Ω θέρος, βράχε αέρα καθαρού, κυψέλη ζέουσα έχεις γίνει,
ω θάλασσα! Έχεις πια διασκορπιστεί σε χίλια δυό όμορφα σημεία
στους θύσανους επάνω μιας σαρκός κρουστής σαν δροσερό λαγήνι,
μα και ίσαμε το στόμα, όπου η γαλάζια τ’ ουρανού βομβίζει αιθρία·
ναι, ναι, οίκε εσύ παράφορε και χώρε αγαπητέ, ήρεμε, με ντύμα
του κόσμου όλου, όπου αχνίζουν τα δεντριά και χάνουν αίφνης τα πουλιά των
τα ολίγα, και όπου σπάζει αδιάπτωτα των νέρινων μαζών το κύμα,
της κίνησης ο φλοίσβος και των αγελών η ορμή επί των υδάτων·
σταμνιά με αρώματα, τεράστιοι κύκλοι ευτυχών φυλών και φύλων
στον αδηφάγο κόλπο που ώς ψηλά, στον ήλιο, επιζητεί να φτάσει·
ω αγνές φωλιές, υδατοφράχτες χόρτινοι, κυμάτων ω ίσκιοι κοίλων,
σε αυτόν τον ύπνο τον πορώδη, ω, νανουρίστε το έκλαμπρο κοράσι!
Οι γάμπες της (που η μια έχει ξεχωρίσει με όλες τις δροσοβολιές της
από τη ροδαλή την άλλη) και οι ώμοι της, το στήθος ντούρο, λείο,
το μπράτσο της που ενώθηκε με τους αφρούς που σκαν στις παρειές της –
αστράφτουν όλα τους παρατημένα πλάι σε σκοτεινό δοχείο,
που διυλίζονται οι μεγάλοι θόρυβοι με τέρατα βγαλμένα
στων φυλλωμάτων τα κλουβιά, πιασμένα στης θαλάσσης τις παγίδες
από τους ναυτικούς τούς μύλους και τις ροζ καμπίνες τραβηγμένα
στο φως της μέρας. Το δε δέρμα της χρυσώνει του αέρα τις κιγκλίδες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου