"Αγκρίκολας εκ γενετής, άνθρωπος που αγαπά την ειρήνη της επίγειας ζωής, άνθρωπος που θαν του ταίριαζ’ απόλυτα μια λιτή και στέρια ζωή στους κόλπους μέσα της κοινωνίας του χωριού, άνθρωπος που η ίδια του η καταγωγή θα είχε αποφασίσει να του επιτρέψει να μείνει, να του επιβάλει να μείνει, και που, σε μοίρα υπείκοντας ανώτερη, δεν τού ‘χε μήτε να φύγει επιτρέψει απ’ την πατρίδα του, μήτε να μείνει εκεί: εξοστρακίσει τον είχε, διώξει τον είχε η μοίρα του από το Κοινόν, από την κοινότητα: τον είχε εξορίσει στην πιό γυμνή, στην πιό τρομερή και στην πιό άγρια μοναξιά του ανθρώπινου τσούρμου, τον είχε κυνηγήσει απ’ την απλότητα της ρίζας του και τον είχε φτάσει πέρα μακριά, στην ποικιλία που στιγμή δεν παύει να διπλώνεται και να πτυχώνεται, κι όποτε συνέβαινε να μεγαλώνει σε μήκος κάτι (μ’ αυτόν εκεί τον τρόπο) ή σε πλάτος, δεν ήταν άλλο παρά η απόσταση απ’ την πραγματική ζωή, μιάς κι αυτή ήταν η μόνη που μεγάλωνε στ’ αλήθεια: μέχρι τα όρια των χωραφιών του είχε απλώς περπατήσει, στου βιού του απλώς το περιθώριο είχε ζήσει ο ποιητής: στασιό δεν είχε, δεν έβρισκε στασιό, έφευγε το θάνατο, το θάνατο εγύρευε, εγύρευε το έργο, το έργο τό ‘φευγε, ερωτάρης ναι, ξεφωλεμένος πάλι, πλάνητας των παθών τού μέσα και τού έξω κόσμου, της ζωής του της ίδιας μουσαφίρης."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου