Φυσώ ν’ ανάψω τη φωτιά κι αναθυμούμαι τόσα,
τη θέρμη του προσώπου σου, τα χείλη σου, τη γλώσσα.
Αυτός που μ’ έρωτα θαρρεί τον πόθο του θα σβήσει
δεν ξέρει ανήμερο θεριό πως πάει να ξυπνήσει.
Πως το θεριό είναι θήραμα το ’χουμε λησμονήσει
αφότου σακατέψαμε τη γλώσσα και τη φύση.
Ω θάλασσα κυματιστό, νέρινο φόρεμά μου
σε βγάζω λίγο να χαρώ τη ζεστασιά της άμμου.
Κατάρτια είναι τα κλαριά και το χορτάρι κύμα
και του ανθρώπου ο σκελετός η άγκυρα στο μνήμα.
Της προδοσίας λες φιλί, σου ’δωσα· γύρνα πίσω
και μ’ ένα δεύτερο φιλί το πρώτο μου να σβήσω.
Στα μπούτια σου ανάμεσα έγραψες τις ασκήσεις
και μου ’πες «με τα χείλη σου, θέλω να μου τις σβήσεις».
Του δράκου σπέρμα μ’ έκαψε, με πνίγουνε τα φίδια
αφότου με τον Κέρβερο άρχισες τα παιχνίδια.
Ποτάμι είμαι, πάρε με, μες στη βαθιά σου κοίτη
πριν ξεχειλίσω και καούν του πάνω κόσμου οι κήποι.
Μες στων φιλιών το δίχτυ σου μ’ έχεις τώρα κλεισμένο
ψάχνω μια τρύπα, μα παντού τα χείλη σου απανταίνω.
Αν και τί είναι ο Θεός αδυνατούν να πιάσουν
λένε πιστεύουν, τις καλές, τις σχέσεις τους μη χάσουν.
Βροντή, με ξύπνησες, κι αλί, μόνος ξανά, τί κρίμα.
Κανείς δεν ξύπνησε απ’ αυτούς που κείτονται στο μνήμα.
Κούκλα μου εγώ παρέλυσα όταν σε πρωτοείδα
τα πάντα είναι ξενιτιά και μόνο εσύ πατρίδα.
Θεός: η Φύση, τ’ Άπειρο κι όλα που αγναντεύω
μα πάνω απ’ όλα η θηλυκή ύπαρξη που λατρεύω.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου