Ο τρόπος να κινδυνεύομε, 1966
Πηγή: Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος, Ποίηση 1954-1994, Αθήνα: Νεφέλη 1995, σ. 89.
Πηγή: Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος, Ποίηση 1954-1994, Αθήνα: Νεφέλη 1995, σ. 89.
Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.
Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο!
Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του φόβο δεν προκαλεί.
Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί μπορεί να οδηγήσει άλλους.
Σιχαίνομαι ακόμη και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!
Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας
να χάνομαι για λίγο
να κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά
και να στοχάζομαι
να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά
πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.
Friedrich Nietzsche, Ποιήματα, μετ. Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία.
Μικρές μου παπαρούνες, μικρές φλόγες της κολάσεως,
εσείς δεν πληγώνετε κανέναν;
Αναβοσβήνετε. Μα δεν μπορώ να σας ακουμπήσω.
Βάζω τα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες. Μα τίποτα δεν καίει.
Με εξουθενώνει που σας βλέπω να αναβοσβήνετε με τον τρόπο αυτό,
έτσι ζαρωμένες και κοκκινωπές που είστε, σαν το δέρμα ενός στόματος.
Ενός στόματος που αιμορραγεί.
Μικρές αιματηρές φούστες!
Υπάρχουν ορισμένες οσμές που δεν μπορώ να ακουμπήσω.
Πού είναι το οπιούχο σας και οι εμετικές σας κάψουλες;
Μακάρι να μπορούσα να αιμορραγήσω, ή τουλάχιστον να κοιμηθώ! –
Μακάρι το στόμα μου να ζευγάρωνε με έναν πόνο σαν και αυτόν!
ή μακάρι οι χυμοί σας να κυλούσαν μέσα μου, σ’ αυτήν την γυάλινη κάψουλα
και να μείνω ακίνητη, βαριεστημένη.
Αλλά άχρωμη. Άχρωμη.
μετάφραση: Νικόλας Προδρόμου)
Στα είκοσί του αισθανόταν
Πως ήταν έφηβος ακόμα·
Και όταν έφθασε σαράντα
Πως ήταν έφηβος διπλά.
Στα εξήντα, το ‘νιωσε τριπλά.
Και στα ογδόντα του, καθώς
Πλησιάζουνε διστακτικά,
Ελπίζει να το νοιώσει τετραπλά.
Για τα εκατό του, τώρα τι να πει;
Ξέρει, δεν θα τα φθάσει μάλλον·
Εφηβο πια δεν θα τον ξαναδούν.
Ισως να μείνει μόνον έτσι
Στη μνήμη κάποιων άλλων,
Εφήβων φυσικά κι αυτών,
Μικρότερων ή πιο μεγάλων.
Παρις Τακοπουλος
Από τα Προλεγόμενα των Ποιητικών (2010)
Όταν τα πάντα πια εξαντλούσε γύρω του και μέσα του
κι ήταν σα να βυθιζόταν, - θυμόταν τότε να προφέρει
μια λέξη μόνον: ά γ α λ μ α (και, φυσικά, εννοούσε
άγαλμα ελληνικό, γυμνό). Κι ευθύς, ολόγυρά του
ανοίγονταν ονόματα - νησιά· ένα γόνατο έλαμπε
αντίκρυ στη θάλασσα· η φαρέτρα του μικρού τοξότη
διακρίνονταν θαμμένη κάτω από λοφίσκο λεπτής άμμου.
Ντυνόταν, έβγαινε στην Αγορά. "Καλημέρα σας", έλεγε.
Κρεοπωλεία, σταμνάδικα, οπωροπωλεία. Αγόραζε σταφύλια
ελευθερώνοντας εκείνη τη βαθιά, γαλήνια κι ανεξάντλητη
χειρονομία ενός κομμένου μαρμάρινου βραχίονα.
[Γιάννης Ρίτσος, Κιγκλίδωμα, 1969]
5
Ἄλλο ἀπὸ τὸ παραλήρημα δὲ σοῦ ´μεινε φυσίγγι δὲν ἔχει ἄλλη ἐκβλάστηση ἀπὸ τὴ φλέβα σου ποὺ πλημμυράει τὴν πολιτεία συρίζοντας ὥς τὸν ἐνδότοιχο σφαγμένη ἐντός σου μιὰ ἐρώτηση δὲ λέει νὰ σωπάσει ἀνατέλλει δύει ἐντάφια πλεισιφαὴς μὲ φεγγάρια χαίνει μὲ παλίρροιες ὅπως ἁπλώνει στὰ ὀρυκτὰ τὸ ἔκζεμα τοῦ πλανήτη κι ἀπὸ τὴ βολὴ τοῦ προγόνου δὲ σβήνει ἡ ἠχώ.
20 Τὴ χαρακιὰ λέω πού ´χεις στὰ πετρένια μάγουλα λέω ποῦ τάχα νὰ κατάγεται ἐξοστρακίστηκε ποὺ σ´ ἄγγισε ἡ ἀστροφεγγιὰ κι εἶναι τὰ μάρμαρα αἰματιὰ γιὰ πάντα ἡ σάρκα σου ἕνας ἔμφυτος ἐπίδεσμος πῶς θ´ ἀναστρέψεις τὴν ὀργή σου σὲ γλυκόριζα πῶς γιὰ ταφὴ θὰ παραδώσεις τὴν ἐρώτηση ἕναν πνεύμονα ἀπόκρημνο τὴν καταιγίδα ποὺ ἀνάθρεφες μὲ οὐρανὸ φαρμάκι.
Ἡ κλίμακα τοῦ λίθου (1964)
Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου Πρῶτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς· Κι ὕστερα καλὴ μ´ αὐτοὺς φιλεναδίτσα τρυφερὴ ὐποσχετικὴ οἱ ἀχρεῖοι. Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ ἀνοιχτὸ τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας ἀπ´ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα. Μὴν ξεχάσεις· φτύσ´ τους. Ἄς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων ἄς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι. (1967) Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς Θυμήσου· τὸ μαχαίρι μου ἀσκεῖται συνέχεια στὸ δίκαιον. Ρωτᾶς γιὰ τὴ ρωγμὴ στὸν τοῖχο ποὺ στάζει τὸν ἀμίλητο. Ρωτᾶς γιὰ ἔξοδο, γιὰ τὴ ρωγμή σου. Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς νησὶ τῆς ἄβυσσος. Πῶς σέρνεται μὲ τὴ λαβωματιὰ σὲ θάμνα καὶ ἀχνάρια πίσω του τὰ αἵματα; Αὐτὸ ποὺ τρίζει μέσα στὴ σιωπὴ εἶναι τὸ μονοπάτι σου ποὺ τώρα μόνο πάει καὶ πάει. (1967)
Ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο Ὁ στόμφος ἐκούρασε· σύμφωνοι. Τὸ θάμπος δυνάστεψε, τοῦ λόγου, ὥς τὴν παραμόρφωση· καὶ πάλι σύμφωνοι. Ἄσχετο ποὺ μὲ τοὺς ἀστοὺς μακάρια πιὰ παρακμάζει· σωστά. Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ ἐξομολόγησης - συγγνώμη. ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα; Μὴ διακόπτεις· λοιπὸν εἶπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λένε, ἄν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην, κι ἄς εἶναι ἄβυσσο κι ἄς εἶναι ἀπὸ σκοτάδι πιὸ ἄρρητη. Χα... Μὰ ποὺ ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο νύχτα μονομαχεῖ καὶ μέρα μὲ τὸ ἀνέφιχτο; Καὶ ποὺ ἀνηφορίζει; Κι ἀκόμα τὸν κρανίου τόπο ἀνήφορο κι ἀκόμα; Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ´ ἀκουστεῖ; Ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα; Ἀφήνω ποὺ, αὐτὸ μᾶς ἔλιπε, θ´ ἀκούγεται ὡσὰν εὐχαριστῶ τὸν ἐξοχότατο κανάγια. (1968)
Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια Οὔτε γι´ αὐτὸ ποὺ σὲ γοήτευε, τὸ κανέλι τῆς φρυγμένης γῆς, καὶ πρόσφατα ποὺ στέγνωνε μὲ τὰ τζιτζίκια λήγοντας τοῦ αὐγούστου. Οὔτε γι´ αὐτὸ ρωτᾶς κι οὔτε για τίποτα. Ποιός ν´ ἀπαντήσει ἄλλωστε ἀπὸ τὴν αἴσθηση ἐρήμωσε κι ἡ ὄχθη ἐτούτη. Κι ἴσως γι´ αὐτὸ νὰ εἶσαι τὸ χαλίκι ποὺ βρῆκε ἡ λύπη μου σὰν ἦταν φεγγαρόφωτο σὲ μονοπάτια καὶ μόνο τῆς ἀράχνης ἡ καρδιὰ ἀκούγονταν βαθιὰ στὸ χῶμα. Ὕστερα ἐσχίστη καὶ ἄνοιξε. Τὸ γέλιο του ἕνα μανιτάρι πέρα ὥς τὴν ἄκρη τ´ οὐρανοῦ. Ὁ τρόμος κάτω βιαστικὸς ἔπνιγε τὰ ἔμβια εἰς διαταγὴν Ἡρώδη Ἀντίπα. Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια ποὺ ἀνιστέκονταν πέφτοντας στὴν πύλη τοῦ αὐγούστου. (1968)
[άτιτλο]
Καὶ πῶς τοῦ παραδίνονταν λὲς καὶ τὰ μαύλισε τὰ πράγματα Ρίχνανε στα πόδια τους τὶς νικημένες τους σημαῖες τὰ ὅπλα τους τὰ διάσημα τῆς ἀρχοντιᾶς τους κι ἀκόμα τοὺς ἀδένες τους ποὺ ἐκκρίνανε τὶς σημασίες ἐκεῖνες τὶς ἀνείπωτες ποὺ ξεσηκώναν τὰ αἰδοῖα τῶν Βακχῶν τὸσο ποὺ πιὰ δὲν ἔπαιρνε ἄλλο κ´ ἔκανε πανιὰ γιὰ τὴν ἀλάλητη γιὰ τὴ γυμνὴ βερυκοκιὰ νὰ τὴν κοιτάζει ἔφηβος Ἀντίνοος τῶν βοστρύχων Στράφι στράφι οἱ νίκες Μὰ τὸ ποτάμι τὸν ἀκολουθοῦσε τὸν περίμενε ὅλο ρουφῆχτρες Κι αὐτὸς ἀνύποπτος τί ἀνισόπεδος τί μὲ τὸ πλάσμα τῆς βαρύτητας σημαδεμένος τί ἐραστὴς κατάνακρος μὲς στὴν ἀστροφεγγιὰ στὴν ἀγγελοκρουσία Τί μὲ τὸν ἄμωμο ἀγέρα ἀχόρταγος τί μόνος μόνος καταμόναχος γιὰ πάντα Κ´ οἱ φρόνιμοι: Ποιός εἶναι τοῦτος ὁ πορφυρογέννητος τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀντάρας; Ὁ δρόμος του χαράχτηκε περνάει ἀπ´ τὶς ἀστραπὲς Ποὺ ὄχι μονάχα δὲ φυλάχτηκε ὁ ἄμυαλος μὰ ποὺ τραβοῦσε κατεπάνω τους ὁ μαυλισμένος δρομολόγιο τῆς κόλασης Κὶ πῶς νὰ εἶναι ἡ θάλασσα ἀσπρόρουχο; μὰ τί λέει ὁ τρελός; Πῶς τ´ ἄπαρτο ἁδόφραγμα ξέστηθος ἥλιος; Καὶ ποῦ μαθὲς τὸ βρῆκε νά ´ναι τὸ κάθε ἁλώνι μας τοῦ Χάρου καὶ τοῦ Διγενῆ; Τί λέει ἐτοῦτος; Κι ἄν εἴτανε ὡς τό ´πε σμίλη δὲν θά ´γλυφε τὴν πέτρα νὰ βγάλει ἄνεμο; Μὴν κάποτε δὲν ρώτησε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ ἄν εἶναι κόρη μέλισσας; Κ´ ἐκείνη παραλοϊσμένη: ἄχ νά ´σουνα ὁ καλός μου Κι ὅμως τῆς γύρισε τὶς πλάτες κ´ ἔφυγε Τί νὰ ζητοῦσε; Τώρα πάλι κοπάδι ἐλάφια ἡ λύπη του: ἡ ἀστρομάτα ποὺ τὸν μάτιασε μιὰ παναγιὰ λαφίνα τοῦ τό ´ταξε νὰ τόνε κάνει τοῦ θολοῦ νεροῦ γιὰ πάνταὍταν μετὰ αἰῶνες οἱ σκαπάνες σ´ ἀρχαῖο τάφο βρίσκοντας τὰ ὀστά μου θὰ δοῦνε πάνω τους νὰ φωσφορίζει τ´ ὄνομά σου ἄραγε θὰ ξαφνιαστοῦν; θὰ καταλάβουν; θά ´ναι ὥς τότε ἀκόμα ὁ ἔρωτας πνοὴ πρωιοῦ ἀπάνω στὸ τριφύλλι; θὰ βλασταίνει ἀκόμα τοῦτο στὸν πλανήτη ὅταν οἱ σκαπάνες;
Πηγή: http://www.tinta-china.net/h_kaknavatos.htm