Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Ελένη Βακαλό--Ο τρόπος να κινδυνεύομε (απόσπασμα)

Κατοικημένη που δεν είμαι ερημιά
Στη διασταύρωση των εντόμων
Και εκείνων απ'τα πουλιά που όταν τρέφονται ανεβαίνουν και τα άλλα
έρχονται με το γρήγορο γύρισμα χαμηλά
Ακούς . Των παλιών πληθυσμών οι προσκλήσεις
Είν 'οι οδοί σκοτεινοί , οι δίαυλοι που σίγουρα υπάρχουν
Την επίβλεψη για το έργο , για τη διάσωση των νερών
Από πόρους υπόγειους , περάσματα δύσκολα χτυπώντας τους βάτους
Ανακαλώ . Στο άγριο μου σώμα αναγκάζω , παρακαλώ
Τρυπημένο απ'τον άνεμο των πουλιών όταν πέρασαν , φαγωμένο ,
γεμάτο διαβάσεις
Της επικοινωνίας μου με το νερό

Κι η ψυχή μου ανεβαίνει μαζί με το θάνατο του σώματος
Που γρήγορα ο χτύπος του κύματος από μέσα απαίσιας θάλασσας
θα γίνει
Μπορεί να μην τον ακούει τ'αυτί
Μα είν 'ολόκληρος τρόμος χαμού που φουσκώνει τ'ανέβασμα της
ψυχής

Κι ήρθ 'η θάλασσα με το μέρος μου τότε
Μ'αντάμωσε
΄Ηταν έτοιμη κοίτη στο σώμα μου ησυχία τώρα βαθειά 

Είχε περάσει σε μεγάλες ριπές ο αέρας νύχτες πολλές
Το σκοτάδι κινούσε . Παράφορα κουβαλούσε από παντού μυρωδιές
Στα πλευρά μου άνοιγε κήπους . ΄Εβλεπες άλλες φορές τοπία
θαλασσινά
Δροσεροί στις όχθες τους ξάπώναν όσοι θυμόμαστε
Δεν καίγονται , δεν μαραίνονται
Τότε ανάβρύζαν πηγές
Από τη μια γλυκό κυλούσε νερό ως μέσα στη θάλασσα προχωρών-
τας σε ήσυχους δρόμους
Εκεί όταν είναι οι μέρες καλές πιο κρύο σαν κολυμπάς αισθάνεσαι
το νερό
Κι όπως σε πλάκα μαρμάρινη αν σταθείς απόγεύμα του καλοκαιριού
Όντας εσύ πιο ζεστός , εκείνη στη σκιά και στα χόρτα κρυμένη
Μιαν άλλη ανάσα θαρρείς πως περνά
Κι ανάπαυση σε τραβά και τρόμος σε διώχνει .
΄Ετσι αισθάνεσαι όταν τα ρεύματα αυτά συναντάς.

Καλλίτερο για τη δίψα του άγιου του στόματος το εμποδισμένο νερό.

 Ο τρόπος να κινδυνεύομε
, 1966 

Πηγή: Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος, Ποίηση 1954-1994, Αθήνα: Νεφέλη 1995, σ. 89.

Friedrich Nietzsche - O Mοναχικός

 Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.

Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο!

Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του φόβο δεν προκαλεί.

Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί μπορεί να οδηγήσει άλλους.

Σιχαίνομαι ακόμη και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!

Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας

να χάνομαι για λίγο

να κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά

και να στοχάζομαι

να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά

πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.


Friedrich Nietzsche, Ποιήματα, μετ. Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Primo Levi - Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (αποσπάσματα)

Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία.

Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του απείρου.
Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή.
Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά.
Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι.

[...]

Σιγά-σιγά απλώνεται σιωπή και τότε,από την κουκέτα μου στον τρίτο όροφο,βλέπω και ακούω τον γέρο Κουν να προσεύχεται δυνατά, με τον μπερέ στο κεφάλι, κουνώντας βίαια το στήθος του. Ο Κουν ευχαριστεί τον Θεό γιατί γλίτωσε από την επιλογή. Ο Κουν είναι παράλογος. Δεν βλέπει στη διπλανή κουκέτα τον Μπέπο τον Έλληνα που είναι εικοσιδύο χρόνων και μεθαύριο θα πάει στον θάλαμο αερίων και το ξέρει και μένει ξαπλωμένος με το βλέμμα καρφωμένο στη λάμπα χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να σκέφτεται πλέον τίποτα; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που συνέβη σήμερα είναι μια Ύβρις που καμιά προσευχή δεν μπορεί να την εξευμενίσει, καμία συγχώρεση, καμία εξιλέωση των ενόχων, τίποτα από όσα είναι στη δύναμη του ανθρώπου δεν μπορούν να την επανορθώσουν; Εάν ήμουν Θεός, θα έφτυνα στη γη την προσευχή του Κουν.

Primo Levi (31 Ιουλίου 1919 -  11 Απριλίου 1987, Τορίνο)
Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, Εκδόσεις Άγρα, 2009.

Sylvia Plath - Οι παπαρούνες του Ιούλη


 

Μικρές μου παπαρούνες, μικρές φλόγες της κολάσεως,

εσείς δεν πληγώνετε κανέναν;

 

Αναβοσβήνετε.  Μα δεν μπορώ να σας ακουμπήσω.

Βάζω τα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες.  Μα τίποτα δεν καίει.

 

Με εξουθενώνει που σας βλέπω να αναβοσβήνετε με τον τρόπο αυτό,

έτσι ζαρωμένες και κοκκινωπές που είστε, σαν το δέρμα ενός στόματος.

 

Ενός στόματος που αιμορραγεί.

Μικρές αιματηρές φούστες!

 

Υπάρχουν ορισμένες οσμές που δεν μπορώ να ακουμπήσω.

Πού είναι το οπιούχο σας και οι εμετικές σας κάψουλες;

 

Μακάρι να μπορούσα να αιμορραγήσω, ή τουλάχιστον να κοιμηθώ! –

Μακάρι το στόμα μου να ζευγάρωνε με έναν πόνο σαν και αυτόν!

 

ή μακάρι οι χυμοί σας να κυλούσαν μέσα μου, σ’ αυτήν την γυάλινη κάψουλα

και να μείνω ακίνητη, βαριεστημένη.

 

Αλλά άχρωμη.  Άχρωμη.


μετάφραση: Νικόλας Προδρόμου)

Πάρις Τακόπουλος-Growing Young


Στα είκοσί του αισθανόταν
Πως ήταν έφηβος ακόμα·
Και όταν έφθασε σαράντα
Πως ήταν έφηβος διπλά.
Στα εξήντα, το ‘νιωσε τριπλά.
Και στα ογδόντα του, καθώς
Πλησιάζουνε διστακτικά,
Ελπίζει να το νοιώσει τετραπλά.
Για τα εκατό του, τώρα τι να πει;
Ξέρει, δεν θα τα φθάσει μάλλον·
Εφηβο πια δεν θα τον ξαναδούν.
Ισως να μείνει μόνον έτσι
Στη μνήμη κάποιων άλλων,
Εφήβων φυσικά κι αυτών,
Μικρότερων ή πιο μεγάλων.

Παρις Τακοπουλος
Από τα Προλεγόμενα των Ποιητικών (2010)

Αιμίλιος Βεάκης - Ποιήματα

 



ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Γιόμισε τρόμο την ψυχή μου κι αγωνία
ο πυρετός και τ’ αγκομαχητό σου Ευρώπη,
του πλουτισμού σου η λύσσα, που σε σπρώχνει
στο έργο του μαύρου σπαραγμού, του ολέθρου
της αλληλοσφαγής των άμοιρων παιδιών σου.
--
Νοστάλγησα την γαλανή πατρίδα
που της αγάπης ο Θεός την έχει πλάσει
παράδεισον ηλιόλουστο.
--
Νοστάλγησα το αγαπημένο χώμα
πού του Σωκράτη και του Πλάτωνα κρατάει
τη σκόνη. Στα γαλάζια σου ακρογιάλια
τις αύρες ν’ ανασάνω και να τρέξω
στις ολοπράσινες πλαγιές αναδρομάρης
να προσκυνήσω ευλαβικά τα μνημεία
που μόνο για Ομορφιά μιλούν κι Αγάπη.
--
Ώ Αθήνα! Αθήνα! Αθήνα! της καρδιάς μου
νοσταλγικέ παλμέ, πότε θα στρέψω
του ήλιου του χρυσού να πιώ το νάμα
που αψώνει το αίμα και μεθάει τα φρένα
και την ψυχή ατσαλώνει αθάμπωτα να βλέπει
το βακχικό και τ’ απολλώνιο θάμα.
--
Γλυκειά Αττική, απαλόγραμμε Υμηττέ μου
και μαγικά περιγιάλια φως γεμάτα,
πεύκο και κύμα και γαλάζιε αιθέρα
και χώματα ιερά, γη ευλογημένη,
που αγκαλιαστό με της ελιάς τη ρίζα
το αθάνατο, το θείο, το πανάρχαιο Κάλλος
ύμνους τονίζει μεσ’ απ’ τους αιώνες
για μια ζωή σοφή και ειρηνεμένη.     

ΜΑ ΘΕΛΩ ΠΑΝΤΑ Ν’ ΑΓΑΠΩ
Είνε η αγάπη μια θρησκεία
πού διώχνει πάντα τη χαρά,
παντοτινή ζητά θυσία
και στρέφεται στη συφορά.
--
Μα η πίκρα της μας ανασταίνει
κι’ ο πόνος της είνε γλυκός
κ’ είν’ ευτυχία, χαρά θλιμμένη
κάθε παλμός ερωτικός.
--
Έτσι κι’ εγώ-κι άς υποφέρω-
τη θύρα της πάντα χτυπώ
κι’ ας κλαίω κι’ ας πονώ-το ξέρω-
μα θέλω πάντα ν’ αγαπώ!
--
ΕΛΑ ΟΣΟ ΒΛΕΠΩ
Όλα βουβά κι’ όλα νεκρά τριγύρω
Γοργοδιαβαίνει η μέρα και περνά.
Στου δειλινού τα φώτα τα υστερνά.
Έλα όσο βλέπω, δίπλα σου να γείρω.
--
Έλα όσο βλέπω. Κι’ όταν το σκοτάδι,
στον πέπλο του το μάβρο τον πυκνό,
θ’ αργοσκεπάσει κόσμο κι’ ουρανό,
θα σε γλυκοκοιμίσω με το χάδι.
--
Έλα όσο βλέπω. Αλλοίμονο για σένα
αν μας προφτάσ’ η νύχτα χωριστά!
Τα μάτια μας θενάνε σφαλιστά
κι όλα τα φώτα γύρω μας σβυσμένα.
--
ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Όσο που νοιώθεις τη ζωή να βράζει
με δύναμη στο στήθος, στην καρδιά,
τη σκοτεινή μη σκέφτεσαι βραδιά
τον ίσκιο μη γροικάς που μας σκεπάζει.
--
Τα στόματα ενωμένα άς τραγουδούνε
τόνα μεσ’ στ’ άλλο πάντα μυστικά
ζωής τραγούδια, λόγια ερωτικά
κι’ από ηδονής κρασί γλυκό ας μεθούνε.
--
Μη σκιάζεσαι αν η νύχτα μας σκεπάζει!
ο πόθος που μας ένωσε ο κρυφός
απ’ τη θερμή ένωσή μας, αιώνιο φως,
μια νέα Ζωήν απ’ τη ζωή μας βγάζει.
--
ΔΕΙΛΙΝΟ
Κομμάτια αχνοσυντρίματα τα σύγνεφα,
σαν ξέφυλη βιολέτα μαδημένη,
στο νεκρικό κρεβάτι σκορπιστήκανε
τον Ήλιο να σκεπάσουν που πεθαίνει.
--
Του φωτεινού Θεού ξανθές ιέρειες
στης θάλασσας, οι αχτίνες την αγκάλη
τ’ άυλο κορμί στο κυμ’ απαλογέρνοντας
τα χρυσοπόρφυρά τους λούζουν κάλη.
--
Και ξεψυχά το φως! Και σβύνει ολόγυρα.
Κι’ απ’ την Ανατολή χλωμό το βράδυ
τα σκοτεινά σκορπάει πέπλα του’
-Πως πνίγετ’ η ψυχή μου στο σκοτάδι!
--
ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ ΕΚΕΙ…
Θέλω μακριά απ’ του κόσμου τη βουή
κι’ απ’ της ζωής τη μαύρη ανεμοζάλη,
μια νύχτα σκοτεινή, γλυκειά, θερμή,
στο στήθος σου να γείρω το κεφάλι.
--
Κι αξέγνοιαστος για κάθε συφορά
να κοιμηθώ γλυκά στην αγκαλιά σου,
να με ναρκώσει η πρόσκαιρη χαρά
και να με νανουρίσουν τα φιλιά σου.
--
Και πρίν να σκεπαστεί το φως, στη γη
και πριν η πάλη της ζωής ν’ αρχίσει
του χάρου το δρεπάνι την αυγή
στην αγκαλιά σου εκεί να με θερίσει.
--
Ω ΤΟΥ ΠΛΑΝΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ…
Άσε με νάρθω τη νύχτα στ’ ακρογιάλι.
Άσε με να νοιώσω στη φωνή σου πάλι
να χτυπά η καρδιά μου μέσα δω στα στήθια.
Άσε με να νοιώσω τόνειρό μου αλήθεια.
--
Μια κρυμμένη πλάση μπρός σου θεν’ ανοίξω,
αφαντάστους κόσμους ρόδων θα σου δείξω,
στην τριανταφυλλένια χώρα θα σε σύρω,
και στα λουλουδάκια απάνω θα σε γείρω.
--
Τον κρυφό μας γάμο για να τον γιορτάσω
τα πιο σπάνια ρόδα της Εδέμ θα μάσω
του υμεναίου να στρώσω τ’ απαλό κρεβάτι!
-Ώ του πλάνου ονείρου που με σέρν’ η απάτη.-
--
ΣΚΛΑΒΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Σκλάβα της σκέψης έγειρες κάτω από κούφιο νόμο
που αδύνατοι τον πλάσανε, δειλοί, να στεριωθούν
και το κεφάλι σκύβοντας πήρες το μαύρο δρόμο
που αργοκυλούν τα νειάτα σου να σβύσουν να χαθούν.
--
Μα μέσα σου-ω κακόμοιρη-να η φύση καταλύτρα
σου αναζητάει το δίκηο της γόζοντας θλιβερά
κ’ η Νειότη σου, με θείους χυμούς ξεσπώντας εκδικήτρα
της Ζωής που αδικοσκότωσες, γυρεύει τη χαρά!
--
ΘΑΛΑΣΣΑ
Θάλασσα λαφροκύματη, θλιμένη, γαλανή,
που αφρόλευκο στην αμμουδιά σκορπάς το στεναγμό σου
σε νοιώθω με τη θλίψη σου την τόση αλαργινή
που ξεκινά απ’ το πέλαγο να μου την φέρει ο αφρός σου
--
Έτσι κ’ εγώ τον πόνο μου σε σένα θα τον πω.
Πάρε τον, το μελτέμι σου στο πέλαο να τον ρίξει!
Τόσο πολύ που εμίσησα και τόσο που αγαπώ
με τον καϋμό σου είνε καϋμός που αξίζει του να σμίξει.
--
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Πέφτουν στον κήπο μας τα φύλα μαραμένα,
κιτρινισμένα πέφτουνε στη γη.
Όλα νεκρά κι’ όλα βουβά κι’ όλα θλιμένα.
Πέφτουν στον κήπο μας τα φύλα μαραμένα,
θανάτου τα σκεπάζει κρύα σιγή.
--
Και στην καρδιά μου αργή βροχή κρυφοσταλάζει
δάκρυα πικρά από μαύρους ουρανούς.
Βαθιά μου αργά κάτι ραγίζει, κάτι σπάζει…
και στην καρδιά μου αργή βροχή κρυφοσταλάζει
κι’ ίσκιους θανάτου πλάθει γύρω ο νους.
--
Φύση, που κλαίς την πρόσκαιρη θανή σου
πάλι για σένα μι’ άνοιξη θαρθή,
πάλι στην πράσινη θα βάλεις την στολή σου.
Φύση που κλαίς την πρόσκαιρη θανή σου
θρηνώ τα νειάτα εγώ πούχουν χαθή.
--
ΣΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Όχι. Δε θέλω καλωσύνη.
Δε θέλω να με λυπηθής
κι’ έτσι για μόνο ελεημοσύνη
τους όρκους σου να θυμηθής.
--
Θέλω βαθιά μεσ’ στην ψυχή σου
να νοιώσεις πόνο αληθινό
και να γυρίσεις μοναχή σου
στον τόπο μας μακρινό.
--
Θέλω μονάχη σου να νοιώσεις
κάτι από την πρώτη μας χαρά
και σα Μαγδαληνή να λυώσεις
στης μετανοίας τη συφορά.
--
ΛΗΘΗ
Ώ των ανίδεων τη γαλήνη
πόσο την πόθησε η ψυχή μου.
--
Θέλω να σβήσω το καμίνι
της σκέψης, δίχως η ζωή μου
κι’ από την Αίστηση να χάσει.
Θέλω ένας πέπλος να σκεπάσει
ό,τι έμαθα! Να σβύσει η γνώση!
Να ξανανειώσει
λουσμένο στης Αγνοίας την κρήνη
πρωτόγονο έτσι το κορμί μου!
--
Ώ των ανίδεων τη γαλήνη
πόσο την πόθησε η ψυχή μου.
--
ΜΑΝΑ
Όταν θα γείρω το κεφάλι
μεσ’ στο ξημέρωμα τ’ ωχρό,
ζητώντας στου ύπνου την αγκάλη
πρόσκαιρη ανάπαψη να βρω
--
σαν κάτι νοιώθω ολόγυρά μου
με κάποιο τόνο μαγικό
να ψιθυρίζει μεσ’ στ’ αφτιά μου
κάποιο νανούρισμα γλυκό.
--
Παληά τραγούδια, μα όχι ξένα,
σε κάποιους γνώριμους σκοπούς,
κάποια τραγούδια αγαπημένα
σμιγμένα μ’ αναστεναγμούς.
--
Κι’ όταν ο ύπνος με ναρκώνει
κι’ όταν τα μάτια μου σφαλούν
λεφκό ένα φάντασμα ζυγώνει
και κάποια χείλη με φιλούν.
--
Και στα ονειρά μου τα θλιμένα
μια Παναγιά βλέπω δειλή,
πού μοιάζει, ώ Μάνα μου, με σένα
να με χαϊδέβει σιωπηλή.
--
ΠΟΛΗ
Πόλη! Με τους εφτάψηλους λιγνούς σου μιναρέδες,
με τα δροσόλουστα νησιά και με το μαϊστράλι.
Πόλη! με τα καφάσια σου και με τους καφενέδες
που αγάδες αργοκίνητοι ρουφούν τους ναργιλέδες
αργά, το βοσπορίτικο θωρώντας περιγιάλι.
--
Μα απάνω απ’ όλα Πόλη εσύ! Μου κλείνεις την καρδιά μου
μεσ’ στο κλουβί το χάλκινο του πόνου και τα χρόνια,
με τα νερά του Βόσπορου κυλώντας, τα όνειρά μου
τον Ήλιο της αγάπης μου θα λατρέβω αιώνια.
--
ΛΑΓΝΕΙΑ
Τ’ ωραίο κορμί λυγάς-ώ! θείο λύγισμα-
κι’ ανατριχίλες ηδονής σκορπάς τριγύρω
κ’ ένα μεθύσι στον αγέρα απλώνεται
απ’ της χιονάτης σάρκας σου το μύρο.
--
Των μαγικών οργίων είσαι το γέννημα’
Της Ηδονής η κόρη, η ξεγελάστρα!
Το νου πλανέβεις σ’ όνειρα αξεδιάλυτα,
και πόθων στην ψυχή στεριώνεις κάστρα!
--
Θέλω μια νύχτα, αιώνια νύχτα, ατελείωτη,
στην αγκαλιά μου μέσα να σε κλείσω
κι’-ώ Σειληνών, Σατύρων λύσεις άσβηστες-
στα χείλη σου τα χείλη να κολήσω.
--
Να πιώ κρασί γλυκό απ’ το στόμα σου.
Ν’ αφρίσω σαν βαρβάτο αράπικο άτι!
κ’ έτσι να κυλιστώ μαζύ σου αχόρταγα
στων πόθων μου το ερωτικό κρεβάτι!.
--
ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Ολόγυρα καπνοί κι’ ομπρός μας παίζει,
χοροπηδά, σπιθοβολά κι’ αφρίζει
στο ξεβαμένο απάνω το τραπέζι
ξανθό κρασί, πού μας ζαλίζει.
Ό,τι ο καθένας μας βαθιά του κρύβει,
απάνου στο τραπέζι το ξαπλώνει.
Ο ταπεινός το μπόϊ ξεδιπλώνει
κι’ ο αγέρωχος λυγάει και σκύβει.
Ισότη κι’ αδερφότη! Όλα δικά μας!
Τις πίκρες σπρώχνει το κρασί βαθιά μας!
Αθάνατος κανείς-ούτ’ ο Θεός!
Και μοναχά, στου ποτηριού τον πάτο,
ο πόνος μας κρυμένος κάτω, κάτω,
ζαρώνει και δαγκώνεται βουβός.
--
ΜΕΘΥΣΜΕΝΑ ΔΕΚΑΣΤΙΧΑ
Ι
Ας πεθαίνει ό,τι ζαρώνει
κι’ ό,τι σκύβει ας ξεψυχά.
Όξω δάκρυα κι’ όξω πόνοι
και το γέλιο ας αντηχά!
Το ποτήρι είναι γεμάτο
και να, κύτα, κάτω κάτω
μια ευτυχία χαμογελά’
Γειά σου, ολόχρυση παρέα!
Μόνο τ’ άσκεφτα είν’ ωραία!
Μόνο τα τρελά είν’ καλά!
2
Δός μου, θέλω να μεθύσω!
Έλα! Γέμιστο κι’ αυτό!
Δός μου και θα τραγουδήσω
κάποιον πόνο μου κρυφό .
Κι’ αν τις πέτρες κι’ αν τα πάθη
κι’ αν τους πόνους μου τους μάθει
του κρασιού μου η συντροφιά,
κάλιο νάμαι μεθυσμένος
πάρα αιώνια καρφωμένος
με του πόνου τα καρφιά.
--
4
Στην ταβέρνα μεθυσμένος
τις ημέρες μου περνώ
κ’ είμαι πάντα ευτυχισμένος,
με κερνούνε και κερνώ.
Κι’ απ’ του ποτηριού τα χείλια
σαν από βαθιά κογχύλια
ήχος άρπας μαγικής!
και γειρμένος στο ποτήρι,
της ζωής το πανηγύρι
το γροικώ ξεφαντωτής!
6
Τους κακούς κυτάζω μπρός μου,
Δυνατούς, να με χτυπάνε.
Περιγέλιο είμαι του κόσμου
κι’ όλοι με καταφρονάνε.
Το κεφάλι βάζω κάτω,
στην ταβέρνα πάω… και νάτο
το κρασάκι το καλό!
Πίνω, πίνω κι’ όλο πίνω
και γυρίζω και τους φτύνω
και στα μούτρα τους γελώ!
8
Δίπλα μου η ξανθή μικρούλα
με τα μάτια γελαστά,
μυρωμένη η καμαρούλα
και τα στόρια σφαλιστά.
Το ποτήρι μου γεμάτο
με ξανθό κρασάκι αφράτο
και πιο πέρα ερωτικό
το κρεβάτι ξεστρωμένο,
με προσμένει μεθυσμένο,
σ’ έναν ύπνο ηδονικό.
22
Έλα κάτω στην ταβέρνα
την Αλήθεια για να δείς.
Πέρνα, κύταζε και κέρνα
τα ναυάγια της ζωής.
Μα και συ δε θα γλυτώσεις!
κι’ όταν μέσα σου θα νοιώσεις
τα συντρίμια ενός ναού,
την παρηγοριά χατήρι
ζήτησέ την στο ποτήρι,
δε θα τηνε βρεις αλού.      
SPLEEN
Κακιά, φαρμακωμένη, ὕπουλη σκνίπα,
τή σκέψη μου κεντρώνει γιά ἔργα ἀνάξια!
Μοναδική μου φίλη, ἡ παλιά πίπα,
μέ συντροφεύει στή μονάξια.

Μοῦ σφίγγει τήν καρδιά ἀτσαλένιο χέρι.
Γυρμένος στό παλιό ντιβάνι,
ἴσκιους θωρῶ νά στήνουνε καρτέρι
πίσω ἀπ' τά τζάμια, ἀπ' τίς γωνιές, ἀπ' τό ταβάνι.

Όξω ἀπ' τή θύρα κάποιος περπατάει
καί τή βαριά κουρτίνα ἀνασαλεύει.
Καί τό ρολόϊ -τίκ, τάκ- χτυπάει καί πάει
τήν ἄμοιρη ζωή μοῦ σιγοκλέβει·
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τώρα... κ' ἡ πίπα μου ἔχει σβύσει...
... μά τό ρολόϊ... δέ λέει νά σταματήση.

[Δεκέμβριος 1928]
Ἑλληνικά Γράμματα, Φεβρουάριος 1929, τχ, 40

 

Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς 13 Δεκεμβρίου 1884-Αθήνα 29 Ιουνίου 1951)
Πηγές: 
Ποίηση Μεσοπολεμική
  http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/01/blog-post.html

Κώστας Μόντης - Άλγεβρα


Λοιπόν, τόλυσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
πούχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξισώσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.

Κώστας Μόντης

Horacio Castillo - Για να απαγγελθεί στη βάρκα του Χάροντα

 

Το τοπίο είναι πιο όμορφο από ό,τι είχαμε φανταστεί:
αυτά τα τείχη που πέφτουν κατακόρυφα πάνω μας,
εκείνος ο μαύρος ήλιος που βασιλεύει πάνω από τη λίμνη,
πέρα, στα δεξιά της βάρκας, ένα ουράνιο τόξο που διαθλάται στην ομίχλη.
Όμως, αυτό το μεταλλικό νόμισμα ανάμεσα στα δόντια,
αυτός ο οβολός που οφείλουμε να δαγκώνουμε ως το τέρμα του ταξιδιού,
φράζει το στόμα που θέλει να τραγουδήσει.
Να τραγουδήσει γι' αυτές τις θλιμμένες ψυχές που κάθονται στον πάγκο,
καθώς ο ναύκληρος σημαίνει με το μαστίγιο το τέμπο,
καθώς παραγγέλλει να κωπηλατούν δίχως αναπαμό,
κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το φως.


Horacio Castillo (1936-2010)

μετάφραση Χαράλαμπος Δήμου

Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα

King Crimson - Starless


 

Γιάννης Ρίτσος - [Μια λέξη]


Όταν τα πάντα πια εξαντλούσε γύρω του και μέσα του 

κι ήταν σα να βυθιζόταν, - θυμόταν τότε να προφέρει

μια λέξη μόνον: ά γ α λ μ α (και, φυσικά, εννοούσε 

άγαλμα ελληνικό, γυμνό). Κι ευθύς, ολόγυρά του 

ανοίγονταν ονόματα - νησιά· ένα γόνατο έλαμπε 

αντίκρυ στη θάλασσα· η φαρέτρα του μικρού τοξότη 

διακρίνονταν θαμμένη κάτω από λοφίσκο λεπτής άμμου.

Ντυνόταν, έβγαινε στην Αγορά. "Καλημέρα σας", έλεγε.

Κρεοπωλεία, σταμνάδικα, οπωροπωλεία. Αγόραζε σταφύλια 

ελευθερώνοντας εκείνη τη βαθιά, γαλήνια κι ανεξάντλητη 

χειρονομία ενός κομμένου μαρμάρινου βραχίονα. 


[Γιάννης Ρίτσος, Κιγκλίδωμα, 1969]

Έκτωρ Κακναβάτος-Ποιήματα

 5

Ἄλλο ἀπὸ τὸ παραλήρημα δὲ σοῦ ´μεινε φυσίγγι δὲν ἔχει ἄλλη ἐκβλάστηση ἀπὸ τὴ φλέβα σου ποὺ πλημμυράει τὴν πολιτεία συρίζοντας ὥς τὸν ἐνδότοιχο σφαγμένη ἐντός σου μιὰ ἐρώτηση δὲ λέει νὰ σωπάσει ἀνατέλλει δύει ἐντάφια πλεισιφαὴς μὲ φεγγάρια χαίνει μὲ παλίρροιες ὅπως ἁπλώνει στὰ ὀρυκτὰ τὸ ἔκζεμα τοῦ πλανήτη κι ἀπὸ τὴ βολὴ τοῦ προγόνου δὲ σβήνει ἡ ἠχώ.

20 Τὴ χαρακιὰ λέω πού ´χεις στὰ πετρένια μάγουλα λέω ποῦ τάχα νὰ κατάγεται ἐξοστρακίστηκε ποὺ σ´ ἄγγισε ἡ ἀστροφεγγιὰ κι εἶναι τὰ μάρμαρα αἰματιὰ γιὰ πάντα ἡ σάρκα σου ἕνας ἔμφυτος ἐπίδεσμος πῶς θ´ ἀναστρέψεις τὴν ὀργή σου σὲ γλυκόριζα πῶς γιὰ ταφὴ θὰ παραδώσεις τὴν ἐρώτηση ἕναν πνεύμονα ἀπόκρημνο τὴν καταιγίδα ποὺ ἀνάθρεφες μὲ οὐρανὸ φαρμάκι.

Ἡ κλίμακα τοῦ λίθου (1964)


Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου

Πρῶτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς·
Κι ὕστερα καλὴ μ´ αὐτοὺς φιλεναδίτσα
τρυφερὴ
ὐποσχετικὴ
οἱ ἀχρεῖοι.

Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ
ἀνοιχτὸ τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας
ἀπ´ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα
κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα.
Μὴν ξεχάσεις· φτύσ´ τους.

Ἄς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ
ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων
ἄς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι.

(1967)


Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς

Θυμήσου· τὸ μαχαίρι μου ἀσκεῖται
συνέχεια στὸ δίκαιον.
Ρωτᾶς γιὰ τὴ ρωγμὴ στὸν τοῖχο
ποὺ στάζει τὸν ἀμίλητο.
Ρωτᾶς γιὰ ἔξοδο, γιὰ τὴ ρωγμή σου.
Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς νησὶ τῆς ἄβυσσος.
Πῶς σέρνεται μὲ τὴ λαβωματιὰ σὲ θάμνα
καὶ ἀχνάρια πίσω του τὰ αἵματα;

Αὐτὸ ποὺ τρίζει μέσα στὴ σιωπὴ
εἶναι τὸ μονοπάτι σου
ποὺ τώρα μόνο πάει καὶ πάει.
  
(1967)
Ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο

Ὁ στόμφος ἐκούρασε· σύμφωνοι.
Τὸ θάμπος δυνάστεψε, τοῦ λόγου,
ὥς τὴν παραμόρφωση·
καὶ πάλι σύμφωνοι.
Ἄσχετο ποὺ μὲ τοὺς ἀστοὺς μακάρια πιὰ
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ ἐξομολόγησης
- συγγνώμη.
ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;
Μὴ διακόπτεις· λοιπὸν εἶπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ
γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λένε,
ἄν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην,
κι ἄς εἶναι ἄβυσσο
κι ἄς εἶναι ἀπὸ σκοτάδι πιὸ ἄρρητη.
Χα...

Μὰ ποὺ ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο
νύχτα μονομαχεῖ καὶ μέρα
μὲ τὸ ἀνέφιχτο;
Καὶ ποὺ ἀνηφορίζει;
Κι ἀκόμα τὸν κρανίου τόπο ἀνήφορο
κι ἀκόμα;
Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ´ ἀκουστεῖ;
Ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;

Ἀφήνω ποὺ, αὐτὸ μᾶς ἔλιπε,
θ´ ἀκούγεται ὡσὰν εὐχαριστῶ
τὸν ἐξοχότατο κανάγια.

(1968)
Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια

Οὔτε γι´ αὐτὸ ποὺ σὲ γοήτευε,
τὸ κανέλι τῆς φρυγμένης γῆς,
καὶ πρόσφατα ποὺ στέγνωνε μὲ τὰ τζιτζίκια
λήγοντας τοῦ αὐγούστου.
Οὔτε γι´ αὐτὸ ρωτᾶς
κι οὔτε για τίποτα.

Ποιός ν´ ἀπαντήσει ἄλλωστε ἀπὸ τὴν αἴσθηση
ἐρήμωσε κι ἡ ὄχθη ἐτούτη.
Κι ἴσως γι´ αὐτὸ νὰ εἶσαι τὸ χαλίκι
ποὺ βρῆκε ἡ λύπη μου σὰν ἦταν φεγγαρόφωτο
σὲ μονοπάτια
καὶ μόνο τῆς ἀράχνης ἡ καρδιὰ ἀκούγονταν
βαθιὰ στὸ χῶμα.
Ὕστερα ἐσχίστη καὶ ἄνοιξε.
Τὸ γέλιο του ἕνα μανιτάρι
πέρα ὥς τὴν ἄκρη τ´ οὐρανοῦ.
Ὁ τρόμος κάτω βιαστικὸς ἔπνιγε τὰ ἔμβια
εἰς διαταγὴν Ἡρώδη Ἀντίπα.
Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια ποὺ ἀνιστέκονταν 
πέφτοντας στὴν πύλη τοῦ αὐγούστου.

(1968)

[άτιτλο]

Καὶ πῶς τοῦ παραδίνονταν       λὲς καὶ τὰ μαύλισε
τὰ πράγματα     Ρίχνανε στα πόδια τους τὶς
νικημένες τους σημαῖες    τὰ ὅπλα τους     τὰ
διάσημα τῆς ἀρχοντιᾶς τους      κι ἀκόμα τοὺς
ἀδένες τους ποὺ ἐκκρίνανε τὶς σημασίες
ἐκεῖνες τὶς  ἀνείπωτες ποὺ ξεσηκώναν
τὰ αἰδοῖα τῶν Βακχῶν τὸσο ποὺ πιὰ δὲν ἔπαιρνε
ἄλλο κ´ ἔκανε πανιὰ γιὰ τὴν ἀλάλητη     γιὰ τὴ
γυμνὴ βερυκοκιὰ     νὰ τὴν κοιτάζει ἔφηβος
Ἀντίνοος τῶν βοστρύχων
Στράφι      στράφι οἱ νίκες
Μὰ τὸ ποτάμι τὸν ἀκολουθοῦσε
τὸν περίμενε ὅλο ρουφῆχτρες
Κι αὐτὸς ἀνύποπτος     τί ἀνισόπεδος
τί μὲ τὸ πλάσμα τῆς βαρύτητας σημαδεμένος
τί ἐραστὴς κατάνακρος μὲς στὴν ἀστροφεγγιὰ
στὴν ἀγγελοκρουσία
Τί μὲ τὸν ἄμωμο ἀγέρα ἀχόρταγος
τί μόνος     μόνος     καταμόναχος
γιὰ πάντα


Κ´ οἱ φρόνιμοι:     Ποιός εἶναι τοῦτος ὁ
πορφυρογέννητος τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀντάρας;
Ὁ δρόμος του χαράχτηκε     περνάει ἀπ´ τὶς
ἀστραπὲς     Ποὺ ὄχι μονάχα δὲ φυλάχτηκε ὁ
ἄμυαλος     μὰ ποὺ τραβοῦσε κατεπάνω τους ὁ
μαυλισμένος δρομολόγιο τῆς κόλασης     Κὶ πῶς
νὰ εἶναι ἡ θάλασσα ἀσπρόρουχο;     μὰ τί λέει
ὁ τρελός; Πῶς τ´ ἄπαρτο ἁδόφραγμα ξέστηθος
ἥλιος;     Καὶ ποῦ μαθὲς τὸ βρῆκε νά ´ναι τὸ
κάθε ἁλώνι μας τοῦ Χάρου καὶ τοῦ Διγενῆ;      Τί
λέει ἐτοῦτος;     Κι ἄν εἴτανε ὡς τό  ´πε σμίλη
δὲν θά ´γλυφε τὴν πέτρα νὰ βγάλει ἄνεμο;     Μὴν
 κάποτε δὲν ρώτησε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ ἄν εἶναι 
κόρη μέλισσας;     Κ´ ἐκείνη παραλοϊσμένη:
 ἄχ νά ´σουνα ὁ καλός μου     Κι ὅμως τῆς γύρισε 
τὶς πλάτες κ´ ἔφυγε     Τί νὰ ζητοῦσε;     Τώρα
πάλι κοπάδι ἐλάφια ἡ λύπη του:     ἡ ἀστρομάτα
ποὺ τὸν μάτιασε     μιὰ παναγιὰ λαφίνα
τοῦ τό  ´ταξε νὰ τόνε κάνει τοῦ θολοῦ νεροῦ
γιὰ πάντα

Ὅταν μετὰ αἰῶνες οἱ σκαπάνες σ´ ἀρχαῖο τάφο βρίσκοντας τὰ ὀστά μου θὰ δοῦνε πάνω τους νὰ φωσφορίζει τ´ ὄνομά σου ἄραγε θὰ ξαφνιαστοῦν; θὰ καταλάβουν; θά ´ναι ὥς τότε ἀκόμα ὁ ἔρωτας πνοὴ πρωιοῦ ἀπάνω στὸ τριφύλλι; θὰ βλασταίνει ἀκόμα τοῦτο στὸν πλανήτη ὅταν οἱ σκαπάνες;


Πηγή: http://www.tinta-china.net/h_kaknavatos.htm