«Ο θαλασσινός μάτια μου, άμα βγει απ’ τη θάλασσα, χάθηκε. Πικρό κατακάθι τού μένει μέσα του, κι όλο γκρίνια και τσιφουτιά είναι στα υστερνά του. Όλο μ’ εκείνη παλεύει και την αποζητάει, όπως τόπαθε δα κι ο καπετάν Γιώργης! Τούτος ήτανε καπετάνιος ξακουστός, και είχε και μοναχοπαίδι, το Θανάση που τόχε κάνει ξεφτέρι στην αξιοσύνη. Ρουσία, Αγγλία, Ισπανία, και που δεν έφτανε το τρικάταρτο μπάρκο τους. Και πρώτο πάντα πίσω στο Γαλαξείδι. Πέρασαν όμως τα λεβεντονιάτα τού καπετάν Γιώργη κι’ ήρθε καιρός που βάρυνε. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Δε λέω, το βάρος το σήκωσε στους ώμους του ο Θανάσης. Μα κι ο νοτιάς τον περούνιαζε και τού μούδιαζε τα κόκκαλα. Γυρίζοντας σ’ ένα ταξίδι του απ’ τη Τζιμπεράλτα είπε στο γιο του:
—Με το καλό, παιδί μ’, σα φτάσουμε, εγώ θα μείνω πια στο Γαλαξείδι. Την ευκή μου και τα μάτια σου τέσσερα στο καράβι.
Σα φτάσανε στην πολιτεία, ο γέρος φόρεσε τη σκολινή παλιά του φορεσιά: Τη βράκα του τη βαθυγάλαζη, το πιο σκούρο γιλέκο, την άσπρη πουκαμίσα, τις χιονάτες κάλτσες του και τις μαύρες γόβες. Ύστερα ανεμοσβούρισε τριάντα φορές όσο να ζώσει στη μέση του το κόκκινο ζουνάρι, θήκιασε το θαλασσινό μαχαίρι με στις διπλές του, τσάκισε το φέσι στα δεξιά τού κεφαλιού του, έστριψε τις μουστάκες του, που φτάναν ως τ’ αυτιά, φουφούδισε τα μακριά του γένια, πήρε στο χέρι το κεχριμπαρένιο κομπολόι, απ’ το Τούνεζι, και βγήκε ίδιος γαμπρός. Έτριξε η γης που πάτησε, κι’ η γρηά του μόλις τον αντίκρυσε, λεβέντη, κατάλαβε. Ήρθε λοιπόν η ώρα τού καλού της ν’ αποζητήσει την παραστιά και το χουχουλητό;»
(Απόσπασμα, από το «Γαλαξείδι»)
Πηγή: https://anemourion.blogspot.com/2018/03/blog-post_223.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου