Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα.
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.
2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος·
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά εξογκωμένα μήλα
και να στέκει –
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας
τα πράγματα στους τοίχους
κ’ ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
να στέκει –
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.
3
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κ’ εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες: Κορόνα – γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν’ ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ’ το δέντρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος ο κοφτερός
είναι μέσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.
Κορόνα-γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνος με τον έρημο αντίπαλο.
4
Εδώ είναι απότομη η χαρά: Μην προχωρήσεις.
Άκου το πουλί με το βιαστικό κελάηδημα
μην κινηθείς περισσότερο.
Έτσι του μιλήσατε.
Μα έδινε μια μάχη – όπως είπαν.
Ύστερα είδαμε τον ουρανό που έπεφτε
ξεκομμένος από όλα
σαν γαλάζιο αλεξίπτωτο.
Χώθηκε αργά στο βάραθρο
και τον σκέπασε.
Ποιήματα, 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου