Εσύ ξανθέ άγγελε του δειλινού
τώρα, καθώς ο ήλιος γέρνει στα βουνά,
άναψε του έρωτα τη λαμπερή σου δάδα
φόρεσε τ’ αχτινοβόλο στέμμα σου
και χαμογέλασε πάνω απ΄ την εσπερινή μας κλίνη!
Στους έρωτές μας χαμογέλασε, κι όπως θα σέρνεις
τ’ ουρανού τις γαλαζόχρωμες κουρτίνες
σκόρπισε τις ασημένιες δροσοσταλίδες σου
σε κάθε λούλουδο που τα γυμνά ματάκια του
σφαλίζει στην πιο κατάλληλη του ύπνου ώρα.
Επέτρεψε στον δυτικό σου άνεμο πάνω απ’ τη λίμνη
ν’ αποκοιμηθεί, μίλησε χαμηλόφωνα
με τα λαμπρά σου μάτια
κι απόπλυνε το σούρουπο μ’ ασήμι. Γρήγορα,
πολύ γρήγορα, φεύγεις απο κοντά μας.
Ο λύκος τότε ουρλιάζει με μανία
και το λιοντάρι αγριοκοιτάζει
μέσα απ’ το σκοτεινιασμένο δάσος:
το τρίχωμα των κοπαδιών μας εσκεπάστηκε
απ’ την ιερή σου δρόσο: προστάτεψέ τα με τη χάρη σου.
Μνήμη, κόπιασε ‘δώ,
Και διάλεξε τις χαρωπές σου αναμνήσεις,
Κ’ ενώ στον άνεμο καβάλα,
Θα ξεχωρίζει η μουσική σου,
Εγώ προς το ποτάμι θά’ μαι προσηλωμένος,
Όπου των εραστών τ’ όνειρο αναστενάζει,
Και αλιεύει φαντασίες καθώς αυτές περνάνε
Μες στον υδάτινο καθρέφτη.
Θα πιώ απ’ το καθάριο το ποτάμι,
Και το κελάιδισμα του σπίνου θα ακούσω,
Κ’ εκεί θα πέσω να ξαπλώσω και να ονειρευτώ
Ολάκερη τη μέρα:
Κι όταν θα πέσει η νύχτα, θα φύγω
Σε τόπους ταιριαστούς στη λύπη.
Διασχίζοντας τη σκοτεινή κοιλάδα,
Σιωπηλά και μελαγχολικά.
.
Μετάφραση Κώστας Λάνταβος, εκδ. Αρμός
Aναδημοσίευση από:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου