Βλέπω που χάνεται η γλώσσα
μες στα ποιήματα,
όπως τα τρένα που σκουριάζουν στους σταθμούς,
φαρμακωμένα απ' τον έρωτα του δρόμου/
Ζώντας εκεί, σ' αυτή την πρόσληψη,
ίχνηλατώ τις λέξεις που εσωστρέφουν/
τις κουβαλώ σ' ένα κουτί
ζαχαρωτών,
-παρότι η ζάχαρη είναι ο μέγας διαβητικός ακταιωρός-
και τις πετώ ζαχαρωμένες/
κι όπου κάτσουν/
Μόνο πονάω που τα χέρια μου δεν πιάνουν καλά,
και το κορμί μου έχει γίνει μια ανόητη άσκηση
που φοριέται ανάσκελα,
σαν χρονικό κρεβάτι/
Έξω η νύχτα συντελείται
είτε σε μαραθώνιους,
είτε σε απλές κούρσες ταχύτητας/
κι εσύ μου λες
-Έχασα το σπίτι,
δεν ήταν απο δω;
και μου δείχνεις ξανά εκείνες τις πέτρες που έχουν φυτρώσει
κι άλλα παιδιά,
κι άλλοι θάνατοι
κι άλλες βροχές
κι άλλες οδύνες/
αχ να ήταν να μη μου γύριζες πλέον τη ζωή,
σα χαλίκι μες στο στόμα/
να φευγες τώρα προς τη Ζήρεια, με τούτο το αεράκι/
κι ας μου ανακάτευες όσα μαλλιά μου μείναν/
δεν είναι που δε θέλω να σε θυμάμαι πια/
είναι που στάζεις απ' τις λέξεις μου σαν το εωθινό ρετσίνι/
και που όσο γερνώ,
τόσο σε κοντεύω/
ΚΛ - 26/06/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου