πα όλα αυτά
για να σας παίξω για λίγο με τις λέξεις
τον παλιό Καρνάβαλο
για να ντυθώ λίγο εσάς κι εσείς εμένα
κι αν είναι να πεθάνει ξανά ο Δίας
εμείς ν’αναστηθούμε σιωπηλά
χωρίς φανφάρες
σαν μικρά παιδιά που στο διπλανό δωμάτιο
ακούνε ξαπλωμένα το χαροκόπι των μεγάλων
νιώθοντας τη θλίψη και την ευτυχία συνάμα
ζώντας από πριν τη γέννησή τους
τη πατρίδα που ονειρεύτηκαν
στη ζοφερή μήτρα του όντος
Μα μια στιγμή ακόμη
Σςςςς. Μια στιγμή σιωπής τώρα.
Ακούστε τις καρδιές σας.
Φερέφωνες καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Μηνά
Έγινε ξανά σας λέω θαύμα
Τα ρολόγια του Άι Μηνά δεν έχουν δείχτες
Ζήτω ο χρόνος ξεπεράστηκε
Μπορείς πια Θεοτοκόπουλε να γελάσεις πιο ελεύθερα
Κι εσύ Καπετάν Κόρακα
κι εσύ Βιτζέντζο Κορνάρο
κι εσύ Νίκο Καζαντζάκη
κι εσείς κύριε Κονδυλάκη με την πρώτη σας αγάπη
κι εσύ έσχατε Ανδρέα Σκουλικάρη Καραγκιόζη
πιέστε από το μπρούσκο της καρδιάς μου
κι αντίο
Οι ύλες είναι για να σήπονται
Για να θαφτούν
Το Ηράκλειο ίπταται πια
δεν έχει φόβο. 


Μανώλης Ρασούλης 

(Ηράκλειο Κρήτης, 28 Σεπτεμβρίου 1945 - Θεσσαλονίκη, 5 Μαρτίου 2011)


Αναδημοσίευση: από τη σελίδα που έχει αφιερωθεί στη μνήμη του Μανώλη Ρασούλη στο fb.

Μανώλης Ρασούλης-Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ

 

                                              Μανώλης Ρασούλης-Αχ Ελλάδα σ΄ αγαπώ


                                          

                                            Νίκος Παπάζογλου-Αχ Ελλάδα σ΄ αγαπώ


Στίχοι:  Μανώλης Ρασούλης

Μουσική:  Βάσω Αλαγιάννη


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά

και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά

εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά

σάμπως φταις κι εσύ καημένη

και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά


Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ

και βαθιά σ’ ευχαριστώ

γιατί μ’ έμαθες και ξέρω

ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ

να πεθαίνω όπου πατώ

και να μη σε υποφέρω


Αχ Ελλάδα θα στο πω

πριν λαλήσεις πετεινό

δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι

μ’ εκβιάζεις μου κολλάς

σαν το νόθο με πετάς

μα κι απάνω μου κρεμιέσαι


Η πιο γλυκιά πατρίδα

είναι η καρδιά

Οδυσσέα γύρνα κοντά μου

που τ’ άγια χώματα της

πόνος και χαρά


Κάθε ένας είναι ένας

που σύνορο πονά

κι εγώ είμαι ένας κανένας

που σας σεργιανά


Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ

και βαθιά σ’ ευχαριστώ

γιατί μ’ έμαθες και ξέρω

ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ

να πεθαίνω όπου πατώ

και να μη σε υποφέρω


Αχ Ελλάδα θα στο πω

πριν λαλήσεις πετεινό

δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι

μ’ εκβιάζεις μου κολλάς

σαν το νόθο με πετάς

μα κι απάνω μου κρεμιέσαι

Μανώλης Ρασούλης-Εδώ στη ρωγμή του χρόνου


                                                 Νίκος Παπαζογλού-Εδώ στη ρωγμή του χρόνου

Μουσική:  Νίκος Ξυδάκης

Στίχοι:  Μανώλης Ρασούλης

Εδώ στη ρωγμή του χρόνου

Κρύβομαι για να γλιτώσω,

απ’ του Ηρώδη το μαχαίρι

Μισολειωμένος στη Χιροσίμα σου

Κάτι προγόνων ξύδι και χολή

σ’ αυτήν την άδεια πόλη


Εδώ στη ρωγμή του χρόνου

Θάβομαι για να μεστώσω

μες του Διογένη το πιθάρι

Στον όγδοο μήνα της, είναι η ελπίδα μου

Σχεδόν το βρέφος γύρω περπατά

καθώς εσύ κουρνιάζεις


Εδώ στη γιορτή του πόνου

Ντύνομαι να μην κρυώνω

του Ουλιάνωφ το μειδίαμα

Σαντάλια του Χριστού, φορώ στα πόδια μου

Πραίτορες, βράχοι πάνω μου σωρό

μα εγώ θα αναστηθώ









Μανώλης Ρασούλης-Νιώσε με

                     
 ΄                                           Μανώλης Ρασούλης -Νιώσε με


Στίχοι        :  Μανώλης Ρασούλης

Μουσική   :  Πέτρος Βαγιόπουλος

Πρώτη εκτέλεση   :   Μανώλης Ρασούλης


Πολλές φορές βαθιά αναρωτήθηκα

τριγύρω οι άνθρωποι αν μ’ αγαπούνε

για ό,τι φαίνομαι ή αν αληθινά

για ό,τι είμαι εγώ, κοντά μου ζούνε.


Κι όμως να που δεν ξέρω

ποιος εγώ, κι υποφέρω

νιώσε με, σώσε με

κι ό,τι θες στο προσφέρω.


Είναι στιγμές σιωπής που αναλογίστηκα

τους όρκους που ’δωσα, γλυκιά μου, εσένα

και με τα λόγια μου για μένα πείστηκα

τώρα δεν έχω πια φόβο κανένα.


Κι όμως να που δεν ξέρω

ποιος εγώ, κι υποφέρω

νιώσε με, σώσε με

κι ό,τι θες στο προσφέρω.


Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε

γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα

και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε,

ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα.

Μανώλης Ρασούλης - Το βαλς

 

                                              Μανώλης Ρασούλης - Το βαλς


                                                 

                                                 Πρώτη εκτέλεση: Ορφέας Περίδης



Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης

Μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος



Ο παγωμένος Δούναβης της καρδιάς μου

σταμάτησε ξαφνικά να κυλά

Τα νερά του δεν πήγαιναν πουθενά

κι ό,τι αγάπησα και μ' αγάπησε νόμισα

πως χάθηκε στα σκοτεινά και παντοτινά


Ώσπου ξανάρθες και μου 'δωσες το χέρι,

έλα προστάζεις, η αγάπη είναι φωτιά


Τη ζωή μου θύμισες και να 'ταν μόνο ετούτο,

μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού

και το βαλς σαν βάλσαμο το νοιώθω μεσ' το αίμα

σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού


Κι έτσι αγαπημένη μου θα μείνω ζωντανός

ως το τέλος Δεκέμβρη του '99, μεσάνυχτα ακριβώς,

να κρατήσω τον όρκο που έχω δεθεί,

το βαλς που σου υποσχέθηκα και να υπάρχει μόνο αυτή,

αυτή η στιγμή, η ιερή στιγμή


Που νοιώθω σαν φλόγα, καθώς σε στροβιλίζω,

ρόδο που καίει, φωτίζει όλη τη γη


Τη ζωή μου θύμισες και να 'ταν μόνο ετούτο,

μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού

και το βαλς σαν βάλσαμο το νοιώθω μεσ' το αίμα

σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού

Κυριακή Καρσαμπά-[άτιτλο]

 Γύρω μας

γράφονται ασταμάτητα ποιήματα.

Ποιός κάθισε ν' ακούσει ένα ποίημα

απ' αυτά που τραγουδάει ένα αηδόνι,

μια λεύκα, ένα ρυάκι;

Να δει ένα ποίημα

στα μάτια των ερωτευμένων;

Στα χέρια ενός μάγειρα;

Στα χείλη μιας μητέρας;

Στο χαμόγελο ενός παιδιού;


Κυριακή Καρσαμπά

2016

Κώστας Ρούκουνας Όμορφη γλυκειά πολίτισσα


 Έμορφη γλυκιά Πολίτισσά μου

μου ‘χεις κάψει φως μου την καρδιά μου

αχ με τα τσαχπίνικά σου μάτια

μου ‘χεις κάνει την καρδούλα μου κομμάτια


Στα Ταταύλα μες στη γειτονιά σου

κάθε βράδυ πίνω στ’ όνομά σου

αχ Πολίτισσα Ταταυλιαυλιανή μου

είσαι εσύ το φως μου κι η αναπνοή μου


Ένα βράδυ πάμε στα Καβάκια

να μεθύσουμε με καραφάκια

να χορέψουμε και με λατέρνα

το Πολίτικο Χασάπικο στην πένα

Βαγγέλης Φίλος-Σεναριακά - 1




Εισβάλλουν κάτι λέξεις απείθαρχες, καταλαμβάνουν

μέρος του εγκεφάλου μου, αδρανοποιούν την καρδιακή

λειτουργία, ελέγχουν τα δάκτυλα, τα μάτια, τα πλήκτρα,

μεταμορφώνονται σε ποίημα φριχτό.

Ξυπνώ, βρίσκω την αγάπη νεκρή, «εσύ τη σκότωσες»

μου λένε, «όχι!» απαντώ με οργή «εγώ μάζευα άνθη στους

αγρούς».

Γελούν σαρκαστικά, μου δείχνουν έξω την έρημο, έρ-

χομαι από το βάθος κρατώντας ένα μαχαίρι ματωμένο,

«δεν έχετε απόδειξη καμιά» τους ρίχνω την κακία μου,

όμως έρχομαι από την έρημο πάλι κουβαλώντας τη νε-

κρή στους ώμους μου.

«Είναι αντικατοπτρισμός» κραυγάζω στην απελπισία

μου, δεν προλαβαίνω άλλη εκδοχή, πέφτει βαριά η σι-

δερένια θύρα, σφραγίζει η πύλη, μένω στην έρημο με τη

νεκρή που με κοιτάει λυπημένη.


Βαγγέλης Φίλος


Από το βιβλίο, Ολόριο, 2017

Θέμος Κορνάρος-Σπιναλόγκα (απόσπασμα)



"Δωσ' το σου λένε!"

Δεύτερη φορά

"Καλέ, σ' μένα το λες!"

Ξαφνιάστηκε! Δε ζητούνε ένα κόσμο με μια λέξη αόριστη, ειπωμένη σε λόγο πρόστυχο!

Κάνει να δώσει το παιδί με στ' απλωμένο χέρι του χωροφύλακα. Μα πως να το εμπιστευτεί σ' ένα χέρι;

"Και με τα δυο, και με τα δυο χέρια πιάσ' το. Για το Θεό πρόσεξε το παιδί μου! Και με τα δυο σου λέω! Παναγία μου, βοήθα το Χριστέ μου, φύλαξέ μου το!."

"Έλα, ντε! Ωχ, μας έσκασες!"

Ακούστηκε αυτή η φωνή! Πόσες φορές ακούγεται τέτοια φωνή!...

 Το παιδάκι κρέμεται μετέωρο απ' το χέρι του χωροφύλακα. Κι ή καρδιά της μάνας χτυπά ξαγριεμένη το στήθος. Πόρτα γυρεύει να βγει. Ίσως γυρεύει να πεταχτεί όξω για να φανούνε οι πληγές, οι βάρβαρες τσαγκρουνιές που τής άνοιξε η γλώσσα του πολιτισμένου ανθρώπου: "'Ελα, ντε! Δωσ' το! Ωχ, μας έσκασες!"

  Το παιδάκι χτυπά τα χεράκια του χαρούμενο.

  Μπορεί λοιπόν ν'  ανοίξει κι η αθλιότητα πληγές!

 " Δώστε μου πίσω το παιδί μου. Δώστε μου το παιδί μου!

Πού μου το πάνε το παιδί μου;" 

  Η καρδιά τελικά νίκησε τη λογική. Έπνιξε ο πόνος τη συνείδηση.

  Πόσο βάρβαρη καταντά  της μάνας η στοργή καμιά φορά!...


   Συνέχεια από:  https://kyklodiwktos.blogspot.com/2020/06/blog-post_42.html


Θέμος Κορνάρος (1906-1970), Σπιναλόγκα  στο: Θέμος Κορνάρος, Σπιναλόγκα - Γαλάτεια Καζαντζάκη, Η άρρωστη πολιτεία, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, σ.7-90 [α’ έκδ.: Σπιναλόγκα ad vitam, Γκωγκώνης, Αθήνα 1933].  σ.σ 86-87.


Θερμές ευχαριστίες στον φιλόλογο, Γιώργο Λιανό.


Νίκος Καρούζος - Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα

 


                                         

Νίκος Καρούζος - Γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα


Μαύρη εκδίκηση ... (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη).
Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.
Θα λεγα όμως στο σκοτάδι μεγάλο προνόμιο -: τη νύχτα
ειν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.
Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει
τα ρολά της.
δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.
Χτες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια
(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες) λικνίζονται
σαν ασέβειες πάντοτε.
Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής και το στόμα μου
αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι
πάνω σε στίχους αρμαθιές (τα νεφρά μου στο απόλυτο).
Θα θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς
να ρημάξω
τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια
μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεχτα...
Τι ειν’ η τόση λογική; δεν είναι μια πετυχημένη
παραφροσύνη;
Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει
χαρίζοντας στα χέρια μου σπαραχτικό τσεκούρι της αγάπης
τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κ’ η θάλασσα
το άσυλο του τίποτα, σκυλί με μπλάβο αίσθημα
κουρελιασμένο.
Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα
(πότε το λεγα;)
σήμερα δεν το βρίσκω στην αθώα της μνήμης μου
βαρβαρότητα.
Μα όμως να την η γυναίκα η κατάφυτη
η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα
οπού της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη
σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας
«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».
Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι
μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;
Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.


από τη συλλογή: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ [1979]