Άνεμε του Νότου
μελαψέ, φλογερέ,
πάνω στη σάρκα μου πνέεις,
βλεμμάτων σπορά
γιομίζοντάς με
λαμπρών, εμποτισμένων
πορτοκαλάνθια.
Κόκκινο κάνεις
το φεγγάρι
και να κλαίνε
οι λεύκες οι αιχμάλωτες,
έρχεσαι, όμως,
πολύ αργά!
Τύλιξα πια τη νύχτα
του αφηγήματός μου
πάνω στην εταζέρα!
Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!
Αέρα του Βορρά,
άσπρη αρκούδα του ανέμου!
Πάνω στη σάρκα μου πνέεις
τρέμοντας από αυγές
βορεινές,
με την κάπα σου
από φαντάσματα
καπετάνιων
και κραυγαστικά γέλια
του Ντάντε.
Ω, στιλβωτή αστεριών
Έρχεσαι, όμως,
πολύ αργά.
Το ερμάρι μου είναι
σκουληκιασμένο
κ’ έχω το κλειδί χάσει.
Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!
Αύρες,
ρολόγια ηλιακά
κι άνεμοι
του πουθενά.
Κουνούπια του τριαντάφυλλου
με πυραμίδες πέταλλα.
Αλίσιοι άνεμοι
αποθηλασμένοι
ανάμεσα στα τραχιά δέντρα,
φλάουτα μες την καταιγίδα,
αφήσετέ με!
Έχει αλυσσίδες
χοντρές
η ανάμνησή μου
κ’ είναι φυλακισμένο
το πουλί, που με τρίλλιες
ζωγραφίζει
το βράδι.
Ό,τι φεύγει ποτέ δε γυρνά πίσω,
όλοι το ξέρουν
και μες στον καθαρό κόσμο των ανέμων
ανώφελο ΄ναι να παραπονιέσαι.
Δεν είναι έτσι, μαέστρο της αύρας,
λεύκα;
Ανώφελο ΄ναι να παραπονιέσαι!
Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!
Federico García Lorca (1898-1936)
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου