Έχω πάντα μπροστά μου την εικόνα της πρώτης νυχτερινής πτήσης μου στην Αργεντινή, μια σκοτεινή νύχτα όπου χαμηλά αστραποβολούσαν σαν αστέρια τα’ ανάρια φώτα σκορπισμένα στην πεδιάδα.
Καθένα τους σημάδευε μέσα στον ωκεανό των σκοταδιών, το θαύμα μίας συνείδησης. Εκεί κάτω κάποιος διάβαζε, μετά αναπολούσε ή εμπιστευότανε τις εξομολογήσεις του σ’ ένα φίλο. Κάπου αλλού ίσως οι άνθρωποι βυθομετρούσαν το άπειρο ή έκαναν τους υπολογισμούς πάνω στο νεφελοειδή της Ανδρομέδας. Αλλού έκαναν έρωτα. Κάπου απόμερα φέγγανε στον κάμπο αυτές οι φωτιές σαν να αποζητούσαν να ξαναγεννηθούν. Ακόμα και ως τα’ απόμερα που βρισκόταν ο ποιητής, ο δάσκαλος, ο μαραγκός. Μα, ανάμεσα σ’ αυτά τα ζωντανά αστέρια, πόσα σβησμένα φώτα, πόσοι άνθρωποι που κοιμόντουσαν…
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κάνεις όλα τούτα να ταιριάξουν. Πρέπει να δοκιμάσω να επικοινωνήσω με μερικά απ’ αυτά τα φώτα που φεγγίζουν από μακριά μέσα στον κάμπο.
Antoine de Saint-Exupéry, απο τον πρόλογο του Η Γη των ανθρώπων, μετ. Νίκος Αθανασιάδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος (1989). σελ. 5.
..................................................................................................................................................................
Γερογραφειοκράτη φίλε μου, που κάθεσαι πλάι μου και είσαι ο ίδιος ο εαυτός μου. Τίποτα δε σ’ έκανε να ξεφύγεις απ’ όπου βρίσκεσαι και δεν είσαι διόλου υπεύθυνος γιαυτό. Έφτιαξες την ηρεμία σου όπως κάνουν οι τερμίτες, έχοντας για τα καλά φρακάρει όλους τους δρόμους που οδηγούν από τη φυλακή τους στο φως. Τυλίχτηκες μέσα στην αστική ασφάλεια, με τις συνήθειές σου να πνίγουν την επαρχιώτικη ζωή σου. Σήκωσες τούτο το ταπεινό ανάχωμα ενάντια στους ανέμους, τις πλημμύρες και τα άστρα. Δεν έχεις κέφι να νοιαστείς διόλου για τα μεγάλα προβλήματα και είχες αρκετά τέτοια για να ξεχάσεις την ανθρώπινη υπόστασή σου. Δεν είσαι πλέον ο κάτοικος ενός περιπλανώμενου πλανήτη, δεν θέτεις πια ερωτήματα στον εαυτό σου χωρίς να παίρνεις απάντηση: είσαι ένας μικροαστός. Κανείς δε σε άρπαξε από τους ώμους για να σε ταρακουνήσει, όταν ακόμη ήταν καιρός. Τώρα,έχει πια ξεραθεί και σκληρύνει ο πηλός που σ’ έπλασε, κανένας δε θα μπορέσει να ξυπνήσει τον κοιμισμένο μουσικό μέσα σου, ή τον ποιητή, ή τον αστρονόμο
– αν υπήρξες ποτέ κάτι απ’ όλα αυτά.
.....................................................................................................................................................................
Εδώ και μερικά χρόνια, σε ένα μακρύ ταξίδι με το τραίνο, θέλησα να επισκεφτώ την μετακινούμενη πατρίδα, όπου είχα κλειστεί για τρεις μέρες, αιχμάλωτος για τρεις μέρες αυτού του θορύβου σαν από χαλίκια που τα κυλά η θάλασσα, και σηκώθηκα. Διέσχισα, κατά τη μία το πρωί το τραίνο από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα βακόν-λι ήταν άδεια. Τα βαγόνια της πρώτης θέσεως ήταν άδεια.
Όμως τα βαγόνια της τρίτης στέγαζαν εκατοντάδες Πολωνούς εργάτες, που είχαν απολυθεί από τη Γαλλία και ξαναγύριζαν στην Πολωνία τους. Και πέρναγα τους διαδρόμους, δρασκελώντας ξαπλωμένα σώματα. Στάθηκα να κοιτάξω. Ορθός, κάτω από το φώς, αντίκριζα μέσα σε αυτό το δίχως χωρίσματα βαγόνι, που έμοιαζε με θάλαμο και μύριζε στρατώνα ή κρατητήριο, ένα ολόκληρο λαό ανάκατο, που ταρακουνιόταν από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Ένα ολόκληρο λαό, βυθισμένο στα κακά του όνειρα, που ξαναγύριζε στη μιζέρια του. Χοντρά ξυρισμένα κεφάλια κυλούσαν πάνω στα σανίδια των πάγκων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, στριφογύριζαν όλοι δεξιά και αριστερά, σαν χτυπημένοι από όλους αυτούς τους θορύβους, όλα αυτά τα τραντάγματα, που τους απειλούσαν στη λησμονιά τους. Δεν είχαν βρει τη φιλοξενία ενός καλού ύπνου.
Ένα παιδί θήλαζε μια μάνα, τόσο κουρασμένη, που έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Η ζωή μεταδινόταν μέσα στην παραζάλη και την ανακατωσούρα του ταξιδιού. Κοίταζα τον πατέρα. Ένα κεφάλι βαρύ και γυμνό σαν πέτρα. Ένα κορμί διπλωμένο στον άβολο ύπνο, φυλακισμένο στα ρούχα της δουλειάς, φτιαγμένο από καμπούρες και βαθουλώματα. Έμοιαζε με ένα σωρό λάσπη. Έτσι, τη νύχτα, ναυάγια που δεν έχουν πια ανθρώπινο σχήμα κοιμούνται βαριά πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και συλλογιόμουν: το πρόβλημα δεν βρίσκεται διόλου σε αυτή τη μιζέρια, σε αυτή τη βρώμια, ούτε σε αυτή την ασχήμια. Όμως αυτός ο ίδιος άντρας και αυτή η ίδια γυναίκα, γνωρίστηκαν μια μέρα και ο άντρας σίγουρα χαμογέλασε στη γυναίκα. Σίγουρα μετά τη δουλειά της έφερε λουλούδια. Συνεσταλμένος και αδέξιος, έτρεμε ίσως μην τον περιφρονήσει. Μα η γυναίκα, από φυσική φιλαρέσκεια, η γυναίκα, σίγουρη για τη χάρη της ευχαριστιόταν ίσως να τον κρατά σε αμφιβολία. Και εκείνος που πια δεν είναι σήμερα παρά μια μηχανή για να σκάβει ή να φτυαρίζει, δοκίμαζε έτσι στην καρδιά του τη γλυκεία αγωνία. Το μυστήριο είναι πού έγιναν αυτοί οι σωροί από λάσπη. Από ποιο τρομερό καλούπι πέρασαν και τους σημάδεψε, όπως η πρέσα το μέταλλο; Ένα γερασμένο ζώο διατηρεί τη χάρη του. Γιατί αυτή η ωραία ανθρώπινη άργιλος έπαθε τέτοια φθορά;
Κάθισα αντίκρυ σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα, το παιδί, όσο γινόταν πιο βολικά, είχε χωθεί και κοιμόταν. Γύρισε όμως μέσα στον ύπνο του και το πρόσωπο του μού φανερώθηκε κάτω απ΄το φώς. Ά! Τι εξαίσιο πρόσωπο! Είχε γεννηθεί από αυτό το ζευγάρι, κάτι σαν ένας χρυσός καρπός. Από αυτά τα βαριά και άχαρα σώματα είχε βγει αυτό το επίτευγμα λεπτότητας και χάρης. Έσκυψα πάνω από αυτό το λείο μέτωπο, από αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: να ένα πρόσωπο μουσικού, να το παιδί Μότσαρτ, να μια ωραία υπόσχεση της ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν ήταν αλλιώτικοι. Αν έβρισκε προστασία, στοργή, καλλιέργεια, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν γεννιέται ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, στους κήπους, από διασταύρωση, όλοι οι κηπουροί συγκινιούνται. Απομονώνουν το τριαντάφυλλο, το καλλιεργούν, το ευνοούν. Όμως δεν υπάρχει κηπουρός για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα περάσει, μαζί με τους άλλους από την πρέσα. Ο Μότσαρτ θα βρει τις πιο ανώτερες χαρές του στη διεφθαρμένη μουσική, μέσα στη βρωμιά των καφενείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος.
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Η γη των ανθρώπων, μετ. Νίκος Αθανασιάδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος (1989).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου