Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023
Λάμπρος Πορφύρας - Γαλήνη
Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.
Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.
Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,
μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
Λάμπρος Πορφύρας - Παλιά αυλή
Τα σκλαβωμένα σου εξεχείλιζαν μαλλιά,
φτωχούλα μου, απ΄ το μαύρο σου μαντίλι,
κι η χειμωνιάτικη τα χάιδευε αντηλιά,
χλωμή σαν απ΄ αρρώστου αχνό καντήλι.
Κάτω απ΄ τη μαραμένη μας κληματαριά
το χέρι σου στο χέρι μου ακουμπούσε
κι ήταν η μόνη πεταλούδα απ΄ το βοριά
που εσώθη και στον ήλιο ακόμα εζούσε.
Δάκρυα και λόγια δεν εβγαίνανε πικρά
να πούνε το θλιμμένο χωρισμό μας,
μ΄ εκοίταζες βουβή, και τα ξερά
κλωνάρια μόνο ελέγαν τον καημό μας.
Κοντάς μας κι η μανούλα σου η γριά, σκυφτή,
μαυροντυμένη δίπλα εκεί στη θύρα,
αχ! έτσι όπως στεκότανε, βουβή κι αυτή,
του χωρισμού μας έμοιαζε η Μοίρα.
Λάμπρος Πορφύρας
Λάμπρος Πορφύρας - Το Ταξίδι
Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,
λίγοι παλιοί σύντροφοι μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλήνη, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.
Ούτ' ένα σύννεφο κι ούτ' ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.
Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί.
Φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγος, φως πέρα ως πέρα:
Μα ποιος επήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί;
Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; Γελάει
όλ' η γλυκειά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,
στ' άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει:
Όπου και να 'ναι μακριά θα φανεί της Χαράς το νησί...
Θωμάς Τσαλαπάτης - Ο νεκρός
-Μέσα μου μεγαλώνει ένας νεκρός
Γεννημένος τη γέννησή μου
Τις μέρες μου πίνει
Μέχρι να φτάσει το μέγεθός μου
-Μέσα μου κουβαλώ έναν νεκρό
Την ακινησία του αναπνέω
Μέχρι να μεγαλώσει
Μέχρι να αγγίξει το δικό μου σχήμα
-Μέσα σου μεγαλώνω
Την κίνησή σου ανασαίνω
Στις πλάτες του με κουβαλά ένας νεκρός
Ένας νεκρός στο δικό σου σχήμα
-Μέσα μου κουβαλώ έναν νεκρό
Σχήμα στο σχήμα μου
Μεγαλώνει ενώ μικραίνω
Μέχρι να συναντηθούμε
Στο μέγεθός σου
-Όμοιοι
Αγκαλιασμένοι στο ίδιο σχήμα
-Ένας πνιγμός
Στο δικό μου σχήμα
-Μέσα μου κουβαλώ έναν νεκρό
Και μέσα μου μεγαλώνει
Μέχρι να φτάσει το άθροισμά μου
Μέχρι να αγγίξει το σχήμα
-Και όλα τα σχήματα μέσα μου
Και μέσα μου πνίγονται
Μέσα μου τόσος πνιγμός
Και συ ακίνητος
Μέσα στο σώμα
-Σχήμα πνιγμού
Μέσα μου μεγαλώνει
Να πιουν οι νεκροί
Να πιούνε οι λέξεις
-Μέσα μου μεγαλώνω έναν νεκρό
Στο σχήμα του βουτούν χείλη οι λέξεις
Το θάνατο στο σώμα μου ξεδιψούν
Μέχρι να αγγίξουν το δικό μου σχήμα
Και τόσος πνιγμός
ακίνητος μέσα στο σώμα
Πηγή: Πνιγμός, εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Nicanor Parra - [αποφθέγματα]
Για ποιό λόγο έχουμε γεννηθεί άνθρωποι
αν μας δίνουν ένα θάνατο ζώων. * Αμνέ του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου,πες μου πόσα μήλα υπάρχουν στο γήϊνο παράδεισο; * Νομίζουμε πως είμαστε ο τόπος και η αλήθεια είναιπως είμαστε μόλις το τοπίο. * Πες μου ποιές είναι για σένα οι 10 λέξεις οι πιο όμορφεςτης ισπανικής γλώσσας και θα σου πω ποιός είσαι. * Η Σκέψη πεθαίνει στο στόμα. * Αριστερά και Δεξιά ενωμένεςποτέ νικημένες. * Η πραγματικότητα τείνει να εξαφανιστεί. * Μαρξιστής; Άθεος, με τη χάρη του Θεού. * Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνει.Αυτό που θέλω να πω είναι άλλο. * Πρώτη αρχή όλων των κορυφαίων έργωννα περάσουν απαρατήρητα. * Η.Π.Α. Όπου η ελευθερία είναι ένα άγαλμα. * Κάθε ποιητής που εκτιμάει τον εαυτό τουπρέπει να έχει το δικό του Λεξικό. * Ο ποιητής δεν τηρεί το λόγο του αν δεναλλάζει τα ονόματα των πραγμάτων. * Ὀταν περάσουν τα χρόνια κι εγώ θα είμαι μόνοένας άντρας που αγάπησε, ένα όν που σταμάτησεμια στιγμή απέναντι στα χείλη σου, ένας φτωχός άνθρωποςκουρασμένος από το να βαδίζει στους κήπους,που θα βρίσκεσαι εσύ; [μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης]Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/
Γιώργος Μανιάτης - Τα στοιχειώδη
Να είναι κανείς ποιητής είναι ένας τρόπος, όχι ο μόνος να ζει κανείς. Είναι ο τρόπος να ζει κανείς σαν άνθρωπος. Να ζει κανείς σαν άνθρωπος θα πει να ζει λίγο, το λιγότερο δυνατό. Η ακράτεια, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής, παραμένει βεβαίως το χαρακτηριστικό των ανθρώπων! Δεν είναι αυτό που χαρακτηρίζει τους ποιητές. Ώστε αν συμωφνώ με τον Holderlin -συμφωνώ-, ότι «ο άνθρωπος, σαν ποιητής κατοικεί τον κόσμο», είμαι υποχρεωμένος να συμπεράνω ότι η ανθρωπότητα, για να το πω με το σας και με το σεις, δεν αποτελείται από όλα της τα μέλη. Ποιητής είναι ο αυτοδημιουργούμενος και ποτέ ακόμη δημιουργημένος, δηλαδή, αναγκαστικά ένας ερημίτης.
Γιώργος Μανιάτης, Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου, εκδ. Στιγμή
Αργύρης Χιόνης - Περιγραφή ενός αισθήματος
Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023
Γιώργος Σεφέρης - Η Χώρα του Αχωρήτου
Πέφτουν ολοένα σήμερα νομίσματα πάνω στην πολιτεία
ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαματιά στο χώμα
ανοίγει μια καινούργια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με.
Μαριέττα Καβάσιλα-Σκιαδοπούλου - Μικρά έντομα
Σε ικετεύω Πανάγαθε φύλαγε τα τζιτζίκια και τ' αηδόνια για να ομορφαίνουν οι μέρες και οι νύχτες, φύλαγέ μας από την ύπουλη σκέψη που εξοντώνει τα καναρίνια και τους κορυδαλλούς, τα σπουργίτια και τους κοκκινολαίμηδες, το ρούβελα και το τρυποκάρυδο, τις μικρές πυγολαμπίδες που σπιθίζουν τις νύχτες του Μάη, τους γρύλλους του καλοκαιριού που στοιχειώνουν τις τηλιές, φύλαγέ μας. Να υπάρχει τουλάχιστο ξημέρωμα στον κόσμο για τα μικρά έντομα που είμαστε.
Πηγή: Ποιήματα (1978-1998), εκδ. Έψιλον, Κέρκυρα 1999
Θωμάς Τσαλαπάτης - [άτιτλο]
Η ηλικία.
Αυτή αλλάζει ανάλογα με το υψόμετρο.
Είναι γιατί ο θάνατος που εκκρεμεί
προσαρμόζεται
στο ενδεχόμενο της εκάστοτε πτώσης.
Το παρόν.
Συντονισμένο στην ηλικία κάθε μορφής που σέρνεται.
Το παρόν σου.
Πιο ψηλά
ενώ οι ήλιοι βουλιάζουνε μέσα στον ήλιο.
Γεωγραφίες των Φριτς και των Λανγκ
Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα
Τι Εμοί και σοί, γύναι;
Στο γάμο της Κανά υστερήσαντος του οίνου
τόλμησα να πω κι εγώ μια γνώμη
για το κρασί. Σου θύμιζα έτσι
μόνο για μια φορά την ύπαρξη μου
τη θυσία της άμωμης σύλληψης
την αξιοπρέπεια του Ιωσήφ
τα λίγα ταπεινά
που μια παρθένα κι ένας ξυλουργός
μπορούσαν να διδάξουν σ' ένα νήπιο
έστω και θείο.
Αργότερα μας πίκρανες με τη φυγή Σου
κανένα μήνυμα δεν πήραμε για χρόνια
ώσπου όταν γύρισες λαμπρός
ήσουν απόμακρος
σαν να 'χες κάτι από θεό.
Ύστερα ήρθαν τα μαρτύρια
οι προπηλακισμοί κι η σταύρωση Σου —
σταύρωση και για μένα
όπως ή ανάσταση Σου
και δική μου ανάσταση.
Αν όμως τόσους αιώνες
βλέπεις σε κάθε εικόνα μας
να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη
δεν είναι μόνο ο πόνος
για τα εγκόσμια βάσανα Σου
όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά:
«Γυναίκα, τι σχέση έχω με σένα Εγώ;» —
πικρία όχι Θεομήτορος
όχι αγίας καν
μονάχα μάνας.
-----------------------------------------------
Ένα κερί
Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φθάσει εκεί ψηλά
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
κι η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.
-------------------------------------------
Καθώς πλησιάζει η ώρα
Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως να ‘ναι αλήθεια.
Ποιος όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:
Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.
------------------------------------------------
Προπατορικό
Αυτός ο όφις που έφθασε στην πόλη μας
μ' ένα ακέραιο μήλο κατακόκκινο για μας
πέρασε απαρατήρητος.
Κανείς δεν το δοκίμασε
κανείς δε σκέφτηκε ούτε καν
να μπει στον πειρασμό της γεύσης του.
Βαρύ και ναρκωμένο πια το φίδι
έχει κουλουριαστεί στη μέση της πλατείας
χωνεύοντας το μήλο
αφού θα 'πρεπε
κάποιος να 'χε πεισθεί
και να δαγκώσει.
----------------------------------------------
Ο Λάζαρος μετά το θαύμα
Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία
όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.
Τώρα, θύμα ενός θαύματος, για χρόνια περιφέρομαι
ένας ρακένδυτος που τον κοιτούν όλοι φιλύποπτα
αν πρέπει να τον πάρουν για τρελό ή να τον πιστέψουν.
Μα κι ο ίδιος πια δεν ξέρω τι, ποιος είμαι
χωρίς καν συγγενείς και φίλους που όλοι φοβηθήκαν
ή ζήλεψαν για τους δικούς τους- ποιος να ξέρει;
Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου
οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης
ποτέ δεν σκέφτηκες τι απέγινε
ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου.
Ω ναι, δεν έπρεπε στο «Δεύρο έξω» να υπακούσω
μα την ειρηνική μου οδό αποσύνθεσης ν' ακολουθήσω
ταπεινά, σαν τους κοινούς θνητούς.
Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω
σε τι ανάσταση νεκρών
ανάμεσα σ' εξαίρεση ζωής
και στον κανόνα του θανάτου;
Και τέλος
πού να βρω δύναμη προτού πεθάνω να πεισθώ
ότι στ' αλήθεια και για πάντα
θα πεθάνω;
Γιάννης Βαρβέρης, Ο άνθρωπος μόνος, Εκδ. Κέδρος 2009
και Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα Β’ 2001-2013, εκδόσεις Κέδρος, 2013
Αναδημοσίευση από: www.e-keimena.gr
Χρήστος Μπράβος - Όλη τη νύχτα εφύτρωναν τριαντάφυλλα
Δεν ήτανε σε κήπο
δεν τα πότιζε ούτε βροχή –
κανένας.
Περνούσαν άλογα
με νύχια στο βαμπάκι
βούλιαζαν σε γαλάζιο του ματιού
κι η νύχτα στέναξε.
Ήτανε Αύγουστος με τάφους
με φτερά
με ξένα λόγια.
Παίρναν τα λόγια τα φτερά
και τα φτερά τους τάφους
και τ’ άλογα εμαρμάρωσαν.
Ποιος άκουσε την ντουφεκιά;
Έσπασαν τ’ άλογα τινάχθηκαν
κομμάτια· και δεν έπεφταν
εγύριζαν αργά
-σκυλιά του χάους-
έβγαινε κι αίμα
δεν χυνόταν πουθενά
πάγωνε τα ρολόγια. Γιατί
στου Μοντιλιάνι εφύτρωναν το στόμα
τα τριαντάφυλλα.
Δημήτρης Κάββουρας - Ποιήματα
ΚΑΤΙ
Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου
κάτι σαν κέντημα, σαν πέτρα, σα λουλούδι
τόσο απαλό κιʼ ωραίο που να μοιάζει σου
και νάναι απείραχτο απʼ του χρόνου τʼ άγριο χνούδι.
Νάναι πλεγμένο, θέλω, από τα χέρια σου
νάναι σαν κράξιμο απʼ τα δικά σου χείλη
κάτι σα δάκρυ απʼ την χλωμήν εικόνα σου
κάτι θαμπό σα φλόγα από καντήλι.
Θέλω από σένα κάτι̇̇ κι έχω φύλαγμα
τέτοιο, που ανέγγιχτο ό,τι δώσεις μου θα μείνει:
Έχω έναν ίσκιο στης καρδιάς τα τρίσβαθα
για των λευκών σου των χεριών την καλωσύνη.
«ΟΙΩΝΟΙ» (1959)
ΑΡΚΕΙ
Κάθε που ρχόσουν φέρνοντας μιας νέας στιγμής το θάμπος
έτσι που δεν ξεχώριζα το τώρα από το χτες
ανθοβολούσε η κάμαρα κι όρμαγε μέσα ο κάμπος
κι έλεγα τέτοια ονείρατα πως δεν ξυπνούν ποτές.
Μα όπως γεφύρωνε ο καιρός καιρούς μʼ ανθούς και χιόνια
ξεχώρισαν οι στράτες μας, μʼ αλάργεψες και συ
κι ούτε που το κατάλαβα πως ρχόσουν τόσα χρόνια
κι έλεγα ως το σκεφτόμουνα: που το θυμάμαι, αρκεί.
«ΑΙΘΡΙΑ» 1962
στερνη φωνη
Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένα χέρι φυτεύει το δέντρο
ένα χέρι το ορίζει.
Δίνει τον ήσκιο του
παρηγοριά των αποσταμένων.
Καρπίζει και φυλλώνει
ο μόχθος να πλερωθεί.
Μιας γενιάς θα γίνει το δέντρο της ζωής
μιας πολιτείας το σύνορο.
Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένας χειμώνας
που δεν ξυπνάει του Μάρτη το πρωινό
ένα τσεκούρι ανελέητο,
η φωτιά.
Στη ζωή και στο θάνατο
ωραίο, ανθρώπινο, αγαθό.
Όπως ζει κανείς, πεθαίνει.
Έτσι ο θάνατος έρχεται νωρίτερα
για το πουλί που δεν κελαδεί
για το μύλο που δεν γυρίζει
για το στάχυ που δεν καρπίζει
για το μαχαίρι που στομώνει
για το σουραύλι που σιωπά.
Μην αρνηθούμε τούτο το αγαθό
πούχει δέσει κόμπο την καρδιά του ανθρώπου
για να χτυπάει
για κάποιο στη ζωή σκοπό.
Αυτόν τον άνθρωπο, ήθελα να πω,
αν δεν του απλώσουμε τα φτερά
αν του μαγκώσουμε τη φτερωτή
αν του σπάσουμε τις χορδές
τον σκοτώνουμε.
Ζεις, για να θέλεις και να μπορείς.
Ζεις, όσο θέλεις και μπορείς.
Πάτρα,
Νοέμβριος 1967, Ιούνιος 1968.
«ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΥΘΟΥ» 1978
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ
ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ στην άκρη του γκρεμού
και δε μου άπλωνες το χέρι.
Με κυττούσες μόνο και δεν έλεγες
τίποτε. Δεν ήξερες όμως
πως απʼ αυτό το βλέμμα σου
κρατιόμουν.
«ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ» 1985
ΕΙΜΑΙ
Ένα δέντρο είμαι που περπατεί.
Η σκιά μου σαν έμμονη ιδέα με ακολουθεί
και το τραγούδι μου φυλλορροεί στους τέσσερις ανέμους.
Ένα σκιάχτρο είμαι στην ερημιά.
Τα τραίνα που περνούν
με ταχύτητα αστραπής διαβάζουν τη σκέψη μου
που γίνεται καπνός στη μνήμη των ανθρώπων.
Ένα πέλμα είμαι πάνω στη γη.
Το άλλο μου σώμα αεροβατεί
κι επισκοπεί τα παράξενα του κόσμου.
Ένα δέντρο είμαι σαν ουρανός.
Στους κλώνους μου παγιδεύω τους ανέμους
κι όταν αποδημούν τα πουλιά
ξεμένω με τους απελπισμένους.
«ΕΣΤΩ» 1988
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Σʼ αυτά τα σπίτια δεν υπάρχουν γωνιές να καταχωνιάσεις τα μυστικά σου,
ούτε παράθυρα με ορίζοντες ανοιχτούς για να τα φυγαδεύσεις.
Κι οι δρόμοι στις πόλεις είναι απέραντοι και με φώτα πολλά, που κάνουν
τη νύχτα μέρα. Πουθενά δεν βρίσκεις λίγη διάκριση, λίγη μοναξιά – τόπο και χρόνο-
για να συναντήσεις ήσυχα τον εαυτό σου, εξόν κι είναι φθινόπωρο, που αδειάζουν
οι δρόμοι κι οι πλατείες, καθώς πιάνει βροχή και σκορπάει ο κόσμος.
Τότε γυρίζεις στο σπίτι κυνηγημένος από την μπόρα, με τους δικούς σου
να σε περιεργάζονται και να ρωτούν για τον καιρό.
Την κρυφή χαρά που σε συνέχει, οι άλλοι δεν την μαντεύουν: τη χαρά πως αντάμωσες
πάλι τους ήρωες σου, σαν τότε που κρυβόσουν -παιδί – στο κελλάρι,
πλέκοντας δικούς σου θρύλους στη βροχή. Κι ευχαριστημένος, κρατώντας το μυστικό
αυτής της αναδρομής, τινάζεις το παλτό σου………………………………………………………………..
«ΙΔΙΩΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ» 1990
ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΟΥ
Για φαντάσου να πήγαιναν όλα καλά.
Να είχαμε παντρευτεί τον πρώτο μας έρωτα
να είχαμε μπει με την πρώτη στο πολυτεχνείο
να είχαμε κερδίσει την πρώτη δημοπρασία.
Να μην ξέρουμε πως χτυπά η καρδιά από νοσταλγία
να μην έχουμε ξαναδοκιμάσει, να μην έχουμε απογοητευτεί.
Για φαντάσου να είμαστε ικανοποιημένοι.
«Η ΡΟΒΜΙΑ» 1997
Η ΚΟΥΖΙΝΑ
Ένας φτωχός ίσως πλούσιος.
Β.ΟΥΓΚΟ (Οι Άθλιοι)
Κάποια ώρα, προς το βράδυ, μια άφωνη κλήση μας
αποσπούσε από ό,τι κι αν κάναμε, από όπου κι αν
βρισκόμαστε. Και σαν από κάποιο ένστικτο οδηγημένοι,
τραβούσαμε ένας ένας για την κουζίνα.
Ο πατέρας παράταγε την εφημερίδα, εμείς τα παιχνίδια,
για να βρεθούμε μπερδεμένοι στα πόδια της μάνας,
που εκείνη την ώρα πάντα κάτι ανακάτευε
πάνω στη φωτιά. Ο τσοπάνος δρόμος μας λευτέρωνε
από την επιτήρηση του μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει
και γυρίζαμε μόνοι μας στο μαντρί
-οδοιπόροι της νύχτας που κάπου διακρίνουν φως.
Τότε ο κόσμος όλος γινόταν ξαφνικά μικρός.
το σύμπαν συσπειρωνόταν γύρω από την εστία,
το σπίτι μεταμορφωνόταν σε βασίλειο, η γωνιά μας
γινόταν απόρθητη̇ κι εγώ ξεχνούσα πώς ήθελα να
γίνω θαλασσοπόρος.
«ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ» 1997
ΤΕΤΑΡΤΗ
Το γκρίζο απόγευμα ξεθωριάζει
καταχωνιασμένο πίσω απʼ τις θαμπές κουρτίνες
που κρέμονται απεγνωσμένα.
Οι ανταύγειες από τα φώτα του δρόμου
ξυπνούν το φάντασμα της φωτογραφίας
που επιμένει να έχει γνώμη, ή, έστω, να θυμίζει.
Ένα σύννεφο καπνού σαν ξέφτι από σκοτάδι
ανεβαίνει κάθε τόσο από τα πνευμόνια της πολυθρόνας
και σαν φύλλο ξερό έτοιμο να πέσει
θροΐζει η σελίδα του βιβλίου που σκοτώνει
τον ήρωά του. Η ρόμπα
που περιφερόταν στο ημίφως ζητώντας το κορμί της
παρουσιάζεται μόλις γυρίσει ο διακόπτης
με τη σουπιέρα νʼ αχνίζει. Και μʼ ένα δείπνο
η μέρα τελειώνει.
«ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» 2001
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
Να μετακομίζεις βράδυ, είναι η καλύτερη ώρα.
Δεν σε παίρνει είδηση κανένας. Σβήνεις το φως
τρυπώνεις στα σκεπάσματά σου, βάζεις σπινά το κασετόφωνο
κι αρχίζεις να κουβαλάς ένα – ένα τα πράγματά σου
από την παλιά σου κάμαρα.
Καταφθάνουν ύστερα οι παιδικοί σου φίλοι
μοιράζεσαι μερικές ώρες μαζύ τους
και σαν τότε, σήμερα, ένα άλλο σήμερα ονειρεύεσαι.
ΑΜΗΧΑΝΙΑ
Το χαρτί τελειώνει̇̇̇ το μολύβι μου
άφησε κιʼ αυτό την τελευταία του πνοή̇
νυχτώνει και δεν έχω φως. Και τώρα
τι γίνεται; Τώρα, θεέ μου, συγκράτησέ με̇
τώρα μη μου κατεβάσεις καμιά καλή ιδέα
και δεν έχω τι να την κάνω.
ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Μου άφησες την ψάθα
για να μη με καίει ο ήλιος̇
μου άφησες την ομπρέλλα
σε περίπτωση βροχής̇
μου άφησες τα γάντια
για να μη ξυλιάζουν τα δάχτυλά μου.
Μου άφησες τόσα τέλοσπάντων
ώστε η φτώχεια μου
να σπαταλιέται μέσα σε πολλά.
Όμως μου πήρες τα παπούτσια.
Στην ουσία με αφόπλισες. Γιατί
πώς να διασχίσω ανυπόδητος
αυτόν τον χέρσο τόπο με ταʼ αγκάθια
που μας χωρίζει.Πώς να θυμάμαι,
ακολουθώντας τʼ αχνάρια σου,
χωρίς να ματώνω.
«ΕΥΘΕΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ» 2005
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Πράσινο του πεύκου, σταχτί της ελιάς, κίτρινο του σπάρτου.
Κι ο κάμπος παλέτα. Από αγρός, τοπίο.
Του κόσμου τα επιφάνεια σʼ ένα σβώλο χώμα.
Κι ό,τι πιάσει του μάστορη το χέρι
δένει με το φως. Κι αν είναι πέτρα,
ριζώνει̇ κι αν είναι πλίθα, χτίζει
κι αν είναι λάσπη, κολλάει.
Ασβέστης και κοκκινόχωμα̇ κεραμιδί και σχιστόλιθος.
Θεός και χτίστης ο κύριος της γης.
Σε μια μέρα γίνηκε ο κόσμος
σε μια νύχτα πάλιωσε. Νυχτόημερο
η αιωνιότητα.
Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Κι ο ξωμάχος κι ο θαλασσινός εικόνα και
ομοίωση:
κορμί ξερακιανό, κούτελο σκαμμένο.
Ο ήλιος τρώει το δέρμα, η αρμύρα
την ψυχή.
«ΤΟΠΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» 2007
ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ (Ανέκδοτα ποιήματα)
Από μια φυλακή
χωρίς φρουρούς και κάγκελα
πώς να δραπετεύσω.
***
Τι πληκτική μέρα η σημερινή!
Τίποτα δεν επιθύμησα.
***
Με τη φαντασία μπορείς
να ταξιδέψεις, νʼ ανατρέψεις
το χρόνο, να μεταμορφωθείς.
Δε μπορείς νʼ αποκτήσεις.
***
Ένα τριζόνι μπορεί
να βγάλει πέρα μόνο του
ολόκληρη νύχτα.
***
Σε κατοικίες μια πολυκατοικία
είναι όσο ένα χωριό
χωρίς συγχωριανούς και πλάτανο.
***
Είμαστε τόσοι
όσοι αυτοί
που μας ξέρουν.
***
Ξαναγυρίζουμε στα παλιά
γιατί τα καινούργια πάλιωσαν.
***
Η αγάπη συγχωρεί τον φταίχτη.
Ο έρωτας τιμωρεί τους αθώους.
Πηγή: http://www.poiein.gr/
Cristina Peri Rossi - Ιστορία μιας αγάπης
Για να μπορέσω να σε αγαπήσω
οι Ισπανοί έπρεπε να κατακτήσουν την Αμερική
και οι παππούδες μου
να εγκαταλείψουν τη Γένοβα μ’ ένα φορτηγό πλοίο
Fernando Pessoa - Ποιήματα
[«ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΘΩΝΥΜΟΥ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ»]
ΘΕΟΣ
Μερικές φορές είμαι ο θεός που φέρω μέσα μου
Κι άλλοτε ο θεός, ο πιστός κι ο προσευχόμενος
Κι η φιλντισένια εικόνα
Με το θεό αυτό πάνω της ξεχασμένο.
Μερικές φορές δεν είμαι παρά ένας αθεϊστής
Απέναντι στο θεό αυτόν που είμαι όταν μεγαλύνομαι.
Βλέπω στον εαυτό μου έναν ουρανό ολόκληρο.
Έναν απέραντο και κούφιο ουρανό.
3-6-1913
* * *
Οι θεοί είναι ευτυχείς.
Ζουν την ήρεμη ζωή των ριζών.
Η μοίρα τις επιθυμίες τους δεν τις καταπιέζει
Ή, τις καταπιέζει, αλλά τις εξαγοράζει
Με την αθάνατη ζωή.
Οι θεοί δεν θλίβονται
Εξαιτίας ίσκιων ή άλλων όντων.
Και κάτι επιπλέον: δεν υπάρχουν.
10-7-1920
* * *
Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.
Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ’ αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.
Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;
4-8-1930
* * *
Βρέχει σιγανά και η βροχή είναι βουβή.
Δεν κάνει θόρυβο, πέφτει αργά,
Ο ουρανός κοιμάται. Όταν η ψυχή χηρεύει
Από κάτι που αγνοεί, τι συναίσθημα είναι τυφλό.
Βρέχει. Τον εαυτό μου (αυτό που είμαι) αρνούμαι.
Είναι τόσο ωραίο ν’ ακούς αυτή τη βροχή
(Σύννεφα δεν υπάρχουν) που μοιάζει με βροχή
Αλλά δεν είναι: μόνο ψίθυρος
Που από μόνος του ξεχνιέται λίγο πριν δυναμώσει.
Βρέχει. Τίποτα κέφι δε μου κάνει...
Ο αέρας δε φυσά, ασταθής ο ουρανός μοιάζει.
Βρέχει μακριά και ανεπαίσθητα
Σαν κάτι βέβαιο που ψέματα μας λέει.
Βρέχει. Δε νιώθω τίποτα.
2-10-1933
* * *
Έχω μέσα μου κάτι σαν καταχνιά
Που με πνίγει, αλλά δεν είναι τίποτα.
Νοσταλγία του τίποτα
Ακαθόριστη επιθυμία.
Τυλιγμένος σαν σε ομίχλη
Είμαι απ’ το ίδιο υλικό και βλέπω
Το μακρινό, λαμπρό αστέρι
Από την καύτρα του τσιγάρου πάνω.
Κάπνισα τη ζωή μου. Αβέβαιο
Ό,τι είδα ή διάβασα. Όλος
Ο κόσμος ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο είναι
Που με χλευάζει σε μιαν άγνωστη γλώσσα.
16-7-1934
* * *
Διαιρώ αυτό που ξέρω.
Προκύπτει αυτό που είμαι
Κι αυτό που ξέχασα. Ανάμεσα στα δυο πηγαίνω.
Δεν είμαι αυτός που σκέφτομαι
Ούτε αυτός που είμαι τώρα.
Αν θα σκεφτώ, κομμάτια γίνομαι
Αν θα πιστέψω, για μένα δεν υπάρχει τέλος.
Γι’ αυτό, είναι καλύτερα
Ν’ ακούς μόνο το θρόισμα
Της απαλής, βέβαιης αύρας
Που μέσ’ από τις φυλλωσιές περνάει.
16-7-1934
* * *
ΟΜΙΧΛΗ
Βασιλιάς, νόμος, πόλεμος ή ειρήνη
Κανείς την ύπαρξή του δεν ορίζει.
Αυτή η σκοτεινή λάμψη στο χώμα
Αλίμονο, είναι η Πορτογαλία.
Λάμψη χωρίς φωτιά και φως:
Η πυγολαμπίδα μόνη της λάμπει.
Κανείς δεν ξέρει τι θέλει.
Κανείς δεν ξέρει την ψυχή του
Ούτε κακό ή καλό τι είναι.
(Ποια μακρινή αγωνία εδώ κοντά μας κλαίει;)
Όλα αβέβαια, όλα κοντά στο τέλος τους.
Όλα κομμάτια, ολόκληρο πια τίποτα.
Ω, Πορτογαλία, σήμερα, ομίχλη μόνο είσαι...
Έρχεται η ώρα!
10-12-1928
Valete, Fratres
* * *
μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης