Η φωνή του σβήστηκε µαζί µε τις σκιές
πίσω από τις κάµαρες που συναντιόµαστε
αργά το Σάββατο,
ζώντας τη µυθολογία στις λεπτοµέρειες
πριν από τη γένεση του κόσµου,
διατηρώντας εσύ το ρόλο του Πρωτέα
κι εγώ ένα ρόλο που δεν ενθυµούµαι πια
τις λέξεις του
τις φράσεις του
τα σχήµατά του.
Μόνο κατά διαστήµατα θυµάµαι εκείνες
τις σκιές µας στον τοίχο, µε κινήσεις τόσο γνωστές
που ούτε τις παρατηρούσαµε
ούτε τις σχολιάζαµε
ούτε τουλάχιστον τις ζούσαµε.
Όµως εκείνη η µουσική, διασπαστική µουσική,
µονότονη µουσική στη σιωπή µας, διαλυτική
στο χρόνο που έλιωνε σε κεριά του τάλιρου,
µε χοιρινό λίπος φτιαγµένα, πάνω στο τραπέζι
ερχόταν από τα άδυτα µαζί µε το λιβάνι,
που καίγονταν.
∆εν θυµάµαι άλλα, σβήστηκαν µε τη γένεση
του κόσµου, εκείνη την ηµέρα που ο πατέρας σου
παίρνοντας ενέσεις ασβεστίου και χώµα από την αυλή
έφτιαξε το πρώτο ψηφίο από το αλφαβητάριό µας,
το κλειδί για να ανοίξει την κάµαρα
µε το λιβάνι
και τα κεριά του τάλιρου από χοιρινό λίπος.
Εκείνη τη µέρα ήρθες και µε βρήκες
περίλυπο.
- Φτωχέ µου, είπες
οι µέρες αδειάζουν κώνειο
στα γεµάτα ποτήρια µας
κι εγώ δεν είµαι ο Σωκράτης
για να πεθάνω ήρεµα στη φυλακή.
Σε κοίταξα την ώρα που έπεσες στο πάτωµα,
κίτρινο µε ώχρα βαµµένο, µε µια µυρωδιά που δεν
ξεχώριζες αν ήταν αντρικό σπέρµα ή λιβάνι.
Φώναξες
- Τουλάχιστον ας µε φάνε τα σκυλιά.
Χθες έγινε η κηδεία του. ∆εν την παρακολούθησα.
Έµεινα µε τη σκιά µου στην κάµαρα
που συναντιόµαστε αργά το Σάββατο
καίγοντας κεριά µε χοιρινό λίπος και λιβάνι.
Εξακολούθησα να πίνω κώνειο.
Χθες έγινε η κηδεία του.
∆εν την παρακολούθησα.
Γιώργος Χρονάς (1948- )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου