Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Τα γεννητούρια

Πλάκωσε το συγγενολόι
−τσέπες γεμάτες ρίγανη τριμμένη
μελισσόχορτο
εργόχειρα και μαντολάτα.
Γύρω γύρω σπασμένα γυαλιά
να μην τους φύγω
κι ένα παιδί περνούσε όλη την ώρα
κάτω από το κρεβάτι
όπως στον επιτάφιο.
Μέσα μου βάθυναν τότε τα χρώματα
όμοια με κάτι παλιές αγιογραφίες
και κάποιος πήρε το ψαλίδι
κι άνοιξε μια τρύπα για να βλέπει.
Πετιέται που λες στη μέση της θάλασσας
η γοργόνα
και τον φιλεύει μια χούφτα καρύδια
και κείνος αναγνωρίζει τρέμοντας
τη χαμένη αδερφή του
που μικροπαντρεύτηκε στον Καναδά
πριν απ’ τον πόλεμο.
Η κάμαρα μύριζε λεμόνι
και πούντρα γεροντίστικη.
Άνοιξα τα μάτια
τους είδα
όλους δικέφαλους
και φοβήθηκα.

Γεννήθηκα 21 Φεβρουαρίου.
Μου διαβάσανε την Αγία Επιστολή
κι έπειτα γράψανε Ιφιγένεια
και το μήνα και τη μέρα
πίσω από μια παλιά εικόνα που έτριζε
κι έκανε και θαύματα.


Το σόι

Τζένη Μαστοράκη - Περίληψη


Παιδί, η μάνα μου

μου φόραγε κατάσαρκα το πατερημών

και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.

Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί

και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.

Το πρωί μέτραγε τα όνειρα

και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.

Τώρα μου ξορκίζει

το τραγούδι απ' τα χείλια

όταν κοιμάμαι

και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου

γίνεται ένα κεντημένο κάντρο

που γράφει «Ελευθερία ή Θάνατος».


Πηγή: Το σόι, 1978.

Τζένη Μαστοράκη - [άτιτλο]

 Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.


Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Νίκος Δαββέτας - Ποιήματα

 ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ

 

Πάνω στο βράχο ζυγιάζουν το κορμί τους

το εύκαμπτο λύγισμα των μελών

κρύβε σχεδόν ατέλειες,

κινήσεις που διασώζουν στο φως

τον σύντομο σπασμό της ηδονής,

το τέντωμα των μυών

καθώς ανοίγουν μια σήραγγα στο κενό

ώς να βυθιστούν στα πράσινα νερά.

Έπειτα άλλοι νέοι παίρνουν τη θέση τους

η ίδια κατανυκτική ιεροτελεστία.

Σώματα σπαταλημένα

στα καλοκαιριάτικα παιχνίδια

δεν υπάρχει χρόνος να ξαναπλασθούν

η δροσερή τους σάρκα

δεν θα ξανανθίσει στα κλαριά των σκελετών,

μόνον η θριαμβευτική ματιά τους

μετά την ανάδυση

θα ομορφαίνει επικίνδυνα μέσα στη μνήμη μου

ετούτη τη θάλασσα.

(ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΣΤΡΙΑΣ, 1983)

 

ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟ

 

Πέφτουν τ’ αγαπημένα σώματα το ένα πάνω στ’ άλλο

κι αυτό που κατακάθεται στη μνήμη

η προσωποποίηση του ανεκπλήρωτου

που διαλύει

τις σκαλωσιές του νου.

Ότι επενδύσαμε σ’ απρόσιτες αγκαλιές

δεν επιστράφηκε ποτέ

κι εμείς υπόλογοι

απέναντι στον εαυτό μας

γι’ ατασθαλίες

δανεισμούς παράνομους

κι άλογες δωρεές.

 

Δεν μας δεχθήκαν. Δεν υπήρξαμε.

 

Έρωτες που χτίσαμε χωρίς έξοδο κινδύνου.

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

 

Τώρα

έθρεψε η φλούδα που κάποτε

χαράξαμε τα αρχικά μας

τα χώνεψε μέσα του το δέντρο

αύριο

θα τα ξεδιπλώσουν στον αέρα

τα τσεκούρια των ξυλοκόπων

(ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΙΝΌ ΤΕΛΟΣ, 1985)

 

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ

Στον Γιώργο Κακουλίδη

 

Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση

τις φλόγες συντηρώ με δροσερά κορίτσια

λευκά μωρά φτυαρίζω στο πυρ το εξώτερον

 

κομμένα κεφάλια σωριάζω στα κοφίνια

από την άλλη

μαλλιά, γυαλιά, δόντια χρυσά

να έρθει ο διάβολος

ζεστά κορμιά στον πάνω κόσμο να μοιράσει

τα τιμαλφή

να εξαργυρώσει.

 

Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση

 

το μεσημέρι επιστρέφω σπίτι

τρώγοντας διαβάζω εφημερίδα

για γάμους, βαφτίσια και κηδείες

αν πάρει το μάτι μου κανένα όνομα γνωστό

σκέφτομαι πως γρήγορα χάνονται

οι καλοί πατριώτες

για λίγο το πιρούνι μου στέκει μετέωρο

μα ύστερα με περισσότερη όρεξη

βυθίζεται στο ψητό

γιατί η ζωή φροϋλάιν συνεχίζεται…

 

Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση

 

η ταυτότητά μου γράφει ακόμα

επάγγελμα: αρτοποιός

(Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΤΙΛΣΕΝ, 1988)

 

ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

 

Ο Θάνατος διαβάζει πάνω στο χιόνι

τ’ αόρατα χνάρια των ελαφιών

τα μικροσκοπικά σημάδια του ασβού

του λύκου τα’ άκομψα ίχνη

 

μες στον χιονιά δύσκολα χάνει

τα βήματα του ανθρώπου

που ονειρεύεται.

 

Η ΜΝΗΜΗ ΕΙΝΑΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ

 

Η μνήμη είναι νερόμυλος

τρίζει σαν σκελετός

που νοσταλγεί το χώμα

 

ο ποταμός πατέρας μου

γυρνάει τη φτερωτή

τις νύχτες μου αλέθει

δίχως το χνούδι ενός κορμιού

στο τέλος ν’ απομείνει

έστω μια σκόνη άστατη

δειλά να σαβανώσει

 

τα σώματα που αποχωρίζονται

για πάντα το είδωλό τους.

(ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ, 1990)

 

ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ

 

Από νωρίς ρίξαν οι άγγελοι

μια στρώση μαύρου ουρανού

να χτίσουν ανενόχλητοι τ’ αόρατο.

Δουλεύουνε πυρετωδώς

– το χάραμα για να τους βρει

με τα κλειδιά στο χέρι –

οι χτίστες στο Σκορπιό

οι σιδεράδες στη Μικρή

και τη Μεγάλη Άρκτο

οι μαραγκοί στις μακρινές Πλειάδες

 

πώς θα ’ναι το αόρατο

κανείς μας δεν το ξέρει

ίσως διαμπερές, μάλλον ευάερο

δίχως μεσοτοιχίες

να κρυφακούν οι άπιστοι

 

και τα θεμέλια πώς στέριωσαν

χωρίς καμιά θυσία;

ακούω τους ήχους των κτιστών κι ελπίζω

ο Πρωτομάστορας να πρόβλεψε

ένα κενό κάτω απ’ τις πέτρες

με θέα στ’ ορατό

 

απεριόριστη.

(ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ, 1995)

 

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Ποιήματα

 ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ

 

Αδύνατο να δούμε τίποτα ˙μόνο ακούγαμε,

λες κι ο Θεός μας έκανε μια μικρή συγκατάβαση ˙

Όμως εκείνος έβλεπε καλά

μέχρι που τον σηκώσαμε τυφλό:

Η αποκάλυψη τον είχε κάνει ερείπιο.

 

Έτσι ο Σαύλος έγινε Παύλος – όσο για μας,

μείναμε οι ίδιοι ύστερα από τις πρώτες εντυπώσεις,

ίσως γιατί δεν ήμασταν σκεύη εκλογής ˙αργότερα

πήραμε απόφαση ν’ αλλάξουμε (όταν νιώσαμε

τριγύρω μας μονάχα εγκατάλειψη),

έστω κι αν ξέραμε πως μέσα μας

φέρναμε το δαίμονα μιας νέας φυγής.

(ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΩΝ ΑΓΕΛΑΔΩΝ, 1952-1957)

 

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

 

Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης,

ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές,

απελπισμένο κρέμασμα από λαγόνια ξένα.

 

Πέσιμο εκεί που μοναχά η μοναξιά οδηγεί:

να υποτάξω ακόμη και το πνεύμα μου,

να το προσφέρω σαν την έσχατη υποταγή.

 

 

ΡΗΜΑΓΜΑ

 

Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,

όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σ’ αρνείται,

ποια αρετή σου μένει ακόμα να ρημάξεις,

ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρά σου,

ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

 

Τις παγωμένες νύχτες της ερήμωσης,

ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,

εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;

(ΞΕΝΑ ΓΟΝΑΤΑ, 1955-1962)

 

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

 

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας

 

κοκκινήσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;

 

ΒΟΛΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

 

Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ ˙

θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.

 

Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,

να βρίσκεται ένα άνθρωπος να με χορταίνει.

 

Όταν βουλιάζω σ’ εύκολες εξάψεις,

να ’ρχεται μια εξευτέλιση και να με συνεφέρνει.

 

Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,

να ’χω ένα όραμα να με θαμπώνει.

 

Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,

να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.

 

Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,

που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,

να ’χω τη δύναμη να πω «Κύριε, όχι άλλο» –

 

κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.

(ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΣ ΚΑΗΜΟΣ, 1955-1962)

 

ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ

 

Μέσα σε θάμνους, κάτω από πουρνάρια,

ανάμεσα σε πέτρες και σε βράχια,

φυτρώνουν τα κυκλάμινα ˙κανένα

πόδι ανθρώπινο ποτέ δεν τα πατάει,

κανένα χέρι δεν τα ξεριζώνει ˙

μένουν εκεί με τη σεμνή τους αξιοπρέπεια,

μικρές κρυμμένες ομορφιές που σε ξαφνιάζουν.

 

Και μόνο του αγρού τα χαμομήλια

που ξένοιαστα απλώνονται στον κάμπο,

λεύτερα στο αγέρι και το φως,

κάποιος τσομπάνης θα βρεθεί να τα πατήσει

ή κάποιο κάρο με τις ρόδες του τα λιώνει…

 

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,

δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.

Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού ˙

όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,

να δουν με τι καινούργιους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.

 

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.

Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,

πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα ˙

όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,

κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

 

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία ˙

βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

 

Η ΝΥΧΤΑ

 

Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,

καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.

 

Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,

καταρρακώνει την ικεσία μας.

 

Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,

βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.

 

Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,

ανανεώνει τις πληγές μας –

 

και σαν εξασφαλίσουμε κανα κορμί,

αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.

(Ο ΑΛΛΗΘΩΡΟΣ, 1949-1970)


Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα

 ΚΑΤΑΓΩΓΗ

 

Το μωσαϊκό της φυλετικής σου καταγωγής

έχει γίνει σε βαθιούς

αιγαιοπελαγίτικους τόνους.

Οι στιγμές της διαύγειας

ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου

κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος

για μια μονόλεπτη ανάταση.

Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα

σε τούτο το ρωμαίικο αμπέλι.

 

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

 

Οι νύχτες σού φέρνουν πυρετό

ρωμαϊκού θριάμβου.

Ο λεγεωνάριος, η θέα, ο δημαγωγός

– ένας δούλος του ψιθυρίζει στ’ αυτί

τ’ όνομά σου –

η εταίρα με τα ερυθρόδερμα μάγουλα

ο λουτροκόμος.

Λίγο πριν ανοίξει το ταβάνι

κι όλοι πεθάνουνε πνιγμένοι στα λουλούδια,

εσύ, έχοντας ανακαλύψει τη φωτιά,

εμπορεύεσαι βιαστικά το συκώτι σου.

 

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

 

Η αποκαθήλωση γίνεται

πάντα πρωί

μετά το πρώτο τσιγάρο

την ώρα που το ιερατείο κοιμάται.

Αργότερα

παρατηρούν την απουσία

και λένε κάτι γι’ Ανάληψη

ή άλλες Θαβώριες περιπτώσεις.

(ΔΙΟΔΙΑ, 1972)

 

Η ΠΟΡΤΑ

 

Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα

περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους

δεμένα με χρωματιστές κορδέλες

σαν τάματα σε κάποια

Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.

Ο ποιητής κουβαλάει

την πόρτα στην πλάτη

και σωπαίνει.

Θα τόνε δεις καμιά φορά λοιπόν

να περπατάει σκυφτός

ή να περνάει με το πλάι τα στενά

και κείνο το κάγκελο

στραβωμένο

αφήνει βαθιά χαρακιά

πάνω στην άσφαλτο.

(ΤΟ ΣΟΪ, 1978)

 

ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ

 

Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα

σφραγισμένο με κερί να μη φωνάξεις, και θα

σε κρύβουν με βαριά υφάσματα και με νερά,

στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν

πάνδημα βασίλεια.

 

Ότι γραφτό οι αγαπημένοι να σου φανερώνονται

στις ώρες των κατολισθήσεων, σιδηρόφρακτοι,

μεσ’ από γοερούς συναγερμούς κωπηλατώντας

– πάμφωτο βαθυσκάφος στ’ ανοιχτά, και πάνω

του πυρπολητές θαλασσοπόροι.

 

ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΕΚΡΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ

ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ

 

Θα επιστρέφουν πάντοτε αυτοί που άδικα, σε

χρόνους άλλους, λησμονήθηκαν. Από δρακόντων

κοίτες, θύρες άρπαγος, από τα παρεκκλήσια των

απείρων φόνων, με χαλασμένα πρόσωπα θα

επιστρέφουν ως ναυμάχοι, ελόβιοι άλλοτε, με

σκοτεινή ενδυμασία αιρετικού ή επίορκου, και

στις ανήλιαγες διόδους καίγοντας.

 

Όπως επαίτης ύπουλος προ των τειχών, καλύπτει

επιμελώς με το μανδύα του πληγές που άνθισαν,

με κάποιο θαύμα. Κι όπως αρχαίος γεωμέτρης

λάμνοντας, νεκρώνει πίσω του τεράστιες εκτάσεις

κι αναβλύζει.

(ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΙΑ, 1983)

 

Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε

γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κο-

ρυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες

μιας απύθμενης υπνολαλίας,

 

κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι

αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστη-

μα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν–

 

Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό

των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον τα-

πεινό αιγιαλό,

 

τη φοβερή φωτιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο

των ονείρων.

 

***

 

Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το

χέρι που τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει

στα παλιά του αίματα, καιρός που λησμονεί,

 

κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα

χείλη πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα–

 

Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα

βαριά πανιά, τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,

 

κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το

στρώμα, τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό,

φυσάει τρελή νοτιά,

 

ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.

 

***

 

Στα πιο ρηχά, στ’ απόνερα, στα βαλτοτόπια του

ύπνου, πώς αλλιώτεψαν,

 

απ’ τα στολίσματα, τις τίμιες πέτρες, τα φλουριά,

κτήνη και αναβάτες ένας, και πού φαρί, πυρή φο-

ράδα, πρίμο αγέρι, πού ’ν’ τα πανιά–

 

κι απ’ τον καημό μιας απογείωσης μεθυστικής,

θαύμα της άμμου, τρίβει η καρδούλα τους σαν το

ψιλό γυαλί.

 

Σώπα, και γιαίνει τις πληγές χνούδι αργυρό, ταξίδι

φάντασμα κι ανεμοπύρωμα που ξεθυμώνει, χρώμα

κρυφό, κρυφή καρίνα στο νερό, κι ένα πουλί–

 

– τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου

(Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ, 1989)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Τίτος Πατρίκιος - Μεγάλο γράμμα



Πρέπει να σου μιλήσω...
Δίχως σκιάδι στα μάτια,

δίχως μάτια που ν' απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,
μέναμε όρθιοι όταν
ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,
όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,
κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,
ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,
ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,
ακόμα κι όταν λέγαμε:
Καλύτερα έτσι,
καλύτερα!..

Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήση
την παλάμη αυτή...

Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα
στο καλύβι μας.
Ίσως να ήρθε ξαφνικά.
Ίσως να πέρασε το φράxτη
όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο
και πώς να δης εκεί τα xόρτα που κιτρίνισαν...
Όμως ήρθε...
Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.
Κ' οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.
Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο...
Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,
το αύριο πηδάει πίσω απ'τη μάντρα τ' αμπελιού και φεύγει.
Οι σκιές σκληράνανε.
Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.
Απαιτούν να ειπωθούν...

Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
κ' η φωνή μου θα σε φτάση...

...Αλήθεια, έχεις σκεφτή ποτέ,
τι 'ναι για μας αυτή η μακρυνή ομιλία;

Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ' αγαπώ.
Ίσως καμμιά φορά να συλλογιέσαι:
...Μα ναι.., Θάπρεπε!..
Ίσως καμμιά φορά να λες..-
μα τι να λες;..
Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω...
Οι καθημερινές φροντίδες, λέει...
Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει...
Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι...
Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
Εγώ ξ έ ρ ω!..

(απόσπασμα)


Από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη (τόμος 3ος)
Τα Νέα Ελληνικά, 1972

Θεοδόσης Βολκώφ - Δύο ποιήματα

Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013

Φίλτατοι ποιητές, σονετογράφοι,
μην εξαντλείστε εξαντλώντας ρίμες•
στραφείτε σε μηρούς, γλουτούς και κνήμες.
Υπέρτατο αυτό που η Φύσις γράφει

στα χοϊκότατα -και μόνο- εδάφη,
που δεν αναγνωρίζουν στίχων πλήμες.
Τις κρονικές απαρνηθείτε λήμες.
Ξεπερασμένοι πια κι οι πορνογράφοι

μοιάζουν την σήμερον που ο καθένας
πιο πίθηκος κι απ’ τους πιθήκους μοιάζει.
Αφήστε τα καμώματα της πένας•

κανέναν, όπως τότε, δεν ταράζει.
(Κι έτσι όπως ξεπετάτε τα σονέτα,
βρείτε και κάποια για καμιά ξεπέτα.)

ΟΠΟΥ
Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013
ΑΝΤΑΠΑΝΤΑ ΕΙΣ ΦΙΛΟΝ ΠΟΙΗΤΗΝ

Μαύρο σκυλί, πιθήκι, ουρακοτάγκο –
πες με όπως θες• εγώ καλά το ξέρω
πως σώματα μοχθώ να επαναφέρω
στον Στίχο μου, στη Γλώσσα• μα τον σπάγκο

που με κινεί άλλος κρατά και παίζει.
Παίζω κι εγώ τον ρόλο του αναβάτη,
γυρεύοντας το πλέον και το κάτι,
στο χώμα, στο κρεβάτι, στο τραπέζι.

Ο Στίχος, ασφαλώς, θα εξευγενίσει
την άθληση της γενετήσιας πράξης,
πηδήσει ο ποιητής ή δεν πηδήσει•
εμένα, ωστόσο, αλλιώς μην με κοιτάξεις.

Κι αν στίχους στα κορμιά τους πάντα οφείλω,
με ξέρω και με λέω Μαύρο Σκύλο.

Πηγή:https://vnottas.blog/tag/%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%BA%CF%8E%CF%86/