ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
Μας έβγαλαν τα μάτια
θέρισαν τη λαλιά μας
κι απ’ τη φωνή που κόπηκε
έμεινε η ρίζα με το αίμα
σκίζει την πέτρα το νερό
και πάλι ξανανθίζει.
ΚΗΔΕΙΑ Π.Χ.
Πιο πίσω ήταν τα χώματα
τ’ αυτοκίνητα σταματημένα
κι ο φόβος κρυμμένος εκεί
πολύ κοντά μας.
Κανείς δεν έβγαζε μιλιά.
Πρόφτασα και του είπα:
Σκύψε και κοίτα ήσυχα ˙
εδώ που κατεβαίνεις ολομόναχος
δεν είναι φως μήτε σκοτάδι
να χωθούμε.
Όμως θα σ’ ανταμείψει ο θάνατος
θαμμένον χίλια χρόνια
σ’ ένα πιθάρι του Χριστού.
ΑΛΦΕΙΟΣ
Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμη με το ποτάμι
ο ήλιος την έδενε από τα μαλλιά
και το ρόδινο νερό γύρω στα λαγόνια της.
Έβλεπα πως ήμουν το ποτάμι
αλλά γινόμουν άλογο κατεβαίνοντας αφρισμένο
και κείνη διχάλα στη γαλάζια ράχη μου
αντιστεκότανε μαζεύοντας τη δύναμή της
καθώς εμπαίναμε στους ίσκιους
κάτω από τις ιτιές.
Κι εγώ γελούσα
και μη γελάς μου έλεγε
μη γίνεσαι όνειρο, φοβάμαι
σε φοβάμαι.
Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια.
(ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, 1971)
ΣΤΙΓΜΗ
Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο
ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο
κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.
Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά
που τον κάνει φωτογραφία.
ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία
χιονίζει σ’ όλη τη γη
εδώ κάτω είναι η γη και το κάρο
με τα πεθαμένα παιδιά
εδώ οι άνθρωποι που πολεμάνε
το τσίρκο αδειανό
το άλογο γυρίζει μοναχό του
αυτός είναι ο κλόουν που κλαίει
σφουγγίζει τα δάκρυά του μ’ εφημερίδες
έπειτα τις ανάβει για να ζεσταθεί
κάνει κρύο πεινάμε
χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία
χιονίζει σ’ όλη τη γη.
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός
τρομαγμένα πουλιά
τινάζουνται από τον παράδεισο
άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν
ψάχνοντας στα ερείπια
κι αυτοί που δεν τους δέχεται
κανένας τόπος
καμιά θάλασσα
επιμελούνται
ταπεινά
το άπειρο.
ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες ναι, θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο
Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.
(ΤΟ ΣΑΚΙ, 1980)
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από κείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.
Η ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα
και μέσ’ από το άνοιγμα
για μια στιγμή
βλέπαμε τη θάλασσα.
Και στον καθρέφτη
σαν άνοιγε η πόρτα
βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.
Το κρεβάτι τα κορμιά μας
και τη θάλασσα.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Σήκωσα το σεντόνι
και ήταν πάλι γυμνή στο πλάι μου
και πριν χαθεί
γύρισα να την κοιτάξω
και μη με κοιτάζεις μου είπε
δεν είμαι το σώμα που αγάπησες
αλλά εκείνο που θέλεις να θυμάσαι
κι εκείνο που δεν μπορείς να θυμηθείς
κι εκείνο που νομίζεις πως θυμάσαι.
ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ
Κατεβαίναμε από το βουνό
ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη
καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωνε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
(ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, 1997)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/poiisi-gia-ton-noemvrio-anthologei-o-th-ch/