Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.
.
.
"Η Άνθεια"
.
Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένη
και η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οιά στη Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Μα το μυαλό μου εμένα δεν ξεκόλλαγε
από την Άνθεια
από τα μάτια και το σώμα της Άνθειας.
.
"Μου κάψανε τα χέρια"
.
Μου κάψανε τα χέρια.Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις,εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες,ναι,θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.
Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.
.
.
"Το άγαλμα και ο τεχνίτης"
.
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
.
.
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο"
.
Είμαι ο συγγραφέας είπε.
Είμαι ο σκηνοθέτης,ο ηθοποιός κι ο θεατής.
Είμαι κάποιος που θα υποδυθεί
όλα τούτα τα πρόσωπα.
Είμαι εγώ που σας παρακαλώ
μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο.
Αυτός είναι και ο τίτλος του έργου
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο".
Είμαι τέλος ο φύλακας
που θα κλείσει τις πόρτες
μετά την παράσταση
και θα με ξεχάσει ολομόναχο
μέσα στο σκοτάδι.
Ήρθε η ώρα,είπε,
να σηκώσω την αυλαία.
Καληνύχτα.
.
Γιώργης Παυλόπουλος,συγκεντρωτικός τόμος Ποιήματα 1943 — 2008, εκδόσεις Κίχλη,2017
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.
.
.
"Η Άνθεια"
.
Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένη
και η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οιά στη Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Μα το μυαλό μου εμένα δεν ξεκόλλαγε
από την Άνθεια
από τα μάτια και το σώμα της Άνθειας.
.
"Μου κάψανε τα χέρια"
.
Μου κάψανε τα χέρια.Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις,εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες,ναι,θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.
Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.
.
.
"Το άγαλμα και ο τεχνίτης"
.
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
.
.
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο"
.
Είμαι ο συγγραφέας είπε.
Είμαι ο σκηνοθέτης,ο ηθοποιός κι ο θεατής.
Είμαι κάποιος που θα υποδυθεί
όλα τούτα τα πρόσωπα.
Είμαι εγώ που σας παρακαλώ
μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο.
Αυτός είναι και ο τίτλος του έργου
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο".
Είμαι τέλος ο φύλακας
που θα κλείσει τις πόρτες
μετά την παράσταση
και θα με ξεχάσει ολομόναχο
μέσα στο σκοτάδι.
Ήρθε η ώρα,είπε,
να σηκώσω την αυλαία.
Καληνύχτα.
«Θεώρημα»
Τὸ ἕνα ἦταν ὄνειρο μιᾶς γυναίκας
τὸ ἄλλο ἦταν ὄνειρο ἑνὸς ἄντρα.
Μιὰ νύχτα μπῆκαν σὲ μιὰ κάμαρα
καὶ γδύθηκαν κι ἀγαπήθηκαν πολὺ
καὶ σμίξανε γιὰ πάντα σ’ ἕνα ὄνειρο.
Τώρα ὅμως δὲν τὸ ἔβλεπαν
μήτε ἡ γυναίκα μήτε ὁ ἄντρας
ἐπειδὴ κι οἱ δυὸ μαζὶ
δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ἰδοῦν
τὸ ἴδιο ὄνειρο.
Μποροῦσαν μόνο νὰ τὸ φανταστοῦν
ἀγκαλιασμένοι στὸ σκοτάδι.
.
Γιώργης Παυλόπουλος,συγκεντρωτικός τόμος Ποιήματα 1943 — 2008, εκδόσεις Κίχλη,2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου