Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Jalal-Al-Din Rumi-Δύο ποιήματα

 Μην φεύγεις

Ώστε μ’ ένα λίκνισμα φεύγεις, λοιπόν χωρίς εμένα, έι ψυχή της ψυχής μου.
Έι των φίλων εσύ η εμψύχωση,
Στον ροδώνα μην πας χωρίς εμένα, δεν θέλω.

Δεν θέλω, τ’ ουρανού στερέωμα, χωρίς εμένα να γυρνάς
Δεν θέλω, σελήνη, χωρίς εμένα να γεννιέσαι
Δεν θέλω, γη εσύ, χωρίς εμένα να στέκεσαι
Χωρίς εμένα, χρόνε, μη διαβαίνεις, δεν το θέλω.

Όταν είσαι μαζί μου
Κι αυτός κι ο άλλος κόσμος είναι όμορφος για μένα.
Δεν θέλω χωρίς εμένα σ’ αυτόν τον κόσμο να μένεις
Κι ούτε στον άλλον κόσμο να πας χωρίς εμένα θέλω.

Δεν θέλω, χαλινέ, χωρίς εμένα να ιππεύεις το άλογο
Δεν θέλω, γλώσσα μου, χωρίς εμένα να διαβάζεις
Δεν θέλω, μάτια εσείς, χωρίς εμένα να κοιτάζετε
Χωρίς εμένα, μην πεταρίσεις και χαθείς, έι ψυχή, δεν το θέλω.

Είναι το φέγγος σου που δίνει λάμψη στη σελήνη τη νυχτιά.
Εγώ η νυχτιά κι εσύ η σελήνη˙
Στον ουρανό μην πας χωρίς εμένα, δεν θέλω.

Κοίτα το ρόδο που έσωσε το αγκάθι από την κάψα.
Εσύ το ρόδο κι εγώ τ’ αγκάθι σου˙
Στον ροδώνα μην πας χωρίς εμένα, δεν θέλω.

Όσο τα μάτια σου είναι πάνω μου
Είμαι (σαν σφαίρα) μπροστά απ’ την ξυλόσφυρα*.
Σε παρακαλώ, να με προσέχεις,
Μη μ’ αφήνεις και φεύγεις, δεν θέλω.

Όταν είσαι με τούτη την ωραιότητα μαζί, χαρά μου,
Μην τυχόν και πιεις χωρίς εμένα, δεν θέλω.
Στου σουλτάνου την σκεπή αν ανεβείς, έι φύλακα εσύ,
Μην ανεβείς χωρίς εμένα, δεν θέλω.

Κι αν δεν υπάρχει τίποτε σ’ αυτή τη στράτα άλλο από σένα
Ξοφλημένοι είναι όσοι τη διαβαίνουν.
Εγώ είμαι στα χνάρια σου, σύντροφε εσύ που δεν διακρίνεις χνάρι,
Χωρίς εμένα μην φεύγεις, δεν θέλω.

Αλίμονο σ’ αυτόν που μπαίνει τυχαία στον δρόμο αυτό χωρίς να τον ξέρει!
Έι εσύ που ξέρεις τον δρόμο που θα πάρω,
Φως της στράτας μου, εσύ που είσαι το ραβδί (για να στηρίζομαι)
Χωρίς εμένα μην φεύγεις, δεν θέλω.

Όλα αυτά μονάχα έρωτα μιλούν για σένα,
Ή μήπως δεν είσαι εσύ η δική μου σουλτάνα, η αγαπημένη
Έι, ερωμένη εσύ που δεν χωράς στο όνειρο κανενός
Χωρίς εμένα μην φεύγεις, δεν θέλω.

[Σημείωση: *Η λέξη çevgan παραπέμπει στο ομώνυμο οθωμανικό άθλημα που ομοιάζει με το έφιππο πόλο στη σύγχρονη εποχή]

***

Δεν σου είπα;

Μην πας εκεί, δεν σου το είπα,
Εσένα μονάχα εγώ σε ξέρω
Στης ερημιάς την πατρίδα η κρήνη της ζωής είμαι εγώ, δεν είπα;

Αν μου θυμώσεις μια μέρα,
Αν πάρεις των ομματιών σου κι εξαφανιστείς
Εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μακριά κι αν φύγεις
Όταν γυρίσεις ο τόπος που θ’ ανταμώσεις είμαι εγώ, δεν είπα;

Δεν είπα να μην αποδέχεσαι το φανερό
Ότι είμαι εγώ αυτός που θα σου στήσει σπιτικό να σου ταιριάζει
Να σ’ το στολίζει και να σ’ το ποικίλλει, δεν είπα;

Μια θάλασσα είμαι
Ένα ψάρι είσαι
Δεν σου είπα να μην πας σ’ εκείνους τους ξερότοπους
Η δική σου θάλασσα η αθόλωτη είμαι εγώ.

Σαν τα πουλιά μην πέφτεις στην παγίδα, δεν το είπα;
Εγώ είμαι αυτός που φροντίζει το πέταγμά σου
Το χέρι και η φτερούγα σου είμαι εγώ, δεν είπα;

Δεν είπα ότι τον δρόμο σου θα πλήξουν
Δεν είπα ότι θα σε κρυώνουν
Κι όμως εγώ θα’ μαι ο πυρετός σου
Η ζεστασιά σου εγώ, δεν σου είπα;

Λογής-λογής κουβέντες θα σου πουν
Κακές συνήθειες θ’ αποκτήσεις, δεν σου είπα;
Της αθανασίας την πηγή θα χάσεις
Εμένα θα χάσεις δηλαδή, δεν είπα;

Λέγε, όλα αυτά δεν σου τα είπα;

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΙΩΣΑ

ΠηΓΗ: https://fteraxinasmag.wordpress.com/2015/08/21/%CF%84%CE%B6%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD-%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%AF-2-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Jalal-Al-Din Rumi-μην κλαις



Μην κλαις.
Η χαρά που χάθηκε
θα ξανάρθει, με άλλη μορφή-
Μην αμφιβάλλεις!

Το παιδί που παίρνει την πρώτη του χαρά
από της μάνας του το γάλα.
Μεγάλος πια, πίνοντας γλυκό κρασί,
άλλη χαρά νιώθει.

Η τέλεια χαρά, ποτέ δεν εξαντλείται.
Παίρνει πότε τη μια, πότε την άλλη μορφή.
Από τόπο σε τόπο -  μια αιώνια κίνηση
ανάμεσα ουρανού και γης.

Νάτην, έρχεται, χύνεται από τον ουρανό,
στάζει πάνω στη γη
και προβάλλει ξανά
σαν μια αγκαλιά τριαντάφυλλα.

Τώρα είναι νερό, τώρα ένα πιάτο ρύζι.
Τώρα τα δέντρα που αργοσαλεύουν.
Τώρα το άλογο κι ο καβαλλάρης.
Μένει για λίγο σ'  εκείνες τις μορφές
κι ύστερα πετιέται και γίνεται κάτι άλλο.

Έτσι δε γίνεται και στα όνειρά μας; -
Το κορμί κοιμάται, ενώ η ψυχή πετάει
για να πάρει άλλες μορφές.
Λες,
ονειρεύτηκα ότι ήμουν κυπαρίσσι,
ένα λειβάδι τουλίπες,
άνθη από γιασεμιά και τριαντάφυλλα.
Ύστερα η ψυχή επιστρέφει κι εσύ ξυπνάς-

Το κυπαρίσσι χάνεται,
τα τριαντάφυλλα χάνονται.

Αλήθεια σου λέω,
ό,τι βλέπεις τώρα
θα εξαφανιστεί, σαν όνειρο.

Φίλε μου, δεν θέλω να σε τρομάξω,
με τα τολμηρά μου λόγια.
Μόνον ο Θεός μπορεί
να σου μιλήσει πιο γλυκά από μένα.

Αλλά, πώς θα Τον ακούσεις
αν όλη αυτή η ανοησία συνεχίζεται; -
Όλοι μιλάνε για τον χρυσό Άρτο
αλλά κανένας ακόμα δεν τον έχει δοκιμάσει!

Ψυχή μου,  πώς να βρω ανάπαυση
μακριά από τη φωτεινή αγάπη της καρδιάς Του;
Πού αλλού να δω το καθαρό φως του Ήλιου
εκτός από τα μάτια του Αγαπημένου μου;

από τον "Κήπο του Αγαπημένου", εκδόσεις Αρμός
απόδοση Καδιώς Κολύμβα

Θοδωρής Βοριάς-Άσβηστα χνάρια


Όπως στα μονοπάτια
παραμένουν άσβηστα
τα χνάρια των λαθραίων στρατοκόπων
έτσι κράζουν στην πλατεία Αριστοτέλους
τυπωμένες οι αναμνήσεις μου,
νύχτα τη νύχτα
σιγοκαίει χρόνια η φωνή τους.
Όπου ξεχωρίζω το παρελθόν
τη στάχτη του μαζεύω
και ξεβάφουνε οι τοίχοι,
διαβάστε τί γράψουν'
κι οι δρόμοι φωνάζουνε
συνθήματα για την πατρίδα.
.
Θοδωρής Βοριάς, Το τρύπιο ταβάνι, 2005.

Νίκος Καρούζος-Στο δέντρο της πορτοκαλιάς


Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο

ένα γαλάζιο φυλαχτό μέσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια

και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα

σα μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –

Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας

αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ

Νίκος Καρούζος-Η ευγένεια της κωμωδίας μας

Οταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς

έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος

κι όπως κυλάει ζεστό μέσα μας και βάλσαμο

κ’ ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι αρμονίζονται

φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας με τα

χνούδια της

ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη την ειρήνη

έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυσμένος

μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή

κι ο Θεός γυμνοπόδης εν’ αρνί στον αέρα

ψηλά στο δέντρο της βυσσινιάς το καιόμενο πέρα στη δύση.

Α τι φριχτό που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος

μας έτυχε καθώς το μαχαίρι στο λαίμο του κόκορα.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ

Νίκος Καρούζος-Γίγνεσθαι

 Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως  

είναι· τα οραματίζομαι.

Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα.

Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση.

Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο· ίσως το αίμα  

του Θεάνθρωπου  

από σταυρό να χύνεται.

Πηγάζω από ηλιθιότητα· δυσφορώντας  

να είμαι έξυπνος.

Τετέλεσται· ο μέγας παρακείμενος του κόσμου.

Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο  

της Ελλάδας.


*Από την ποιητική συλλογή «Ερυθρογράφος» (1988). Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β΄ (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σελ. 496.

Νίκος Καρούζος- [Χειρόγραφο Παραίνεσης]


Καθάριος απέναντι στον ήλιο που λάμπει

καθάριος και σε κάθε συννεφιά της μοίρας

προχώρει σταθερά κι ατάραχα δίχως

να λησμονήσεις πως ακόμη

δεν έλαμψε το χόρτο μεσ' στον άνθρωπο.

Καθάριος - αυτό σημαίνει

χωρίς αποσκευές και εισιτήρια

γιομάτος απ' την οικουμένη.


Εις μνήμην Δημήτρη Κακουλίδη / του τοχα κάνει χάρισμα / πριν από τόσα χρόνια. 


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ

Zbigniew Herbert-Ο μεταφραστής της ποίησης


Σάμπως μπάμπουρας αδέξιος
λάμπει πάνω σε κάποιο λουλούδι
του λυγάει το λυγερό κοτσάνι
με τους αγκώνες σπρώχνει για ν’ ανοίξει δρόμο
ανάμεσα στων πετάλων τις σειρές
λες και πρόκειται για σελίδες λεξικού
και θέλει τώρα να χωθεί
εκεί όπου είναι το άρωμα και η γλύκα
και μολονότι γριπωμένος
(μη μπορώντας έτσι να γλωσσίσει
και να γευθεί τίποτα)
δεν λέει να σταματήσει την προσπάθεια
μέχρι που έρχεται στιγμή και κουτουλάει
πάνω στον κίτρινο ύπερο
πιο πέρα δεν πάει
είναι πολύ δύσκολο
σχεδόν αδύνατο
να σπρώξει το στέμμα
και να φτάσει ίσαμε κάτω-κάτω στη ρίζα
κι έτσι η αγριομέλισσά μας
ο μπάμπουρας που λέγαμε
για να ξαναπιάσει το πράγμα απ’ την αρχή
βγαίνει έξω βγάζοντας μαζί
και δυνατό ένα βουητό:
Ήμουν μέσα εκεί λέει
και όσοι
δεν παίρνουνε τα λόγια του στα σοβαρά
ας ρίξουν μια ματιά στη μύτη του
που κίτρινη έχει γίνει από γύρη
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ezra Pound-Hugh Selwyn Mauberly


~.~

I.E.P. ODE POUR L’ÉLECTION DE SON SÉPULCHRE

Φάλτσα φωνή μες στον καιρό του, χρόνια τρία
πάλεψε ν’ αναστήσει της νεκρής
ποιήσεως την τέχνη· του «ύψους» τη σημασία
να σώσει την παλιά. Σφάλμα εξ αρχής –

μα όχι ολότελα, έχοντας γεννηθεί
σε χώρα ημιαγρίων ήταν εκτός τόπου και χρόνου·
κρίνα να βγάλει από τα τσόφλια είχε βαλθεί·
νέος Καπανεύς· στον ύπνο του έπιανε ροφούς και τόννους.

Τα «ἴδμεν γάρ τοι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἐνὶ Τροίῃ»
τον αγκιστρώσαν απ’ τ’ αβούλωτό του αυτί·
απάγκιο πια δεν τον ελκύει,
τον κράτησαν εκείνη τη χρονιά οι αφροί.

Αληθινή του Πηνελόπη ο Φλωμπέρ,
άπλωνε δίχτυα σε νησιά πεισματωμένα·
την Κίρκη μελετούσε par derrière,
όχι στων ρολογιών τις πλάκες τα γραμμένα.

Τέλεια απαθής για «των συμβάντων τη ροή»,
Στο an trentiesme de son eage σχεδόν,
σβήστηκε από τη μνήμη· κάτι τι
δεν πρόσθεσε στο στέμμα των Μουσών.

II.ΙΙ.

Ένα είδωλο απαιτούσαν οι καιροί
τη φούρια τους να δείχνει την ποζάτη,
κάτι το αρμόζον για τη σύγχρονη σκηνή,
μη, προς Θεού, το αττικό το αλάτι·

όχι, όχι άλλες ματιές ρεμβαστικές
στου εαυτού τα σκοτεινά τα δάση·
καλύτερα οι ψευτιές
παρά οι κλασσικοί εν παραφράσει!

Ένα καλούπι γύψινο «απαιτούσαν οι καιροί»
διαθέσιμο αυθωρεί και παραχρήμα,
μια πρόζα σαν αυτή του σινεμά, επ’ ουδενί
έν’ αλάβαστρο ή μια «σμιλεμένη» ρίμα.

ΙΙΙ.ΙII.

Τέιον ροδόχρουν κλπ., το ένδυμα ασορτί
τη μουσελίνα εκτόπισε της Κω,
πλέον μια πιανόλα «αναπληροί»
τη βάρβιτο που είχε η Σαπφώ.

Του Βάκχου έπεται Ιησούς,
φαλλοί, αμβροσίες παν,
νηστεία μέχρι μυελού·
τον Άριελ παύει ο Κάλιμπαν.

Τα πάντα ρει, όλα κυλούν,
ο Ηράκλειτος έφη ο σοφός·
μα η φτήνια κι η κακογουστιά
κι αύριο θα ζουν και διά παντός.

Μετά τη Σαμοθράκη φθίνει ώς και
των χριστιανών η ομορφιά·
το ΚΑΛΛΟΣ το κρεμάσαμε
στην κρεαταγορά.

Του Φαύνου την σαρκώδη ορμή,
του Αγίου τ’ όραμα; Όχι εμείς!
Όστια τον Τύπο λάβαμε·
την ψήφο αντί περιτομής.

Άπαντες ίσοι, νομικώς,
χωρίς Πεισίστρατο οπωσούν,
μουνούχους και καθάρματα
βγάζουμε να μας κυβερνούν.

Ω Άπολλον, συ φαεινέ,
τίν’ ἄνδρα, τίν’ ἥρωα, τίνα θεὸν
με κότινο από τενεκέ
να στέψω τώρα πες μου ποιον!

these faughtIV.

Ετούτοι εδώ πολέμησαν, παρ’ όλα αυτά,
κάποιοι με πίστη μάλιστα,
. . . . . . . . . . . . . . . . παρ’ όλα αυτά, pro domo . . .

Κάποιοι απλώς αψίκοροι,
κάποιοι την περιπέτεια για να ζήσουν,
κάποιοι μήπως τους πουν δειλούς,
κάποιοι μπας και τους ξεφωνίσουν,
κάποιοι με αγάπη, νοερή, για τη σφαγή
μέχρι που τη γνωρίσαν…
κάποιοι με φόβο, που όμως την αγαπήσαν·

κάποιοι έπεσαν, «pro patria,
. . . . . . . . . . . . . . . . non dulce non et decor» . . .
πορεύτηκαν στην κόλαση χωσμένοι ώσμε τα μάτια
τα παραμύθια, στην αρχή, χαύοντας των γερόντων,
γύρισαν στην πατρίδα, γύρισαν σ’ ένα ψέμα,
γύρισαν στις απάτες τις πολλές,
γύρισαν στα παμπάλαια ψεύδη, στις νέες ντροπές·
στους προαιώνιους κοιλαράδες τοκογλύφους,
στους παπατζήδες των δημόσιων θώκων.

Όσο ποτέ κανείς παράτολμοι, όσο ποτέ κανείς σπαταλημένοι.
Με το αίμα μες στις φλέβες τους να ανθίζει,
στητοί και ροδομάγουλοι∙

όσο ποτέ κανείς καρτερικοί

όσο ποτέ κανείς τίμιοι κι ευθείς,
με πίκρα ανήκουστη στις μέρες τις παλιές,
με υστερίες, με ιστορίες απ’ τα χαρακώματα,
χάχανα απ’ τις νεκρές κοιλιές.

V.V.

Μυριάδες πέσαν, χάθηκαν,
κι άριστοι ανάμεσά τους,
για έναν ξεκούτη σκύλο ξεδοντιάρη,
για έναν κουρελή πολιτισμό,

χάρη, χαμόγελο στα χείλη τ’ ακριβά,
μάτια ζωηρά στα βλέφαρα της γης θαφτήκαν,

για δύο γρόσες τσακισμένα αγάλματα,
για μερικές χιλιάδες τόμους μαδημένους.

VII.YEUX GLAUCQUES

Ο Γλάδστων ζούσε ακόμη με τιμές
σαν έγραφε τους «Θησαυρούς
του βασιλέως» ο Ράσκιν· Σουίνμπερν,
Ροσέττι ζούσαν χλευασμούς.

Έσκουζε ο βρώμος ο Μπιουκάναν
που εκείνη είχε φαύνου κεφαλή
κι εμπρός της ρεβεράντζες κάναν
ζωγράφοι και μοιχοί.

Στα σκίτσα ωστόσο του Μπερν-Τζόουνς
τα μάτια της ακόμη ζουν·
ώς τώρα τον Κοφέτουα στην Τέητ
να ραψωδεί κανοναρχούν·

σαν το λεπτό, αχαμνό ρυάκι,
μ’ ένα βλέμμα κενό,
κείνες τις μέρες το αγγλικό ρουμπάι
γεννιότανε νεκρό.

Μα το λεπτό, καθάριο βλέμμα
απ’ τη φαυνώδη όψη της τη μισορημαγμένη
ακόμη εταστικό, τρωτό μάς διαπερνά…
«Α, η φτωχούλα η Τζένη»…

Με απορία μεγάλη ότι τ’ αφτί
του κόσμου δεν ιδρώνει
που ο τωρινός της νταβατζής
την κερατώνει.

VIII.«SIENA MI FE’; DISFECEMI MAREMMA»

Πλάι σ’ εμβρύων μούμιες και σε οστών προθήκες
τον βρήκα τον μεσιέ Βερόγκ, ύστατη κλήρα
των προεστώτων του Στρασβούργου,
συντάκτη καταλόγων τρομερό, τελειοθήρα.

Δυο ώρες μου μιλούσε για τον Γκαλλιφέ·
τον Ντάουνσον· και το Rhymers’ Club·
μου ’πε και πώς ο (Λάιονελ) Τζόνσον πέθανε
απ’ το σκαμνί όταν έπεσε μες σε μια παμπ…

Όμως δεν βρέθηκε αλκοόλ στη νεκροψία
την ιδιωτική όπου υπεβλήθη
–ανέπαφοι οι ιστοί– και προς τον Νιούμαν
ζεστό απ’ το σκωτς το πνεύμα του το αγνό ανελήφθη.

Απ’ τα ξενοδοχεία έβρισκε τις πόρνες πιο φθηνές
ο Ντάουνσον· ανάτασή του ο Χέντλαμ· με του χορού
τη μούσα ο Ίματζ μέθαγε, την Εκκλησία, τον Βάκχο.
Αυτά μου είπε ο συγγραφεύς του «Δωριέως Ειρμού».

Τα δέκα ετούτα χρόνια τά ’χασε ο Βερόγκ,
απ’ τους ανθρώπους του καιρού του ξεκομμένος,
αγνοημένος απ’ τους νεαρούς,
καθό ονειροπαρμένος.

IX.ΜΠΡΕΝΜΠΩΜ

Μάτια διάφανα σαν ουρανοί,
πρόσωπο βρέφους, κόψη στρογγυλή,
από κολλάρο ώς γκέτα ένα ξερό κορμί
που χάρη δεν λυτρώνει·

μνήμες βαριές, Χωρήβ, Σινά, οι σαράντα χρόνοι,
πρόβαλαν μόνο όταν το φως
στην όψη του έπεσε κρουνός:
ιδού, Μπρένμπωμ «O Άμωμος».

X.Ο κ. ΝΙΞΟΝ

Στη χρυσοποίκιλτη καμπίνα του ατμοκίνητού του γιωτ
ο κ. Νίξον με συμβούλευσε ευγενώς πώς δίχως περιττές
καθυστερήσεις να βαδίσω. «Τις κριτικές
. . . . . . . . . . . . . . . . κάτσε κι αναλογίσου.

»Ήμουν αδέκαρος, καλή ώρα εσύ·
μα ξεκινώντας πήρα έναντι, εννοείται,
πενήντα στην αρχή», είπε ο κ. Νίξον,
«ας είναι κι αμισθί, μιμήσου εμένα
κι ανάλαβε μια στήλη.

»Λιβάνιζε τους κριτικούς. Ώς τα τρακόσα
μου πήρε μιάμιση χρονιά να φτάσω·
το πιο σκληρό καρύδι που ’πρεπε να σπάσω
ήταν ο δρ Ντάντας.

»Ποτέ μου δεν ανέφερα άνθρωπο παρά
για να πλασάρω τα έργα μου.
Αυτό είν’ το μυστικό, για τη λογοτεχνία
κανείς δεν δίνει φράγκο.»

Κι ούτε κανείς διακρίνει τ’ αριστούργημα μεμιάς.
Κι άσ’ τους, αγόρι μου, τους στίχους πια,
είναι χαμένος κόπος.

*    *    *    *    *    *

Παρόμοια του Μπλούγκραμ ένας φίλος μού ’πε κάποτε:
μη λάκτιζε προς κέντρα,
άκου με που σου λέω. Κι οι «του ’90» το δοκίμασαν
και παν, χαμένος κόπος.

Xa.X.

Κάτω από μια σαθρή σκεπή
βρήκε ο στυλίστας προστασία,
χωρίς επαίνους ή αμοιβή,
έξω απ’ του κόσμου τη βοή, τη φασαρία

τον δέχεται η φύση πια·
με μια γλυκιά ερωμένη απλή
το τάλαντό του ασκεί
κι η φτώχεια του σμίγει το χώμα.

Μπηχτές και πόζες βρέχει ο ουρανός
κι η στέγη του η αχυρένια μπάζει·
μα αυτός ξέρει από μαγερειό·
το μάνταλο στην πόρτα του στενάζει.

XI.ΧΙ.

Των «μιλησίων» αισθημάτων και ηθών
η «συντηρήτρια», πιθανόν.
Στο Ήλινγκ όμως των Εγγλέζων
τραπεζοϋπαλλήλων των πιο βέρων;

Όχι, το «μιλησίων» είναι υπερβολή.
Μέσα της ένστικτο παλιότερο δεν ζει
άλλο από τη γιαγιά της
που την ορμήνευε να κάθεται στ’ αβγά της.

XII.ΧΙΙ.

«Με τo κορμί η Δάφνη πια κορμό
τα φυλλωμένα χέρια της μου τείνει» –
υποταγμένη. Στ’ όλο σατέν σαλόνι της προσμένω
να με προστάξει η λαίδη Βαλεντίνη,

αν και γνωρίζω ότι ασφαλώς
δεν γίνεται να της εμπνεύσει
μια καμπαρντίνα που δεν είναι της μοδός
πάθος που να διαρκέσει·

δύσπιστος, κάπως, και για την τιμή
που το σικ ένδυμα περιποιεί
στου συγγραφέως τον μόχθο,
πλην για της λαίδης μας την κλήση επ’ ουδενί:

η ποίηση, του μυαλού της τ’ όριο,
μεταίχμιο αβέβαιο, χωνευτήρι
ωστόσο κι άλλων κοιτασμάτων,
που ύψος και ταπεινότητα συμφύρει·

η ποίηση, αγκίστρι για να σε προσέξει,
προς το σανίδι της σκηνής η οδός,
μα και στις εξεγέρσεις ίσως
φίλη, παρήγορη αρωγός.

*    *    *    *    *    *

Άντε να φέρεις τώρα την ψυχή
«που οι ύψιστοι πολιτισμοί έχουν θρέψει»
ώς τη Φλητ Στρητ, εκεί
όπου του δρος Τζόνσον άνθισε η σκέψη·

έξω από κείνη την πολύβουη αρτηρία
των εσωβράκων οι πωλήσεις
έχουν καιρό πια τώρα υποσκελίσει
τα ρόδα από την Πιερία.

XIII.ENVOI (1919)

Τράβα, βιβλίο που γεννήθηκες βουβό,
πες της πως μου ’πε κάποτε έναν σκοπό του Λώες:
αν το τραγούδι κάτεχες
καθώς άλλα κατέχεις
κι αυτά τα κρίματά μου εσύ
θά ’βρισκες λόγο να τα παραδείς,
μνημείο στις δόξες της αθάνατο να χτίσεις.

Πες της που τέτοιο θησαυρό
στους πέντε ανέμους σπέρνει
κι άλλο δεν λογαριάζει πάρεξ πώς
ζωή καινούργια στη στιγμή οι χάρες της να δώσουν,
αχ και για πάντα να ’ταν να κρατήσουν
καθώς τα ρόδα μες στο κεχριμπάρι,
μαγεία κόκκινη μες στο πορτοκαλί, κι όλα μαζί
σε χρώμα ένα, ουσία μια,
τον χρόνο ν’ αψηφήσουν.

Πες της, τραγούδι
έχει στα χείλη και τραβά,
μα κανενός δεν το εκφωνεί, ποιανού ’ναι
δεν το ξέρει, κι ίσως έν’ άλλο στόμα,
σαν το δικό της όμορφο μπορεί,
νέους θαυμαστές στο μέλλον θα της φέρει
όταν των δυο μας η σποδός με του Ουώλλερ θά ’ναι,
τέφρα στην τέφρα μες στη λησμονιά,
ώς να σαρώσουν του καιρού οι τροπές
τα πάντα εξόν το Κάλλος.

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2020/04/23/%ce%ad%ce%b6%cf%81%ce%b1-%cf%80%ce%ac%ce%bf%cf%85%ce%bd%cf%84-hugh-selwyn-mauberley-2-3/

Μαρία Πολυδούρη-Βαριά καρδιά


Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κ' ευτυχισμένο να `σαι.
Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νιο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλί! έχω βάρος στη καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο να `σαι κι ευτυχισμένο.
Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος σκύβοντας πάνω σου σαν βεργούλα
του φτάχτη, τον τρελό παλμό της νιας σου ζωής ν’ ακούσω.
Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σαν να μη μπορώ κει που `σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν... πίσω...
Ξεφάντωμα

Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει Μαρία Πολυδούρη


Το ποίημα «Βαριά καρδιά» το έγραψε η Μαρία Πολυδούρη για τον νεαρό, τότε, Γιάννη Ρίτσο,
κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, προσβεβλημένοι και οι δύο από φυματίωση, στην τρίτη θέση
των απόρων του νοσοκομείου Σωτηρία, το 1928.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 21 Ιουλίου του 1926. Ακούγεται ένας αυτοσχεδιασμός στο πιάνο από τον Γιάννη Ρίτσο. Για τη δημιουργία του βίντεο χρησιμοποιήθηκαν ντοκουμέντα
από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη.

Αγγελική Σιδηρά-Δανάη


Ἔτσι ἀπόμακρη, πανέμορφη
στὸ ἐβένινο κρεβάτι
πού’ χες ἁπλώσει τὰ εἴκοσι δυό σου χρόνια
μακάρι νά’ σουν ἡ «ὡραία κοιμωμένη»
μ’ ἐκεῖνο τὸ μαγικὸ φιλὶ μετέωρο
στὸν τροῦλο τοῦ ναοῦ
νά ῤθεῖ νὰ σ’ ἀναστήσει.
Ἀντὶ λοιπὸν νά ‘μαι προσηλωμένη στὴν ἀκολουθία
τὰ παλληκάρια παρακολουθοῦσα νὰ διαλέξω ποιό
σὲ χαρὰ τό ξόδι θὰ μετέστρεφε
ποιό σ’ ἄφησε νὰ τρυπηθεῖς
μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνελέητο ἀδράχτι.
Τὸν Δία ἔψαχνα ποὺ ἔγινε ἀκόμα
καὶ χρυσὴ βροχὴ γιὰ νὰ σ’ ἀποπλανήσει.
Ἔτσι μὲ παραμύθια καὶ μὲ μύθους ἀπομακρυνόμουν
ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια, τὴν πρέζα καὶ τὴν ἡρωίνη.
Οὔτε κατάλαβα πότε τὸ τέλος ἔφτασε
πότε μᾶς μοίρασαν ρόδα λευκὰ
ἀπὸ τὴν ἀνθοδέσμη σου καὶ μπομπονιέρες
ἀπὸ τὸ γάμο σου, Δανάη
ποὺ ἦταν ἄδικο ἀπόψε νὰ μὴν γίνει.

Αμείλικτα γαλάζιο,2007

Κωνσταντίνος Θεοτόκης- Σονέτο 28


Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι

Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι

Έστησε χερομάχος σε λιβάδι

Χέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!

Κι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ' το σκοτάδι

Και μέσα από τον λόγγο που με κρύβει

Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ

Το φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!

Τι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία

Ματιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,

Κι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ' ανοίξεις

Να ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία

Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει

Τον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.


Πηγή: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Τα Σονέτα, επιμέλεια:  Ορέστης Αλεξάκης, Ωκεανίδα 1999.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όταν μια άνοιξη

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα `ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Δίσκος: Μπαλάντες (1975)

Όταν μιάν άνοιξη ~ Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Μίκης Θεοδωράκης

Michelangelo-Σονέτο

 Δεν έχει άλλη γιατρειά η τρομερή πληγή στο στήθος

από σαΐτα αιχμηρή, παρά να πάψει να χτυπά η καρδιά·

μα ο Κύριός μου σ’ όποιον ζει με βάσανα πολλά

συνήθειο το ’χει να χαρίζει χρόνους πλήθος.

Αν και το πρώτο χτύπημα ήταν θανατερό,

ήρθε μαζί εξάγγελος του Έρωτα, μου εμήνυσε αυτά:

«Αγάπα, ή κάλλιο κάψου από του πόθου τη φωτιά·

μόνο μ’ ερωτικά φτερά γυρνά ο θνητός στον ουρανό.

Εγώ είμαι κείνος που απ’ τα χρόνια σου τα τρυφερά

τ’ αδύναμά σου μάτια τα έστρεψα στην ομορφιά

που σ’ ανεβάζει ζωντανό από τη Γη στον ουρανό ψηλά


μετάφραση: Αιμιλία Εμμανουήλ

Γιάννης Σκαρίμπας-Το θείο τραγί (δύο αποσπάσματα)



"Είπαμε - ένας αέρας φυσούσε.
Η δημοσιά φιδοσέρνονταν ατέλειωτη - σαν μιά αιωνιότη - στον κάμπο. Εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.
Κι αυτός προχωρούσε.
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· επήγαινε - όλο επήγαινε - σαν μια ψυχή μες' την ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάμει ολόασπρο, κι ο δρόμος - αχ θεέ μου - ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε. Δεν αιστάνονταν τίποτε· μήτε χαρά μήτε λύπη· αδιάφορος ήτανε κ' ήσυχος· γιατί; μήπως δεν ήταν η δημιουργία στη θέση της; ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης; η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες τον ξέραν· ήταν της ερημιάς αυτός άνθος...
Ο κόσμος αργά· τα πράγματα αφημένα στο πάει τους· να δημιουργούνται οι ορίζοντες· να γεννιέται - μούλος - ο χρόνος· οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ' άλλο· πηγαίνουν σε προυπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι - οι πολιτείες - σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου· αναθυμιάζει μ' ευλάβεια κατ' απ' το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς· πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν πάνε οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες· ή καμπύλη, ή ευθεία, αλλά τι καμπύλη; Όση η γη. Και τι ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά... κι ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια ψείρα νάσαι συ στις στροφές· έτσι· έτσι όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν τα βράχια.
Και αυτός προχωρούσε..."
...............................................................................................................................................................

" ...Τ' απογιοματάκι μπάινει ένας ζήτουλας: μπρε του λέω, πώς σε λένε, πουθ' έρχεσαι; Από πάνω μου κάνει και μου δείχνει αόριστα· διακονεύω ψωμάκι· έτσι ο θεός να σχωράει τους θαμμένους σου, δεν κάνεις αφεντικό μ' ένα έλεος;
Τον λυπήθηκα· αχ πως πόνεσε η καρδιά μου του δόλιου· σκέφτηκα πως η ίδια μοίρα μας ένωνε· περιπλάνώμενες είμαστε δύο ψιχούλες κ' οι δυό μας· σπουργιτάκια των δρόμων· να, δύο κακόμοιρα πλάσματα. Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι· βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία, με ημερομηνίες και ονόματα. Έχουνε κ' ένα αμετάβλητο νούμερο: τον αριθμό του μητρώου τους· είναι τα ονόματά τους μακρότατα: Γεώργιος Καντακουζηνός, του Ιωάννου και Ελένης· μην ψάχνει άδικα και τους βρίσκει η αιωνιότη, φτάνουν απ' το χωριό ως το έθνος· νομός, επαρχία, δήμος, κοινότης· κ' έπειτα οι θρησκείες και τ' άλλα· σίγουρα πράματα· η αλήθεια ολόσωμη με υπογραφή και σφραγίδα· όχι τρίχες.
Ενώ εμείς όλο από πάνω ερχόμαστε και δείχνουμ' αόριστα. Είναι τα πιστοποιητικά μας αμφίβολα, είναι οι δρόμοι μας γρίφοι· άγραφη είναι η ληξιαρχική μας σελίδα· άγραφη αφού δεν μας γνώρισε και μήτε την ξέρουμε. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε μείς λαθρεμπόριο γιατ' είν' μονοπωλημένα τα είδη τους· κυκλοφορούν, χωρίς τα ένσημά τους στα χέρια μας τ'απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάμει φίρμα τους· τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. Ο Θεός: είδος οικόσημο· η αρετή· σπεσιαλιτέ - ειδικότης... Μα ποιός θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Σας λέω μήτ' ο διάολος. Τουλάιστο ο διάολος - ο αγαθός αυτός άφρονας - σου ζητάει μοναχά τη ψυχή σου και σ' αφήνει όλα τ' άλλα: Το δικαίωμα της ζωής, την απόλαυση, τον έρωτα της γυνάικας, το γέλιο. Σε συντρέχει μάλιστα να τ' αποχτήσεις μπρε μάτια μ'. Πού τέτοιος φίλος! μια ψυχούλα στην έχω χαλάλι του. Ενώ αυτοί - άβυσσος αυτουνών το ιμάτιο - αυτοί όλα τα θέλουν, θέλουν και την ψυχή και το σώμα. Σου υπόσχονται και τη βασιλεία των ουρανών, μα σου χτυπάνε μαέστρικα τη βασιλεία της Γης μας. Ο «περί δικαίου των κώδικας» μόνο για δικαιοσύνη δεν γράφει. Ο «Οίκος» των προμηθεύει μόνο άστεγους, και η φιλανθρωπία τους «Αμαρτωλών Σωτηρίες»... Αμαρτιών μας τα πλήθη... εμείς... ενώ αυτοί συγγράφουν Βοκκάκιο στα γόνατα των κοριτσιών των δικών μας!... Σας λέω είν' εξαίσιοι!
Να, για δαύτο γυρίζουμε. Είμαστε της ζωής μεις οι μούργοι κ' ειν' οι άλλοι κορόιδα μας. Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα - ένα ψέμα όλο ποίηση, μιάν αναποδιά όλην οίστρο - ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν'αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τί μπρίο! Τί μπρίο! Πώς διάολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους «τίμιοι» κατά τον πιό άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβένηδες...
Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου· μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μείς οι πολίτες του άπειρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ' αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των..."


Το Θείο Τραγί, εκδόσεις Νεφέλη