Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Χρίστος Λάσκαρης-Ποιήματα

ΣΚΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Τί θλίψη ποὺ ἔκρυβαν τὰ μάτια της
καθὼς ἐκοίταζε
μπρὸς στὸ παράθυρό της μόνη
τὶς λεμονιὲς

ἀκούγοντας
μὲς στὸ ἀπόβραδο φωνές,
ἀπὸ ἀγόρια καὶ κορίτσια ποὺ ἐτρέχανε

φέρνοντας ὡς ἐδῶ
τὴ μακρινή της νιότη.



ΜΑΚΡΙΑ

Καὶ ἔτσι βρέθηκα σ’ αὐτὴ τὴν πόλη·
μακριὰ ἀπ’ ὅ,τι ἀγάπησα,
μακριὰ ἀπ’ ὅ,τι γύρεψα,
μακριὰ –
σὲ πολυκατοικίες μέσα.
Ἡ μέρα εἶναι δύσκολη ἐδῶ,
κι ἡ νύχτα πάντα μιὰ ποινὴ
καθὼς στὸ μαξιλάρι σου θυμᾶσαι.
Ὅσο γιὰ τὴν αὐγὴ
ἀνύπαρκτη.



ΕΚΕΙΝΗ


Τὰ χείλη της
σὲ λόγια ἐρωτικὰ μὲ παρασύρουν πάντοτε
καθὼς καὶ τὰ μαλλιά της
τὰ πολλὰ κι ἀμάζευτα.
Μόνο τὰ χέρια της,
ἔτσι δεμένα ποὺ σωπαίνουνε στὸ στῆθος της,
μὲ συγκρατοῦν
καὶ μὲ ἐπαναφέρουν.


Ο ΚΗΠΟΣ

Ποτὲ δὲν ὑποπτεύεσαι
πόσο παλεύει μὲ τὴν παγωνιὰ ὁ πεθαμένος κῆπος
γιὰ νὰ χαρίσει στὰ πουλιὰ τὴν ἄνοιξη.
Ποτὲ οἱ μέλισσες
πού θὰ ρουφοῦν τὰ ἄνθη του,
πῶς βγῆκε ἀπὸ τὸ θάνατο δὲ θὰ γνωρίσουν
κι οἱ πεταλοῦδες
θὰ ’ναι πάντα ξέγνοιαστες.
Μόνο αὐτὸς θὰ ξέρει·
αὐτὸς ποὺ ἔζησε τὴν περιπέτεια τοῦ νεκροῦ
καὶ εἶναι
μὲς στὴν ὀμορφιὰ του λυπημένος.



ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ

Θὰ μιλήσω γι’ αὐτοὺς
πού δὲν ἐγνώρισαν ποτὲ τὸν ἔρωτα,
γιὰ ὅλους ὅσους πλάγιαζαν
τὸ βράδυ μ’ ἕναν ἴσκιο,
πού ἕνα φιλὶ
δὲ δρόσισε τὸν ὕπνο τους,
δὲν ἔσταξε στὸ στῆθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μιὰ γεύση ἐρημιᾶς,
στὰ χείλη τους.
Γι’ αὐτοὺς θὰ πῶ,
πού ἔζησαν σὰν τὶς φρυγμένες στέρνες,
ὁλάκερη ζωή.


ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΝΑ ΛΥΠΑΣΑΙ

Τουλάχιστον
κάτι καινούργιο ἀντιμετωπίζουνε

ὅταν,
μὲ ἕναν ὀβολὸ στὰ δόντια,
γιὰ τὸ μεγάλο τους ταξίδι
ξεκινοῦνε οἱ νεκροί·

ἐνῶ οἱ ζωντανοὶ
τὸν ἴδιο δρόμο ξαναπαίρνουμε.



ΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ


Τὸ φωτεινὸ χαμόγελό σου,
πού ἕως θανάτου
τὸ ἐπόθησαν οἱ ἐραστές,

ἡ τερηδόνα
θὰ τὸ ἀχρηστέψει.

ΚΛΟΙΟΣ

Κάποτε τὸ λευκὸ κουράζεται
καὶ ὑποκύπτει στὸν κλοιὸ
τοῦ μαύρου.

ΟΝΕΙΡΟ

Στὸ σπίτι μας πάλι:
ὁ πεθαμένος πατέρας μου
μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιά,
ἡ μάνα μου ράβει.

Ὅταν ξυπνήσω
θὰ εἶναι δύσκολα.


ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ

Είναι εκεί,
σαν ώριμη οπώρα ξαπλωμένη
με το λαιμό γυμνό,
το στήθος της σαν πίδακας

και συ
σκυμμένος πάνω της,
σαν πάνω από γκρεμό,

να θες να πιεις
και να καταποντίζεσαι.


ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΡΗΜΑΖΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Μπαίνει καὶ μοῦ ρημάζει τὸ περιβόλι.
Ξέρω ἀπ’ τὶς πατημασιὲς πὼς εἶν’ αὐτό,
κάτι μικρές, ἀνάλαφρες πατημασιές,
πού μὲ βουρλίζουν.
Στὴν ἀρχὴ τὸ θεώρησα ἁπλὸ
καί, φτιάχνοντας,
ἔστησα μιὰ πρόχειρη παγίδα.
Ὅμως ἐκεῖνο ἦταν πονηρὸ
καὶ μὲ κορόιδευε.
Σοφίστηκα ἕνα σωρὸ τεχνάσματα,
ἔκανα ξόρκια,
ὡς καὶ φαρμάκι τοῦ ’βαλα·
μὰ τίποτα.
Στὸ τέλος ἀπελπισμένος παραιτήθηκα.
Ὅ,τι ἀπομένει εἶπα,
ὅ,τι ἀπομένει.


ΕΦΥΓΕ

Ἔφυγε.
Τὸ ἄρωμά της,
πάλεψε μὲς στὴν κάμαρα γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα ἔσβησε.

Τὴν ἴδια τύχη θὰ ’χουν καὶ τὰ μάτια της,
καθὼς καὶ ἡ γλυκιὰ φωνή της.

Τόσος ἔρωτας
καὶ νὰ καταβροχθίζεται!


Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Περισσότερο κι ἀπ’ τὰ γραφτά του
–ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ προσωπικά–
φαίνεται νὰ μιλάει γι’ αὐτόν,
τούτη ἡ παλιά,
ἀσπρόμαυρη φωτογραφία·
π’ ἀδύνατος,
μὲ κοντὸ παντελονάκι,
κοιτάζει φοβισμένα τὸ φακό,
κολλημένος πάνω στὸν πατέρα του.


ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ!


Εἶν’ ἕνας τάφος,
πού χάσκει μὲς στὸν ὕπνο μου.
Στὸ πλάι μὲ τὸ φτυάρι του,
ὁ νεκροθάφτης.

Ἄντε, μοῦ λέει,
νὰ τελειώνουμε!


ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Ἄνθρωποι ποὺ ταξιδεύουν μόνοι:
κατὰ κανόνα σιωπηλοί,
πιάνοντας θέση σὲ παράθυρο.
Δὲν ἔχουνε ἀποσκευές,
δὲν ἔχουνε κανέναν νὰ τοὺς περιμένει.
Συνέχεια κοιτάζουν ἔξω.

Ἂν κάποιος τοὺς ρωτήσει ποῦ πηγαίνουνε,
μοιάζουν σὰ νὰ ’ρχονται ἀπὸ μακριά·
σὰ νὰ μὴν ἔχουν καταλάβει τὴν ἐρώτηση.



ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Φτάνουμε ὡς τὴν πιὸ βουβὴ κραυγή.
Ὕστερα,
γέρνοντας τὸ κεφάλι,
ἡσυχάζουμε.
Οἱ νοσοκόμες,
πού ὅσο ἡ κρίση διαρκεῖ
τίποτα δὲ μποροῦν νὰ κάνουνε,
τώρα, ὅλο σπουδή,
φέρνοντας ροῦχα καθαρά,
μᾶς παίρνουν τρυφερὰ στὸ στῆθος τους
καὶ μᾶς ἀλλάζουν.


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Χρησιμοποίησα τὶς λέξεις,
κατὰ προτίμηση τὶς πιὸ σκοτεινές.
Μ’ αὐτὲς ἐργάστηκα,
μ’ αὐτές, καὶ μὲ ἕνα φόβο.

Στὴ λέξη θάνατος,
κατέφυγα πολλὲς φορές·
μοῦ φαίνονταν,
ἡ μόνη ἀληθινή.


ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΑΣΗ

Κάθε πρωὶ στὴν ἴδια στάση,
τὸ ἴδιο δρομολόγιο,
ἡ ἴδια πόλη·
ἡ ἴδια πάντα γραφομηχανή.

Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ
σὰν μιὰ κηδεία μοιάζει,
καθὼς τὸ βράδυ πέφτει
λίγο λίγο στὴν ψυχή.

Κι ὅλα τελειώνουνε
σ’ ἕνα μονὸ κρεβάτι.


ΕΓΡΑΨΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Ἔγραψε ποιήματα,
ὅπως ἄλλοι
δούλεψαν στὰ λατομεῖα.

Κι οἱ δυό τους σκάψανε βαθιά.

Ἐκεῖνοι γιὰ ἕνα μεροκάματο·
αὐτὸς ὅμως γιὰ τί;


ΕΔΩ, ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ

Οἱ ὧρες εἶναι ἀτέλειωτες ἐδῶ
στὸν κάτω κόσμο.
Πλήξη τρώει τὶς ψυχές.
Μὲς στὶς καλές τους ἀλλαξιὲς οἱ πεθαμένοι
σὰ νὰ ’ναι πάντα Κυριακή.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Ὅταν καμιὰ φορά γυρίσω πίσω καὶ κοιτάξω
μὲς στὸ μακρὺ δρόμο,
πάντα στὸ βάθος βλέπω
ἕνα παιδί.

Τροφοδοτεῖ μὲ τὰ λυπημένα μάτια του
τὰ ποιήματά μου.


ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΟΜΑΚΙΑ


Ζηλεύω τοὺς μεγάλους δρόμους.
Μοναχικοί,
τραβοῦν μακριά,
ἐρωτευμένοι μὲ τὸ ἄγνωστο.

Ἐνῶ τὰ δρομάκια,
σέρνουνται στὶς φτωχογειτονιές·

σὲ τρομερὰ ἀδιέξοδα.


Ο ΤΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

Δὲν ἔγραψα ποτὲ ποιήματα.
Ὅ,τι διαβάζετε,
εἶναι ὁ τρόμος τῆς ψυχῆς μου.

Δοσμένος σὲ παραλλαγές.


ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΟΥ

Ἀλίμονό σου
ἂν καταντήσει ἡ ποίησή σου
μιὰ γυναικούλα μὲ συνήθειες·

ἂν κουραστεῖ
ἂν πάψει μέσα της ἡ ἐρωμένη.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Συνεχίζει νὰ ζεῖ

ὅπως
μετὰ τὸ τέλος τοῦ προγράμματος
ἡ τηλεόραση

πού τὴν ξεχάσαν ἀναμμένη.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Διάβαζα ἕνα ποίημα γιὰ τὴν ἄνοιξη,
ὅταν τὴν εἶδα
νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή ὄνειρο.
Κατέβαινε τὸ μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
μὲ ἄνθη κερασιᾶς.
Τότε κατάλαβα
τί δύναμη ἔχουν τὰ ποιήματα.


ΕΠΑΡΧΙΑ

Πόσος θάνατος κυκλοφορεῖ στοὺς δρόμους,
πόσος καλοντυμένος θάνατος:
ἄντρες μὲς στ’ ἀκριβὰ κοστούμια τους
γυναῖκες μέσα στὰ πλούσια παλτά τους.
Δείχνουνε ζωντανοὶ
καὶ θὰ μποροῦσες νὰ τοὺς πεῖς εὐτυχισμένους
καθὼς μὲ δῶρα ἐπισκέψεις ἀνταλλάσσουνε.
Μὰ τὸ βράδυ
πού ἐπιστρέφουνε στὰ σπίτια τους
κι ἀρχίζουν νὰ ξεντύνονται ἀργά,
μέσα ἀπ’ τὸν καθρέφτη
ἕνας πεθαμένος τοὺς κοιτάζει.



ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

Ἀπέραντη σιωπὴ τὸν κατακλύζει.
Μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ ἀπογεύματος,
νιώθει λίγο-λίγο νὰ βυθίζεται

σὰν κάτασπρο πολεμικὸ
πού τὸ ’χει βρεῖ ἡ τορπίλλη.


ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ κάθεται δίπλα μου,
τελευταῖα
ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἔρχεται
καὶ κάθεται δίπλα μου

κάθεται ἀμίλητος,
μὲ τὸ χέρι του
πάνω στὸ γόνατό μου.


ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΖΕΙ

Τὸν ἔρωτα τὸν ζεῖ
μὲς στὰ ποιήματα

μὰ ἂν τὸν ρωτήσετε

θὰ ’θελε καὶ αὐτὸς
νὰ τὸν ζοῦσε στὸ κρεββάτι.


ΟΜΑΔΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Τί θέλεις ἐσὺ στὴ φωτογραφία–
τὰ πρόσωπα ἐκεῖ
εἶναι ὅλα φωτεινά,
παίζει τ’ ἀκορντεὸν
κι ἡ φύση ψάλλει·

μόνο ἐσὺ εἶσαι σκοτεινός,
ἀγέλαστος καὶ σκοτεινός,
τόσο ἀγέλαστος καὶ σκοτεινὸς

π’ ἀρχίζει στὴ φωτογραφία νὰ βραδιάζει.


ΤΟ ΘΗΡΙΟ

Πῶς νὰ ἀντιμετωπίσεις τὸ χρόνο,
πῶς θεέ μου νὰ τὸν γεμίσεις

δουλεύοντας,
δουλεύοντας,
δουλεύοντας,

καὶ πάλι
μένει ἀρκετὸς
νὰ σοῦ ἐπιτεθεῖ.

Εἶναι ὁ περίφημος ἐλεύθερος χρόνος μας.
Ὁ χρόνος ποὺ πρέπει νὰ σκοτώσουμε.


ΣΤΗ ΔΙΠΛΑΝΗ ΚΑΜΑΡΗ

Πλαγιάζω στὸ κρεββάτι μόνος.

Ἀπὸ κεῖ,
στὴ διπλανὴ κάμαρη,
τὴν ἀκούω ποὺ γυροφέρνει.

Ὁ βήχας της μέσα στὴ νύχτα
ἕνας κόσμος ποὺ ἁρπάζομαι.


ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ


Κάθε μέρα ποὺ περνᾶ
μαζεύω καὶ περισσότερο.
Λιγοστεύω, λιγοστεύω

ὥσπου θὰ γίνω
ἡ μαύρη κουκίδα


κλείνοντας τὴ μικρή μου πρόταση.



Πηγή:http://oropedio.blogspot.com/2012/09/blog-post_26.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου