ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Το μωσαϊκό της φυλετικής σου καταγωγής
έχει γίνει σε βαθιούς
αιγαιοπελαγίτικους τόνους.
Οι στιγμές της διαύγειας
ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου
κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος
για μια μονόλεπτη ανάταση.
Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα
σε τούτο το ρωμαίικο αμπέλι.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οι νύχτες σού φέρνουν πυρετό
ρωμαϊκού θριάμβου.
Ο λεγεωνάριος, η θέα, ο δημαγωγός
– ένας δούλος του ψιθυρίζει στ’ αυτί
τ’ όνομά σου –
η εταίρα με τα ερυθρόδερμα μάγουλα
ο λουτροκόμος.
Λίγο πριν ανοίξει το ταβάνι
κι όλοι πεθάνουνε πνιγμένοι στα λουλούδια,
εσύ, έχοντας ανακαλύψει τη φωτιά,
εμπορεύεσαι βιαστικά το συκώτι σου.
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Η αποκαθήλωση γίνεται
πάντα πρωί
μετά το πρώτο τσιγάρο
την ώρα που το ιερατείο κοιμάται.
Αργότερα
παρατηρούν την απουσία
και λένε κάτι γι’ Ανάληψη
ή άλλες Θαβώριες περιπτώσεις.
(ΔΙΟΔΙΑ, 1972)
Η ΠΟΡΤΑ
Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα
περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους
δεμένα με χρωματιστές κορδέλες
σαν τάματα σε κάποια
Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.
Ο ποιητής κουβαλάει
την πόρτα στην πλάτη
και σωπαίνει.
Θα τόνε δεις καμιά φορά λοιπόν
να περπατάει σκυφτός
ή να περνάει με το πλάι τα στενά
και κείνο το κάγκελο
στραβωμένο
αφήνει βαθιά χαρακιά
πάνω στην άσφαλτο.
(ΤΟ ΣΟΪ, 1978)
ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ
Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα
σφραγισμένο με κερί να μη φωνάξεις, και θα
σε κρύβουν με βαριά υφάσματα και με νερά,
στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν
πάνδημα βασίλεια.
Ότι γραφτό οι αγαπημένοι να σου φανερώνονται
στις ώρες των κατολισθήσεων, σιδηρόφρακτοι,
μεσ’ από γοερούς συναγερμούς κωπηλατώντας
– πάμφωτο βαθυσκάφος στ’ ανοιχτά, και πάνω
του πυρπολητές θαλασσοπόροι.
ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΕΚΡΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ
ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ
Θα επιστρέφουν πάντοτε αυτοί που άδικα, σε
χρόνους άλλους, λησμονήθηκαν. Από δρακόντων
κοίτες, θύρες άρπαγος, από τα παρεκκλήσια των
απείρων φόνων, με χαλασμένα πρόσωπα θα
επιστρέφουν ως ναυμάχοι, ελόβιοι άλλοτε, με
σκοτεινή ενδυμασία αιρετικού ή επίορκου, και
στις ανήλιαγες διόδους καίγοντας.
Όπως επαίτης ύπουλος προ των τειχών, καλύπτει
επιμελώς με το μανδύα του πληγές που άνθισαν,
με κάποιο θαύμα. Κι όπως αρχαίος γεωμέτρης
λάμνοντας, νεκρώνει πίσω του τεράστιες εκτάσεις
κι αναβλύζει.
(ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΙΑ, 1983)
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε
γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κο-
ρυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες
μιας απύθμενης υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστη-
μα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν–
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό
των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον τα-
πεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωτιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο
των ονείρων.
***
Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το
χέρι που τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει
στα παλιά του αίματα, καιρός που λησμονεί,
κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα
χείλη πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα–
Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα
βαριά πανιά, τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,
κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το
στρώμα, τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό,
φυσάει τρελή νοτιά,
ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.
***
Στα πιο ρηχά, στ’ απόνερα, στα βαλτοτόπια του
ύπνου, πώς αλλιώτεψαν,
απ’ τα στολίσματα, τις τίμιες πέτρες, τα φλουριά,
κτήνη και αναβάτες ένας, και πού φαρί, πυρή φο-
ράδα, πρίμο αγέρι, πού ’ν’ τα πανιά–
κι απ’ τον καημό μιας απογείωσης μεθυστικής,
θαύμα της άμμου, τρίβει η καρδούλα τους σαν το
ψιλό γυαλί.
Σώπα, και γιαίνει τις πληγές χνούδι αργυρό, ταξίδι
φάντασμα κι ανεμοπύρωμα που ξεθυμώνει, χρώμα
κρυφό, κρυφή καρίνα στο νερό, κι ένα πουλί–
– τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου
(Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ, 1989)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/