Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Νίκος Καββαδίας-Αντινομία

 

Λάκης Χαλκιάς - Αντινομία 


Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές—
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.

Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.

m/s Aquarius 1974

[πηγή: Νίκος Καββαδίας, Τραβέρσο, προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1994, σ. 31]

Rachmaninov Symphony no. 2 In E Minor, Op. 27: III. Adagio (feat. Igor Golovchin)


 

Rachmaninoff - Piano Concerto #2 in C Minor, Op. 18 - HD


 

Catullus-[Iσόθεος, ναι ισόθεος...]


Ισόθεος, ναι, ισόθεος μου φαίνετ’ εμένα πως είναι
και –αν είναι θεμιτό– κι απ’ τους θεούς πιο πάνω
εκείνος που απέναντί σου τώρα στρογγυλοκάθεται
κι όλο σε χαλβαδιάζει και σ’ ακούει
να του γλυκογελάς, κι εμένανε του φουκαρά
το γέλιο σου μού παίρνει τα μυαλά, γιατί απ’ όταν
εγώ σε πρωταντίκρισα, Λεσβία μου, εξεράθηκα,
έμεινα άναυδος, μουγγός –
«βροχέως με φώνας ουδέν έτ’ είκει»
που θα’λεγε κι η άλλη Λεσβία, η Σαπφώ·
κι ενώ η γλώσσα μου κολλάει, φλόγα τα λεπτά τα μέλη μου
σαν ποταμός διαρρέει και ο ήχος της ντιντινιστά
αντιλαλεί στ’ αφτιά μου, και φώτα δίδυμα εδώ
τη νύχτα μου στεγάζουν.
Η απραγμοσύνη, Κάτουλλε, η δική σου σού ’ναι βάρος πια·
απράγμονας ανασκιρτάς – στο στόμα γλώσσα δεν ποτάζεις·
η απραγμοσύνη –μάθε– από παλιά και βασιλείς και πόλεις
πανόλβιες ρήμαξε και χάλασε.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος-Εωθινό ρετσίνι



Βλέπω που χάνεται η γλώσσα
μες στα ποιήματα,
όπως τα τρένα που σκουριάζουν στους σταθμούς,
φαρμακωμένα απ' τον έρωτα του δρόμου/
Ζώντας εκεί, σ' αυτή την πρόσληψη,
ίχνηλατώ τις λέξεις που εσωστρέφουν/
τις κουβαλώ σ' ένα κουτί
ζαχαρωτών,
-παρότι η ζάχαρη είναι ο μέγας διαβητικός ακταιωρός-
και τις πετώ ζαχαρωμένες/
κι όπου κάτσουν/
Μόνο πονάω που τα χέρια μου δεν πιάνουν καλά,
και το κορμί μου έχει γίνει μια ανόητη άσκηση
που φοριέται ανάσκελα,
σαν χρονικό κρεβάτι/
Έξω η νύχτα συντελείται
είτε σε μαραθώνιους,
είτε σε απλές κούρσες ταχύτητας/
κι εσύ μου λες
-Έχασα το σπίτι,
δεν ήταν απο δω;
και μου δείχνεις ξανά εκείνες τις πέτρες που έχουν φυτρώσει
κι άλλα παιδιά,
κι άλλοι θάνατοι
κι άλλες βροχές
κι άλλες οδύνες/
αχ να ήταν να μη μου γύριζες πλέον τη ζωή,
σα χαλίκι μες στο στόμα/
να φευγες τώρα προς τη Ζήρεια, με τούτο το αεράκι/
κι ας μου ανακάτευες όσα μαλλιά μου μείναν/
δεν είναι που δε θέλω να σε θυμάμαι πια/
είναι που στάζεις απ' τις λέξεις μου σαν το εωθινό ρετσίνι/
και που όσο γερνώ,
τόσο σε κοντεύω/

ΚΛ - 26/06/2017

Φραντζέσκα Άβερμπαχ-Τ' αηδόνια ξέρουν να σωπαίνουν

 



Σε άκουσα, βγήκα τραυματισμένη
έξω απ' το άσπρο μου δωμάτιο
μου φίλησες τις πέτρες
που είχα ξεχασμένες στο λαιμό.

Κοιτούσα την ερημιά στο δρόμο,
κι ουρλιάζανε τ' αηδόνια
γι' αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.

Είπα,
θα φύγω νωρίς τ' απόγευμα
να μην κουράζονται τα χέρια και η αναπνοή σου
αλλά στον εαυτό μου βλέπω φαντάσματα.

Μου' φερνες –τί νύχτα ήταν στ' αλήθεια-
καινούργια λόγια,
και εκεί που κοιμόσουν
ως συνήθως κοντά στην απουσία,
έφυγα,
γι' αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.]

Απώλειες, Θράκα 2019

Τάσος Κόρφης-Σχόλιο σε φωτογραφία


Στη μέση από τ’ άσπρα πουλιά, κάτασπρα ντυμένη μ’ ένα μαύρο μαντίλι
στο κεφάλι. Σε θέση αναπαύσεως. Τα χέρια δεμένα στα γόνατα, ο καρπός
του δεξιού τσακισμένος: πουλί που χτυπήθηκε, τα δάχτυλα: ανοιγμένα φτερά.
Το φόρεμα σκεπάζει το ένα πόδι: διακρίνω το γόνυ και το πέδιλο στο άλλο,
τη σάρκα, όσο κι αν κρύβεται.
Σούρουπο. Ο ουρανός είναι μαύρος. Το σκούρο μαντίλι χώνεται μέσα του.
Ήρεμη έντονα κοιτάς έξω από το χαρτί, πέρα στο μαύρο: Άσπρα πουλιά,
πληγωμένα από σμπάρο γκρεμίζονται εκεί σε τρύπιες ποδιές, βρέχει
παμφάγες νυχτερίδες στα ερείπια, ο ύπνος λειψός, η πλατεία απέραντη,
ο ίσκιος μου πίσω από τα δέντρα της. Αν με φωνάξεις θα σου απαντήσω
με τη φωνή σου.
Τάσος Κόρφης ( 1929 – 1994)

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Lafcadio Hearn-Κείμενα από την Ιαπωνία (απόσπασμα)

 Ήταν κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης, τον λέγανε Σονζό· μια μέρα, πήγε να κυνηγήσει μα δε συνάντησε κανένα θήραμα. Στο δρόμο της επιστροφής, στην τοποθεσία Ακανούμα, πήρε το μάτι του ένα ζευγάρι πάπιες οσιντόρι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι στα νερά του μικρού ποταμού που έπρεπε να περάσει. Αν σκοτώσεις, λένε, ένα οσιντόρι θα σε βρει μεγάλη δυστυχία. Ο Σονζό όμως πεινούσε, σκόπευσε λοιπόν το ζευγάρι. Το βέλος τρύπησε το αρσενικό· το θηλυκό ξέφυγε μέσα από τις καλαμιές της αντίπερα όχθης και χάθηκε.

[...] Ο Σονζό πήγε στην Ακανούμα. Φτάνοντας στο ποτάμι είδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπάει μόνο του. Την ίδια στιγμή τον διέκρινε κι εκείνο· αντί να φύγει όμως κολύμπησε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον συνέχεια με μια παράξενη προσοχή. Ξαφνικά, μ' ένα χτύπημα του ράμφους άνοιξε πληγή στα πλευρά του κι έσβησε εκεί μπροστά στα μάτια του κυνηγού. Ο Σονζό ξύρισε το κεφάλι του και κλείστηκε σε μοναστήρι.
| Κείμενα από την Ιαπωνία | μτφρ.: Σωτήρης Χαλικιάς | εκδόσεις Ίνδικτος |

Po Chü-i-Κοιτάζοντας ένα μπαμπού από το παραμύθι του Λι Τσε-Γιουν


Μην το πελεκήσετε
για νά ’χετε σουραύλι·
ούτε να το κόψετε
για πετονιά – όχι!
Με μαραμένη τη χλόη,
με μαραμένα τα λουλούδια
–και χιονισμένα ακόμα–
πανέμορφα θά ’ναι.

Po Chu I (772-846)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Μάρκος Μἐσκος-Απέραντη θάλασσα

Απέραντη θάλασσα κυριαρχολογείς
να ένας έρωτας
μπάρκο με τα μαύρα ψάρια του βυθού
ή ο άλλος στους μαλακούς λόφους οι φράχτες
και τα αιώνια πεύκα.
Όμως εγώ προτιμώ να καταγράφω τα βήματα
εδώ στη βουερή στεριά
ανώνυμος
περνώντας τα μερόνυχτα και τα μαλλιά μου
κάτω από τα πράσινα φύλλα
στα λιγοστά πάρκα.
( Σ’ αυτά τα μέρη θα πεθάνω).

Μάρκος Μέσκος 1935 – 2019

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Γιάννης Νεγρεπόντης-Ανεργία


Τη στιγμή που βάζεις το κλειδί
στην κλειδαρότρυπα
γυρίζοντας τη νύχτα μόνος σπίτι σου
για το βραδινό ύπνο
όλα της μέρας τα ψέματα
και τα προσχήματα διαλύονται.
Η νύχτα με το σχήμα κρεβατιού
σεντονιών που είναι εύπλαστα
στα πιο απίθανα γεωμετρικά σχέδια
της ψυχολογίας ενεδρεύει
και το πολύ κακό
που αν και γνωρίζεις το άνισο του αγώνα
το ύπουλο
ανοίγεις την πόρτα σου κάθε φορά
σαν να’ ναι μια άλλη βραδιά
γυμνός από κάθε χειρονομία, υπόσχεση
και από κάθε ψευδαίσθηση γυμνός
από κάθε τι που λέμε ανθρώπινο.
Και το ζήτημα να μην είναι
αν θ’ αντέξεις ή κι ως πότε
αλλά να πρέπει ν’ αντέξεις.
Γιάννης Νεγρεπόντης ( 1930 – 1991)

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Νικόλας Κάλας-Προς την αγάπη



Μόνο μετά, αφού κατενοήθη η ματαιότητα
κάθε καινούργιας προσπάθειας
ο βίος έχει πιθανότητες να γίνει έξοχος
τα πράγματα, τα όντα αρχίζουνε και ζουν
μπορούν να καταλάβουν τη θέση που άλλοτε
η ελπίδα είχε κατακτήσει.

Νικόλαος Κάλας, Τετράδιο Γ’ (1933-36)

Οδός Νικήτα Ράντου

Θανάσης Κωσταβάρας-Το τέλος του ποιητή


Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως
πώς όλα χάνονται στο βράδυ
κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι
και τα όνειρα μου ένας καπνός.

Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση
φύγαν τα χρόνια μου νερό
μα τίποτα δεν αναιρώ
απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.

Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ
ακούω βιολιά του Παραδείσου
στο Α της άπατης Αβύσσου
ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.

Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω
στέκω στην άκρη του γιαλού
κι έχω να πάω κάπου Αλλού
κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.

Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά
και πριν απ’ τ’ άγια Περασμένα
εκεί που τ’ άστρα είναι σβησμένα
κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά

Κιόλας διακρίνω τον βαρκάρη
βλέπω μπροστά μου το Μετά
και την ψυχή μου να βουτά
σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.

Ταξίδι δίχως γυρισμό
φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου
πνίγοντας το αχ του άγριου νόστου
σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.

Σε στίχους μαύρους και πικρούς
στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι
αφού μέσα στο άδειο μου το κεφάλι
δεν θα’ χω εικόνες και ρυθμούς.

Και τα τραγούδια μου χαμένα
σαν φύλλα σκόρπια και ξερά
μα όλα αυτά τα θλιβερά
θα είναι αδιάφορα για μένα.

Θα’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί
σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι
θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι
μία σιωπή μες στη σιωπή.

 

Ο Θανάσης Κωσταβάρας έκανε τις τελευταίες διορθώσεις σ’ αυτό το ποίημα λίγες ώρες πριν πεθάνει.΄


«Μανδραγόρας», τεύχος 37, Οκτώβριος 2007

ΠΗΓΗ: https://www.poeticanet.gr/index.php

 

 

Θανάσης Κωσταβάρας-Δύο ποιήματα

ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ


Όπως ένα ποτάμι

στην απόλυτη σιωπή ακόμα

ακούω το σώμα σου.

Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα

και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας

εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.

Μέσα από τα κρυφά της ρίγη

μαθαίνω τα μυστικά σου.

Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.


Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα

στα χόρτα και τις πέτρες.

Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους

που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.


Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.

Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες

παίζουν στα όνειρα σου.

Και τα φιλιά σου

ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.


Ένα ποτάμι είσαι τελικά.

Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.

Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση

στους αναμμένους κάμπους.



 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ


Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό

που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.


Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.

Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό

πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.

Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.


Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει

περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.


Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.

Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.

Πιστεύει πως όπου να ’ναι θ’ αλλάξει η τύχη του.


Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν

πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του

κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο

εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.


Παρ’ όλα αυτά επιμένει.

Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.


Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει

πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.

Μα είναι αργά.


Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.

Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.


ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» – 1995

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Ζήσιμος Λορεντζάτος-Στου τιμονιού το αυλάκι

 Φουντάραμε αρόδο στην αγκάλη Άγιος Νικόλαος, κολυμπήσαμε, ξεμεσημεριάσαμε, το απόγευμα μπήκαμε στο λιμάνι της Φολέγανδρος και ανεβήκαμε στο διπλό χωριό, ένα από τα ωραιότερα στις Κυκλάδες. Το βράδι ζυμωτό ψωμί, ρετσίνα σπιτικιά, κατσίκι στα κάρβουνα, σκόρδο, ντοματοσαλάτα με κρεμμύδι, γιδίσιο τυρί, αυγά μάτια με λάδι – ο πολιτισμός μας στα μονιμότερα συστατικά του. Η κηπουρική ένα με την ψαρική, αυτή ένα με την αρχιτεκτονική, αυτή ένα με την υφαντική και όλα ένα με τη θρησκεία, με τη γλώσσα, με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, με τον ουρανό και τη γη. Ο κρίκος ατόφιος: φίδι ουροβόρο. Κανένα κυκλαδίτικο χωριό για μένα σαν τη Φολέγανδο, τέτοια αρχοντιά, ταπείνωση, πάστρα (και είναι τα περισσότερα ανάλογα). Μερικά μαγαζιά και σπίτια ξέχωρα. Μερικές φυσιογνωμίες αξέχαστες, καθώς εκείνη η λιανοκόκαλη μαντιλωμένη γριούλα με τα μενεξεδένια μάτια και το κοριτσίστικο πρόσωπο, που με ρώτησε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού της. “Σας αρέσει το νησάκι μας;”. Ανέγγιχτο νησί, νησί του μέτρου σε όλα· τελειότητα που της αρέσει να μη φαίνεται και μήτε το ξέρει, για τούτο και δεν κατέχει απλά και μόνο τη γνώση, αλλά “είναι” γνώση. Μακαρισμένοι όσοι κρατούν τέτοια μυστικά, πιστοί στο λόγο της ζωής τους.


από το κείμενο του Κώστα Γ. Τσικνάκη «Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο»

Μαρία Φαλαγγά-Γεωργίου-Στο θάνατο

Αναδημοσίευση από: Ποιηση Μεσοπολεμική
 

Paul Valery- Καλοκαίρι



Ω θέρος, βράχε αέρα καθαρού, κυψέλη ζέουσα έχεις γίνει,
ω θάλασσα! Έχεις πια διασκορπιστεί σε χίλια δυό όμορφα σημεία
στους θύσανους επάνω μιας σαρκός κρουστής σαν δροσερό λαγήνι,
μα και ίσαμε το στόμα, όπου η γαλάζια τ’ ουρανού βομβίζει αιθρία·
ναι, ναι, οίκε εσύ παράφορε και χώρε αγαπητέ, ήρεμε, με ντύμα
του κόσμου όλου, όπου αχνίζουν τα δεντριά και χάνουν αίφνης τα πουλιά των
τα ολίγα, και όπου σπάζει αδιάπτωτα των νέρινων μαζών το κύμα,
της κίνησης ο φλοίσβος και των αγελών η ορμή επί των υδάτων·
σταμνιά με αρώματα, τεράστιοι κύκλοι ευτυχών φυλών και φύλων
στον αδηφάγο κόλπο που ώς ψηλά, στον ήλιο, επιζητεί να φτάσει·
ω αγνές φωλιές, υδατοφράχτες χόρτινοι, κυμάτων ω ίσκιοι κοίλων,
σε αυτόν τον ύπνο τον πορώδη, ω, νανουρίστε το έκλαμπρο κοράσι!
Οι γάμπες της (που η μια έχει ξεχωρίσει με όλες τις δροσοβολιές της
από τη ροδαλή την άλλη) και οι ώμοι της, το στήθος ντούρο, λείο,
το μπράτσο της που ενώθηκε με τους αφρούς που σκαν στις παρειές της –
αστράφτουν όλα τους παρατημένα πλάι σε σκοτεινό δοχείο,
που διυλίζονται οι μεγάλοι θόρυβοι με τέρατα βγαλμένα
στων φυλλωμάτων τα κλουβιά, πιασμένα στης θαλάσσης τις παγίδες
από τους ναυτικούς τούς μύλους και τις ροζ καμπίνες τραβηγμένα
στο φως της μέρας. Το δε δέρμα της χρυσώνει του αέρα τις κιγκλίδες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Izet Sarajlic-Μη βιάζεστε παιδιά


Μη βιαστείτε να κάνετε τους ποιητές, παιδιά.
Μείνετε όσο το δυνατόν περισσότερο
στην προ-ποιητική φάση.
Το να είστε ποιητές στη ζωή δεν είναι το ίδιο
με το να είστε ποιητές σε μια ιστορία.
Η ποίηση, είναι οι ήττες.
Στο τέλος, σας περιμένουν, ίσως, πραγματικά τα τριαντάφυλλα,
αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα -αριστερά και δεξιά –
υπάρχουν αγκάθια.
Για τη μνήμη μη βιαστείτε , παραμείνετε νέοι όσο πολύ γίνεται,
και μόνο όταν δεν μπορείτε πια , τότε απλά θα γεννηθεί η ποίηση.
Ιζέτ Σαράιλιτς ( 1930 -2002 ) Βοσνία
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης.

Pink Floyd--Sorrow


 

Θεώνη Κοτίνη-Κυπαρισσία, Παλιά πόλη


Οι παλιοί οικισμοί
στήνουνε ξόβεργα γειτονιάς
στην απεραντοσύνη

Ένα μπαλκόνι μπρος στη θάλασσα
στο αγνάντεμα χελιδονοφωλιά
Μεγάλες πικροδάφνες
φτασμένες στην άνθηση
κλεμμένο σύκο το γλυκύτερο
από αυγουστιάτικη συκιά
πρωταυγουστιάτικη

Μπατάλικη φωνή του γυρολόγου
λαλώντας με το τρίκυκλο
στον πάνω δρόμο
μια κωδωνοκρουσία του εφήμερου
σπαρμένου
σε τόση αντήχηση μεσημεριού
που γίνεται μόνιμο

Η φωτεινότητα μικρής αυλής
που συνεχίζει καλντερίμι
και χάλασμα λιγόλογο στον ήλιο
ψηλά πολύ
ως την καστρόπορτα
ξεδοντιασμένη πέτρα κι εγκατάλειψη
στα χέρια του θεού
που είναι αλλιώς
ένα γαλάζιο ευμενές
σε όλο τον κάμπο

 Ο χρόνος είναι, 2020

Wislawa Szymborska-Ευχαριστίες



Χρωστάω τόσα πολλά
σ' αυτούς που δεν αγαπώ.
Την ανακούφιση καθώς αποδέχομαι ότι είναι
οι αγαπημένοι κάποιων άλλων.
Τη χαρά ότι δεν είμαι εγώ
ο λύκος για τα πρόβατά τους.
Την γαλήνη που νιώθω,
την ελευθερία μαζί τους
κι αυτά είναι κάτι που η αγάπη
δεν μπορεί ούτε να προσφέρει
ούτε καταφέρνει να μειώσει.
Δεν τους περιμένω
από πόρτα σε παράθυρο.
Καρτερική σαν ένα ηλιακό ρολόι
καταλαβαίνω αυτά που δεν μπορεί
να καταλάβει η αγάπη,
συγχωρώ
αυτά που δεν θα συγχωρούσε ποτέ.
Από το ραντεβού στο γράμμα
περνάνε μόλις λίγες μέρες ή εβδομάδες
όχι μια αιωνιότητα.
Τα ταξίδια μαζί τους είναι πάντοτε επιτυχημένα
όπως και τα κοντσέρτα που ακούσαμε,
οι καθεδρικοί ναοί που επισκεφθήκαμε,
τα τοπία που ξεχωρίσαμε.
Κι όταν μας χωρίζουν
επτά βουνά και ποτάμια
είναι τα βουνά και τα ποτάμια
που τα εντοπίζουμε αμέσως απ' τον χάρτη.
Σ' αυτούς οφείλεται το γεγονός
ότι ζω σε τρεις διαστάσεις,
σ' ένα αντιλυρικό και αντιρητορικό διάστημα,
μ' έναν ορίζοντα πραγματικό γιατί μετακινείται.
Οι ίδιοι δεν ξέρουν
πόσα κρατάνε στα άδεια τους χέρια
«Δεν τους χρωστάω τίποτα»
θ' απαντούσε η αγάπη
στο σχετικό ανοιχτό ερώτημα.
Μετάφραση: Καραβίτης Βασίλης

Ανδρέας Εμπειρικος-Ράμφος ή νίκη του υπερρεαλισμού



Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει
Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέφτης του καιρού της
Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν
Τα σύννεφα της ηδονής.

Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα
Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στον χρόνο
Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας
Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.


Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα», Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 50.

Κώστας Ουράνης-Ζωή



Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ᾿ ωχρὸ κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θα με ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σαν πεθάνω;»
Δε σ᾿ απαντούσα. Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι᾿ έσφιγγα με παροξυσμό τ᾿ αδύνατο κορμί σου,
σα να ῾ θελα μες στη ζωὴ να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ᾿ ήσουν όλη μου ἡ ζωή, χαρά της και σκοπός της,
κι᾿ όσο κι᾿ αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσὲ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πώς πάω να συνηθίσω.

Νοσταλγίες

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Θωμάς Γκόρπας-ο καταφρονεμένος



 
Θώμας Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957-1983], σ. 57

Μ. Καραγάτσης- Το δέκα (απόσπασμα)

 Ξενύχτησε χτες, ως μετά τα μεσάνυχτα. Έμπλεξε με παρέα. Άρχισαν με κάτι ούζα στην Αγορά• κατόπι πήραν σβάρνα τις γειτονιές, να ιδούν τις κοπέλες που πηδούσαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, που οι φωτιές την αυγάτιζαν εξωτερικά, τα ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ' τις ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τα φουστάνια ως τη μέση των μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λες κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά το το υπογάστριό τους.

Πύρωσαν τα μάγουλά τους, αγρίεψαν τα μάτια τους• απ' τα χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές• σπαρτάριζαν τα στήθια στον κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τους έλεγαν διάφορα υποννοούμενα, που επενεργούσαν σα νέα δόση κανθαρίδας στην οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε και κάπου να ξεσπάση• όλος τούτος ο οργασμός.
Τα χαμίνια όλο και τροφοδοτούσαν τις φωτιές με φρύγανα, άχερα, ξεχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας την ορμή των κοριτσιών. Ο παλμός του πήδου πάνω απ' την καυτερή εστία. Η μελαψή σάρκα της γάμπας και του μεριού ροδοκοκκίνιζε για μια στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τα νεφρά της σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν να ξεριζώσουν τους βουβώνες. Τ' αριστερά χέρια χώθηκαν στις τσέπες των πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τα μάτια θολά, κοιτούν δίχως τίποτα ν' αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τα πάντα• στέριωσε ακλόνητα την κυριαρχία της στα πάντα.

Μανόλης Αναγνωστάκης-Όταν τα βράδια...



Όταν τα βράδια
Τρυπάς το στήθος μου μ’ ένα μαχαίρι
Και ψάχνεις να βρεις
Εδώ ένα περίπατο στ’ ακροθαλάσσι
Εκεί ένα καφενείο που το λέγαμε η "Συνάντηση"
Εκεί ένα σούρουπο ή ένα κρυμμένο βιβλίο
—Όχι, μα δεν την είχα εγώ αγαπήσει.
Αύριο, το ξέρεις, πως δε θα ’μαστε πια εμείς
Κι ύστερα θα σβηστεί κι η θύμησή μας
Και μια γυναίκα θα γερνά ύστερα από χρόνια
Μ’ ένα φορτίο ζωής αβάσταχτο ατελείωτο
Και μια γυναίκα ίσως να κλαίει σε μια γωνιά
Το στήθος της να το τρυπά μ’ ένα μαχαίρι
Να ψάχνει νά βρει έναν περίπατο στ’ ακροθαλάσσι
Ένα βιβλίο κρυμμένο ή ένα σούρουπο.

(Και δε θα ’ναι για σένα, ούτε για μένα).

 Η συνέχεια

Ιάσων Δεπούντης-Αέρας με πράσινο



μαζί περάσαμε το δάσος
αγκαλιασμένοι με κλαριά και την
Ηχώ απ το χέρι
δάφνη καπνός σιωπή το πρόσωπό σου
το καταποντισμένο θηρίο το μάγευες
με κύκλους μαγικούς με δέντρα βράχους
με βράχους και δέντρα πολυπρόσωπα
μπλεγμένα με τα μέλη σου
Κένταυροι κι Εσύ Μέδουσα
Σφίγγα κι Εσύ, Μαινάδες για ποιόν;
για μένα τούτη η πομπή
των τεράτων; γυναίκα λέγε λοιπόν
κι Εσύ απειλή για μένα;
μάθε απ αρχής, πιστή Διοτίμα, αγάπη μου
πως δε μετανιώνω ˙ βλέπεις
εσύ είσαι η μοίρα μου κι ο έρωτάς σου
ο κίνδυνος να ελπίζω, ξέρεις
την απάντησή μου
Άρπυιες
ψηλά
Εσύ
Εγώ
ο Σβάικαρντ *
συνταξιδεύουμε
στις άμορφες ακρογιαλιές του Άχανου
πάμε, καθώς η Χίμαιρα σε κλέβει
σε φυγαδεύει η Χίμαιρα πάλι μακριά
απ ‘ τις νύχτες μου˙ το πάθος μου
να σε ζητώ παντού, και πώς;
για ρώτησέ με, Έρωτα, πώς τότε ζω;
και πως υπάρχω μαζί με το σεσημασμένο κλέφτη
τη σκέψη του κορμιού της
ο θάνατος λοιπόν καθημερινός σηματοδότης
κι εσύ ωραία, ωραία γυναίκα, έρωτά μου,
ο μεγαλύτερος εχθρός του Άδη
Ιάσων Δεσπόυντης “Systema Naturae” Σελ.13-14 Εκδόσεις Μανδραγόρας 1998

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα-Συνάντηση



Άνθος του ήλιου.
Του ποταμού άνθος.
Εγώ
Ήσουν εσύ; Το στήθος έχεις πάμφωτο
Και δεν σ’ είδα.
Αυτή
Πόσες φορές σε άγγιξαν
του φουστανιού μου οι άκρες!
Εγώ
Δίχως ν’ ανοίξω, ακούω στο λαιμό σου
τις άσπρες φωνές των παιδιών μου.
Αυτή
Τα παιδιά σου πλέουν στα μάτια μου
σαν κίτρινα διαμάντια.
Εγώ
Ήσουν εσύ ; Πούθε έσερνες
τούτες τις ατέλειωτες πλεξούδες, αγάπη μου ;
Αυτή
Στο φεγγάρι. Γελάς ; Ε λοιπόν
ολόγυρα στο άνθος του ναρκίσσου.
Εγώ
Πάλλει στο στήθος μου
ένα ερπετό αρχαίων φιλιών που υπνοβατεί.
Αυτή
Οι ανοιχτές στιγμές κάρφωναν
τις ρίζες τους πάνω στους στεναγμούς μου.
Εγώ
Δεμένοι με την ίδια αύρα
κατάματα κι ούτε που γνωριστήκαμε !
Αυτή
Τα κλαδιά πυκνώνουν, βιάσου.
Κανείς από τους δυό μας δεν γεννήθηκε !
Άνθος του ήλιου.
Άνθος του ποταμού
Μετάφραση: Στάθης Κομνηνός

Γιάννης Ρίτσος - Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)

 

Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.

Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/oneiro_kalokairinoy_meshmerioy.htm

Τάσος Ζερβός-Ύστατη πράξη


Στὸν Ἀνδρέα Μυλωνᾶ
Λίγο πρὶν φύγω θ’ ἀνακρίνω ὅλους τοὺς στίχους μου
καὶ ἄτεγκτος μαζί τους θὰ φανῶ.
Χρόνια ὑποψιάζομαι πὼς μοῦ ‘κρυψαν
ὁλόκληρο οὐρανό.
Θὰ τοὺς χωρίσω τὸν ἕναν ἀπ’ τὸν ἄλλονε
ἀκόμα καὶ τοὺς τίτλους θ’ ἀνακρίνω
καὶ ὅποιον βρίσκω πὼς ἡ γλώσσα του διχάλωνε
χωρὶς φεγγάρι καὶ νερὸ θὰ τὸν ἀφήνω.
Κι ὅταν ἐντοπιστοῦν οἱ ὕποπτοι,
σὲ συλλαβές, σὲ γράμματα, σὲ λέξεις
θὰ τοὺς τεμαχίσω.
Στὰ ὑπόγεια τοῦ νοῦ μου πατώντας καὶ συνθλίβοντας
ὅ,τι μοῦ πῆραν θὰ τὸ πάρω πίσω.
Καὶ μοναχὰ τὴν ὕστατη στιγμή,
καθὼς θὰ χάνεται, λόγος, ρυθμὸς καὶ βῆμα,
μὲ τὸ δικό μου θ’ ἀνακατέψω αὐτὰ τὰ πτώματα
μήπως καὶ βγεῖ κανένα ποίημα.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ Ή ΤΟ ΜΕΣΙΑΝΟ ΚΑΤΑΡΤΙ (1988-1995)

Γιώργος Λίλλης-Μεσημεριανός ύπνος κατακαλόκαιρο

 ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟΣ ΥΠΝΟΣ ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

Κουλουριάζεται στα σεντόνια σαν μικρό παιδί
που δεν έχει συνηθίσει το σκοτάδι.
Τρίζει η πόρτα.
Απαλό αεράκι συνάγει όνειρα στα μαλλιά της.
Το δωμάτιο μισοσκότεινο· τζιτζίκια ψαλμωδούν τη θάλασσα
έξω από το
παράθυρό της.
Τη χαϊδεύει με το πιγούνι, φτάνει στο λαιμό
και τον ύπνο της
προσπερνά μ’ ένα φιλί.

Γιώργος Λίλλης

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

Απόστολος Μελαχρινός-[Το συναξάρι της σιωπής μαθαίνω]



Το συναξάρι της σιωπής μαθαίνω
σε ομοίωμα ρόδων σε νερά ξενιτεμένων.
Ίσκιων ηχή, ψυχή των λουλουδιών
αντιφεγγίζει θρήνους ξεχασμένων.

Ώρα την ώρα κι απαντέχω κάτι ανεύρετο
στα μυστικά των ξέπνοων μύρων.
Τον έρμο θάλαμό μου εστοίχειωσε
κάποια ματαιότητα ήχινη ονείρων.



Από το βιβλίο: Απόστολος Μελαχρινός, "Τα ποιήματα", επιμέλεια Αγορή Γκρέκου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1994, σελ. 14
2.

Αναδημοσίευση από: http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%95%CE%9B%CE%91%CE%A7%CE%A1%CE%99%CE%9D%CE%9F%CE%A3%20%28%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%A3%29

Βασίλης Τσιτσάνης-Γιατί με ξύπνησες πρωί


 

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Μανόλης Αναγνωστάκης-Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικής αγωγής


Οι τσαγκαράδες να φτιάνουν όπως πάντα γερά παπούτσια
Οι εκπαιδευτικοί να συμμορφώνονται με το αναλυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου
Οι τροχονόμοι να σημειώνουν με σχολαστικότητα τις παραβάσεις
Οι εφοπλιστές να καθελκύουν συνεχώς νέα σκάφη
Οι καταστηματάρχες ν’ ανοίγουν και να κλείνουν σύμφωνα με το εκάστοτε ωράριο
Οι εργάτες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην άνοδο του επιπέδου παραγωγής
Οι αγρότες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην κάθοδο του επιπέδου καταναλώσεως
Οι φοιτητές να μιμούνται τους δασκάλους τους και να μην πολιτικολογούν
Οι ποδοσφαιριστές να μη δωροδοκούνται πέραν ενός λογικού ορίου
Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκτάκτως μόνον, κατ’ επιταγήν
Ο τύπος να μη γράφει ό,τι πιθανόν να εμβάλλει εις ανησυχίαν τους φορτοεκφορτωτές
Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιήματα


Σημ. Πρόκειται περί προσχεδίου, ως ο τίτλος, και προσφέρεται εις ελευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετά τας ακουσθησομένας απόψεις θα γίνει τελική επεξεργασία υπό ομάδος εγκρίτων Ποιητών και θα παραδοθεί εις το κοινόν προς γνώσιν και αναμόρφωσιν.

Ο στόχος

Μανόλης Αναγνωστάκης - Ο Νεκρός


Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περιμέναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φορέσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

(Τόσα και τόσα πράγματα που δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, πού να φωνάξεις;)

Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971, Θεσσαλονίκη 1971.

Ευριπίδης - Ιππόλυτος




Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται Νίκος Χατζίσκος, Στάθης Αναγιάννης, Αλέκα Κατσέλη, Θεανώ Ιωαννίδου
 
Κορυφαία η Ρίκα Γαλάνη
Θησέας ο Ιορδάνης Μαρίνος
Μετάφραση Παναγής Λεκατσάς
Μουσική Αργύρης Κουνάδης
Ραδιοφωνική προσαρμογή και διδασκαλία Σωκράτης Καραντινός

Βασίλης Παυλίδης-Πατρικό σπίτι



Μέρες τώρα περνάω από το πατρικό σπίτι.
Ν’ ακούσω τη φωνή σου και να γυρίσω να σε κοιτάξω.
Να σε δω και να πάρω σιγουριά απ’ την κουβέντα σου.
Δεν αναγνωρίζω αυτή την πόρτα.
Δε θυμάμαι ούτε ένα εκατοστό του σπιτιού.
Μόνο εσένα θυμάμαι να είσαι όλη του η ύπαρξη.
Αν εκεί που είσαι δε χρειάζεται να ξοδεύεις ζωή,
δώσε λίγη σ’ εμένα που μου τελειώνει.
Ξέρω, βιάζεσαι να με δεις.
Θα έρθω.
Μόνο να παίξω λίγο ακόμα, μαμά.
Λίγο ακόμα...


Βασίλης Παυλίδης, από την ποιητική συλλογή Ιδιόλεκτο, Εκδ. Γαβριηλίδης, 2010

Μανόλης Αναγνωστάκης-Το ναυάγιο


Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκαΎστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμόΤο πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέραΈνα νησί ερημικό όπως στα βιβλίαΕκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μαςΓύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατείαΚαι στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφίαΤου καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτουΘ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιάΚι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.

Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
Η Συνέχεια 3

Φλέρυ Νταντωνάκη-Με την Ελλάδα καραβοκύρη



Με τη φουρτούνα
και τον Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
 απ' το Μαρόκο

Με τον αγέρα
 και με τ' αγιάζι
 πάει μια μπρατσέρα
 για την Βεγγάζη 

 Άγιε Νικόλα, 
παρακαλώ σε, 
στα πέλαγα όλα
 λουλούδια στρώσε 

 Με τον ασίκη
 τον μπουρλοτιέρη
 ήρθ' ένα μπρίκι 
από τ' Αλγέρι 

 Με την Ελλάδα
 καραβοκύρη
πάει μια φρεγάτα
 για το Μισίρι
Φλέρυ Νταντωνάκη-Με την Ελλάδα καραβοκύρη

Μανόλης Αναγνωστάκης - Οι νικημένοι



Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειροΌμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκεροΚαι βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκαςΞέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τουςΞέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μαςΣυντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;             
Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

Εποχές

Δ.Π. Παπαδίτσας-Από το ιστορικό μου (ΙΙΙ)


Για κομματάκια χαρές που ταπεινώνουν τα μεγάλα οράματα
και τις μεγάλες τόλμες
για ρυθμοφτερουγίσματα
γι΄ αναποδιές που φυσάνε τη δύναμή τους
και κάνουν την πλάση να πάλλεται από εξαφάνιση και θυμό
κι΄ απαράλλαχτα ξεφωνητά με…(με τι; Με ποιο σπυροειδές
ουρανού
με ποια μίμηση του ιλίγγου μας; )
Εκείνη τη βδομάδα η πραγματικότης έγινε εκκρεμές κι
όχι ταφόπετρα
γύρεψα πολλαπλάσια σε μια φυτεία αναλαμπές
γύρεψα τις συναντημένες με το σώμα μου ανάσες
των απριλιάτικων γιορτών και της ερωτικής χαραυγής
Ήταν τα μάτια μου έτοιμα να φτερουγίσουν σε πυκνά
σκοτάδια
Μου γέμιζαν τ΄ άστρα την όραση
άστρα που αποχαιρέταγαν το κάθε πράγμα
κι έμενε τότε αυτό απομεινάρι ζωής χωρίς τραγουδιστή
του μεγαλείου του, όμως
το απομεινάρι επρόκειτο να συνεχίσει το ταξίδι του σε άλλης
αφής την αποπλάνηση
Μα τότε που καιρός ν΄ αρχίσω απ΄ το άλφα δηλαδή απ΄ το
ψέμα που παγώνει
και κάνει τις πέντε κι άλλες τόσες αισθήσεις να ξυπνούν
θηρία
όπως αυτά: δέντρο αρετή έγκλημα δίψα ηλίαση κλεψιά
κεφαλαιοκράτης, σκλάβος ευτυχής που καμαρώνει το
φονιά του
σεξ και ρεκλάμες μπαταρίας ελαστικά αντοχής
κρουαζιέρες που αλλάζουν σε κάθε τόπο στολίδια ανάλογα
με κείνους που τις βλέπουν
και τις ακούουν στα μικροσκοπικά τους μαγνητόφωνα
τα εμφυτευμένα υποδορίως

Εναντιοδρομία, 1977

Μ. Καραγάτσης-Η Μεγάλη Χίμαιρα (απόσπασμα)

 Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές. Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού. Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές. Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού. Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξει· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώση από το γενετήσιο εφιάλτη. Είναι το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν τους ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώση απ’ τις δυναμικές ατονίες τους. Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να 'ρθει. Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά. Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνη τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύση βάλσαμο στις ανησυχίες. Είναι το καλοκαίρι...

Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν τους ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώση απ’ τις δυναμικές ατονίες τους. Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να 'ρθει. Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά. Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνη τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύση βάλσαμο στις ανησυχίες. Είναι το καλοκαίρι...

Πηγή: Η μεγάλη χίμαιρα, εκδόσεις της Εστίας


Γιώργης Παυλόπουλος-Ποιήματα


 

ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

 

Μας έβγαλαν τα μάτια

θέρισαν τη λαλιά μας

κι απ’ τη φωνή που κόπηκε

έμεινε η ρίζα με το αίμα

σκίζει την πέτρα το νερό

και πάλι ξανανθίζει.

 

ΚΗΔΕΙΑ Π.Χ.

 

Πιο πίσω ήταν τα χώματα

τ’ αυτοκίνητα σταματημένα

κι ο φόβος κρυμμένος εκεί

πολύ κοντά μας.

Κανείς δεν έβγαζε μιλιά.

 

Πρόφτασα και του είπα:

Σκύψε και κοίτα ήσυχα ˙

εδώ που κατεβαίνεις ολομόναχος

δεν είναι φως μήτε σκοτάδι

να χωθούμε.

Όμως θα σ’ ανταμείψει ο θάνατος

θαμμένον χίλια χρόνια

σ’ ένα πιθάρι του Χριστού.

 

ΑΛΦΕΙΟΣ

 

Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμη με το ποτάμι

ο ήλιος την έδενε από τα μαλλιά

και το ρόδινο νερό γύρω στα λαγόνια της.

 

Έβλεπα πως ήμουν το ποτάμι

αλλά γινόμουν άλογο κατεβαίνοντας αφρισμένο

και κείνη διχάλα στη γαλάζια ράχη μου

αντιστεκότανε μαζεύοντας τη δύναμή της

καθώς εμπαίναμε στους ίσκιους

κάτω από τις ιτιές.

Κι εγώ γελούσα

και μη γελάς μου έλεγε

μη γίνεσαι όνειρο, φοβάμαι

σε φοβάμαι.

 

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της

ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως

μαύρο σαν ένα μελίσσι

που μου έτρωγε τα μάτια.

(ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, 1971)

 

ΣΤΙΓΜΗ

 

Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο

ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο

κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.

Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά

που τον κάνει φωτογραφία.

 

ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

 

Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη

εδώ κάτω είναι η γη και το κάρο

με τα πεθαμένα παιδιά

εδώ οι άνθρωποι που πολεμάνε

το τσίρκο αδειανό

το άλογο γυρίζει μοναχό του

αυτός είναι ο κλόουν που κλαίει

σφουγγίζει τα δάκρυά του μ’ εφημερίδες

έπειτα τις ανάβει για να ζεσταθεί

κάνει κρύο πεινάμε

χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη.

 

ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ

 

Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός

τρομαγμένα πουλιά

τινάζουνται από τον παράδεισο

άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν

ψάχνοντας στα ερείπια

κι αυτοί που δεν τους δέχεται

κανένας τόπος

καμιά θάλασσα

επιμελούνται

ταπεινά

το άπειρο.

 

ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 

Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως

έρχεται κάποτε η στιγμή.

Ξέρεις εκείνη που σε κράτησα.

Έλεγες ναι, θα μπορέσω

και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα

σαν το πουλί μέσα στον ήλιο

 

Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.

(ΤΟ ΣΑΚΙ, 1980)

 

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

 

Κάπου εκεί

κατά το άβατο μέρος του κήπου

είδανε το πρώτο δειλινό

σαν ένα χρυσό πιθάρι

που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα

κι από μέσα χυνόταν

μέλι μαύρο

η νύχτα.

 

Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν

τι ήταν φιλί

χωρίς να ξέρουν

πως από κείνο το χρυσαφένιο φως

που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά

είχανε γεννηθεί οι λέξεις

κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα

σημαίνοντας τον έρωτα

στα σκοτεινά του βάθη.

 

Η ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

 

Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα

και μέσ’ από το άνοιγμα

για μια στιγμή

βλέπαμε τη θάλασσα.

 

Και στον καθρέφτη

σαν άνοιγε η πόρτα

βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.

 

Το κρεβάτι τα κορμιά μας

και τη θάλασσα.


ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

 

Σήκωσα το σεντόνι

και ήταν πάλι γυμνή στο πλάι μου

και πριν χαθεί

γύρισα να την κοιτάξω

και μη με κοιτάζεις μου είπε

δεν είμαι το σώμα που αγάπησες

αλλά εκείνο που θέλεις να θυμάσαι

κι εκείνο που δεν μπορείς να θυμηθείς

κι εκείνο που νομίζεις πως θυμάσαι.

 

ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ

 

Κατεβαίναμε από το βουνό

ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη

καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά

δίπλα μας τα όπλα πάνω στο χορτάρι

κοίτα μου λέει ο Γιάννης.

Βούιζε κάτω το ποτάμι

και την είδα εκεί να πλένει

σήκωνε το φουστάνι της ψηλά

το έδενε γύρω από τη μέση

κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.

Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν

και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.

Σήκω του λέω να φύγουμε

δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.

Και πια δεν ξανακοίταξα.

(ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, 1997)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/poiisi-gia-ton-noemvrio-anthologei-o-th-ch/