~.~
E.P. ODE POUR L’ÉLECTION DE SON SÉPULCHRE
Φάλτσα φωνή μες στον καιρό του, χρόνια τρία
πάλεψε ν’ αναστήσει της νεκρής
ποιήσεως την τέχνη· του «ύψους» τη σημασία
να σώσει την παλιά. Σφάλμα εξ αρχής –
μα όχι ολότελα, έχοντας γεννηθεί
σε χώρα ημιαγρίων ήταν εκτός τόπου και χρόνου·
κρίνα να βγάλει από τα τσόφλια είχε βαλθεί·
νέος Καπανεύς· στον ύπνο του έπιανε ροφούς και τόννους.
Τα «ἴδμεν γάρ τοι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἐνὶ Τροίῃ»
τον αγκιστρώσαν απ’ τ’ αβούλωτό του αυτί·
απάγκιο πια δεν τον ελκύει,
τον κράτησαν εκείνη τη χρονιά οι αφροί.
Αληθινή του Πηνελόπη ο Φλωμπέρ,
άπλωνε δίχτυα σε νησιά πεισματωμένα·
την Κίρκη μελετούσε par derrière,
όχι στων ρολογιών τις πλάκες τα γραμμένα.
Τέλεια απαθής για «των συμβάντων τη ροή»,
Στο an trentiesme de son eage σχεδόν,
σβήστηκε από τη μνήμη· κάτι τι
δεν πρόσθεσε στο στέμμα των Μουσών.
⸙
ΙΙ.
Ένα είδωλο απαιτούσαν οι καιροί
τη φούρια τους να δείχνει την ποζάτη,
κάτι το αρμόζον για τη σύγχρονη σκηνή,
μη, προς Θεού, το αττικό το αλάτι·
όχι, όχι άλλες ματιές ρεμβαστικές
στου εαυτού τα σκοτεινά τα δάση·
καλύτερα οι ψευτιές
παρά οι κλασσικοί εν παραφράσει!
Ένα καλούπι γύψινο «απαιτούσαν οι καιροί»
διαθέσιμο αυθωρεί και παραχρήμα,
μια πρόζα σαν αυτή του σινεμά, επ’ ουδενί
έν’ αλάβαστρο ή μια «σμιλεμένη» ρίμα.
⸙
ΙII.
Τέιον ροδόχρουν κλπ., το ένδυμα ασορτί
τη μουσελίνα εκτόπισε της Κω,
πλέον μια πιανόλα «αναπληροί»
τη βάρβιτο που είχε η Σαπφώ.
Του Βάκχου έπεται Ιησούς,
φαλλοί, αμβροσίες παν,
νηστεία μέχρι μυελού·
τον Άριελ παύει ο Κάλιμπαν.
Τα πάντα ρει, όλα κυλούν,
ο Ηράκλειτος έφη ο σοφός·
μα η φτήνια κι η κακογουστιά
κι αύριο θα ζουν και διά παντός.
Μετά τη Σαμοθράκη φθίνει ώς και
των χριστιανών η ομορφιά·
το ΚΑΛΛΟΣ το κρεμάσαμε
στην κρεαταγορά.
Του Φαύνου την σαρκώδη ορμή,
του Αγίου τ’ όραμα; Όχι εμείς!
Όστια τον Τύπο λάβαμε·
την ψήφο αντί περιτομής.
Άπαντες ίσοι, νομικώς,
χωρίς Πεισίστρατο οπωσούν,
μουνούχους και καθάρματα
βγάζουμε να μας κυβερνούν.
Ω Άπολλον, συ φαεινέ,
τίν’ ἄνδρα, τίν’ ἥρωα, τίνα θεὸν
με κότινο από τενεκέ
να στέψω τώρα πες μου ποιον!
⸙
IV.
Ετούτοι εδώ πολέμησαν, παρ’ όλα αυτά,
κάποιοι με πίστη μάλιστα,
. . . . . . . . . . . . . . . . παρ’ όλα αυτά, pro domo . . .
Κάποιοι απλώς αψίκοροι,
κάποιοι την περιπέτεια για να ζήσουν,
κάποιοι μήπως τους πουν δειλούς,
κάποιοι μπας και τους ξεφωνίσουν,
κάποιοι με αγάπη, νοερή, για τη σφαγή
μέχρι που τη γνωρίσαν…
κάποιοι με φόβο, που όμως την αγαπήσαν·
κάποιοι έπεσαν, «pro patria,
. . . . . . . . . . . . . . . . non dulce non et decor» . . .
πορεύτηκαν στην κόλαση χωσμένοι ώσμε τα μάτια
τα παραμύθια, στην αρχή, χαύοντας των γερόντων,
γύρισαν στην πατρίδα, γύρισαν σ’ ένα ψέμα,
γύρισαν στις απάτες τις πολλές,
γύρισαν στα παμπάλαια ψεύδη, στις νέες ντροπές·
στους προαιώνιους κοιλαράδες τοκογλύφους,
στους παπατζήδες των δημόσιων θώκων.
Όσο ποτέ κανείς παράτολμοι, όσο ποτέ κανείς σπαταλημένοι.
Με το αίμα μες στις φλέβες τους να ανθίζει,
στητοί και ροδομάγουλοι∙
όσο ποτέ κανείς καρτερικοί
όσο ποτέ κανείς τίμιοι κι ευθείς,
με πίκρα ανήκουστη στις μέρες τις παλιές,
με υστερίες, με ιστορίες απ’ τα χαρακώματα,
χάχανα απ’ τις νεκρές κοιλιές.
⸙
V.
Μυριάδες πέσαν, χάθηκαν,
κι άριστοι ανάμεσά τους,
για έναν ξεκούτη σκύλο ξεδοντιάρη,
για έναν κουρελή πολιτισμό,
χάρη, χαμόγελο στα χείλη τ’ ακριβά,
μάτια ζωηρά στα βλέφαρα της γης θαφτήκαν,
για δύο γρόσες τσακισμένα αγάλματα,
για μερικές χιλιάδες τόμους μαδημένους.
⸙
YEUX GLAUCQUES
Ο Γλάδστων ζούσε ακόμη με τιμές
σαν έγραφε τους «Θησαυρούς
του βασιλέως» ο Ράσκιν· Σουίνμπερν,
Ροσέττι ζούσαν χλευασμούς.
Έσκουζε ο βρώμος ο Μπιουκάναν
που εκείνη είχε φαύνου κεφαλή
κι εμπρός της ρεβεράντζες κάναν
ζωγράφοι και μοιχοί.
Στα σκίτσα ωστόσο του Μπερν-Τζόουνς
τα μάτια της ακόμη ζουν·
ώς τώρα τον Κοφέτουα στην Τέητ
να ραψωδεί κανοναρχούν·
σαν το λεπτό, αχαμνό ρυάκι,
μ’ ένα βλέμμα κενό,
κείνες τις μέρες το αγγλικό ρουμπάι
γεννιότανε νεκρό.
Μα το λεπτό, καθάριο βλέμμα
απ’ τη φαυνώδη όψη της τη μισορημαγμένη
ακόμη εταστικό, τρωτό μάς διαπερνά…
«Α, η φτωχούλα η Τζένη»…
Με απορία μεγάλη ότι τ’ αφτί
του κόσμου δεν ιδρώνει
που ο τωρινός της νταβατζής
την κερατώνει.
⸙
«SIENA MI FE’; DISFECEMI MAREMMA»
Πλάι σ’ εμβρύων μούμιες και σε οστών προθήκες
τον βρήκα τον μεσιέ Βερόγκ, ύστατη κλήρα
των προεστώτων του Στρασβούργου,
συντάκτη καταλόγων τρομερό, τελειοθήρα.
Δυο ώρες μου μιλούσε για τον Γκαλλιφέ·
τον Ντάουνσον· και το Rhymers’ Club·
μου ’πε και πώς ο (Λάιονελ) Τζόνσον πέθανε
απ’ το σκαμνί όταν έπεσε μες σε μια παμπ…
Όμως δεν βρέθηκε αλκοόλ στη νεκροψία
την ιδιωτική όπου υπεβλήθη
–ανέπαφοι οι ιστοί– και προς τον Νιούμαν
ζεστό απ’ το σκωτς το πνεύμα του το αγνό ανελήφθη.
Απ’ τα ξενοδοχεία έβρισκε τις πόρνες πιο φθηνές
ο Ντάουνσον· ανάτασή του ο Χέντλαμ· με του χορού
τη μούσα ο Ίματζ μέθαγε, την Εκκλησία, τον Βάκχο.
Αυτά μου είπε ο συγγραφεύς του «Δωριέως Ειρμού».
Τα δέκα ετούτα χρόνια τά ’χασε ο Βερόγκ,
απ’ τους ανθρώπους του καιρού του ξεκομμένος,
αγνοημένος απ’ τους νεαρούς,
καθό ονειροπαρμένος.
⸙
ΜΠΡΕΝΜΠΩΜ
Μάτια διάφανα σαν ουρανοί,
πρόσωπο βρέφους, κόψη στρογγυλή,
από κολλάρο ώς γκέτα ένα ξερό κορμί
που χάρη δεν λυτρώνει·
μνήμες βαριές, Χωρήβ, Σινά, οι σαράντα χρόνοι,
πρόβαλαν μόνο όταν το φως
στην όψη του έπεσε κρουνός:
ιδού, Μπρένμπωμ «O Άμωμος».
⸙
Ο κ. ΝΙΞΟΝ
Στη χρυσοποίκιλτη καμπίνα του ατμοκίνητού του γιωτ
ο κ. Νίξον με συμβούλευσε ευγενώς πώς δίχως περιττές
καθυστερήσεις να βαδίσω. «Τις κριτικές
. . . . . . . . . . . . . . . . κάτσε κι αναλογίσου.
»Ήμουν αδέκαρος, καλή ώρα εσύ·
μα ξεκινώντας πήρα έναντι, εννοείται,
πενήντα στην αρχή», είπε ο κ. Νίξον,
«ας είναι κι αμισθί, μιμήσου εμένα
κι ανάλαβε μια στήλη.
»Λιβάνιζε τους κριτικούς. Ώς τα τρακόσα
μου πήρε μιάμιση χρονιά να φτάσω·
το πιο σκληρό καρύδι που ’πρεπε να σπάσω
ήταν ο δρ Ντάντας.
»Ποτέ μου δεν ανέφερα άνθρωπο παρά
για να πλασάρω τα έργα μου.
Αυτό είν’ το μυστικό, για τη λογοτεχνία
κανείς δεν δίνει φράγκο.»
Κι ούτε κανείς διακρίνει τ’ αριστούργημα μεμιάς.
Κι άσ’ τους, αγόρι μου, τους στίχους πια,
είναι χαμένος κόπος.
* * * * * *
Παρόμοια του Μπλούγκραμ ένας φίλος μού ’πε κάποτε:
μη λάκτιζε προς κέντρα,
άκου με που σου λέω. Κι οι «του ’90» το δοκίμασαν
και παν, χαμένος κόπος.
⸙
X.
Κάτω από μια σαθρή σκεπή
βρήκε ο στυλίστας προστασία,
χωρίς επαίνους ή αμοιβή,
έξω απ’ του κόσμου τη βοή, τη φασαρία
τον δέχεται η φύση πια·
με μια γλυκιά ερωμένη απλή
το τάλαντό του ασκεί
κι η φτώχεια του σμίγει το χώμα.
Μπηχτές και πόζες βρέχει ο ουρανός
κι η στέγη του η αχυρένια μπάζει·
μα αυτός ξέρει από μαγερειό·
το μάνταλο στην πόρτα του στενάζει.
⸙
ΧΙ.
Των «μιλησίων» αισθημάτων και ηθών
η «συντηρήτρια», πιθανόν.
Στο Ήλινγκ όμως των Εγγλέζων
τραπεζοϋπαλλήλων των πιο βέρων;
Όχι, το «μιλησίων» είναι υπερβολή.
Μέσα της ένστικτο παλιότερο δεν ζει
άλλο από τη γιαγιά της
που την ορμήνευε να κάθεται στ’ αβγά της.
⸙
ΧΙΙ.
«Με τo κορμί η Δάφνη πια κορμό
τα φυλλωμένα χέρια της μου τείνει» –
υποταγμένη. Στ’ όλο σατέν σαλόνι της προσμένω
να με προστάξει η λαίδη Βαλεντίνη,
αν και γνωρίζω ότι ασφαλώς
δεν γίνεται να της εμπνεύσει
μια καμπαρντίνα που δεν είναι της μοδός
πάθος που να διαρκέσει·
δύσπιστος, κάπως, και για την τιμή
που το σικ ένδυμα περιποιεί
στου συγγραφέως τον μόχθο,
πλην για της λαίδης μας την κλήση επ’ ουδενί:
η ποίηση, του μυαλού της τ’ όριο,
μεταίχμιο αβέβαιο, χωνευτήρι
ωστόσο κι άλλων κοιτασμάτων,
που ύψος και ταπεινότητα συμφύρει·
η ποίηση, αγκίστρι για να σε προσέξει,
προς το σανίδι της σκηνής η οδός,
μα και στις εξεγέρσεις ίσως
φίλη, παρήγορη αρωγός.
* * * * * *
Άντε να φέρεις τώρα την ψυχή
«που οι ύψιστοι πολιτισμοί έχουν θρέψει»
ώς τη Φλητ Στρητ, εκεί
όπου του δρος Τζόνσον άνθισε η σκέψη·
έξω από κείνη την πολύβουη αρτηρία
των εσωβράκων οι πωλήσεις
έχουν καιρό πια τώρα υποσκελίσει
τα ρόδα από την Πιερία.
⸙
ENVOI (1919)
Τράβα, βιβλίο που γεννήθηκες βουβό,
πες της πως μου ’πε κάποτε έναν σκοπό του Λώες:
αν το τραγούδι κάτεχες
καθώς άλλα κατέχεις
κι αυτά τα κρίματά μου εσύ
θά ’βρισκες λόγο να τα παραδείς,
μνημείο στις δόξες της αθάνατο να χτίσεις.
Πες της που τέτοιο θησαυρό
στους πέντε ανέμους σπέρνει
κι άλλο δεν λογαριάζει πάρεξ πώς
ζωή καινούργια στη στιγμή οι χάρες της να δώσουν,
αχ και για πάντα να ’ταν να κρατήσουν
καθώς τα ρόδα μες στο κεχριμπάρι,
μαγεία κόκκινη μες στο πορτοκαλί, κι όλα μαζί
σε χρώμα ένα, ουσία μια,
τον χρόνο ν’ αψηφήσουν.
Πες της, τραγούδι
έχει στα χείλη και τραβά,
μα κανενός δεν το εκφωνεί, ποιανού ’ναι
δεν το ξέρει, κι ίσως έν’ άλλο στόμα,
σαν το δικό της όμορφο μπορεί,
νέους θαυμαστές στο μέλλον θα της φέρει
όταν των δυο μας η σποδός με του Ουώλλερ θά ’ναι,
τέφρα στην τέφρα μες στη λησμονιά,
ώς να σαρώσουν του καιρού οι τροπές
τα πάντα εξόν το Κάλλος.
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2020/04/23/%ce%ad%ce%b6%cf%81%ce%b1-%cf%80%ce%ac%ce%bf%cf%85%ce%bd%cf%84-hugh-selwyn-mauberley-2-3/