Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Κωστής Παλαμάς-Ωδή στο θάνατο του Ibsen


Αφιερωμένη του ποιητή και κριτικού
Philéas Lebesgue στο Neuville sur le Vault.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Πέθανες τώρα; Από καιρό δεν ήσουνμες στ’ ασάλευτα βάθια του θανάτου;Τί νόημα για σέναν’ έχει ο τάφος;Ή ζωντανός ή πεθαμένος, όμοια5μιλάς και φέγγεις.
Απ’ τα θαμπά κι από τ’ απέραντα ήρθες,από νύχτες αφεύγατες ξεκόβεις,κι από τους αβασίλευτους τους ήλιους·καθώς λαμποκοπάει στα κορφοβούνια10της Νορβηγίας
απάρθενο το χιόνι, έτσι κι εσέναλαμποκοπάει το μέτωπό σου, και είναιστην όψη σου ίδια ξαπλωμένη η πάχνητης υπερβόρειας Θούλας, που γεννήθης,15αερομαγνάδι.
Σαν τα ρουμάνια της πατρίδας σου είσαιπυκνός, αδρός, πράσινος, μαύρος, όλος·την ορμή και τη δύναμη σού δώκαν,που σκάφτει και κατάβαθα τραβάει20και τρώει, οι φιόρδες.
Απ’ τους αφρούς του βοριανού πελάγουψάρεψ’ εσένα η Σάγα και σε πήρεστα μαργαριταρόχλωμα φτερά της·κάστρων καταλύτης αρματωμένος25Βίκιγκας ήρθες.
Η ΜΟΥΣΑ
Μ’ ενός Χαράλδου αέρα, με του ζάρλουτην περηφάνια που ζητά ένα θρόνο,παλιών και νέων απαρνητή και αντάρτη,να με πλευρώνει απόκοτα, τον είδα.30«Βάρβαρε, του είπα,
ποιός είσαι και τί θέλεις; Από σέναν’άμαθη. Μου είσαι ξένος. Μέσα σου όλοιτων Κιμμερίων οι ζόφοι στοιβασμένοι,με σκυθικούς χειμώνες φοβερίζουν35το καλοκαίρι
των τρισμακαρισμένω μου Ηλυσίων·το δρόμο μού γυρεύεις που ίσα φέρνειπρος την κορφή των τραγικών ηρώων·τράβα όθεν ήρθες· τίποτε δεν έχω40μ’ εσένα. Εγώ είμαι
η Μούσα, και το φως πατέρας μου είναι».Και μου αποκρίθη: «Το παιδί κι εγώ ειμαιτης αστραπής και της βροντής τ’ αγγόνι·αν αστράψω, σε καίω κι εσέ· κι εγώ ειμαι45απ’ την Ελλάδα.
Κι εγώ ειμαι από το αίμα των Αισχύλων,της μυστικής λαχτάρας ο προφήτηςκαι το πουλί της μπόρας· κληρονόμοςτου σκοτεινού Ηρακλείτου που σωπαίνει50νόημα γιομάτος».
Και καθώς κι ύστερα απ’ τα λόγια του, όμοια,βουβή κι αναποφάσιστη στεκόμουν,ξάμωσε απάνου μου άθεος το χέριγια να μ’ αδράξει και για να με σύρει,55μουγκρίζοντάς μου:
«Θες δε θες, οδηγήτρα μου· προστάζω!»Καταχτητής έτσι του κόσμου, ο μέγαςμακεδονίτης, λύγισε τραβώνταςτη Χρησμοδότρα απ’ τα μαλλιά, που αρνήθη60να τον ακούσει.
Και τότε του υποτάχτηκα, του δείχνωτο δρόμο, από το χέρι τονε πήρα,την πρώτη ορμή τού φύσηξα· κι αμέσως,τον είδα, την πνοή να δευτερώσω65προτού προφτάσω,
να χάνεται γοργά προς τ’ ανηφόριπου φέρνει στο ιερό τραγικό δάσοςαπό το μονοπάτι που πατιέταιπάντα, και πάντα απάτητο φυτρώνει70τ’ αμάραντ’ άνθια.
Αεροκρέμαστο άλβατρο τον είδαγης κι άβυσσος ανάμεσα να στέκεικι ύστερ’ απάνου από γκρεμό να σκύβεικαι με τα νύχια να τα ξεριζώνει75τ’ άγρια λουλούδια.
Καθώς τα ρουνικά ψηφιά μια μέραστο πετρένιο πειραιώτικο λιοντάρισκάλισε κάποιος βάραγγος περνώντας,στη θύμισή μου σκάλισε κι ο ξένος80το πέρασμά του.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Κι εκεί που βόσκει ο τάραντος, και ο πάγοςασύντριφτος βαστιέται, στα ύψη ανέβης,κι αγνάντεψες και μέτρησες μακριάθετον κάμπο με του σύγνεφου το μάτι85τ’ αστραποφόρου.
Κι άκουσες τα τραγούδια και τα γέλιαπου γύρω σου σκορπούσαν θεοί και στρίγλεςκαι τον παράξενο ήβρες Κυνηγάρη,και διάβασες βαθιά γραμμένα λόγια90στο μέτωπό του.
Και σ’ έμαθε πως πιο ακριβή απ’ τον ύπνοκάτου απ’ τα κυπαρίσσια των προγόνωνκαι πιο ακριβή από τ’ όνειρο, η ενέργειακι η ζωή που τη ζεις. Και σαν τ’ ατσάλι95τ’ ακονισμένο
έγιν’ εσένα η σκέψη. Απ’ το ποτήριτο υπέρτατο ήπιες. Να σ’ αγγίξειδε θέλησες ο πρόστυχος ο βρόμιος,και πρόσμεινες τους νέους καιρούς, μονάχος,100γαμπροντυμένος.
Η ΜΟΥΣΑ
Κι οι νέοι Καιροί τον ήβρανε στα ύψηκαι τονε προσκυνήσαν· κι όσο αξίζεισιδερένιο καράβι του πολέμου,τόσο αξίζει στη θάλασσα του Λόγου105του Σκάλδου ο στίχος.
Των πολύθεων έσβησε η λατρείακαι του Χριστού μαράζωσε και η πίστη·κορόνα στο κεφάλι μου είν’ η δάφνηακόμα η βακχική και η απολλώνεια·110το χέρι μου όμως
το γαλιλαίο σταυρό κρατά, και τρέμει,κι ανήσυχα τα μάτια μου γυρεύουν,γυρνώντας απ’ τα ολόφωτα του κόσμουμες στης ψυχής τ’ άφεγγα βάθια, κάτι,115και δεν το βρίσκουν.
Πιο πέρα π’ τους Χριστούς κι απ’ τους Ολύμπιους,κι εγώ ένα νέο καιρό σαν να προσμένωπου η θυγατέρα μου Ομορφιά για πάνταθα χωριστεί απ’ τον άντρα της το Μύθο,120κι άλλο άντρα θά βρει.
Κι αυτός θα νά ειν’ ο αγέλαστος ο Νόμος,ο ασάλευτος των πάντων κυβερνήτηςπου νου δεν έχει, και είν’ αυτός νους όλος,της αλήθειας ένας θεός, και λόγος125της επιστήμης.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ένας πόλεμος άσβηστος κρατιέταιτου ελεύτερου, του ενός, του μόνου ανθρώπου,με των ανθρώπων τα κοπάδια. Και είπες:«Σπάστε την αλυσίδα, τ’ όνομά της130όποιο κι αν είναι,
κι όσο τρανό κι αν είναι τ’ όνομά τηςκαι σεβαστό και λατρεμένο. Ζήτωτης άναρχης Ιδέας που ξεσκλαβώνει!Γιούχα του υποκριτή, του δειλού γιούχα,135γιούχα του ψεύτη!
Χαρά στην άθεη θέαινα, στην Ιδέα,στο μέτωπο που λάμπει και δε σκύβει,στον άνθρωπο που εμπρός τραβά, και φράχτηδεν υπομένει, και κρατά τη φλόγα140που καίει τα πάντα!
Και ειρήνη και τιμή σε κείνους που ήρθανλυτρωτήδες και πέσανε σφαχτάριακαι με κορμιά στοιχειώσαν αντρειωμένατο γιοφύρι που αργά θα μας περάσει145στη νέα την πλάση!
Το λάβαρο του ελεύτερου, του μόνου,του ενός, του καταλύτη και του πλάστη,γιγάντικα το κράτησες, και ανέβης,και φάνταξε στα δυο σου χέρια εκείνο150σαν κόσμος όλος.
Τα έργα σου σαν πέτρες είναι, πέφτουν,χτυπάν, σεισμός, ραΐζουν, απ’ το χάσμαπου ανοίγει, βγαίνουν άντρες οργοτόμοικαι οι Στόκμανοι και οι Μπράντηδες και οι Σόλνες155και οι Παραβάτες.
Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός το στρώνουνθανατερής μοσκοβολιάς λουλούδια,θυγατέρες σου αμίλητες, γυναίκεςτης αρρώστιας, της αμαρτίας, της μπόρας160ξωθιές και σφίγγες.
Και νά η Θαλασσινή και νά η Ρεβέκκακι η ξέχωρη αντρογύναικα Έντα Γκάμπλερ,κι ύστερα εσείς, ΣολβέγιεςΑυρηλίες,Αγνές, του ανθρώπου θείες ξαναγεννήτρες165με την αγάπη.
Της λίμνης και της φιόρδας και του δάσουςκαι του βουνού ρίζες και πάχνες και ίσκιοι,και τωρινά και αρχαία τα πλάσματά σουδείχνονται σα βλαστοί μιας μακρεμένης170μυθικής Σάγας.
Βασανισμένα απ’ την Ιδέα, πατάνεμε της ζωής το πάτημα τη γη μας,μα βλέπουν με τα μάτια ενός ονείρου,με τη σιωπή της νύχτας συνορεύει175το μίλημά τους.
Τ’ αμάξια τους τα σέρνουν τ’ άσπρα τ’ άτιατου μυστηρίου τα στοιχειωμένα· αλιά τουόποιου αψηφήσει το χαμό στο ανέβατων πύργων των εφτάψηλων που χτίζουν·180και η Τραγωδία,
χωρίς το μετρημένο, όλο αρμονίαδρόμο της, όταν ήτανε Αθηναία,χωρίς το κοσμοπλάνητο μεθύσιαπ’ το κρασί του Άγγλου, νά την πάλι185τροπαιοφόρα!
Η ΜΟΥΣΑ
Τα πρώτα του έργα θαμαστά ιστορίζουντης σκαντιναβικής φυλής τη δόξακαι της πατρίδας τη δροσιά· η λαχτάραπλάτυνε μέσα του ύστερα, και ζώνει190την Ανθρωπότη.
Και κανείς για να μην τονε ταράξειστο μέγα αγκάλιασμά του, σκληρά διώχνεικάθε ζωή συντροφική και αγάπη,και της πικρής της μοναξιάς προβάλλει195ήρωας και κράχτης.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Της ανθρωπότης τ’ όνειρο τα πρώταχρόνια μου εμένα τα θρασά θαμπώνει,και προς αυτό παράδερνα πετώντας,όσο που με γονάτισ’ ένα χέρι200και με καρφώνει
μπροστά στην άγια εικόνα της πατρίδας.Και λέω γονατιστός και καρφωμένος:«Ό,τι κρατώ, από σένα, και για σένα!»Και το πνέμα μου βλέπω να το υψώνουν205διπλά φτερούγια,
η μοναξιά και η συντροφιά· δε φτάνειτο ’να φτερό, παράδαρμα μες στ’ άδεια·τα δυο σε υψώνουν ρήγισσα, ω Ιδέα!Μόνος κι ένας εγώ, για να δουλέψω210για σας, ω πλήθη!
Κοιμάται στα χτηνώδικα κορμιά σαςμια θεία ψυχή· να την ξυπνήσω θέλωμε τα χάιδια του Λόγου και της Λύρας,με το δαρμό του βούνευρου, και μ’ ό,τι215χτυπάει και σφάζει.
Και κανενός πατέρα από τη Σπάρτηκαι τάφου κανενός απ’ την Αθήνατα κόκαλα δεν πήγα να ξεθάψωνα τα χτίσω στην πόρτα του σπιτιού μου,220για να φαντάξω.
Στο χτεσινό το χώμα, που την ξέρειτη δάφνη, και το γγίζεις και αναβρύζειτο νερό το αρμυρό σα θυμωμένο,εκεί που ο Μπάιρον έκλεισε τα μάτια,225πρωτόειδα σε, ήλιε!
Η ΜΟΥΣΑ
Κρίματα πλήθια απάνου σου τα πήρες,δικά σου, πατρικά, προγόνων, όλων.Όλα θα τα πλερώσεις· δε θα ζήσεις.Και στην πηγή του ήλιου μέσα, η νύχτα230θα σε ρουφήξει.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ω Μούσα, ας μην ταράξει ούτε από μέναούτε από σε ματιά και σ’ όποια βάθη,το σιωπηλό κάρφωμα του ματιού μαςαπάνου στου μεγάλου την εικόνα235που μας γιομίζει.
Η ΜΟΥΣΑ
Τον ξανάειδα. Στο χιόνι της κορφής τουλαμποκοπούσε ο ήλιος μιας Βαλχάλας·στα πόδια του ένας πέλεκας και μια άρπα,του Βίκιγκα τα όπλα και του Σκάλδου240τον καρτερούσαν.
Κοιμισμένος. Μια υπέρθεη γυναίκασφιχτά στην αγκαλιά της τον κρατούσεκαι της πιστής Σολβέγιας το τραγούδιαπάνου από τον ύπνο του καλού της245του τραγουδούσε:
«Στην αγκαλιά μου πέρασε η ζωή σουκανακευτά· κουράστηκες· κοιμήσου,Λατρευτέ μου, σε ξενυχτίζω. —Ποιά είσαι;Μου αποκρίθη: «Η γυναίκα του θανάτου,250η Αθανασία!»
3 του Θεριστή 1906
Κωστἠς Παλαμάς, Ηρωϊκή Τριλογία

Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1494

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου