Με φύλλα μαυρισμένα ένα στεφάνι
πλέχτηκε κοντά στην Άκρα:
εκεί το μαύρο το άτι έστρεψα
και κέντησα το Θάνατο με το σπαθί.
Κι από γαβάθες ξύλινες ήπια τη στάχτη
μέσ' από τις πηγές της Άκρας.
Και πήγε με προσκόπιο πεσμένο ο Ουρανός
αντίκρυ στα συντρίμμια να σταθή.
Γιατί πεθάναν οι άγγελοι,
κι ο Κύριος τυφλώθηκεν εδώ κοντά στην Άκρα:
κανείς δεν είναι πια να μου παρασταθεί στον ύπνο,
πήγαν αυτοί εδώ να κοιμηθούν.
Εσχίσθη, κατεστράφη το φεγγάρι,
κι αυτό το λουλουδάκι εδώ στην Άκρα.
Έτσι κι αυτοί που τους περιφρονούν τ' αγκάθια
με σκουριασμένους κρίκους εις τα χέρια ανθούν.
Έτσι κι εγώ στο τέλος για έναν ασπασμό να σκύψω πρέπει
όταν αυτοί προσεύχονται στην Άκρα...
Αχ, ήταν κακός ο σιδηρόπλεχτος χιτών της νύχτας,
κι απο τις πόρπες το αίμα στάλα-στάλα ρέει!
Έτσι ο χαμογελαστός τους έγινα αδελφός,
το σιδερένιο Χερουβείμ στην Άκρα.
γι αυτό προφέρω ακόμα τ' όνομα
και νιώθω ακόμα τη φωτιά στα μάγουλα να καίη.
Μετάφραση: Τασίας Σ. Λουκάτου, Αθήνα 1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου