Ξενύχτησε χτες, ως μετά τα μεσάνυχτα. Έμπλεξε με παρέα. Άρχισαν με κάτι ούζα στην Αγορά• κατόπι πήραν σβάρνα τις γειτονιές, να ιδούν τις κοπέλες που πηδούσαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, που οι φωτιές την αυγάτιζαν εξωτερικά, τα ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ' τις ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τα φουστάνια ως τη μέση των μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λες κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά το το υπογάστριό τους.
Πύρωσαν τα μάγουλά τους, αγρίεψαν τα μάτια τους• απ' τα χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές• σπαρτάριζαν τα στήθια στον κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τους έλεγαν διάφορα υποννοούμενα, που επενεργούσαν σα νέα δόση κανθαρίδας στην οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε και κάπου να ξεσπάση• όλος τούτος ο οργασμός.
Τα χαμίνια όλο και τροφοδοτούσαν τις φωτιές με φρύγανα, άχερα, ξεχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας την ορμή των κοριτσιών. Ο παλμός του πήδου πάνω απ' την καυτερή εστία. Η μελαψή σάρκα της γάμπας και του μεριού ροδοκοκκίνιζε για μια στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τα νεφρά της σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν να ξεριζώσουν τους βουβώνες. Τ' αριστερά χέρια χώθηκαν στις τσέπες των πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τα μάτια θολά, κοιτούν δίχως τίποτα ν' αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τα πάντα• στέριωσε ακλόνητα την κυριαρχία της στα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου