Αγάπη μου, ποσόν αργά ο καιρός περνά! Ένα μήνα
χωρίς τη φασαρία σου τη λατρευτή, ένα μήνα!
Στο χθεσινό το γράμμα μου σου έγραφα : "Πιστεύω να συνηθίσω -κ' άλλωστε θα κάμω υπομονή..."
Υπομονή... μονάχα μια στιγμή
κ' ύστερα ξαναβρίσκω τον καϋμό μου.
Τον βλέπω εδώ κι' εκεί, σ' όλο το σπίτι :
Μ' ακολουθεί και σέρνεται από πίσω μου
κι' ανάμεσα στα έπιπλα με κυνηγά όλη μέρα.
Βραδιές χωρίς φιλιά, πρωινά χωρίς την καλημέρα!
Νύχτες, που άγρυπνος τις περνώ
με παλιωμένες αναμνήσεις ευτυχίας.
Νύχτες που πια η ανάσα σου δε μου τις ομορφαίνει,
μήτε, μες στο προσκέφαλο, τάρωμα των μαλλιών σου.
Ω, αν ήξερες την πλήξη μου!...
Μονάχος είμαι, και νεκρή είν' η καμάρα,
που η τάξη σου βασίλευε κι' η ακαταστασία σου.
Τα πράγματα που τα κινούν, οι πόρτες και τ' αρμάρια
αφίνουν ήχο αλλόκοτο και διαφορετικόν
ήχον όλο παράπονο και λύπη, που επιμένει,
και μέσα στ' άδειο αυτό, σκορπίζει μιαν αμηχανία,
σαν τη βροχή γύρω απόνα αποτυχημένο ραντεβού...
Όλα έχουν τόνο πένθιμο : ένα σιγανό τραγούδι,
κάποια φωνή παιδιού, ήχοι πιάνου, κάποιο βήμα
κάτω στη σκάλα, κι' έξαφνα ο δρόμος που αντηχεί
από θορύβους που περνούν και δεν ξαναγυρνούνε.
Και μέσ' στο σπίτι η αναδουλειά των υπηρετριών.
Η Μάρθα που, θυμάσαι, όλο γκρινιάζει,
ζητάει για το γεύμα διαταγές.
Πες μου, τι θέλεις ν' απαντήσω;
Μα δεν πεινώ... ξέρω και γω!
Δε μεριμνώ, παρά πως να προσμένω, δίχως σκέψεις
και δίχως αγωνίες και νευρασθένειες
το τέλος του ατέλειωτου αυτού μήνα.
Το ξέρω, υπάρχουν άνθρωποι
που γρήγορα γι' αυτούς περνά ο καιρός αυτή την ώρα
και πολεμώ, μικρούλα μου,
να πείσω τον εαυτό μου πως για μένα και γι' αυτόν,
ο ίδιος μήνας θάναι αυτός που μέλλει να περάση.
Και γράφω επιστολές.. Το βλέπεις, γράφω επιστολές,
όπου δεν έχω και σπουδαία πράγματα να πω.
Μα γράφω - μήτε εγώ δεν ξέρω τι.
Γιατί, βλέπεις, τα πράγματα που θάχα να σου πω,
δεν ημπορούν, αλήθεια, να ειπωθούν, χωρίς φωνή,
χωρίς ματιές, χαμόγελα, χωρίς χειρονομίες...
(και μ' όλ' αυτά και πάλι ίσως αδύνατα θα εκφράζονταν!)
Θαρρεί πάντα κανείς πως όταν γράφη επιστολές
θα βάλη κάτι από τον εσωτερικό του κόσμο.
Μα αυτοί οι γραπτοί μονόλογοι, μονάχα τούτο κάνουν :
Μακραίνουν την απόσταση, με τη ρητορική τους.
Γιατί τους λείπει , ακριβώς,
εκείνο που θα έκανε γοητευτικές αυτές
τις φλυαρίες : οι χαριτωμένες απαντήσεις!
Υστερόγραφο
Χτες μόνο δύο μούγραψες μικρές μικρές σελίδες!
Τόσο πολύ καλοπερνάς κει κάτω ώστε με ξέχασες;
Φαντάζομαι, τα κοσμικά πολύ θα σε κουράζουν.
Πρόσεχε : ν' αναπαύεσαι αρκετά και να μου γράφης.
Κι' ένα άλλο : μη φορείς πολύ το νέο φόρεμά σου
που τόσο σου πηγαίνει. Δε ζηλεύω, μα θαρρώ
κει κάτω πως δεν είναι τόση ανάγκη νάσαι ωραία.
Μη το χαλάσης. Φύλαξέ το λίγο και για μας...
Paul Géraldy (1885-1983)
μετάφραση Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1924)