Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Γιώργος Χρονάς- [άτιτλο]

Το ξέρω
7 η ώρα θάναι του θανάτου
Μόλις θάχουν ανοίξει τα μπορντέλα
Έξω από το σπίτι μου θάναι μαζεμένοι
Οι εργάτες
Της Όστιας, οι Κορίνθιοι, οι Θεσσαλείς
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες του Νέρωνα,
Του Μεγαλέξαντρου
Οι Εβραίοι της Νέας Υόρκης
Κι εσύ
Η μάνα μου τότε περίλυπη
Θα βγει στο παράθυρο
Και θα ρωτήσει
Ποιος εκ των δύο θέλετε θανείν ή ζην
Βαραββάς ή Γεώργιος ο υιός μου;
- Γεώργιος!
Θα φωνάξετε.
Θα με πάρετε εν σιωπή.
Ο όχλος θα μου αφαιρέσει
Τις μέρες του πάθους του Ιουνίου,
του Ιουλίου, του Αυγούστου.
Ο όχλος θα μου αφαιρέσει
Εκείνη τη ζωγραφιστή σκιά
Στο δεξί μου χέρι
Την άδεια εισόδου στο Ξενοδοχείο "Έσπερος"
Τη συνέχεια και το τέλος θα το γράψει
Εκείνο το παιδί που κύλαγε
Ένα στεφάνι από βαρέλι
Με τη δύση του ήλιου στη Σαλαμίνα
Ενώ η μάνα του ψηλά στην ανηφόρα
Με τα χέρια μπροστά το φώναζε.

Γιώργος Χρονάς
{το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Panderma No 5-6, 1973}


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου