Ηράκλειτος
Στην Έφεσο
πρωινό με την αδρή
συντροφιά ενός καυτού
ήλιου, γιομάτου παιχνίδι,
είδα
τον Ηράκλειτο
να παίζει πεσσούς
με τα παιδιά.
-Φίλε, μου είπε
- Τα πάντα ρει
και ουδέν μένει...
Με ξέχασε μετά
στο παιχνίδι του...
Ρει
Τα πάντα ρει,
οι κόσμοι της γης
του σύμπαντος τα πυκνά
νέφη άστρων.
Ρει ο πλούτος κι η
κακήροη δόξα
η ομορφιά κι η οξύθυμη
ασκήμια τα πετεινά
κι η φωτιά.
Οι πλανήτες
πλάνητες ρέουν
στο άχρονο μέλλον,
καθώς κι εγώ στο
βύθισμα του χαοτικού
άναρχου χρόνου,
ανεπαίσθητα
βυθώ...
Ο παππούς μου
Ο παππούς άφησε
την φραγκοσυκιά και την πέτρα,
κατέβηκε στο Λιμάνι
κοντά στο παραγάδι και το δίχτυ,
με την φουρτούνα στην ψυχή
και τα χέρια.
Ο παππούς
ψηλός Μανιάτης
από ίσκρα, πίσα και χώμα,
έφκιανε σκαριά και τέκνα
μακρυά απ' τους πύργους
στα λιμάνια του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκα εγώ
ταξιδευτής.
Πηγή: Μεγάλη Πελοποννησιακή Λογοτεχνική Ανθολογία (Πεζογραφία-Ποίηση), τ. Γ' , Αθήνα: Οργανισμός Πελοποννησιακών Εκδόσεων «Η Βιβλιοεμπορική» 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου