Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Παύλος Μάτεσις-Αποφθέγματα

  •   «Ο πεζογράφος και ο θεατρικός συγγραφέας «είναι επιμελητές χάους»
  • «Ο συγγραφέας είναι ένας ποιμένας νεφών. Ποιμαίνει σύννεφα τα οποία πρέπει να αφήνει ελευθέρα και ταυτόχρονα να είναι σε πλήρη εγρήγορση, να παρακολουθεί την κίνησή τους ώστε να επιλέγει ποιες κινήσεις τον ενδιαφέρουν και σε ποια διάταξη. Είναι όπως και στις πλήρεις μουσικές συνθέσεις. Το ίδιο ακριβώς ισχύει στις συνθέσεις του Μότσαρτ και του Μπαχ. Ο συγγραφέας δεν φωτογραφίζει, ο συγγραφέας ζωγραφίζει. Γιατί το να φωτογραφίσεις τη ζωή ή τη φύση είναι ένα είδος βλασφημίας».
  • «24 σύμβολα κι αυτά λειψά… Η μάχη είναι μια: να μην εξηγήσεις. Το μυστήριο δεν είναι πεπερασμένο και δεν θα λυθεί. Εχει προορισμό να μένει άλυτο. Η λέξη, είναι μια ευγενής απόπειρα, μια ευγενής ματαιοπονία να εξηγήσεις άρρητα πράγματα. Δεν μπορείς να μην προσπαθήσεις. Ο Δαίδαλος θα έφτιαχνε τα φτερά έτσι κι αλλιώς και μάλλον ήξερε ότι θα λιώσουν… Το έργο μου ακολουθεί τον δρόμο που θέλει, εγώ είμαι ο θεράπων, ο υπηρέτης του, εκείνο με χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί τη λογική, την ευφυΐα, την αισθητική, τη φιλοδοξία μου».
  •  «Η σκέψη που έχεις μισοκάνει και μένει ημιτελής, η λέξη που δεν είπες, το όνειρο που είδες, είναι πραγματικότητες. Αλλά κι η τρέλα είναι πραγματικότητα, είναι μια λογική αχαρτογράφητη που δεν είμαστε σε θέση να την αποκωδικοποιήσουμε. Οσο για τον μαγικό ρεαλισμό, η λέξη ρεαλισμός εξαργυρώνεται, απορροφάται από τη λέξη μαγικός».
Πηγή:https://www.tovima.gr/2021/05/28/opinions/i-pandimia-kai-o-paylos-matesis/?fbclid=IwAR22MGye83HFYSQ1BOaXSlf6B2Prl258llJFdP8MZ0NeGhua0jWjSeB57dM

Μαρία Πολυδούρη-Κι ήταν μια νύχτα ωραία



Κ’ ήταν μια νύχτα ωραία και στη ματιά σου
και στα τραγούδια σου. Ήτανε γλυκιά
μια νύχτα στα τραγούδια τα παληά σου
γεμάτη αστέρια, νύχτα ξωτικιά.

Η μόνη αγάπη μέσ’ στη μοναξιά σου,
τόσο όμορφη, τόσο υποβλητικιά,
έγινε πάθος μέσα στην καρδιά σου,
μέσ’ στην καρδιά σου την ερημικιά.

Αχ, τα παληά τραγούδια σου που κλαίγαν
Κ’ ήτανε τόσο ανείπωτα γλυκά
και τόκρυβαν σεμνά και δεν το λέγαν.

Αχ, τα παληά σου τα τραγούδια πούνε
θλιμμένα σαν αγάπης μυστικά,
σαν άνθη δακρυσμένα που σιωπούνε.

 Οι Τρίλλιες που Σβήνουν

Τέλλος Άγρας-Τώρα, που λείπεις



Τώρα που λείπεις, κι αδειανή
τη μνήμη σου αγκαλιάζω,
έκανα την αγάπη σου
στοργή, - και τη μοιράζω.

Κάνω τη ζήλεια προσευκή,
τα χάδια ελεημοσύνη,
και τα φιλιά μου ψυχικά
κι ελέη και καλοσύνη,

και τα σφιχταγκαλιάσματα
τα λιγοθυμιασμένα,
καημούς για ξένη συμφορά
και για την ξένην έννοια.

Κι είμαι άχολος και ταπεινός,
καθώς ποτές μου ως τώρα,
για το καλό σου ρώτημα
και την καλή σου ώρα.

Τέλλος Άγρας (1899 – 1944)

Μίλτος Σαχτούρης-Το ταξίδι

Στον Θάνο Κωνσταντινίδη

Σταθείτε! φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε
μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά
Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας βλέπαν
θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»
«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
νά, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί
«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε το άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό.

Όταν σας μιλώ, 1956

Wislawa Szymborska - Προς την καρδιά μου, την Κυριακή


Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που δεν χασομεράς, που νυχθημερόν κοπιάζεις,
χωρίς κολακείες, χωρίς ανταμοιβή,
από έμφυτη φιλοπονία.

Έχεις εβδομήντα συνεισφορές το λεπτό.
Κάθε συστολή σου
μοιάζει με σπρώξιμο βάρκας
στην ανοιχτή τη θάλασσα,
σε ταξίδι στο γύρο του κόσμου.

Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που κατ’ επανάληψη
με αποσπάς από το σύνολο,
ακόμη και στον ύπνο μου ξεχωριστή.

Με φροντίζεις στ' όνειρό μου να μη φτεροκοπήσω
σε πτήση
που δεν χρειάζεται πλέον φτερά.

Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου,
που πάλι έχω ξυπνήσει
και μολονότι είναι Κυριακή,
ημέρα ανάπαυσης,
κάτω από τα πλευρά μου
διαρκεί η προ των εορτών συνηθισμένη κίνηση.

 Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα - Ποιήματαμτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς

Γιάννης Πατίλης-Μανχάτταν


Είδα τα ποτάμια
που είναι μεγάλα σαν θάλασσες.
Στη μέση τους ένα περίεργο νησί.
Δεν είναι σαν τη Μύκονο, δεν είναι σαν
τη Μήλο.
Στα σπίτια του δεν κατοικούν ζεστές
Ελληνίδες.
Το κατοικούν οι μαύροι του μαύρου
λαού
Στους ώμους τους σηκώνουν μαύρα
σύννεφα.
Το βράδυ τα χώνουνε βαθιά στη γη.
 
Γιάννης Πατίλης ( 1947 - )

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Αρσένι Ταρκόφσκι-Αν ήμουν περήφανος

Αν ήμουν περήφανος, όπως παλιά

Θα σ’ άφηνα για πάντα·

Όλα όσα ήταν αδύνατο να αποχωριστώ

Όλα όσα δεν αξίζουν τον παραμικρό κόπο, –

Κι έτσι θα χώριζα το βασίλειο μου στα δυο.

 

Θα έλεγα:

Πάρε μαζί σου

Εκατό υποσχέσεις, εκατό γιορτές, εκατό

Λέξεις. Αυτά μόνο να κουβαλήσεις μπορείς.

 

Εγώ θα κρατήσω την παγωμένη αυγή

Εκατό καθυστερημένα τραμ και εκατό

Ψιχάλες βροχής στις γραμμές του τραμ,

Εκατό σοκάκια, εκατό δρόμους και εκατό

Ψιχάλες βροχής, που έτρεξαν ξωπίσω μου.

 

25 Ιουνίου 1934

 

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

Βαγγέλης Φίλος- Αποχαιρετισμός


Μην τον ξεχάσεις τον νεκρό,
ποτέ μην τον ξεχάσεις.
Λησμονημένος, γυρνάει
στα όνειρα.
Φέρνει χαμόγελα παλιά·
κι ένα τριαντάφυλλο λευκό
ίδιο μαχαίρι.
Σύρε και στάξε στον νεκρό
ένα υγρό σημάδι,
να σε νιώσει.
Κι αν είναι τα μάτια σου στεγνά,
κέντα του ένα μαντήλι.
Άστον να λιώσει, να σωθεί,
να φύγει, να ησυχάσει.
Βαγγέλης Φίλος

Μίλτος Σαχτούρης - Ένας κόσμος νεκρός



Ένας κόσμος νεκρός
πίνει το παγωμένο γάλα του
βάρκες πηγαίνουν έρχονται
φέρνουν κι άλλους νεκρούς
μητέρες χάνουν τα παιδιά τους
παιδιά κλαίνε γιατί χάσαν τις μητέρες τους
τέρατα χαρτοπαίζουν:
—Ρίξε το πέντε! ουρλιάζει ο νεκρός δολοφόνος
ξάφνου πάλι μιλάει
η κυρία σκατό και καρπούζι
ώσπου να βγάλει η κόκκινη σελήνη
το μαχαίρι της
και ν’ αρχίσει να σφάζει.

Εκτοπλάσματα


Μιχάλης Σιγανίδης - Ένας κόσμος νεκρός

Guy de Maupassant-Πωλείται (απόσπασμα)


[...] Πήγαινα από ένα μονοπάτι μόλις χαραγμένο, ανάμεσα σε στάρια και κύματα. Τα στάχια δεν σάλευαν διόλου και τα κύματα μόλις που σάλευαν. Ένιωθες καλά τη γλυκιά ευωδιά του ώριμου κάμπου και τη θαλασσινή οσμή της φυκιάδας. Πήγαινα χωρίς σκέψεις, ίσια εμπρός, συνεχίζοντας το ταξίδι μου, που είχα αρχίσει εδώ και δεκαπέντε μέρες, έναν παράκτιο γύρο της Βρετάνης. Ένιωθα δυνατός, επιδέξιος, ευτυχής, και χαρούμενος. Πήγαινα.
Δεν σκεπτόμουν τίποτα! Γιατί να σκέφτεσαι αυτές τις ώρες της ασυνείδητης, βαθιάς, σαρκικής χαράς, της χαράς του ζώου που τρέχει στο χορτάρι ή πετά στον γαλανό αέρα κάτω από τον ήλιο; Άκουγα κάπου μακριά να τραγουδούν ευλαβικούς ύμνους. Μια λιτανεία ίσως, γιατί ήταν Κυριακή. Αλλά καθώς καβατζάρισα ένα μικρό ακρωτήρι, έμεινα ακίνητος, μαγεμένος. Πέντε μεγάλα ψαροκάικα φάνηκαν εμπρός μου γεμάτα κόσμο, άντρες, γυναίκες, παιδιά, που πήγαιναν στην παράκληση του Πλουνεβέν.
Ακολουθούσαν την ακτογραμμή σιγανά, μόλις ωθούμενοι από μια αύρα απαλή και ξεπνοϊσμένη, που φούσκωνε λιγάκι τα καστανά πανιά, κι έπειτα, καταλαγιάζοντας αμέσως, τα άφηνε να ξαναπέσουν αδειανά πλάι στα κατάρτια.
Οι βαριές λάντζες γλιστρούσαν αργά φορτωμένες με κόσμο. Κι όλος αυτός ο κόσμος τραγουδούσε. Οι άντρες όρθιοι στα παραπέτα, φορώντας μεγάλα καπέλα, εξαπέλυαν τις ισχυρές τους νότες, οι γυναίκες τσίριζαν τις αιχμηρές τους νότες, και οι αδύνατες φωνές των παιδιών ακούγονταν σαν τον ήχο του ξύλινου φλάουτου μες στη μεγάλη παράκληση, την ευσεβή και βίαιη.
Και οι επιβάτες των πέντε πλεούμενων έψαλλαν τον ίδιο ύμνο, που ο μονότονος ρυθμός του ανέβαινε στον ήρεμο ουρανό˙ και τα πέντε πλεούμενα πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο, πολύ κοντά το ένα στο άλλο.
Πέρασαν μπροστά μου, απέναντί μου, και τα είδα να απομακρύνονται, άκουσα τον ύμνο τους να αδυνατίζει και να σβήνει.
Και βάλθηκα να ονειρεύομαι πράγματα εξαιρετικά, όπως ονειρεύονται όλοι οι νέοι, με τρόπο παιδικό και χαριτωμένο.
Πόσο γρήγορα δραπετεύει αυτή η ηλικία της ονειροπόλησης, η μόνη ευτυχισμένη ηλικία της ύπαρξης! Ποτέ δεν είσαι μοναχικός, ποτέ δεν είσαι λυπημένος, ουδέποτε πένθιμος και απελπισμένος, όταν έχεις τη θεία ικανότητα να κρατιέσαι από τις προσδοκίες, όποτε είσαι μόνος. Τι χώρα παραμυθένια, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν μέσα στην αυταπάτη της σκέψης που αλητεύει! Πόσο ωραία είναι η ζωή κάτω από τη χρυσόσκονη των ονείρων!
[...]
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Μέρες του 1437 μ.Χ.


Κάθιδροι φτάναν οι μαντατοφόροι
απ’ την Ασία
και φέρναν τα μηνύματα.
Και καταλάβαινε.

Έβλεπε τα μικρά πουλιά
που φέρνουν τη βροχή
να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σύστοιχα.
Και καταλάβαινε.

Δεν την φοβότανε την καταιγίδα
ο Αυτοκράτορας
ούτε τον κεραυνό,
τους Ενετούς φοβότανε, τους Γενουάτες
και την έρπουσα βροχή,
που είχε σαπίσει τα χωράφια από χρόνια
και τον κλειστό περίκλειστο Κεράτιο Κόλπο
και την αλυσίδα του.


Από τη συλλογή Δεν είναι τίποτα, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2009

Μιχάλης Γκανάς-Ακαριαία

ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ

Από δω έφυγε
η μισή πατρίδα
για τα ξένα.

ΔΙΑΦΟΡΑ

Τα δέντρα παρκάρουν εύκολα
χωρίς όπισθεν και μανούβρες.

ΤΥΦΛΟ

Σήμερα αύριο
το μέλλον ζυγώνοντας
κλείνει τα μάτια.

ΒΑΡΥΤΗΤΑ

Βαρύτητα λέμε το χέρι τ’ ουρανού
που επιστρέφει τους αλεξιπτωτιστές.

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟ ΦΥΤΟ

Τις νύχτες φαίνονται οι πινέζες
που συγκρατούν το μαύρο ουρανό.

Έρχεται η βροχή ξυπόλυτη κι όλο πίσω από τζάμια.

Το κλάμα σου καλώδιο — το πιάνω με βρεμένα χέρια.

Η φόδρα του φάρου σχίζεται κι ορμάει το σκοτάδι.

1. Θα ‘χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί
κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια.

2. Τρένο παλιό τα λόγια μου, σου λέω,
βαγόνι το βαγόνι ξεδοντιάστηκα.

3. Θέλει κι η νύχτα μια γουλιά απ’ το αίμα σου
για να σαλπίσει τ’ άστρα της.

4. Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που
το κορμί σκοντάφτει.
Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,
μένεις απ’ έξω.

5. Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.
Μας τουφεκίζουν έναν έναν,
σαστισμένους λαγούς.

6. Περίπολοι της νικοτίνης.
Οι κάνες τόσων τσιγάρων
στραμμένες πάνω μας.

7. Έντομο ή βλέμμα!
Έντρομο φεύγει το καλοκαίρι,
παλιά μουσική μου τρώει τα δάχτυλα.

8. Η φωνή σου κάνοντας δεύτερη
η φωνή σου κόλουρος κώνος
η φωνή σου βοηθητικός φαντάρος Ι5.

9. Τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι
μασχάλες ξηλωμένες.
Που θα φανούν στη σταύρωση.

10. Ζυγώνει το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια.
Αδειανή ή γεμάτη, ρωτούν οι γονείς.
Μαύρη, παιδιά μου, μαύρη τους λέω.

11. Ελλάδα ’80
Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο
με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.

12. Τραβάς την αλυσίδα κι ο ήχος του νερού
σα να το πνίγουν στη λεκάνη.

Η φτερωτή της μέρας παίρνει να γυρίζει.

13. Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές.
Με όλες του τις αφλογιστίες,
πιάνει κάποτε.

14. Συντέλεια
Θα λάμπουνε ψηλά τ’ αστέρια
τα μάτια των πουλιών
και πού και πού
η καύτρα ενός τσιγάρου.

(Πρώτη ηλεκτρονική εμφάνιση στο περιοδικό Μεταθέσεις)

Eliseo Diego-Το σκάκι


Δε θα έρθει ο καλός καιρός με τις ανθοφορίες,
με τους κάνθαρους, τα κινέζικα πετράδια
και τους μεθυσμένους γρύλους;
Θα έρθει ο καλός καιρός που βλέπει, με τα
απλανή γαλάζια μάτια του, την παλιά ευτυχία.
Εκείνος που ξάφνου σοβαρεύεται, περνάει το
χέρι στο μέτωπο, και λέει μερικά λόγια δίχως
νόημα, και θλίβει.
Ο καλός καιρός, με το σακί του γεμάτο θαύματα, και μάγια.

Eliseo Diego (1920-1994, Κούβα)
(μτφρ. Ρήγας Καππάτος,
Γενική ανθολογία σύγχρονης λατινοαμερικάνικης ποίησης 1892-1975,
Εκάτη 2011)

Γιώργης Παυλόπουλος-Τα πέπλα


Όλη τη νύχτα χόρευε
τώρα κοιμόταν
πάνω στο πάτωμα γυμνή.
Από το ανοιχτό παράθυρο
ένας αέρας έπαιρνε τα πέπλα της
τ’ ανέβαζε στον ουρανό
και τ’ άφηνε να πέσουν
στη θάλασσα που ταξιδεύαμε.

Λίγος άμμος

Γιάννης Τζανετάκης-Γλυπτά


Είχαν ήδη χαμηλώσει τα φώτα στο Μουσείο.
Ήξερα θα συμβεί κι αργοπορούσα.
Πέντε λεπτά ακόμη κύριε είπε ο φύλακας
σταθερά σα να υπαγόρευε κάτι.
Με είδε να διστάζω, πλησίασε.
Μα εσείς είστε κάτωχρος θα μπορούσα
να σας κλειδώσω με τα γλυπτά.
Δεν είναι μόνο η όψη λέω.
Γδύθηκα σιωπηλά.
Ύψιστε Θεέ, σας έκοψα εισιτήριο εγώ ο ίδιος.
Έτρεμε ο άνθρωπος.
Μην κινείστε λέω είναι αταίριαστο εδώ μέσα.
Ναι είπε αλλά πως θα ζήσω έπειτα από αυτό.
Κατάλαβα και τον κοινώνησα
παρ’ όλη τη λευκότητά μου
σκύβοντας τρυφερά απ’ το βάθρο.
Και τώρα πάθετε το έμφραγμα όπου θέλετε του λέω
έτσι κι αλλιώς οι υποψίες θα βαρύνουν
άλλο άγαλμα.

Από την ποιητική συλλογή : «Ονείρου έρως» / Εκδόσεις : Καστανιώτης 1995.

Walt Whitman-Εμείς οι δύο πόσο καιρό είχαμε γελαστεί


Εμείς οι δυο πόσο καιρό είχαμε γελαστεί,
Τώρα, μεταμορφωμένοι, γοργά δραπετεύουμε όπως η Φύση δραπετεύει,
Εμείς είμαστε η φύση, είχαμε λείψει καιρό, αλλά τώρα επιστρέφουμε,
Γινόμαστε φυτά, κορμοί, φυλλώματα, ρίζες, φλοιός,
Είμαστε μπηγμένοι στη γη, είμαστε βράχοι,
Είμαστε βελανιδιές, φυτρώνουμε στα ξέφωτα πλάι πλάι,
Βοσκάμε, είμαστε δυο ζώα κι εμείς μες στα άγρια κοπάδια,
αυθόρμητοι όπως τα άλλα,
Είμαστε δυο ψάρια που κολυμπούν μαζί μέσα στη θάλασσα,
Είμαστε όπως τα άνθη της χαρουπιάς, σκορπίζουμε το άρωμά μας στα μονοπάτια πρωί και βράδυ,
Κι ακόμη είμαστε οι βρωμιές των ζώων, των φυτών, των ορυκτών,
Είμαστε δυο γεράκια αρπακτικά, πλανιόμαστε ψηλά κι από κει
κοιτάζουμε τη γη,
Είμαστε δυο ήλιοι ολόλαμπροι, είμαστε εμείς που ισορροπούμε
αστρικοί και πλανητικοί, είμαστε δυο κομήτες,
Παραμονεύουμε με δόντια κοφτερά τετράποδοι μέσα στα δάση, χιμάμε πάνω στη λεία,
Είμαστε δυο σύννεφα που ταξιδεύουν ψηλά τα πρωινά και τα απογεύματα,
Είμαστε θάλασσες που αναμιγνύονται, δυο κύματα χαρούμενα που κυλούν το ένα πάνω στο άλλο και αλληλοβρέχονται,
Είμαστε σαν την ατμόσφαιρα, διάφανοι, δεκτικοί, διαπερατοί, αδιαπέραστοι,
Είμαστε χιόνι, βροχή, παγωνιά, σκοτάδι, είμαστε το κάθε γέννημα κι η κάθε επίδραση της υδρογείου,
Περιπλανηθήκαμε πολύ καιρό ώσπου να επιστρέψουμε πάλι στο σπίτι μας εμείς οι δυο,
Όλα τα εξαντλήσαμε εκτός απ΄ την ελευθερία κι εκτός απ΄ τη δική μας χαρά.
Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου -Κατερίνα Ηλιοπούλου

Juan Ramon Jimenez-Ποίηση



Κάποτε νιώθω
καθώς το ρόδο
που θά ’μαι μια μέρα, καθώς το φτερό
που θά ‘μαι μια μέρα.
Και με τυλίγει ένα άρωμα, ξένο και δικό μου,
δικό μου κι ενός ρόδου·
και με περισυλλέγει μια περιπλάνηση ξένη και δική μου
δική μου κι ενός πουλιού.
Τραγούδα, τραγούδα φωνή μου!
γιατί όσο υπάρχει ένα πράγμα
που δεν το είπες εσύ
δεν είπες τίποτα!

Ποίηση· δροσιά
της κάθε αυγής, κόρη
της κάθε νύχτας, ολόδροση, αγνή
αλήθεια των τελευταίων άστρων
πάνω στην τρυφερή αλήθεια των πρώτων λουλουδιών!
δροσιά, ποίηση·
πρωινή πτώση τ’ ουρανού πάνω στον κόσμο
Αυτή ’ναι η ζωή μου, εκείνη προς τα πάνω,
εκείνη της καθάριας αύρας,
του τελευταίου πουλιού,
των χρυσών κορυφών του σκοταδιού!
αυτή ’ναι η λευτεριά μου, να μυρίζω το ρόδο
να κόβω το ψυχρό νερό με το τρελό μου χέρι,
ν’ απογυμνώνω το δρυμό,
να παίρνω απ’ τον ήλιο το αιώνιο φως του!
Μετάφραση Τάκης Βαρβιτσιώτης

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Frederico Garcia Lorca-Γη


Προχωρούμε
πάνω σ’
έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
«Σουίτα των καθρεφτών» 1921

Frederico Garcia Lorca ( 1898 – 1936)
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

 Ἔσμιγα μὲ τρεῖς-τέσσερις φίλους ποὺ αὐτοί, ἀνήκανε σὲ μιὰν ἄλλη φυλή. Χλομοί, ὀνειροπαρμένοι, ἔγραφαν ὅλοι τους ποιήματα ποὺ μοιάζανε καὶ ποὺ ὁμολογούσανε πίστη σ’ ἕναν καὶ μόνο θεό: τὸν Καρυωτάκη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Kim Kim-Rim-Η πεταλούδα και η θάλασσα



Η άσπρη πεταλούδα δε φοβόταν τη θάλασσα,/
δεν ήξερε για το βαθύ-βαθύ της θάνατο./
Πήρε τη θάλασσα για ένα καταπράσινο χωράφι/
Και βύθισε τα φτερά της στα κύματα./
Τρεμούλιασε τότε σα μικρή φτωχή βασίλισσα./
Το μήνα των γαλαζοκόκκινων βιολετών/
δεν υπήρχε άρωμα λουλουδιών στη θάλασσα/
χλωμό γαλάζιο ήταν όμως το νιο φεγγάρι/
στης πεταλούδας πάνω τους ώμους.

Μετάφραση: Ελένη Δαμβουνέλη

Σωτηρία Μπέλλου-Το δικό σου το μαράζι

 


Louis Aragon-Στον έρωτα η ευτυχία δεν χωρεί


Τίποτα και ποτέ στον άνθρωπο δεν έχει χαριστεί
Μπόρεση ή ανημποριά ούτε η καρδιά,
Kι όταν πιστεύει, ένα σταυρό ανοίγοντας τα μπράτσα
Γράφει η δική του η σκιά.
Κι όταν την ευτυχία του πίστεψε πως έσφιξε
στην αγκαλιά, τη λιώνει.
Όλη η ζωή του ένα παράδοξο κι οδυνηρό διαζύγιο.
Στον έρωτα η ευτυχία δεν χωρεί.

Μοιάζει ο βίος του με κείνους τους στρατιώτες
Δίχως όπλα, που ντύθηκαν για κάποιο άλλο ριζικό,
Τι κι αν σηκώνονται αχάραγα κάθε πρωί
Κείνοι, που άοπλους, αβέβαιους τους συναντάς
Στο σούρουπο το σκοτεινό.
Πείτε: Ζωή μου.. και κρατήστε τον λυγμό,
Στον έρωτα η ευτυχία δεν χωρεί.

Έρωτά μου όμορφε, πολύτιμε έρωτά μου,
σπαραγμέ μου εσύ,
Μέσα μου σε κρατώ σαν πληγωμένο πουλί
Κι όσοι κοιτάζουν να περνάμε βουβοί
Λέγοντας μετά από μένα, ξανά και ξανά,
Τούτες τις λέξεις, που έβαλα στο χαρτί
Και που, για τα μεγάλα μάτια σου, είχαν κιόλας χαθεί:
Στον έρωτα η ευτυχία δεν χωρεί.

Να μάθουμε να ζούμε είναι τόσο αργά
Ας κλάψουν οι καρδιές στη νύχτα ενωμένες
Αφού τόσο καημό το ελάχιστο τραγούδι απαιτεί
Και τύψεις το ελάχιστο εκείνο ρίγος που μας συγκινεί
Για ένα τραγούδι στην κιθάρα πόσοι λυγμοί
Στον έρωτα η ευτυχία δεν χωρεί.
Έρωτας χωρίς οδύνη δεν υπάρχει
Μα ούτε κι έρωτας που δεν θα σε προδώσει
Ούτε έρωτας, που ανεξίτηλη σφραγίδα να μη βάλει.
Κι ο έρωτας της πατρίδας δεν θα επιζήσει
Έρωτας, που από τα δάκρυά μας να μη πίνει
Δεν υπάρχει, ούτε κανένας Έρωτας ευτυχισμένος
Αλλά είναι ο έρωτας των δυο μας μοιρασμένος.

 Λουί Αραγκόν (1897-1982)
Απόδοση Μ.Παπουτσοπούλου, 27/12/ 2014



Charles Bukowski-μην ξεχνάς


υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι

που σε περιμένει,

κάτι δυνατότερο, πιο έξυπνο,

πιο κακό, πιο καλοσυνάτο, πιο ανθεκτικό,

κάτι μεγαλύτερο, κάτι καλύτερο,

κάτι χειρότερο, κάτι με

μάτια σαν της τίγρης, σαγόνια σαν του καρχαρία,

κάτι πιο τρελό από τρελό,

λογικότερο του λογικού,

υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος

που σε περιμένει

ενώ φοράς τα παπούτσια σου

ή ενώ κοιμάσαι

ή ενώ πετάς τα σκουπίδια

ή χαϊδεύεις τη γάτα σου

ή πλένεις τα δόντια σου

ή γιορτάζεις μια αργία

υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι

που σε περιμένει.

 

έχε το καλά στον νου σου

ώστε όταν συμβεί

να είσαι όσο πιο έτοιμος γίνεται.

 

μέχρι τότε, καλή σου

μέρα

αν είσαι ακόμα εκεί.

εγώ είμαι, νομίζω –

μόλις έκαψα τα δάχτυλά μου

μ’ αυτό

το τσιγάρο.

Fernando Pessoa-Έχω μέσα μου...

Έχω μέσα μου κάτι σαν καταχνιά
Που με πνίγει, αλλά δεν είναι τίποτα.
Νοσταλγία του τίποτα
Ακαθόριστη επιθυμία.

Τυλιγμένος σαν σε ομίχλη
Είμαι απ’ το ίδιο υλικό και βλέπω
Το μακρινό, λαμπρό αστέρι
Από την καύτρα του τσιγάρου πάνω.

Κάπνισα τη ζωή μου. Αβέβαιο

Ό,τι είδα ή διάβασα.

Όλος ο  κόσμος ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο είναι
Που με χλευάζει σε μιαν άγνωστη γλώσσα.

16-7-1934

Μετάφραση : Γιάννης Σουλιώτης

The Moody Blues - Nights In White Satin




 

Μαρία Σερβάκη-Δύο ποιήματα

 ΑΛΛΗΛΟΣΠΑΡΑΓΜΟΣ


Είπε: ίσως μια ύστατη προσπάθεια να τελειώσω μένα θάνατο…

ή κι ίσως πάλι εκείνη η πάντα ίδια, αέναη και σκοτεινή, η πέρα

από το θάνατο, καταγράφοντας εκείνο το από πουθενά ξεκίνημα…

η νοσταλγία… η νοσταλγία της άνοιξης… χώματα της άνοιξης…

ο κρόκος σπάζοντας τη λάμψη του στο φως… Τότε ακούστηκε

Καταγράφω και πεθαίνω… εδώ, εδώ, εδώ… καταγράφω

και πεθαίνω…

Καταγράφω και πεθαίνω…

Πεθαίνω πάλι ακούστηκε

Πεθαίνω πεθαίνω πεθαίνω

Σφύραγε από παντού

Πεθαίνω

Κι είχα πεθάνει από παντού.


Κ’ ύστερα μπήκαν οι άλλοι κι είχαν αρχίσει κι όλας

να σαπίζουν

Ο πιο βαθιά στη μουσική είπε τότε

Ποιος το περίμενε πως οι άνθρωποι θα ξερίζωναν τη γη

τόσο γοργά

Οι άλλοι σώπαιναν μεταίχμιοι


***


Χαμένος μέσα σε κισσούς και σ’ αγιοκέρια

Χρόνια χρόνια πριν

Να προχωρώ να προχωρώ

Γλίστρησε απ’ το σώμα μου το φίδι της ζωής

Τοπία αλλοτινά

Ξεχασμένα

Ποτέ υπαρκτά

Ο χώρος ο κλειστός ο γκρίζος του απέθαντου θανάτου


Πού πάνε; πού πήγαν όλοι αυτοί;

Μυρίζει πτώμα ο θεός


Ακούσαμε τόσα πολλά για τους απέθαντους λες κι ήταν

παραμύθια

Κάποιων κόσμων σκοτεινών

Μα ήταν μόνο οι καημοί κι οι λύπες κι οι αγάπες που είχαν

θεωθεί

Βάραθρα βάραθρα βάραθρα φωτός Αντέχεις;

Τόσο νερό η σιωπή Αντέχεις;

Πού; θυμάσαι πού; όταν θα με βρεις… όταν… όταν

Σα θάμα


Και τότε σκάλισε στον ξεχασμένο δρόμο ο θεός μια πικροδάφνη


Είπαν τότε οι φυλλωσιές

Είναι η άνοιξη;

Και ο θεός

Είναι ο έρωτας;

Ο Οδοιπόρος

Ο Θηρευτής

Και ο Καθρέφτης

Αιώνες αιώνες

Πριν; Μετά;


*Από τη συλλογή: Ο Οδοιπόρος, Εκδόσεις Εκάτη, 2013.


Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2015/12/02/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CE%B5%CF%81%CE%B2%CE%AC%CE%BA%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%B9/

Μαρία Σερβάκη-Θα επιστρέψει


Θα επιστρέψει.
Ο έρωτας αυτός
                        θα επιστρέψει
Που σ' ερεθίζει πάντα με την άνοιξη.
Και προς το βράδι από το κύμα
Το βαρύτιμο πανί θ' ανασηκώσει.
Τις φυλλωσιές της μακρινής της κόμης.
Τ' ανύπαρχτά της πόδια
από το φεγγάρι διάτρητα.
Και θάρχονται για να λουστούν οι αγαπημένοι.
Το βλέμμα της εκείνη στολισμένη κατά το 
Πέλαγος
             θα στρέφει
                             τα πουλιά.


                                                   ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ


Ο άλλος κήπος, ενότητα : "Θέμα Β' και παραλλαγές"
..................................................

απο το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ" της "ΑΥΓΗΣ" (13/3/2013)
με ανθολόγο του Μαρτίου του 2013

Γιάννης Κυριαζής-[άτιτλο]

Βγήκα κι εγώ να δω το φεγγάρι
να διασκεδάσω το σκοτάδι μου
Ήταν εκεί
πάνω απ' όλα
σαν φακός που τυφλώνει
για να μη δεις από πίσω του
ποιος τον κρατά αναμμένο
ποιος μας κάνει σήματα
ακατανόητα
απ' το υπερπέραν
Τι γυρεύουν
πάνω στον ουρανό
σπασμένα
τόσα πήλινα μάτια;...

Αντλήθηκε από το προφίλ ου ποιητή

Dulce Pontes-Alfonsina y el Mar


 

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Joseph Roth- Η κρύπτη των καπουτσίνων


Συνηθίσαμε όλοι το ασυνήθιστο. Βιαστήκαμε να το συνηθίσουμε. Χωρίς να το παίρνουμε είδηση επισπεύδαμε την προσαρμογή μας, τρέχαμε πίσω από πράγματα που μισούσαμε κι απεχθανόμασταν. Φτάσαμε ν' αγαπούμε ακόμα και την ίδια τη δυστυχία μας, όπως αγαπάει κανείς τον πιστό εχθρό του. Βρίσκαμε καταφύγιο στη δυστυχία μας. Και της ήμασταν ευγνώμονες, επειδή κατάπινε τις μικρές, ξεχωριστές, προσωπικές μας στεναχώριες, αυτή η μεγάλη τους αδελφή, η Μεγάλη Δυστυχία• μπροστά της έσβηνε κάθε παρηγοριά - αλλά και κάθε μικρό καθημερινό βάσανο. Κατά τη γνώμη μου μπορεί κανείς να καταλάβει, ακόμη και να συγχωρήσει την τρομακτική υποχωρητικότητα των ανθρώπων σήμερα απέναντι στους ακόμα πιο τρομακτικούς καταπιεστές του - αν σκεφτεί ότι είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να προτιμάει τη σαρωτική καταστροφική συμφορά από τις μικρές σκοτούρες. Η τρομερών διαστάσεων καταστροφή καταπίνει τις μικρές δυστυχίες, τις ατυχίες. Γι' αυτό κι εμείς εκείνα τα χρόνια την αγαπούσαμε τη Μεγάλη, την Τρομερή μας Δυστυχία.

 Joseph Roth 2 Σεπτεμβρίου 1894 - 27 Μαΐου 1939

Η κρύπτη των καπουτσίνων, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Άγρα.

Guillaume Apollinaire-Άλογα διαζώματος


Όταν τα δέντρα σμπαράλια
Από το πυροβολικό όλον τον
Εκτυφλωτικό λευκό Νοέμβρη
Γεράζουν ακόμη πιο πολύ και
Κάτω από το χιόνι και λίγο
Μοιάζουν με άλογα φτερωτά σε
Διάζωμα κυκλωμένο με κύματα
Από σύρματα φούντωνε ξανά η
Καρδιά μου σαν ένα δέντρο την
Άνοιξη με τα πολλαπλά λουλούδια της αγάπης
Όλον τον εκτυφλωτικό λευκό
Νοέμβρη όταν οι οβίδες μ΄ ανατριχίλα τραγουδούσαν
Και τα νεκρά άνθη της γης ανάδιναν τις νεκρικές οσμές
Εγώ καθημερινά ανιστορούσα την αγάπη μου στην
Μαγδαληνή
Το χιόνι πιέζει πελιδνά λουλούδια στα δέντρα και
Σκεπάζει με ερμίνα σαν πένθος λευκό τ΄ άλογα του
Διαζώματος
Από παντού φαίνονται εγκαταλειμμένα κι εφιαλτικά
Μουγκά άλογα όχι με χάντρες αλλά χαντακωμένα
Και εγώ ξάφνου τα ντύνω με κόκαλα και σάρκα
Σαν ένα θεσπέσιο κοπάδι παρδαλόχρωμα άλογα
Πιλαλώντας σιμά σου καθώς τ΄ αφρερά κύματα της Μεσόγειος
Κομίζοντάς σου τον έρωτά μου ω ροδόκρινε Πάνθηρα
Ω περιστέρια άστρο γαλανό
Ω Μαγδαληνή σε λατρεύω με ηδονή
Αν νοσταλγήσω τα μάτια σου νοσταλγώ κελαρυστές πηγές
Αν νοσταλγήσω το στόμα σου τριαντάφυλλα φυτρώνουν
Αν νοσταλγήσω τα στήθια σου ο Παράκλητος κατεβαίνει
Ω περιστέρι διπλό στον κόρφο σου και έρχεται να λύσει
Την γλώσσα μου του ποιητή για να σου ξαναπώ σ΄ αγαπώ
Το πρόσωπό σου είναι ένα μάτσο λουλούδια
Σήμερα σε θωρώ όχι Πάνθηρα μα Πανανθή
Και σ΄ αναπνέω ω Πανανθή μου
Ανεβαίνουν επάνω σου όλα τα κρίνα
Σαν παιάνες αγάπης και χαράς
Και τα τραγούδια αυτά φτεροκοπούν ολόγυρά σου
Και με φέρνουν στο πλευρό σου στην όμορφη Ανατολή σου
Και κρίνοι με μεταμορφώνουνε σε φοινικιές
Και μου γνέφουνε με δάχτυλα πλατιά
Τη νύχτα αναβλύζει η ρουκέτα άνθη φεγγερά
Και πέφτει κάτω σαν βροχή δάκρυα σεπτά
Απ΄ τη χαρά τιναγμένα μακάρια δάκρυα
Και σ΄ αγαπώ όπως μ΄ αγαπάς Μαγδαληνή
Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ

Πηγή:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=2930767113918455&id=100009555841844

Philip Larkin-Ένας τάφος των 'Αραντελ


Ο κόμης και η κοντέσα κείτονται στην πέτρα,
δίπλα δίπλα , με πρόσωπα θολά. Μόλις
που φαίνονται τα επίσημα διακριτικά τους,
η πανοπλία, οι σκληρές πτυχώσεις
κι εκείνο το μικρό παράδοξο ίχνος-
τα μικρά σκυλιά κάτω απ τα πόδια τους.
Δεν σου τραβά το μάτι αυτή
η προ μπαρόκ λιτότητα,
μέχρι που βλέπεις, με τρυφερή έκπληξη,
το γάντι που έχει βγάλει απ’ το αριστερό του χέρι˙
και να κρατά με αυτό την παλάμη της.
Δεν περίμεναν ότι θα βαστούσε τόσο ο ύπνος τους.
Αυτή η πίστη που μετατράπηκε σε τέχνη
ήταν μια λεπτομέρεια που θα πρόσεχαν οι φίλοι:
Η χάρη του γλύπτη, που μπήκε για
να υπογραμμίσει τα λατινικά ονόματα
στη βάση του έργου που του είχαν παραγγείλει.
Δεν θα φαντάζονταν πόσο νωρίς
στο ύπτιο στατικό ταξίδι τους
ο αέρας θα άλλαζε σε άηχη βλάβη,
διώχνοντας τους παλιούς κολίγους μακριά.
Πόσο νωρίς οι επερχόμενες ματιές
μαθαίνουν να βλέπουν , όχι να διαβάζουν. Αυστηρά,
επέμειναν, ενωμένοι, μέσα από μήκη και πλάτη
του χρόνου. Έπεσε χιόνι, άγνωστο πότε. Τα καλοκαίρια
το φως μαζευόταν πάνω στο γυαλί.
Ανοιχτόχρωμα απομεινάρια από πουλιά
σκέπασαν το ίδιο χώμα,
το γεμάτο οστά. Κι από τα μονοπάτια,
ατέλειωτος ποικίλος κόσμος, αλλαγμένος,
με την ταυτότητά του ξεπλυμένη.
Τώρα, ανίσχυροι στο κοίλωμα μιας
άοπλης εποχής, με μια γραμμή καπνό
σε διακεκομμένες τολύπες πάνω
από το θραύσμα της ιστορίας τους,
μονάχα μια στάση απομένει:
Ο χρόνος τους μεταμορφώνει σε
αναλήθεια. Η πέτρινη πιστότητα
που δεν την εννοούσαν γίνεται
το οριστικό τους οικόσημο, μετατρέποντας
το σχεδόν ενστικτώδες σχεδόν μας σε αλήθεια:
Ό,τι μείνει από εμάς είναι η αγάπη.

Μετάφραση: Θοδωρής Ρακόπουλος
ΦΙΛΙΠ ΛΑΡΚΙΝ, Όσο υπάρχει ακόμα καιρός , σελ..89- 91 , Δίγλωσση έκδοση. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

The Beatles - Yellow Submarine


 

Ρογήρος Δέξτερ-Memoria et Nihil



Μια άσχημη μέρα
Θα ξαναβρώ την ομορφιά σε μια λέξη
Που θα είναι ίδια η γαλήνη
Τού να ξέρεις ότι δεν υπάρχεις στο μέλλον
Καμιά ιστορία δε σε αναγνωρίζει
Κανένα χρονικό ηρώων δε σε περιέχει
Δε σε θυμούνται οι άνθρωποι και οι βάρδοι
Ή οι ραψωδοί δε μνημονεύουν
Το αθόρυβο πέρασμά σου από τα γεγονότα• θα τη
Βρω αυτή τη λέξη
Φωνάζοντας στα βουνά τ' όνομά της
Πάνω απ' τους καταρράχτες από κρύσταλλο
Και τα σύννεφα θα δείξουν πρόσωπο
Σαν ένα μέρος της φωνής της
Χαμένο σε αρχαία δάση όπου όλοι
Και προπάντων οι άγουροι της νιότης
Συνηθίζουν να σωπαίνουν
Στα χείλη βάζοντας το δάχτυλο
Όπως όταν περνούν οι Νύμφες
Κόρες ντυμένες στα χρώματα του φεγγαριού
Κόρες μοιράζοντας σαγήνη
Παίζοντας με τις όμορφες λέξεις
Που βαστούν γλυκά τις νύχτες και τα μεσημέρια
Σαν το φιλί μέσα στο στόμα τους•


Ρογήρος Δέξτερ (Θεσσαλονίκη 1979)

Πηγή: https://trenopoiisis.blogspot.com/2019/11/rogiros-dexter-memoria-et-nihil.html

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος-Τα γεμιστά



Πριν λίγα χρόνια είχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ, ούτε μετά - στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.

Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και σαν υπνωτισμένος άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τ' άντερα: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος - αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε και έτρωγε, σιγά σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.

Πηγή: https://www.lifo.gr/print/editorial/trogontas-ligo-kathysterimena-fagito-tis-mamas-soy-toy-stathi-tsagkaroysianoy

Ανδρέας Εμπειρίκος-[Τώρα]



Τώρα
Τώρα ευθύς
Τώρα αμέσως
Τώρα πάντα
Τώρα κάθε ημέρα
Τώρα κάθε ώρα
Τώρα κάθε στιγμή
Δηλαδή τώρα ­ αιωνίως −
Τώρα πιότερο παρά ποτέ
Τώρα ευθύς
Τώρα αμέσως
Τώρα σαν πεφταστέρι
Τώρα σαν μαχαιριά
Τώρα σαν εκπυρσοκρότησι
Τώρα σαν εκσπερμάτωσι
Τώρα σαν ξαφνικό ραγάνι
Τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων
Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!

Αθήνα 1933
(ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 1933)


Αγγελική Σιδηρά-Περπατώντας


Να μην πατώ στο πεζοδρόμιο
τις γραμμές και να μετράω:
ένα, δύο....και τα λοιπά, και τα λοιπά
μόνο και μόνο για να ξεγελώ την σκέψη μου
που έχει κολλήσει έτσι
όπως κολλούσε η βελόνα
στον δίσκο του παλιού πικ–απ
κι επαναλάμβανε παράφωνα
την ίδια μελωδία.
Τρία, τέσσερα, πέντε
ήτανε πέντε ξημερώματα
η ώρα του συμβάντος
έτσι το αποκαλώ
για να μην λέω φόνο ή μακελειό
και ο υπαίτιος στο πεζοδρόμιο
να τραβάει τα μαλλιά του.
Δεν θέλω να ξέρω την μορφή του
το όνομά του καν δεν θέλησα
να συγκρατήσω. Πού είχα μείνει;
έξη, εφτά, οκτώ
και φτάνω στο πενήντα
που σε λίγους μήνες
θα τα έκλεινες
γιε μου.

Αντλήθηκε από το προφίλ της ποιήτριας

Ψηφιοποιημένα Τεύχη Περιοδικού «ΔΙΑΒΑΖΩ»

Αρχείο Τευχών Περιοδικού «Διαβάζω» 

Νίκολας Κάλας- Πανεπιστημιακή παράδοση


Στέκεται φωνή μονότονη
λέει, λέει
τί λέει;
Αυτιά πολλά κάθουνται
άραγες ακούν;
Τί ακούν;
Λέξεις που πέφτουν από ψηλά
ή λοξές ματιές;
Τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
μέσα στο πλήθος των ανθρώπων
αηδιαστικό το θέαμα
τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
πρέπει να ‘ ναι σέ σεπαρέ
για να νιώθουνται
για να μη φαίνονται
άφυλο να ‘ναι το πλήθος
έτσι γίνεται ανθρώπινο
τ’ ανθρώπινο, στο πλήθος
εκεί δε βλέπεις γυναίκες κι άντρες
και κοιτάς να δεις
άμα μυρίζει νιάτα
ποια πράσινα στάχυα θα πρωτοχρυσώσουν –
δε φαντάζομαι κανείς πια να πιστεύει
στο θαύμα των ψωμιών
σε σέρα τόσο κλειστή
Χριστός δε χωρεί
«Συγχώρεσέ με, δάσκαλε , για την ασέβειά μου
συγχώρεσέ με αν ευχηθώ
να ‘ ναι λίγα τα ψωμιά σου
καρβέλια εδώ μέσα δε θα φτιάξεις
κι αν νιώθουμε πως καμιά φορά ζούμε σε φούρνο
δε σημαίνει
παντού μπορείς να βρεις ζέστη
αλλά ζεστασιά –
τί να την κάνουμε όμως την υψηλή θερμοκρασία
μια που έφτιαξες την έδρα Όλυμπο;
Σε προσκυνούμε επειδή πρέπει
είσαι θεός
το βήμα σου ιερό
και εμείς το πολύ πολύ – άνθρωποι
κι αν καμιά φορά λατρεύοντας τον Προμηθέα
με λατρεία που δεν είν ’ λατρεία
αλλ’ αγάπη
ανάψουμε κανένα σπίρτο
θα μας καρφώσεις στο θρανίο
μ’ ένα μηδενικό στις εξετάσεις
και μετά
πάλι ξανά τα ίδια θα διδάξεις
ζητώντας πάντα από το ύψος σου
ανέκφραστα προσώπατα να θωρήσεις
ν’ ακούσεις γραμμένα
στα θέματά μας
την ηχώ της φωνής σου».

Νίκος Καχτίτσης- Η περιπέτεια ενός βιβλίου (απόσπασμα)


Κεφάλαιο 3

Δέχεται και δε δέχεται

Αρχίζω το κεφάλαιο αυτό με μία κατηγορηματική δήλωση, που δε θα εκπλήξει ποσώς τον υπομονητικό που θα διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο: Σε σύγκριση με τα μαρτύρια που πέρασα στην έκδοση του Εξώστη, τα άλλα μαρτύρια που πέρασα γράφοντάς τον, όπως και τα μαρτύρια που πέρασε ο ήρωάς μου ο ίδιος, δεν είναι σχεδόν τίποτα! Και ο μεν ήρωάς μου τά ‘θελε και τά ‘παθε∙ θα του άξιζαν και περισσότερα. Εγώ όμως δεν χρώσταγα σε κανέναν τίποτα. Η μόνη αξίωση (ας την ονομάσουμε έτσι) που είχα, ήταν να γίνει η δουλειά μου∙ να τυπωθεί το βιβλίο μου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ούτε ανάγκασα κανέναν να δεχθεί τη δουλειά αυτή με το ζόρι∙ ήρθα σε συμφωνία. Εγώ μεν θα πλήρωνα με λεφτά που μου απόδωσε η πέννα μου εκπορνευόμενη σε ποικίλας εξωλογοτεχνικάς εργασίας, οι δε επιμεληταί της εκδόσεως θα μου πρόσφερναν το ανάλογο αντίκρυσμα –την πείρα τους, το ταλέντο τους, και την αγάπη τους για την Τέχνη- χωρίς να εκπορενεύσουν, αυτοί, ούτε ένα γιώτα από την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα, μια και η επιμέλεια της εκδόσεως ενός βιβλίου αποτελεί, τουλάχιστον για μένα και για τους επιστήθιους φίλους μου, ιερό λειτούργημα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι εμπιστευόμουνα το βιβλίο μου σε πρόσωπο που έχει πάρει, και με το δίκιο του, στα σοβαρά αυτή την τέχνη, και που ωστόσο μπορούσε κάλλιστα ν’ αποποιηθεί με μια ευγενική δικαιολογία.

Ούτε, από το άλλο μέρος, είμαι από κείνους που κάνουν παζάρια στο ζήτημα των τιμών, μ’ όλο που κάθε άλλο παρά είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, δεδομένου ότι στη χώρα που ζω, εις πείσμα της εσφαλμένης εντυπώσεως που υπάρχει, τα δολλάρια δεν τα παρασύρει ο άνεμος στους δρόμους σα φθινοπωρινά φύλλα. Τώρα θυμήθηκα ότι κάνω κάποιο λάθος. Δυστυχώς, και προς μεγάλη μου ντροπή, έκανα κι εγώ κάτι εξοργιστικά παζάρια με τους Ταρουσόπουλους, το 1956.

Αλλά ας μπούμε στο θέμα μας . . .

Πηγή: http://esofrenon.blogspot.com/2009/05/blog-post_19.html

Νίκος Καχτίτσης- Ο ήρωας της Γάνδης (απόσπασμα)



...Περνούσαν οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες. Στο μεταξύ άρχισα πάλι να δουλεύω κανονικά στο αρχαιοπωλείο. Αλλά κάτι είχε αλλάξει στο φέρσιμο και της Σολάνζ ακόμα, η οποία κατά βάθος πολύ λυπόταν γι' αυτά που μου συνέβαιναν. Αλλά ούτε κατά διάνοια υπήρχε ποτέ η πιθανότητα να θυσίαζε τα συμφέροντα του Στοππάκιου για χάρη δική μου. Όσο κι αν με πίκραινε αυτό, τη δικαιολογούσα. Οι χοροεσπερίδες και τα πνευματιστικά πειράματα είχαν σταματήσει. Αραιά και που δέχονταν μόνο κανένα ζευγάρι. Ο Ξεντάδιν είχε καιρό να φανεί, όπως και ο Γεδεών και όλοι οι στενοί τους φίλοι. Το δικηγόρο τον είδα μόνο μια φορά όλο αυτό το διάστημα να μπαίνει βράδυ από τη Μεγάλη Πόρτα, σε ώρα που ο Στοππάκιος ήταν απασχολημένος στο γραφείο του, και να τραβάει κατευθείαν για το δωμάτιο της Σολάνζ. Κάτι είχε αλλάξει σ' όλη την ατμόσφαιρα. Αυτό το διέκρινα ακόμα και στη στάση της Στερίλδας, που φαινόταν επιφυλακτική και χωρίς διάθεση να μου αποκαλύψει κάτι που ήταν μεγάλης σημασίας, που έκρυβε πολύ μυστήριο. Πολλές φορές μού 'δινε επίμονα την εντύπωση πως περίμενε ν' αρχίσω τις ερωτήσεις πάνω στην Υπόθεση, και με τη στάση της μ' απότρεπε προκαταβολικά να κάνω την παραμικρή απόπειρα.

Όσο για μένα τον ίδιο, όσο πήγαινε και χειροτέρευε η θέση μου...

Πηγή:http://esofrenon.blogspot.com/2009/05/blog-post_19.html

Paul Geraldy-Επιστολή

Αγάπη μου, ποσόν αργά ο καιρός περνά! Ένα μήνα
χωρίς τη φασαρία σου τη λατρευτή, ένα μήνα!
Στο χθεσινό το γράμμα μου σου έγραφα : "Πιστεύω να συνηθίσω -κ' άλλωστε θα κάμω υπομονή..."
Υπομονή... μονάχα μια στιγμή
κ' ύστερα ξαναβρίσκω τον καϋμό μου.
Τον βλέπω εδώ κι' εκεί, σ' όλο το σπίτι :
Μ' ακολουθεί και σέρνεται από πίσω μου
κι' ανάμεσα στα έπιπλα με κυνηγά όλη μέρα.
Βραδιές χωρίς φιλιά, πρωινά χωρίς την καλημέρα!
Νύχτες, που άγρυπνος τις περνώ
με παλιωμένες αναμνήσεις ευτυχίας.
Νύχτες που πια η ανάσα σου δε μου τις ομορφαίνει,
μήτε, μες στο προσκέφαλο, τάρωμα των μαλλιών σου.
Ω, αν ήξερες την πλήξη μου!...
Μονάχος είμαι, και νεκρή είν' η καμάρα,
που η τάξη σου βασίλευε κι' η ακαταστασία σου.
Τα πράγματα που τα κινούν, οι πόρτες και τ' αρμάρια
αφίνουν ήχο αλλόκοτο και διαφορετικόν
ήχον όλο παράπονο και λύπη, που επιμένει,
και μέσα στ' άδειο αυτό, σκορπίζει μιαν αμηχανία,
σαν τη βροχή γύρω απόνα αποτυχημένο ραντεβού...
Όλα έχουν τόνο πένθιμο : ένα σιγανό τραγούδι,
κάποια φωνή παιδιού, ήχοι πιάνου, κάποιο βήμα
κάτω στη σκάλα, κι' έξαφνα ο δρόμος που αντηχεί
από θορύβους που περνούν και δεν ξαναγυρνούνε.
Και μέσ' στο σπίτι η αναδουλειά των υπηρετριών.
Η Μάρθα που, θυμάσαι, όλο γκρινιάζει,
ζητάει για το γεύμα διαταγές.
Πες μου, τι θέλεις ν' απαντήσω;
Μα δεν πεινώ... ξέρω και γω!
Δε μεριμνώ, παρά πως να προσμένω, δίχως σκέψεις
και δίχως αγωνίες και νευρασθένειες
το τέλος του ατέλειωτου αυτού μήνα.
Το ξέρω, υπάρχουν άνθρωποι
που γρήγορα γι' αυτούς περνά ο καιρός αυτή την ώρα
και πολεμώ, μικρούλα μου,
να πείσω τον εαυτό μου πως για μένα και γι' αυτόν,
ο ίδιος μήνας θάναι αυτός που μέλλει να περάση.
Και γράφω επιστολές.. Το βλέπεις, γράφω επιστολές,
όπου δεν έχω και σπουδαία πράγματα να πω.
Μα γράφω - μήτε εγώ δεν ξέρω τι.
Γιατί, βλέπεις, τα πράγματα που θάχα να σου πω,
δεν ημπορούν, αλήθεια, να ειπωθούν, χωρίς φωνή,
χωρίς ματιές, χαμόγελα, χωρίς χειρονομίες...
(και μ' όλ' αυτά και πάλι ίσως αδύνατα θα εκφράζονταν!)
Θαρρεί πάντα κανείς πως όταν γράφη επιστολές
θα βάλη κάτι από τον εσωτερικό του κόσμο.
Μα αυτοί οι γραπτοί μονόλογοι, μονάχα τούτο κάνουν :
Μακραίνουν την απόσταση, με τη ρητορική τους.
Γιατί τους λείπει , ακριβώς,
εκείνο που θα έκανε γοητευτικές αυτές
τις φλυαρίες : οι χαριτωμένες απαντήσεις!
Υστερόγραφο
Χτες μόνο δύο μούγραψες μικρές μικρές σελίδες!
Τόσο πολύ καλοπερνάς κει κάτω ώστε με ξέχασες;
Φαντάζομαι, τα κοσμικά πολύ θα σε κουράζουν.
Πρόσεχε : ν' αναπαύεσαι αρκετά και να μου γράφης.
Κι' ένα άλλο : μη φορείς πολύ το νέο φόρεμά σου
που τόσο σου πηγαίνει. Δε ζηλεύω, μα θαρρώ
κει κάτω πως δεν είναι τόση ανάγκη νάσαι ωραία.
Μη το χαλάσης. Φύλαξέ το λίγο και για μας...

Paul Géraldy (1885-1983)

μετάφραση Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1924)

Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Νίκος Καχτίτσης-Ευρυδίκη



Πηγή: Περιοδικό Η Λέξη, τ. 50, δεκέμβρης '85, σ. 971.

 

Nίκος Καχτίτσης-Ο εξώστης (απόσπασμα)

 Tου εξήγησα πως αισθανόμουνα σαν να μην υπήρχε τίποτα απ’ ό, τι έβλεπα, σαν να δημιουργούσα όλες τις καταστάσεις, και την παραμικρή ακόμα —την ατμόσφαιρα του γραφείου μου, αυτόν τον ίδιον, τα φύλλα, τη σκόνη πάνω στα φύλλα, τον άνεμο που τα φυσούσε, το δροσερό θρόισμα που έκαναν κι έφτανε, πνιχτό κάπως, μέχρι τ’ αυτιά μου— για να εξυπηρετώ δικά μου συμφέροντα. Θυμάμαι μάλιστα που τον είχα ρωτήσει αν έβλεπε κι αυτός τα ίδια πράγματα, που έβλεπα κι εγώ. Γέλια που κάναμε.

Περιττό να πω ότι τα ίδια αισθάνομαι και τώρα πως όλα τα τελευταία συμβάντα τα δημιούργησα εγώ, με τη φαντασία μου, για να πιστέψω πως αρκετά τιμωρήθηκε ο εαυτός μου. Αν συμβαίνει αυτό, τότε έχω να τραβήξω πολλά ακόμα. Γιατί θα πρέπει να φέρθηκα με επιείκεια στον εαυτό μου. Μόνο αν τον υπέβαλλα συνεχώς σε σωματικά μαρτύρια, που να τα αισθάνομαι και να τα βλέπω, εν ανάγκη μπροστά στον καθρέφτη, θα έπειθα τον εαυτό μου ότι πλήρωσα για τις πράξεις μου.

Αλλά τι λέω;  Όλα είναι αληθινά —ευτυχώς ή δυστυχώς. Δεν ξέρω πια τι να διαλέξω— όλα όσα μου έχουν συμβεί τώρα τελευταία. Μ’ αυτά δεν πάω να παρηγορήσω τον εαυτό μου ούτε να δημιουργήσω άλλα μαρτύρια∙ απλώς έτσι είναι. Πώς ήταν δυνατό να δημιουργήσω εγώ όλες αυτές τις λεπτομέρειες;  Θα έπρεπε να ήμουνα τρελλός. Αυτά που θ’ αντιγράψω απ’ το ημερολόγιό μου παρακάτω, για τον τελευταίο τσακωμό μου με τον συνταγματάρχη, θα δείξουν πως έχω δίκιο να μιλάω έτσι. Θα παραθέσω όλες τις λεπτομέρειες, όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά για να πείσω τον εαυτό μου γι’ αυτά που έγραψα. Άλλωστε δεν έχω τίποτε πλέον να κρύψω. Είθε να μπορούσα να μιλήσω και πιο ανοιχτά ακόμα. Αυτός που θα βρει ποτέ αυτά τα χαρτιά ας κρίνει…

Nίκος Καχτίτσης, Ο εξώστης, σελ. 77-79,  Εκδόσεις Στιγμή, 1988

Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/category/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%87%CF%84%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B7%CF%82/