Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος-- Στον φεγγίτη του μυαλού του Μιχαήλ Μητσάκη

  Μια μέρα του Ιουνίου ήταν. Η έκτη μέρα του. Κάτι θρύψαλα αφημένα σε μιαν άκρη της αυλής, που περπατούσε κάποτε πάνω-κάτω. Παραιτημένος τα τελευταία χρόνια. Πόσα; Πέντε ή έξι; Ούτε θυμόταν ακριβώς πόσα λεπτά, πόσες μέρες ή νύχτες, μήνες κι εποχές. Πόσοι ήλιοι ανέτειλαν. Πόσα φεγγάρια μελαγχόλησαν με τη θλίψη του άφευκτη. Πεσμένος πίστομα αυτός. Στο έδαφος. Ούτε που καταλάβαινε πόσο τραχύ ήταν. Ούτε που ένιωθε πως πλήγωνε το μαραμένο πρόωρα κορμί του, το δέρμα, τις τρίχες και τον φαλλό ανάμεσα στα σκέλια του. Αυχμηρό έδαφος. Άνυδροι τόποι, τοπίο κρανίου. Ακίνητο, ούτε καν σκιερό. Και ο αιώνας είχε αλλάξει και την πρώτη μιάμιση δεκαετία του διανύσει.

Πού ήταν όλοι λοιπόν! Κανείς. Καμιά ένδειξη στο βιβλίο επισκεπτών, καμιά σημείωση στο περιθώριο, ούτε ιατρικό ιστορικό. Σταθερή κατάσταση. Αναλλοίωτη. Αθεράπευτη; Demendia praecox. Σχιζοφρένεια θα την έλεγαν σήμερα. Απόσυρση πλήρης σε έναν άλλον εαυτό (ποιόν;). Αβοήθητος από τους γιατρούς. Ποιοί και πού οι φίλοι; Οι ομότεχνοι περίμεναν την ώρα που θα αφανιζόταν. Τους είχε πλήξει βάναυσα. Τα ασπόνδυλα βαναυσότερα θα τον έπλητταν όταν έπεφτε, όπως η δρυς· οπότε πας ανήρ ξυλεύεται.
«Πρέπει να είναι ακαδημαϊκός κανείς – πιο πεθαμένος κι από ένα απολίθωμα- για να φέρει σε πέρας ένα λεξικό, σε όποια γλώσσα κι αν είναι...» έλεγε ο προσφιλής του Αρθούρος Ρεμπώ για τους ασπάλακες, τα απολιθώματα, τα μορμολύκια που τον είχαν αφήσει να βουλιάξει ολόμονος. Πίστομα στο χώμα του φρενοκομείου. Η μάνα νεκρή, ο αδελφός να θεραπεύει ξένους. Οι άλλοι απόντες, άλλοτε στη γιορτή του· απόντες και τώρα στη τελευτή του.
Τα τεράστια σάρωθρα επιστρατεύθηκαν και πάλι. Έβαλαν τα θρύψαλα τού γυάλινου ανθρώπου, που έγινε κομμάτια, στο φέρετρο κι αυτός που ως τότε βρισκόταν σε μια κατάσταση «ελαφρώς ψυχοκινήτου διεγέρσεως» και παρουσίαζε αδυναμία των λειτουργιών της μνήμης (τώρα θρύψαλα)... Αυτός που συνεχώς βρισκόταν σε ταραχή και ήταν διαρκώς απορροφημένος από την έμμονη ιδέα να δραπετεύσει (τώρα πια όχι, γιάλινος πώς να τα καταφέρει;)… Αυτός που κοίταζε τον συνδιαλεγόμενο του ασκαρδαμυκτί… Αυτός που είχε διανοητική σύγχυση (έχουν κι από αυτό οι γυάλινοι χαρακτήρες;)… Αυτός που είχε παθολογική συμπεριφορά, αλλά η κλινική ένδειξη ήταν πως μέσα στο κελλί μονολογούσε... Αυτός που δεν συμπεριφερόταν επιθετικά, δεν είχε παραλήρημα, αλλά δεν έγραφε ούτε σχεδίαζε πια… Αυτός που ήταν πίστομα στο χώμα της αυλής ή του κελιού του… Αυτός, ένας μικρός σωρός από κομμάτια και θρύψαλα, τάφηκε εκείνο τον Ιούνιο αφού δεν κινδύνευε τίποτα άλλο να πάθει, κάτι άλλο να υποστεί· κι από καιρό είχε πάψει να απειλεί ομοτέχνους και διδασκάλους. Τάφηκε στο Α΄ Κοιμητήριο στον οικογενειακό τάφο της μητέρας του. Αυτός, που ο οίστρος του τον είχε εγκαταλείψει από καιρό, αφού μεταμορφώθηκε και επανήλθε, δραπέτευσε και επέστρεψε, έγινε γυάλινος και έσπασε, κληροδότησε φαίνεται την παραξενιά του στον συντάκτη της εφημερίδας «Πατρίς» που έγραψε στις 8 Ιουνίου 1916:
«Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας ωδήγησεν εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια μετακομιδή οστών, μία επιμνημόσυνος δέησις, εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν.»

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Στον φεγγίτη του μυαλού του Μιχαήλ Μητσάκη, Λέμβος 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου