Τραγική Αγωνία
Η θύμησι παληών μορφών, που κάποιο ρόλο τραγικό
έπαιξαν στη ζωή μου
μ’ ακολουθούν, κι’ επίμονα κάποιες ρυτίδες βαθουλές
χαράζουν τη μορφή μου.
Σκέψεις, ονείρατα, χαρές, ελπίδες, έρωτες, κακές
ημέρες νόστου που περάσαν∙
μού βασανίζουν τη ψυχή, και με ωθούν σε συντριβή
για κάποιους φίλους που γεράσαν.
Κι’ όμως, σαν πια τους θυμηθώ, σιγά-σιγά και μες στο νου
τούς φέρω πάλι
αισθάνομαι κάποια χαρά, αναίτια να με πλημμυρά
και κάποια αγκάλη
να μου ανοίγεται πλατειά, σα θύμησι νοσταλγική
με κάποια ζέση∙
κι’ υψώνομαι σε προσευχή, μες στης ψυχής μου τη σιγή
κι’ εγείρω δέησι
. . . . . . . . . . . . . .
Η θύμησι παληών μορφών παντού φριχτά μ’ ακολουθεί
και με παιδεύει∙
μόνον η θύμησι σου εσένα, ΔΕΝ μ’ ακολουθεί
ΔΕΝ με γυρεύει . . . . . . . .
Αλεξανδρινή Τέχνη, 1927, τεύχος 5
...............................................................................................................................................
Κοκαΐνη
Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά,
παράλυτος μ’ εκφυλισμένα μάτια,
ποιος θα ‘ρθει να με σώσει μια νυχτιά;
Οραματίζομαι συχνά μιαν ύπαρξη
μια κόρη με τα κάλλη τα περίσσια
που θα με φέρει στην αλήθεια, ίσια
που θα με βγάλει απ’ τον έκλυτό μου βίο…
Αντίο…
Θα βρω μια θεία ξεκούραση στα χέρια της,
και στο κορμί μου θ’ απλωθεί αθάνατος
βαρύς και μελαγχολικός ο θάνατος.
(Ω, τι γλυκά που ζει κανείς στο πέλαγος
των αναμνήσεων, έξω των ορίων
των γνώριμών μας των περιθωρίων
που κυβερνούν εχθροί και φίλοι πίθηκοι,
ανήθικοι,
στο βάθος βυθισμένοι των οργίων…)
Μέσα στην αγκαλιά σου, με κατάνυξη
βλέπω δειλά να μου χαμογελάς σαν άνοιξη
γεμάτη ανθούς και μύρα στολισμένη
Αγαπημένη…
Γύρε σιμά και δώσ’ μου το χεράκι σου
να τ’ ακουμπήσω λίγο στην καρδιά μου,
Κυρά μου
Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά
και που στεγνά τη φθείρει τη Ζωή μου
εσύ θα ‘ρθείς, Θεά μου εξωτικιά
να σώσεις τη χαμένη ύπαρξή μου
Η απόλαυσή σου έντονη σαν βέλος
ας έρθει να μου δώσει ένα τέλος.
[άτιτλο]
Aπάνω από τους αφρούς των κυμάτων,
κι' από τους ιστούς των πλοίων
κι' απάνω από το γαλάζιο της θάλασσας
και των οριζόντων
απλώνεται η εικόνα σου, γαλανή
χαρούμενη, γελαστή.
Μέσα στο άδυτο της σκέψης μου
και πέρα από το βασίλειο του
νοητού
ζει, θρονιασμένη στα γαλάζια
της πέπλα
και στους αφρούς της λαμπρότητας
της η ζωή σου
- δράμα εξαίσιο της ψυχής και του
νου.
Μονόλογος
Είναι αλήθεια πως δεν θα τα ξαναδούμε πια μαζί
εκείνα τα τοπία που αγαπούσες;
Κι εκείνους τους φτωχούς ανθρώπους που ήθελες,
με τις τυραννισμένες όψεις και το σεμνό βλέμμα…
Αλλοίμονο, δε θα τα ξαναδούμε πια μαζί,
εκείνα τα λιμάνια, τα νησιά, τις πόλεις
και προ παντός την Αλεξάνδρεια και τα Κύθηρα
κι ακόμα, εκείνο το μικρό σπιτάκι της Αθήνας.
Έφυγες κι έμεινεν η νοσταλγία Σου απάνω τους΄
θα τα βαραίνει και θα υποφέρουν την Σιωπή Σου.
Και θα τη νοσταλγώ, στην ερημιά μου την πικρή,
εκείνη την απέριττη ζωή σου ανάμεσά μου,
σα μια ευτυχία που μου έτυχε θεόσταλτη.
Και θα το νοσταλγώ το πέρασμά σου απ’ τη ζωή μου,
σα μια χαρά, που διημέρευσε στο είναι μου
κι εγλύκανε την πένθιμη ύπαρξή μου,
-που μόνο Εσύ ήξερες να ερμηνεύσεις και να ζεις
και να ομορφαίνεις, μόνο Εσύ, Μητέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου