ΧΙΙΙ
"Ώρες η ψυχή τ' ανθρώπου μένει ακυβέρνητη. Πόνος και χαρά ή μίσος κι αγάπη στένουνε πόλεμο, λυσσασμένα μάχουνται ποιο να την κερδίσει. Αρπαγμένη την έχουνε από τα μαλλιά και την τραβολογούνε βίαια από δω, από κει, πάλι απο δω και δώστου πάλι.
Κείνες τις ώρες καρδιά και νους άβουλα στέκουνται και κρυφακούνε και κρυφοβλέπουνε, σα δειλά σκυλάκια πεινασμένα.
Αυτά τα συλλογίζομαι καθώς στέκομαι στην αποβάθρα και θωρώ τη Θεονύφη τη λεπρή να κρατά το μωρό της στην αγκαλιά. Σήμερα της το παίρνουνε. Γεννήθηκε γερό. Ήρθε διαταγή να το στείλει η αστυνομία στο βρεφοκομείο στην Αθήνα.
Και στέκεται τώρα δω πέρα η Θεονύφη, το σφίγγει στην αγκαλιά της και περιμένει να της το πάρουνε. Δεν ξέρει τι να κάνει να χαρεί που γλιτώνει το παιδί της, για να πονέσει που το χάνει;
Καλοφασκιωμένο, μόνο με τα χεράκια του είν' όξω απ' τις φασκιές, παίζει με τα μάγουλα της μάνας του τη μια, την άλλη κάτι γυρεύει εκεί κατά τ' αυτί της. 'Ισως να γυρεύει τ' αυτί, να παίξει και μ' αυτό. Μα καθώς δεν υπάρχει παρά μονάχα η τρύπα τ' αυτιού, τη χαϊδολογά κι εκείνη με τα μικρούλια του δαχτυλάκια.
Είμαι περίεργος να δω με ποιο τρόπο θα γίνει η παραλαβή του παιδιού.
Τα μάτια της Θεονύφης δε γυαλίζουνε μήτ' από δάκρυα μήτε από καμιά παράξενη αστραπή. Έτσι, χωρίς σκοπό, σέρνεται εδώ κι εκεί η πράσινη ματιά της, ανίκανη να ηλεχτρίσει τ' αντικείμενα, τον όξω κόσμο, και να τον κάνει να τιναχτεί και να περάσει μέσα της.
Οι βαρκάρηδες περιμένουνε. Οι έμποροι κι οι χωροφύλακες μπαρκαριστήκανε. Δεν περιμένουνε πια τίποτα οι βαρκάρηδες. Κινιούνται καθένας στη βάρκα του σα μυγιασμένοι. Λύνουνε σκοινιά, μετατοπίζουνε πράματα, άλλοι βγάζουνε μ' ένα τενεκάκι νερό απ' το κουφάρι του πλεούμενου.
Και της Θεονύφης τα μάτια κινηθήκανε. Τους βαρκάρηδες θα περιμένανε. Ίσως, Γιατί τώρα παρακολουθούνε, εχθρικά τη μια, τρομαγμένα την άλλη κάθε κίνηση. Δαγκώνει και το κάτω χείλι της. Δε σιχαίνεται που είναι σάπιο! Το πηγούνι της ταράζει παράξενα. Ποτέ πότε γεμίζει λακκάκια μικρά και πυκνά πυκνά. Στη στιγμή πάλι γαληνεύει το μούτρο της. Τα μάτια της πετάνε μιαν αστραπή, τα μπράτσα της σφίγγουνε το κορμάκι του μικρού, όχι του μικρού του γερού ανθρώπου, που πρόκειται να ταξιδέψει από την Κόλαση στη Ζωή. Ένα δυνατο σπιθοβόλημα των ματιών της λέει στο παιδί: "Είσαι γερό! Είσαι γερό! Παιδί μου. παιδί μου στο καλό. Να ζήσεις παιδί μου". Δύο δάκρυα ακολουθούνε τις ρυτίδες του προσώπου και φτάνουνε σε κάποια πληγή. Εκεί χάνουνται. Ένα γίνουνται με τ' ακάθαρτα υγρά.
"Σε χάνω παιδί μου! Δε σα σε ξαναδώ χρυσό μου παιδάκι!" Έτσι μεταφράζει η γλώσσα της Θεονύφης τα δάκρυα που πέσανε απ' τα πράσινα μάτια της. Καρδιά και λογική στένουνε πόλεμο, Της Θεονύφης το στήθος ανεβοκατεβαίνει βιαστικά, ακατάστατα.
Ένας χωροφύλακας απ' τη βάρκα κρατά με τό΄να χέρι το τουφέκι του και με τ' άλλο απλωμένο προς τη στεριά φωνάζει!:
"Δώσ' το!"
"Ποιό";"
Χμ, ποιο;! Όλοι ξέρουμε πως "Δωσ΄ το θα πει: "Δώστε μου σας παρακαλώ το μικρούλι, το αγγελούδι, το παιδάκι". Αυτό λέω πως θα 'θελε κάτι να πει.
Μόνο η μάνα δεν καταλαβαίνει. Φιλάει το παιδάκι λαίμαργα, το βρέχει με δάκρυα, το λερώνει μ' ακαθαρσίες απ' τις πληγές της. Τίποτα δε βλέπει και δεν ακούει.
(η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση)
Θέμος Κορνάρος (1906-1970), Σπιναλόγκα στο: Θέμος Κορνάρος, Σπιναλόγκα - Γαλάτεια Καζαντζάκη, Η άρρωστη πολιτεία, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, σ.7-90 [α’ έκδ.: Σπιναλόγκα ad vitam, Γκωγκώνης, Αθήνα 1933] .
.................................................................................................................................................................
Θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό συνάδελφο, Γιώργο Λιανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου