Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Paul Valéry-Το κοιμητήριο πλάι στη θάλασσα

Το κοιμητήριο πλάι στη θάλασσα

Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Πυθιόνικοι, ΙΙΙ

Η στέγη τούτη η ήρεμη, που περιστέρια την πατάνε,
ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους πάλλεται· και νά ’ναι
η Μεσημβρία η δίκαιη εκεί, με τις φωτιές της να συνθέτει
τη θάλασσα, τη θάλασσα που πάντα ξαναρχίζει! Σκύβει
αυτός που σκέφτεται, ω, ύστερα και νιώθει πως τον ανταμείβει
των θεών το βλέμμα εκείνο που η γαλήνη επάνω του αποθέτει!

Μα ποιό έργο δίχως λάμψεις καθαρές διαμάντια όλο βρίσκει
μες στους ασύλληπτους αφρούς, και βρίσκοντάς τα τά αναλίσκει,
και ποιά είναι η ειρήνη που να εγκυμονείται μοιάζει – ποια και πόση;
Όταν στην άβυσσο από πάνω στέκεται ήλιος μεσημέρι,
και αμάλαγα έργα, που ’βγαν από αιτία αιώνια, υπερεξαίρει,
ο Χρόνος πάντα σπινθηροβολεί και το Όνειρο είναι γνώση.

Ταμείο στέρεο, απλέ Ναέ στην Αθηνά αφιερωμένε,
γαλήνης μάζα και δεξαμενή ορατή, της στέρνας μένε,
νερό πηγαίο, σύνοφρυ, Οφθαλμέ που μέσα σου επιλέγεις
τόσο πολύ ύπνο να φυλάς κάτω από φλόγινο μαγνάδι,
ω εσύ Σιωπή μου!… ω οικοδόμημα μες στην ψυχή, με υφάδι
ολόχρυσο τα χίλια κεραμίδια κέντησες της Στέγης!

Ναέ του Χρόνου, που σου συνοψίζει τους καιρούς ο στόνος,
ιδού, ανεβαίνω στο σημείο αυτό και συνηθίζω μόνος,
καθώς μες στο θαλασσινό μου βλέμμα βρίσκομαι κλεισμένος·
και πέμποντας προς τους θεούς την υπερτάτη προσφορά μου
ατάραχοι σπινθηρισμοί, γαλήνιοι, σπέρνουνε σιμά μου,
σε τούτο το ύψωμα, το κραταιό θράσος, το νά ’μαι επηρμένος.

Σιγά, κι έτσι όπως λειώνεται, να γίνει απόλαυση η οπώρα,
που αν, όμως, λείψει, σε ηδονή η απουσία της αλλάζει, τώρα
μέσ’ σ’ ένα στόμα χάνεται, κι εκεί το σχήμα του πεθαίνει,
κι εγώ, έτσι, εδώ, στον τόπο αυτό, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,
ενώ ο ουρανός στη φαγωμένη μου ψυχή, στον ψυχισμό μου,
τραγούδι για τις αλλαγές στεναζουσών ακτών υφαίνει.

Ωραίε ουρανέ, εσύ αληθινέ ουρανέ, για δες με πώς αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση και την αλλόκοτη που βγάζω
νωθρότητα, έναν όκνο που ’χει σφρίγος να του περισσεύει,
εγκαταλείπομαι στον χώρο τούτον που λαμποκοπάει,
και ο ίσκιος μου στους οίκους των νεκρών επάνω περπατάει,
ενώ η κίνησή του η εύθραυστη γνωρίζει να με τιθασεύει.

Φως την ψυχή μου από του ηλιοστάσιου τους πυρσούς φαιδρύνει
για να σε υπερασπίζομαι περίφημη δικαιοσύνη
του φωτισμού, με τ’ ανοικτίρμονά σου όπλα στην αράδα!
Σ’ επαναφέρω αμόλυντη και αγνή στις πρωτινές σου θέσεις:
κοιτάξου!… Μ’ επαναφορά φωτός υπό προϋποθέσεις
συμβαίνει μόνο: τη μισή απαιτεί του σκότους σκυθρωπάδα.

Για μένα, ω, μόνο, και σ’ εμένα, ναι, σ’ εμέ τον ίδιο, που είναι σ’
εγγύτητα με μια καρδιά και στου ποιήματος τις κρήνες,
ανάμεσα κενού και γνήσιων συμβάντων επαλλήλων,
ο αντίλαλος προσμένω ν’ αρθρωθεί του εντός μου μεγαλείου,
πικρή μια στέρνα, ζοφερή, σκοτεινιασμένη του ανηλίου
νερού, όπου πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!

Γνωρίζεις, ψεύτικη εσύ ειρκτή των φυλλωμάτων, ναι, γνωρίζεις,
ω κόλπε, που τις κάτισχνες αυτές κιγκλίδες ροκανίζεις,
σαν κλείνω ερμητικά τα μάτια μου, ποιοί μυστικοί ιμάντες
με σέρνουν, ποιό κορμί στο τέλος του το οκνό με παρασύρει,
ποιό μέτωπο, στη γη για να το χώσει από τα οστά το σύρει;
Εδώ μια σπίθα συλλογιέται τους δικούς μου μεταστάντες.

Μέρος ιερό, από μια άυλη φωτιά γεμάτο, και κλεισμένο·
χωμάτινο ένα θραύσμα, σπάραγμα, στο φως προσκομισμένο –
μου αρέσει ο τόπος τούτος ο σπαρμένος όλο λύχνους, και όντως
με τέρπει: σύνθεμα χρυσού και λίθων, που από σύσκια γέμει
δεντριά, και που το μάρμαρο απ’ τις τόσες τις σκιάσεις τρέμει·
εδώ, έμπιστος, στο σκέπασμα των τάφων μου κοιμάται ο πόντος!

Θαυμάσια, εξαίσια Σκύλλα, τους παγανιστές μακριά μου κράτα!
Με το χαμόγελο όταν του ποιμένος βόσκω εγώ τα πράτα
–τα μυστηριώδη πρόβατά μου, μόνος απ’ αρχής έως τέλους,
το ολόλευκο κοπάδι εκεί, όπου οι ήσυχοί μου τάφοι ορίζουν–
τα φρόνιμα να διώχνεις περιστέρια εσύ, που γουργουρίζουν,
τα μάταια απόπεμπε όνειρα και τους περίεργους αγγέλους!

Εδώ που βρίσκομαι, το μέλλον είναι σχόλη και ακηδία.
Μονήρες, ξεκομμένο ξύνει το έντομο την ξηρασία·
τα πάντα εκάηκαν, ανεμοσκορπιστήκαν, σε δαύτη
την αδυσώπητη –μακάρι νά ’ξερα κι εγώ ποιά– ουσία…
Τεράστια γίνεται η ζωή μεθώντας απ’ την απουσία·
η πίκρα είναι γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα αστράφτει.

Σε τούτο  ’δώ το χώμα οι πεθαμένοι είναι καλά κρυμμένοι –
στη γης αυτή που θάλπει το μυστήριό τους· το ξεραίνει.
Η Μεσημβρία εκεί ψηλά –ψηλά και δίχως να κινείται–
στοχάζεται ενδομύχως, βρίσκει την ισχύ των νοημάτων…
Γεμάτε νου και κορεσμένε, διάδημα εκ των τελειοτάτων,
εγώ είμαι εντός σου η αλλαγή που μυστικώς επιτελείται.

Τους φόβους σου να ελέγχεις έχεις μόνο τη βοήθειά μου!
Οι μεταμέλειες μου, οι αμφιβολίες μου, τα εμπόδιά μου
είν’ ελαττώματα: ό,τι το τρανό διαμάντι σου ψευτίζει…
Μα μέσα εκεί στη νύχτα τους, που από τα μάρμαρα βαραίνει,
ένας –ας πούμε– λαός στων δέντρων είν’ τις ρίζες και επιμένει
το μέρος σου να παίρνει από καιρό και να σε υποστηρίζει.

Σε μι’ απουσία τελείως έχουν διαλυθεί πυκνή, δασεία,
και η κόκκινη άργιλος κατάπιε το λευκό τους είδος· στα ία,
ναι, στα άνθη, που το ρούφηξαν, το δώρο της ζωής εδόθη!
Πού πήγαν των κεκοιμημένων οι γνωστές, συνήθεις φράσεις;…
Η ατομική τους τέχνη;… της ψυχής του πού ’ναι οι ανατάσεις;
Κει μέσα που τα δάκρυα επλάθονταν, πλαγγόνα τώρα κλώθει.

Των κοριτσιών τσιρίδες που πιαστήκαν αιφνιδιασμένα,
τα μάτια και τα δόντια και τα τσίνορά τους τα κλαμένα,
το ελκυστικό τους στήθος που με τη φωτιά παίζει με κέφι.,
επίσης το αίμα που αστραφτοκοπά στα πρόθυμά τους χείλη,
τα λοίσθια δώρα, τ’ ακροδάχτυλα που τους φρουρούν την ύλη,
το καθετί στο χώμα μπαίνει και στην παιδιά επιστρέφει!

Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, είσ’ εδώ, στης προσμονής τη ράχη,
πιστεύοντας πως τ’ όνειρο της πλάνης χρώματα δεν θά ’χει
σαν κείνα που χρυσό το κύμα σ’ ένσαρκες ματιές συσταίνει;
Θα τραγουδάς, αλήθεια, κι όταν πια καπνός θε νά ’χεις γίνει;
Εμπρός! Τα πάντα φεύγουν! Πόρος μου κανένας δεν θα μείνει·
ακόμα και αυτή η ανυπομονησία η αγία, ναι, πεθαίνει!

Αθανασία κάτισχνη, μαυρειδερή, επιχρυσωμένη,
παρηγορήτρα εσύ, φρικιαστικά δαφνοστεφανωμένη,
που φτιάχνεις απ’ τον θάνατο ένα στήθος μητρικό και τέλειο,
το ψεύδος το πανέμορφο και την ευλαβικιάν απάτη!
Ποιός δεν τα ξέρει;… Ποιός αρνιέται ότι είναι μες σε τούτα κάτι;:
σ’ ετούτο το κρανίο το άδειο και στο αιώνιο ετούτο γέλιο!

Πατέρες μυχιότατοι, κεφάλια δίχως καν ενοίκους,
που κάτω από το βάρος τόσων φτυαρισμάτων, μες στους οίκους
του χώματος βρισκόσαστε, μπερδεύοντάς μας πια το βήμα,
και το σαράκι το πραγματικό, το μόνιμο σκουλήκι,
δεν είναι εκεί για σας τους κοιμωμένους, μήτε σας ανήκει·
ζει από τη ζωή και δεν με αφήνει – ακόμα κι έξω από το μνήμα!

Αγάπη νά ’ναι ή μήπως τάχα για τον εαυτό μου μίσος;
Το μυστικό του δόντι είναι κοντά, και τόσο δίπλα μου ίσως,
που, ναι, τα ονόματα όλα, πιθανόν, μπορεί να του ταιριάζουν!
Ποιό τ’ όφελος! Θωρεί και θέλει και ονειρεύεται και αγγίζει!
Το τέρπει η σάρκα μου, και στη στρωμνή μου νά ’ρθει ανηφορίζει·
Όλα όσα ζω σε αυτό το ζωντανό ον ν’ ανήκω με αναγκάζουν.

Ω Ζήνων! Ζήνων άσπλαχνε! Ω Ζήνων Ελεάτη, μ’ έχεις
τρυπήσει ώς πέρα με το φτερωμένο βέλος που κατέχεις,
που πάλλεται και που πετά και ας μην πετάει. Κατά τ’ άλλα
παιδί με κάνει ο ήχος του, και με σκοτώνει αυτό το βέλος!
Αχ, ο ήλιος!… Μέσα στην ψυχή σκιά χελώνας είναι, τέλος,
ο ωκύπους Αχιλλεύς: ακίνητος με βήματα μεγάλα!

Όχι, όχι!… Ορθός στην αιώνια μείνε εποχή – μην κάνεις βήμα!
Κορμί μου, πιάσε σύντριψε το ορθοφρονούν ετούτο σχήμα!
Και στήθος μου, εσύ ρούφηξε τη γέννηση του αγέρα απ’ έξω!
Δροσιά καλή με μια ευκρασία εκεί, που η θάλασσα αναδίνει,
μου ξαναδίνουν την ψυχή μου… Ω δύναμη, ώ της άρμης δίνη!
Για ν’ αναβλύσω πάλι ζωντανός, στο κύμα τώρα ας τρέξω!

Ναι! Θάλασσα μεγάλη, πόντε εσύ, της μάνητας κοιτίδα,
του πάνθηρα ω τομάρι, μα και χιλιοτρύπητη χλαμύδα,
που με είδωλα χιλιάδες χρόνια τώρα ο ήλιος την αργάζει,
ω απόλυτη ύδρα, απ’ τη γλαυκή σου σάρκα πάντα μεθυσμένη,
που η ουρά σου σπίθες εκτοξεύει και είσαι πάλι δαγκωμένη
σε κάποια μέσα ταραχή που της σιωπής στ’ αλήθεια μοιάζει,

σηκώνεται ο άνεμος!… Οφείλω να γευτώ ό,τι η ζωή μού δίνει!
Ο απέραντος αγέρας το βιβλίο μου μού ανοιγοκλείνει·
Το κύμα ως χους, ως κονιορτός τολμά απ’ τα βράχια ν’ αναβλύσει!
Λαμπρές σελίδες για πετάξτε – και το λάμπος σας μην κρύψτε!
Και κύματα εύθυμα, νερά φαιδρά μου, ελάτε και συντρίψτε
την ήρεμη τη στέγη αυτή που φλόκοι έχουνε ραμφίσει.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πηγή:https://exitirion.wordpress.com/2021/06/17/paul-valery/?fbclid=IwAR22zBa8fEqY5AItpooE8vLY5IEM58X5dY7Op1VTS-GBhdw74vvM3vxrmG0

.........................................................................................................................................................

Το θαλασσινό κοιμητήρι
Μὴ, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, ταν δ'ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
-- Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (3.61-62)
Αυτή η σκέπη της σιωπής, που τα πουλιά βαδίζουν,
Πάλλει στα πεύκα ανάμεσα κι ανάμεσα στους τάφους·
Πλάθει εκεί από φωτιά, το δίκαιο μεσημέρι,
Τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Σκέψης αποζημίωση εσύ,
Βλέμμα μου χωρίς όριο στη θεϊκή ηρεμία!
Τι μόχθος αναλώνεται από μυριάδες λάμψεις
Στων φευγαλέων των αφρών τα διαμαντένια πέπλα,
Και τι ειρήνης άπλωμα είναι αυτό που μοιάζει!
Σαν ένας ήλιος κρεμαστεί στης άβυσσου τα χείλη,
Σίγουρη γνώση τ' Όνειρο κι ο Χρόνος λαμπυρίζει,
Και είναι αυτά τα έργα αγνά, ενός σκοπού για πάντα.
Θησαυρέ μου βέβαιε, ναέ απλέ της Αθηνάς,
Μάζα γαλήνης κι απόθεμα ορατό, νερό
διερευνητικό και μάτι,
που μέσα σου φυλάς ύπνο βαθύ
Κάτω από φλόγινο πανί,
Σιωπή μου! Οικοδόμημα μες την ψυχή,
Στέγη χρυσή,
Με χίλια κεραμίδια, Σκέπη!
Χρόνου Ναός· ένας μονάχα στεναγμός
τον συνοψίζει,
Σκαρφαλώνω εκεί και συνηθίζω
το βλέμμα μου στη θάλασσα τριγύρω·
Κι όπως οι προσφορές μου στους θεούς οι ακριβές,
Το ήπιο φεγγοβόλημα ενσπείρει
Μια ουράνια σιγή αδιαφορίας.
Όπως το φρούτο λιώνει σε ηδονή,
Και ανταλλάσσει την απουσία του με γεύση
Μέσα στο στόμα οπου πεθαίνει η μορφή,
Έτσι κι εγώ εισπνέω εδώ τη μέλλουσά μου στάχτη.
Και τραγουδά ο ουρανός στην ξοδεμένη μου ψυχή,
Οτι η όχθη η βουερή πάντα αλλάζει.
Όμορφε ουρανέ, αληθινέ ουρανέ, κοίτα με που αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση, νωθρότητα παράξενη,
Μα υπόσχεση γεμάτη,
Στο φωτεινό κενό μ' αφήνω τώρα.
Πάνω στα σπίτια των νεκρών γλυστράει η σκιά μου,
Κι εγώ εξοικειώνομαι στ' αβέβαιο βάδισμά της.
Με την ψυχή πάνω στου θέρους την πυρά, σε υπομένω,
Δικαιοσύνη λιοπερίχυτη,
Πάνοπλη -- χωρίς έλεος,
Τρομερή!
Σου δωσα πίσω ακέραιη την πρότερή σου θέση:
Δες!...
Μα όταν το φως στη μια πλευρά το αποδίδεις,
Θρηνείς μαζί και της σκιάς την άλλη όψη.
Για μένα· σε μένα· τον ίδιο και μόνο,
Πλησίον μιας καρδιάς, κει που το ποίημα μου πηγάζει,
Ανάμεσα στο καθαρό συμβάν και το κενό,
Εκεί προσμένω την ηχώ
Του μέσα μου θριάμβου,
Μια στέρνα κρύα, βαθιά και ηχηρή,
«Δεν έχει κοίλο ακόμη για να βγει»,
Μες την ψυχή μου πάντοτε βουίζει!
Συ όμως, που τάχα πιάστηκες στα φύλλα,
Κόλπε π' αυτά τ'αδύναμα δεσμά καταβροχθίζεις,
Μυστικά εκτυφλωτικά, στα μάτια μου τα σφαλιστά,
Γνωρίζεις άραγε,
Ποιό σώμα για το ράθυμό του τέλος μ' εκπαιδεύει
Και ποιό κεφάλι το τραβά στων σκελετών τη χώρα;
Τους εκλιπόντες μου εκεί, μια σπίθα συλλογιέται.
Κλειστό, σεπτό, φωτιά χωρίς υπόσταση γεμάτο,
Ένα κομμάτι γης που πρόσφεραν στο φως--
Μ'αρέσει αυτό το μέρος, όπου δεσπόζουν οι δαυλοί,
Κι έχει φτιαχτεί
Από πέτρα, χρυσό και δέντρο σκοτεινό·
Πάνω στους ίσκιους τους βαθείς, τα μάρμαρα χορεύουν,
Κι η θάλασσά μου η πιστή, κοιμάται απά στους τάφους!
Σκύλα μου εξαίσια, διώξ' τους ειδωλολάτρες!
Όταν μονάχος με χαμόγελο ποιμένα,
Ωρες πολλές βοσκώ αμνούς μυστηριώδεις,
Το ποίμνιο το λευκόμαλλο των ήσυχών μου τάφων,
Τις περιστέρες τις προσεκτικές, κράτα τες μακριά τους,
Μακριά τα μάταια όνειρα, τους ύποπτους αγγέλους!
Σαν έρθει εδώ το αύριο, δε θέλει πια να φύγει,
Ελεύθερο το έντομο, σκαλίζει ξηρασία·
Κάηκαν όλα, διαλύθηκαν, τα πήρε ο αέρας,
Σε ποιά δεν ξέρω γύρισαν πανάρχαιη ουσία...
Είν' η ζωή απέραντη, στης απουσίας τη μέθη,
Και κάθε πίκρα είναι γλυκειά, και καθαρό το πνεύμα.

Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
.....................................................................................................................................................................

‘‘Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
τάν δ’ έμπρακτον άντλει μαχανάν’’. Πίνδαρος

Η ήρεμη στέγη, όπου βαδίζουν περιστέρια,
πάλλεται ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους·
με φωτιές εκεί η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει
την θάλασσα, την θάλασσα, απ’ την αρχή πάντα!
Ω ανταμοιβή μετά απ’ τον στοχασμόν, όσο ένα
βλέμμα μακρύ στων θεών απάνω τη γαλήνη!

Ποιο, από αστραπές λεπτές, αγνό έργον αναλίσκει
αφρού ανεπαίσθητου τόσα πολλά διαμάντια,
και τι γαλήνη μοιάζει εδώ να εγκυμονείται!
Όταν πάνω στην άβυσσο ηρεμεί ένας ήλιος,
καθάρια εργόχειρα μιας αιώνιας συμφωνίας,
μαρμαίρει ο Χρόνος κι είναι τ’ Όνειρο επιστήμη.

Στέρεο ταμείον, λιτός ναός στην Αθηνά,
όγκος γαλήνης, θέασης άφθονη προμήθεια,
νερό αυστηρό, Μάτι που μέσα σου φυλάττεις,
κάτω από πέπλο φλόγινο, τόσον πολύ ύπνον,
ω σιωπή μου! Οικοδόμημα στην ψυχή μέσα,
χρυσή χιλιοκεράμιδη στέγη όμως, Στέγη!

Του χρόνου ναέ, συνοψισμένε σ’ έναν στόνο,
στο αγνό ύφος ανεβαίνω αυτό και συνηθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου τριγυρισμένος·
και σαν μεγίστη προσφορά μου προς τους Θεούς
το σπινθηροβόλημα σπείρει το γαλήνιο
μιαν απεριόριστη έπαρσην απάνω στο ύψος.

Όπως μέσα σ’ απόλαυσην ο καρπός λυώνει,
όπως την απουσία του μ’ ηδονήν αλλάζει
μες σ’ ένα στόμα όπου το σχήμα του πεθαίνει,
έτσι γεύομαι εδώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός στην ψυχή που αναλίσκεται μέλπει
για τις βρυχώμενες ακτές που ολοένα αλλάζουν.

Ωραίε ουρανέ, αληθή ουρανέ, δες με που αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση, μετά από τόσην
αλλόκοτη, μα δύναμη γεμάτην, οκνηρία,
αφήνομαι στο διάστημα αυτό το μαρμαίρον,
πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών διαβαίνει η σκιά μου
που με την εύθραυστή της κίνηση μ’ οικειώνει.

Με ψυχή στους πυρσούς του ηλιοστάσιου εκθεμένη,
σ’ υπερασπίζομαι, θαυμάσια δικαιοσύνη
του φωτός, που ανοικτίρμονα είναι τ’ άρματά σου!
Στην πρώτη σου τη θέση αγνή σ’ επαναφέρω:
κοιτάξου!…Αλλά το φως να επαναφερθεί πίσω
σημαίνει ένα μισό σκοτεινιασμένο από ίσκιο.

Ω για μέ μόνο, σ’ εμέ μόνο, εμέ τον ίδιο,
κοντά σε μια καρδιά, το ποίημα όπου πηγάζει,
μεταξύ του κενού και του αγνού γεγονότος,
την ηχώ ακούω του εσώτερού μου μεγαλείου,
δεξαμενή πικρή, ηχηρή και ζοφερή,
που ηχεί ένα, στην ψυχή, μελλούμενο πάντα, άδειο!

Ξέρεις, ψεύτικη αιχμάλωτη των φυλλωμάτων,
κόλπε που τα ισχνά κάγκελα αυτά τρως, τα μάτια
όταν σφαλώ, τυφλά απ’ τα μυστικά που βλέπουν,
ποιο σώμα στ’ οκνό τέλος του με παρασύρει,
ποιο μέτωπο σ’ αυτήν τη γη απ’ οστά το σύρει;
Μια σπίθα τους απόντες μου σκέφτεται εντός του.

Κλειστός, ιερός κι από μιαν άυλη φωτιάν όλος,
ένα γήινο κομμάτι στο φως προσφερμένο,
αγαπώ αυτόν τον τόπο, όπου δεσπόζουν λύχνοι,
πέτρας, χρυσού και σύσκιων δέντρων σύνθεση, όπου
πάνω σε πλήθος σκιές, μαρμάρου πλήθος τρέμει·
στους τάφους μου πλάι η θάλασσα πιστή κοιμάται!

Λάμπουσα σκύλλα, διώξε τον ειδωλολάτρη!
Όταν, μονήρης, με χαμόγελο ποιμένος,
αρνιά βοσκίζω μυστηριώδη επί πολλή ώρα,
των ήρεμών μου τάφων το λευκό κοπάδι,
τα φρόνιμα από κει να διώχνεις περιστέρια,
τους περίεργους αγγέλους, τα όνειρα τα μάταια.

Αν έρθει εδώ, το μέλλον άνεργο θα μείνει.
Την ξηρασία το ξεκομμένο έντομο ξύνει·
όλα καήκαν, διαλύθηκαν κι ανεμοπήγαν
μήτε ξέρω κι εγώ σε ποια αυστηρήν ουσία…
Η ζωή φαρδαίνει από της απουσίας τη μέθη,
κι είναι η πικρία γλυκιά, το πνεύμα είναι καθάριο.

Οι κρυμμένοι νεκροί, καλά ’ναι στη γη τούτη,
τους ζεσταίνει και το μυστήριο τους ξεραίνει.
Ψηλά και δίχως κίνηση το Μεσημέρι!
Σκέφτεται ενδόμυχα κι αυτοσυνεννογιέται…
Πλήρες κεφάλι, εντελές διάδημα που φέρεις,
η μυστική μεταλλαγή μέσα σου εγώ ’μαι.

Τους φόβους για να συγκρατείς εμέ ’χεις μόνο!
Οι αμφιβολίες μου, οι μεταμέλειές μου κι οι πιέσεις
το ελάττωμα είναι του μεγάλου διαμαντιού σου…
Μα στην κατάφορτη, απ’ τα μάρμαρά τους, νύχτα,
ένας αόριστος λαός στις ρίζες των δέντρων
κιόλας αγάλι-αγάλι εστράφη προς εσένα.

Έχουνε διαλυθεί σε μια πυκνή απουσία,
το κοκκινόχωμα το λευκόν είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια πέρασε της ζωής το δώρο!
Τι εγίναν των νεκρών οι γνώριμες οι φράσεις,
οι ασύγκριτες ψυχές, η προσωπική τέχνη;
Εκεί που δάκρυα πλάθονταν, η νύμφη κλώθει.

Τα τσιριχτά των κοριτσιών, σα γαργαλούνται,
τα βλέφαρα τα υγρά, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος τ’ όμορφο, με τη φωτιά που παίζει,
το αίμα στα προσφερόμενα χείλη που λάμπει,
τα ύστερα δώρα, δάχτυλα που τα φυλάνε,
στη γη όλα πάνε κι επιστρέφουν στο παιγνίδι!

Κι εσύ, ψυχή μεγάλη, σ’ όνειρον ελπίζεις,
που τις απατηλές χροιές τούτες, που, σε μάτια
σάρκινα, έχουν χρυσός και κύμα, πια θα ’χει;
Θα τραγουδάς κι όταν ατμός θα ’χεις πια γίνει;
Αχ, όλα παν! Είναι πορώδης η ύπαρξή μου,
κι η άγια μου ανυπομονησία, κι αυτή πεθαίνει!

Κάτισχνη αθανασία κι επίχρυση και μαύρη,
φριχτά δαφνοστεφάνωτη παρηγορήτρα,
που στέρνο μητρικό τον θάνατο εμφανίζεις,
τον δόλο ευλαβικό και την απάτη ωραία!
Ποιος δεν τα ξέρει τάχα και ποιος δεν τ’ αρνιέται,
το άδειο τούτο κρανίο κι αυτό το αιώνιο γέλιο!

Βαθιοί πατέρες, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω απ’ των φτυαρισματιών το τόσο βάρος
η γη είστε και μπερδεύετε τα βήματά μας,
ο αληθής σάραξ, το αναπάρνητο σκουλήκι,
για σας, κάτω απ’ την πλάκα που κοιμόσαστε, όχι
δεν είναι, από ζωή ζει, και δε μ’ εγκαταλείπει!

Αγάπη μήπως, είτε μίσος του εαυτού μου;
Το μυστικό του δόντι τόσο είναι κοντά μου
που όλα τα ονόματα μπορούν να του ταιριάζουν!
Αδιάφορο! Θωρεί, ρεμβάζει, θέλει, αγγίζει!
Τη σάρκα μου αγαπά κι ως στη στρωμνή μου απάνω,
ζω στον ζωντανό τούτον για ν’ ανήκω μόνο!

Ω Ζήνων! Σκληρέ Ζήνων! Ζήνωνα Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό βέλος τρυπήσει
που δονείται, πετά, και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος του με γεννά και το ίδιο με σκοτώνει!
Ο ήλιος!…Τι σκιά χελώνης για την ψυχήν, ο ήλιος,
ακίνητε Αχιλλέα με το μεγάλο βήμα!

Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!

Ναι! Προικισμένε με μανίες μεγάλε πόντε,
δέρμα του πάνθηρα και διάτρητη χλαμύδα
με χίλιες κι άλλες χίλιες του ήλιου εξεικονίσεις,
έξαλλη απ’ τη γλαυκή σου σάρκα, απόλυτη ύδρα,
που η μαρμαίρουσα ουρά σου σε ξαναδαγκώνει,
μες σε μια ταραχή που με τη σιωπή μοιάζει,

σηκώθηκε ο άνεμος!… Τη ζωήν ας δοκιμάσω!
Το άπειρο αγέρι το βιβλίο μου ανοιγοκλείνει,
τολμά το κύμα κονιορτός από τα βράχια
ν’ αναβρύζει! Πετάξετε, έκθαμβες σελίδες!
Κύματα, μ’ εύθυμα νερά αυτήν τη γαλήνια
στέγη, όπου φλόκοι τρώγανε, συντρίψετέ την!

Μετάφραση Άρης Δικταίος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου