Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Μίμης Κωστήρης-Αντίσταση

Το χάος του ασήμαντου
νυχτωμένους μας βρήκε
και μας πέρασε τις χειροπέδες

Τώρα άμετρος λόγος ηγεμονεύει
Κουβέντες κούφιες
άναρθρες κραυγές

Οι καθαρές φωνές
λιώνουν στην απομόνωση

Κι εσύ στην παρανομία περνάς

Τις νύχτες βγαίνεις κρυφά
και στιχάκια γράφεις στους τοίχους


Μιμης Κωστήρης


Από τη συλλογή «Άγρυπνες Ώρες» Χαραμάδα, 2009


Αναδημοσίευση από:http://www.poiein.gr/2009/05/12/issico-euoothnco-dhiethiaoa-aieieuacocaeuiico-aiyeoio/

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Κωστής Μοσκώφ-Λαϊκισμός ή πρωτοπορία (απόσπασμα)

Ποιητικός Πυρήνας: Κωστής Μοσκώφ, "Ποιήματα"

Φασισμός δεν είναι μόνο η ανοιχτή δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, που με τη δυνατότητα υπερεκμετάλλευσης των εργατών δίνει τη δυνατότητα παροχών -και έτσι στήριξης της- και στα μικροαστικά στρώματα χωριού και πόλης.

 Φασισμός είναι η καθημερινή πρακτική της αυταρχικής συμπεριφοράς του Εγώ προς τον Άλλο, αυταρχικής συμπεριφοράς που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της αδυναμίας του πλησίον του Άλλου- του γονιού προς το παιδί αλλά και του παιδιού προς το γονιό, του άνδρα προς τη γυναίκα αλλά και της γυναίκας προς τον άνδρα, του καθημερινού δίπλα μας πιο καπάτσου, πιο ξυπνού, πιο αδίστακτου, που εκμεταλλεύεται την αγαθότητα ή τη λογική του Άλλου, είναι η μονοδιάστατη και εμπαθής χρήση του Λόγου του Άλλου, είναι να είσαι αδίστακτος τη στιγμή που είσαι δυνατός, να συντρίβεις δίχως αγάπη τον Άλλο όταν δεν μπορεί να αμυνθεί ή δεν θέλει... Και φασισμός είναι η εκμετάλλευση της πιο ανθρώπινης αδυναμίας - η εκμετάλλευση του απελπισμένα παραδομένα, ερωτευμένου Άλλου..."

Ο φασισμός εκφράζεται ως καθημερινή συμπεριφορά που ακινητοποιεί τις αντιστάσεις του Άλλου, όχι για να τον κερδίσει αλλά για να τον συντρίψει, όχι για να προκαλέσει τη συναινετική του συνάντηση αλλά για να προκαλέσει τον αφανισμό του, καθώς βλέπει τον Άλλο ως το διαρκή του εχθρό.

[...] Στον τρομοκρατικό Λόγο - κυρίαρχο Λόγο του σήμερα - ο καθένας εμμένει στο 100% κάποιου δικαίου του, δίχως να συνειδητοποιεί πως η αλήθεια είναι πάντοτε μια σχετικότητα ιστορική και διαλεκτική. Ημιμορφωμένοι, άλλωστε, δίχως αισθαντικότητα και ενόραση, ανέρωτοι και ανέραστοι ˗προϊόντα μιας παιδείας ανάπηρης που τους παρέχει δύσκολα το σύστημα, προϊόντα ακόμα μιας μικροαστικής, μετά την εφηβεία συμβιβασμένης ζωής- πολλοί διανοούμενοι του νεοελληνικού μας σήμερα, ελάσσονες υποτελείς στην άρχουσά μας τάξη και στα οράματα που τους ταΐζει, μπερδεύουν την πραγματικότητα με την οργανική αναπηρία τους -τα μαθηματικά με την ιστορία ή τη φιλοσοφία, το θετικισμό με τη δημιουργία, την "επαρχία" τους με τον σύνολο κόσμο˗ ανίκανοι να δουν τη ζωή ως διαλεκτική ενότητα του Εγώ με τον Άλλο, ανίκανοι να επεκτείνουν το αντικείμενο της μελέτης τους έξω από τον εαυτό τους, ανίκανοι να μεταχειριστούν τη φαντασία τους για να κατανοήσουν το Άλλο και τον Άλλον.

Κωστής Μοσκώφ, Λαϊκισμός ή πρωτοπορία - Δοκίμια III, Καστανιώτης 1985.

............................................................................................................................

«Φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου».


Δημήτρης Μαρωνίτης

Ρώμος Φιλύρας-Κούκλες



Να ᾿μαι πιστός, πιστός στ᾿ Ωραίο, στη γοητεία της στιγμής,
μποέμ του ονείρου, της κουβέντας, νοσταλγικός τριγυριστής,
να τις προσμένω στις γωνίες του δρόμου, χώρια και μαζί,
για να χαρώ και να χαρούνε, μες στα λογάκια ο νούς μου ζει.

Ρητή κι απόκοσμη με παίρνει στις ομορφιές των η λαύρη ορμή,
δεν είν᾿ οι πόθοι, είναι το χάρμα, είναι το χαίρε μου, κορμί
δεν έχει ο λογισμός, δεν παίρνει σάρκα η λαχτάρα που μ᾿ αρπά:
ντυμένες είναι της Χιμαίρας οι κούκλες μου χρυσά παπά...

Ρώμος Φιλύρας, «Κλεψύδρα», ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Α΄, επιμέλεια Χ.Λ. Καράογλου-Αμαλία Ξυνογαλά, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 207.

Ρώμος Φιλύρας-Δεν είχα γόητρο



Δεν είχα γόητρο, ψυχή και νού
να κλείσω στο τραγούδι την ιδέα,
την είχε δώσει ο Θεός αλλού
τη θεία φωτιά, σε γνήσιον Προμηθέα.

Ο,τι κι αν είπα, πήγε κουτουρού,
ο,τι λάξεψα δεν επήρε θέα
υπερκόσμια, το είδαν και προτού,
τ᾿ ακούσαν σε παλιάν ωδή και νέα.

Στ᾿ αχνάρια τεχνιτών, θεοτικό
έφτιασα τον Ερμή, την Αφροδίτη,
τον Έρωτα έψαλα με τέλι χαραλό.

Έκρουσα λύρα τυχαίου παροδίτη,
δεν ήμουν τροβαδούρος θρυλικός,
γλύπτης, ζωγράφος, ποιητής δημιουργικός.

Ρώμος Φιλύρας, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Β΄, επιμέλεια Χ.Λ. Καράογλου-Αμαλία Ξυνογαλά, Θεσσαλονίκη, 2013, σ.128

Νίκος Καζαντζάκης-Ασκητική (απόσπασμα)


“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα. Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ’ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει. Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους.

Φωνές σηκώνουνται. Ποιός φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι. Οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει. -“Κάψε το σπίτι σου!” φωνάζει ο Θεός. “Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

Κάψε τις Ιδέες σου σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει. Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται τη πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα! Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης. Ακλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή!

Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!” Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. Πόλεμο στους άπιστους! Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι. Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα. Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.

Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν’ ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε. Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα ‘τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραμονεύουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες. Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει. αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας. Ας πάμε μαζί του! Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής.

Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: -“Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος”! Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα! Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!

Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας. “


Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική

Μηνάς Δημάκης- Είχες μέσα στα Mάτια σου μιαν Aστραπή


χωρίς άλλη αναβολή: 49 ~ Μηνάς Δημάκης: Η απελπισία τελειώνει ...


Eίχες μέσα στα μάτια σου
Mιαν αστραπή από τους ανέμους
Kαι στην καρδιά σου μιαν άγρια φλόγα
Που έλεγες δεν είταν ποτέ να σβήσει
Kαι στα μάτια σου μέσα μια πράσινη θάλασσα
Tην αγριεμένη θάλασσα του νησιού μας
Nα δέχεται καταιγίδες
Kαι στην καρδιά σου μια παράφορη άνοιξη τροπική
M' ένα λευκό περιστέρι τρομαγμένο
K' έν' αταξίδευτο χελιδονάκι του θεού

Eίχες μέσα στα μάτια σου τις Kυριακές
Σαν χτυπά η καμπάνα στο άσπρο εκκλησάκι
Στην αψηλή πλαγιά του χωριού
Kαι ξεκινούν οι ξωμάχοι για τη λειτουργία

Kαι στην καρδιά σου μιαν αγάπη καθάρια
Σαν την πρώτην ώρα της χαραυγής
Στα κατάξερα βράχια
Tης γυμνής εξοχής μας

Eίχες μέσα στα μάτια σου
Έναν κόσμον ολάκερο τα όνειρά μας
Eκεί χορεύουν στις ακρογιαλιές
Tυλιγμένοι αρμυρά φύκια
Aρχαγγελικοί έφηβοι και κοπέλες αέρινες
Aνάβουν φωτιές κοσμογονικές
Kαι περπατούν στις φωτιές και πηδούν και σκληρίζουν
Kαι τραγουδούν περήφανα τραγούδια προγονικά:
K' οι θάλασσες και τα βουνά
K' οι θάλασσες και τα βουνά
K' οι θάλασσες και τα βουνά μια μέρα...
Ωχ! μωρέ και πλάνταξε η καρδιά
Έρμη καρδιά βιγλάτορας του Xάρου

Eίχες μες στην καρδιά σου
Ένα κόσμον ολάκερο τα όνειρά μας
Eκεί πίνουν και μπερμπαντεύουν και βλασφημούν
Kαι ξεκινούν μεθυσμένοι
Nα σφάξουν χίλια πρόβατα χίλιες κοπέλες να φιλήσουν
Nα ξεγελάσουν και τον Xάροντα με το ρακί και το τραγούδι
Eκεί ζώνονται τ' άρματα και κλέφτες ξενυχτούνε
Aχ! κι από κορφή σ' άλλην κορφή σαν σταυραητοί πετούνε

Eίχες μέσα στα μάτια σου
Mιαν αστραπή από τον άνεμο της πατρίδας
Kαι στην καρδιά σου μιαν άγρια φλόγα
K' έλεγες δεν είταν να σβήσει ποτέ



Πορεία μέσα στη Nύχτα, Eρμής 1999

Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα-Ανεμοδείχτης

Αφιέρωμα στον Federico García Lorca | Paradise Lost Thesis



Άνεμε του Νότου
μελαψέ, φλογερέ,
πάνω στη σάρκα μου πνέεις,
βλεμμάτων σπορά
γιομίζοντάς με
λαμπρών, εμποτισμένων
πορτοκαλάνθια.


Κόκκινο κάνεις
το φεγγάρι
και να κλαίνε
οι λεύκες οι αιχμάλωτες,
έρχεσαι, όμως,
πολύ αργά!
Τύλιξα πια τη νύχτα
του αφηγήματός μου
πάνω στην εταζέρα!


Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!


Αέρα του Βορρά,
άσπρη αρκούδα του ανέμου!
Πάνω στη σάρκα μου πνέεις
τρέμοντας από αυγές
βορεινές,
με την κάπα σου
από φαντάσματα
καπετάνιων
και κραυγαστικά γέλια
του Ντάντε.
Ω, στιλβωτή αστεριών
Έρχεσαι, όμως,
πολύ αργά.
Το ερμάρι μου είναι
σκουληκιασμένο
κ’ έχω το κλειδί χάσει.


Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!


Αύρες,
ρολόγια ηλιακά
κι άνεμοι
του πουθενά.
Κουνούπια του τριαντάφυλλου
με πυραμίδες πέταλλα.
Αλίσιοι άνεμοι
αποθηλασμένοι
ανάμεσα στα τραχιά δέντρα,
φλάουτα μες την καταιγίδα,
αφήσετέ με!
Έχει αλυσσίδες
χοντρές
η ανάμνησή μου
κ’ είναι φυλακισμένο
το πουλί, που με τρίλλιες
ζωγραφίζει
το βράδι.


Ό,τι φεύγει ποτέ δε γυρνά πίσω,
όλοι το ξέρουν
και μες στον καθαρό κόσμο των ανέμων
ανώφελο ΄ναι να παραπονιέσαι.
Δεν είναι έτσι, μαέστρο της αύρας,
λεύκα;
Ανώφελο ΄ναι να παραπονιέσαι!


Δίχως άνεμο καν,
πίστεψέ με!
γύρνα, καρδιά
γύρνα, καρδιά μου!


Federico García Lorca (1898-1936)


Μετάφραση: Άρης Δικταίος

Antoine de Saint-Exupéry-Η Γη των ανθρώπων (αποσπάσματα)



Έχω πάντα μπροστά μου την εικόνα της πρώτης νυχτερινής πτήσης μου στην Αργεντινή, μια σκοτεινή νύχτα όπου χαμηλά αστραποβολούσαν σαν αστέρια τα’ ανάρια φώτα σκορπισμένα στην πεδιάδα.

Καθένα τους σημάδευε μέσα στον ωκεανό των σκοταδιών, το θαύμα μίας συνείδησης. Εκεί κάτω κάποιος διάβαζε, μετά αναπολούσε ή εμπιστευότανε τις εξομολογήσεις του σ’ ένα φίλο. Κάπου αλλού ίσως οι άνθρωποι βυθομετρούσαν το άπειρο ή έκαναν τους υπολογισμούς πάνω στο νεφελοειδή της Ανδρομέδας. Αλλού έκαναν έρωτα. Κάπου απόμερα φέγγανε στον κάμπο αυτές οι φωτιές σαν να αποζητούσαν να ξαναγεννηθούν. Ακόμα και ως τα’ απόμερα που βρισκόταν ο ποιητής, ο δάσκαλος, ο μαραγκός. Μα, ανάμεσα σ’ αυτά τα ζωντανά αστέρια, πόσα σβησμένα φώτα, πόσοι άνθρωποι που κοιμόντουσαν…

Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κάνεις όλα τούτα να ταιριάξουν. Πρέπει να δοκιμάσω να επικοινωνήσω με μερικά απ’ αυτά τα φώτα που φεγγίζουν από μακριά μέσα στον κάμπο.

Antoine de Saint-Exupéry, απο τον πρόλογο του Η Γη των ανθρώπων, μετ. Νίκος Αθανασιάδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος (1989). σελ. 5.
..................................................................................................................................................................
Γερογραφειοκράτη φίλε μου, που κάθεσαι πλάι μου και είσαι ο ίδιος ο εαυτός μου. Τίποτα δε σ’ έκανε να ξεφύγεις απ’ όπου βρίσκεσαι και δεν είσαι διόλου υπεύθυνος γιαυτό. Έφτιαξες την ηρεμία σου όπως κάνουν οι τερμίτες, έχοντας για τα καλά φρακάρει όλους τους δρόμους που οδηγούν από τη φυλακή τους στο φως. Τυλίχτηκες μέσα στην αστική ασφάλεια, με τις συνήθειές σου να πνίγουν την επαρχιώτικη ζωή σου. Σήκωσες τούτο το ταπεινό ανάχωμα ενάντια στους ανέμους, τις πλημμύρες και τα άστρα. Δεν έχεις κέφι να νοιαστείς διόλου για τα μεγάλα προβλήματα και είχες αρκετά τέτοια για να ξεχάσεις την ανθρώπινη υπόστασή σου. Δεν είσαι πλέον ο κάτοικος ενός περιπλανώμενου πλανήτη, δεν θέτεις πια ερωτήματα στον εαυτό σου χωρίς να παίρνεις απάντηση: είσαι ένας μικροαστός. Κανείς δε σε άρπαξε από τους ώμους για να σε ταρακουνήσει, όταν ακόμη ήταν καιρός. Τώρα,έχει πια ξεραθεί και σκληρύνει ο πηλός που σ’ έπλασε, κανένας δε θα μπορέσει να ξυπνήσει τον κοιμισμένο μουσικό μέσα σου, ή τον ποιητή, ή τον αστρονόμο 
– αν υπήρξες ποτέ κάτι απ’ όλα αυτά.
.....................................................................................................................................................................

Εδώ και μερικά χρόνια, σε ένα μακρύ ταξίδι με το τραίνο, θέλησα να επισκεφτώ την μετακινούμενη πατρίδα, όπου είχα κλειστεί για τρεις μέρες, αιχμάλωτος για τρεις μέρες αυτού του θορύβου σαν από χαλίκια που τα κυλά η θάλασσα, και σηκώθηκα. Διέσχισα, κατά τη μία το πρωί το τραίνο από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα βακόν-λι ήταν άδεια. Τα βαγόνια της πρώτης θέσεως ήταν άδεια.
Όμως τα βαγόνια της τρίτης στέγαζαν εκατοντάδες Πολωνούς εργάτες, που είχαν απολυθεί από τη Γαλλία και ξαναγύριζαν στην Πολωνία τους. Και πέρναγα τους διαδρόμους, δρασκελώντας ξαπλωμένα σώματα. Στάθηκα να κοιτάξω. Ορθός, κάτω από το φώς, αντίκριζα μέσα σε αυτό το δίχως χωρίσματα βαγόνι, που έμοιαζε με θάλαμο και μύριζε στρατώνα ή κρατητήριο, ένα ολόκληρο λαό ανάκατο, που ταρακουνιόταν από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Ένα ολόκληρο λαό, βυθισμένο στα κακά του όνειρα, που ξαναγύριζε στη μιζέρια του. Χοντρά ξυρισμένα κεφάλια κυλούσαν πάνω στα σανίδια των πάγκων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, στριφογύριζαν όλοι δεξιά και αριστερά, σαν χτυπημένοι από όλους αυτούς τους θορύβους, όλα αυτά τα τραντάγματα, που τους απειλούσαν στη λησμονιά τους. Δεν είχαν βρει τη φιλοξενία ενός καλού ύπνου.
Ένα παιδί θήλαζε μια μάνα, τόσο κουρασμένη, που έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Η ζωή μεταδινόταν μέσα στην παραζάλη και την ανακατωσούρα του ταξιδιού. Κοίταζα τον πατέρα. Ένα κεφάλι βαρύ και γυμνό σαν πέτρα. Ένα κορμί διπλωμένο στον άβολο ύπνο, φυλακισμένο στα ρούχα της δουλειάς, φτιαγμένο από καμπούρες και βαθουλώματα. Έμοιαζε με ένα σωρό λάσπη. Έτσι, τη νύχτα, ναυάγια που δεν έχουν πια ανθρώπινο σχήμα κοιμούνται βαριά πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και συλλογιόμουν: το πρόβλημα δεν βρίσκεται διόλου σε αυτή τη μιζέρια, σε αυτή τη βρώμια, ούτε σε αυτή την ασχήμια. Όμως αυτός ο ίδιος άντρας και αυτή η ίδια γυναίκα, γνωρίστηκαν μια μέρα και ο άντρας σίγουρα χαμογέλασε στη γυναίκα. Σίγουρα μετά τη δουλειά της έφερε λουλούδια. Συνεσταλμένος και αδέξιος, έτρεμε ίσως μην τον περιφρονήσει. Μα η γυναίκα, από φυσική φιλαρέσκεια, η γυναίκα, σίγουρη για τη χάρη της ευχαριστιόταν ίσως να τον κρατά σε αμφιβολία. Και εκείνος που πια δεν είναι σήμερα παρά μια μηχανή για να σκάβει ή να φτυαρίζει, δοκίμαζε έτσι στην καρδιά του τη γλυκεία αγωνία. Το μυστήριο είναι πού έγιναν αυτοί οι σωροί από λάσπη. Από ποιο τρομερό καλούπι πέρασαν και τους σημάδεψε, όπως η πρέσα το μέταλλο; Ένα γερασμένο ζώο διατηρεί τη χάρη του. Γιατί αυτή η ωραία ανθρώπινη άργιλος έπαθε τέτοια φθορά;
Κάθισα αντίκρυ σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα, το παιδί, όσο γινόταν πιο βολικά, είχε χωθεί και κοιμόταν. Γύρισε όμως μέσα στον ύπνο του και το πρόσωπο του μού φανερώθηκε κάτω απ΄το φώς. Ά! Τι εξαίσιο πρόσωπο! Είχε γεννηθεί από αυτό το ζευγάρι, κάτι σαν ένας χρυσός καρπός. Από αυτά τα βαριά και άχαρα σώματα είχε βγει αυτό το επίτευγμα λεπτότητας και χάρης. Έσκυψα πάνω από αυτό το λείο μέτωπο, από αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: να ένα πρόσωπο μουσικού, να το παιδί Μότσαρτ, να μια ωραία υπόσχεση της ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν ήταν αλλιώτικοι. Αν έβρισκε προστασία, στοργή, καλλιέργεια, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν γεννιέται ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, στους κήπους, από διασταύρωση, όλοι οι κηπουροί συγκινιούνται. Απομονώνουν το τριαντάφυλλο, το καλλιεργούν, το ευνοούν. Όμως δεν υπάρχει κηπουρός για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα περάσει, μαζί με τους άλλους από την πρέσα. Ο Μότσαρτ θα βρει τις πιο ανώτερες χαρές του στη διεφθαρμένη μουσική, μέσα στη βρωμιά των καφενείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος.

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Η γη των ανθρώπων, μετ. Νίκος Αθανασιάδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος (1989).

Τάσος Λειβαδίτης-Τα μοναχικά βήματα


Τριάντα χρόνια από το θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη - Αφιερωματικός ...


Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;

Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ' τα χρόνια...

Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα...

Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.

Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.

Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ' το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ' τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.

Όλα θολά συγκεχυμένα... Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση... ποιοί είμαστε; ... άγνωστο... και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ' τον αληθινό εαυτό μας.

Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.

Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου... μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;

Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους... μείναμε στη μέση... η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ' όλα τα ρολόγια.

Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;

Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της...

Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε... μια θλίψη τ' απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ' όλη τη ζωή.

Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ' ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία, τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ' αλησμόνητο πρωινό.

Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο.

Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ' έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες...

Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα...

Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση... ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ' ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική...


Διαβάζει: Η Καριοφυλλιά Καραμπέτη



Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση 3 (1979-1990). Αθήνα: Μετρονόμος 2015.

1979-1990


Francisco de Quevedo-ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΓΙΑ Τ’ ΟΤΙ Σ’ ΕΧΕΙ ΤΟΣΟ Η ΖΩΗ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕΙ

Francisco Gómez de Quevedo y Villegas | Spanish writer | Britannica

Γλιστράει αργά και ανεπαισθήτως φεύγει η μέρα,
ενώ η ώρα η μυστική του μισεμού σιμώνει
ντυμένη με σιωπή μεν, που όμως μου δηλώνει
τα χρόνια που ’χω φάει απά’ στης γης την ξέρα.

Νέα ζωή και φλογερή, της νιότης: μια φλογέρα
τονίζει τη γλυκιάν ακμή της. Μα σεντόνι
τη σαβανώνει χειμωνιάτικο: το χιόνι
του χρόνου… η απαίσια, η μαύρη κι άραχλη φοβέρα.

Δεν τ’ άκουγα που εκύλαγαν –βουβά…– τα χρόνια·
τα βλέπω τώρα που έφυγαν. Μια βουή απ’ έξω
σκεπάζει το χαμό μου (δίχως καν συμπόνια)

με χάχανα! Τους πόθους βάλθηκα ν’ αρμέξω,
και πήρα πόνους και λυγμούς και καταφρόνια.
Τί κρίμα… – Το κακό, που θά ’ρθει, θαν τ’ αντέξω;…

 Francisco de Quevedo ( 1580 – 1645)

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πηγή:http://alonakitispoiisis.blogspot.com/2008/05/blog-post_16.html

Jacques Prévert Τα παιδιά που αγαπιούνται


 Τα παιδιά που αγαπιούνται

φιλιούνται όρθια,

ακουμπώντας στις πόρτες της νύχτας

κι οι περαστικοί, τα δείχνουν με το δάχτυλο.

Μα τα παιδιά που αγαπιούνται

δεν τους νοιάζει κανένας,

μόνο ο ίσκιος τους τρέμει

μέσα στη νύχτα

προκαλώντας θυμό στους διαβάτες,

θυμό, περιφρόνηση, γέλιο και ζήλια.

Τα παιδιά που αγαπιούνται,

δεν τους νοιάζει κανένας.

Είναι πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι είν’ η νύχτα,

πολύ πιο ψηλά απ’ ό,τι είν’ η μέρα,

μέσα στην εκθαμβωτική φωτεινότητα

του πρώτου τους έρωτα...


Jacques Prévert (Author of Paroles)


 Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert, 1900 - 1977),

(Mετάφραση : Ιωάννα Αβραμίδου)

Μίλαν Κούντερα- "Η αθανασία" (απόσπασμα)


«Ξέρεις, Γιόχαν» είπε ο Χέμινγουεϊ [στον Γκαίτε, καθώς περπατούσαν στις αλέες του άλλου κόσμου], «ούτε κι εγώ γλιτώνω από το συνεχές κατηγορητήριό τους. Αντί να διαβάζουν τα βιβλία μου, γράφουν βιβλία για μένα. Λένε πως δεν αγαπούσα τις γυναίκες μου. Πως δεν ασχολήθηκα αρκετά με τον γιο μου. Πως έσπασα τα μούτρα ενός κριτικού. Πως δεν ήμουν ειλικρινής. Πως ήμουν υπερόπτης. Πως ήμουν φαλλοκράτης. Πως καυχήθηκα ότι είχα 230 τραύματα πολέμου ενώ είχα μόνο 206. Πως αυνανιζόμουν. Πως ήμουν κακός με τη μητέρα μου.»
«Έτσι είναι η αθανασία, τι τα θες» είπε ο Γκαίτε. «Η αθανασία είναι αιώνια δίκη.»
«Αν είναι αιώνια δίκη, χρειάζεται κι ένας πραγματικός δικαστής! Όχι μια δασκάλα του χωριού με τη βίτσα στο χέρι.»
«Εμ αυτή είναι η αιώνια δίκη: η βίτσα στο χέρι μιας δασκάλας του χωριού! Τι φαντάστηκες δηλαδή, Έρνεστ;»
«Τίποτα δεν φαντάστηκα. Είχα απλώς την ελπίδα ότι, μετά τον θάνατό μου, θα ζούσα λίγο ήσυχα.»
«Έκανες τα πάντα για να γίνεις αθάνατος.»
«Σαχλαμάρες. Βιβλία έγραφα, αυτό είν’ όλο.»
«Ακριβώς!» έβαλε τα γέλια ο Γκαίτε.
«Καμία αντίρρηση να είναι αθάνατα τα βιβλία μου. Τα έγραψα έτσι που να μην μπορεί κανείς να τους αλλάξει ούτε λέξη. Που ν’ αντέχουν στις φουρτούνες. Αλλά εγώ ο ίδιος σαν άνθρωπος, σαν Έρνεστ Χέμινγουεϊ, δεκάρα δεν δίνω για την αθανασία!»
«Σε καταλαβαίνω. Έπρεπε όμως να ήσουν πιο μετρημένος όσο ζούσες. Τώρα είναι μάλλον αργά.»


Μίλαν Κούντερα, Η αθανασία, μετάφραση: Γιάννης Χάρης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2019


Έφη Καλογεροπούλου, Δύο ποιήματα

Δεν θυμάται
γιατί δεν θέλει να θυμάται.
Βαδίζει διαρκώς –
να διασχίσεις την έρημο, έλεγε, αυτό έχει σημασία,
και συνέχιζε
ανάμεσα στο πλήθος,
να διασχίσεις την έρημο, έλεγε.

Με προορισμό το δρόμο
αναζητώντας λίγη σκιά
δεν είχε παρά τον ίσκιο του
μονάχα.
*
Βάδιζε
λες κι ένα τζάμι κάτω από τα πόδια του
θύμιζε διαρκώς το βάρος.
Άξαφνα
το δίχτυ της βεβαιότητας υποχώρησε
ο πάγος έσπασε
νερό γέμισε η τρύπα
και πνιγμένους.

***
Κι άνθιζε μέσα του κι αισθάνθηκε
πως κυλούσε ανάμεσα σε πέτρες, ρίζες, φύλλα.
Άνθρωπος από νερό, άνθρωπος από νερό!
φώναζαν τα παιδιά.
Κι αυτός;
Πώς έσβησε τη δίψα του;
Ξεδίψασε άραγε ποτέ;
Το χώμα ξέρει
το χώμα γνωρίζει
τα νερά θυμούνται.

Το νερό ξεπλένει τους λεκέδες.
*
Άρρωστος από μίσος
πιο νεκρός κι από νεκρό
αυτός που στο μάτι του ζώου
θάνατο βλέπει και ποτέ την αθωότητα.
Σε ξέρα ριγμένος
βυθισμένος στα πνιγμένα του νερά
αυτός που δέρμα αλλάζει κι από φίδι πιο γρήγορα
πουλί να γίνει θέλει με δανεικά φτερά.

*Από τη συλλογή “Έρημος όπως έρωτας” (σε δίγλωσση έκδοση, σε αγγλική μετάφραση Γιάννη Γκούμα, αν και εδώ προτιμήσαμε την ελληνόγλωσση εκδοχή) Έκδοση Ποιείν, Απρίλιος 2015.

Αναδημοσίευση από:https://tokoskino.me/2018/07/01/%CE%AD%CF%86%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-2/

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Κωνσταντίνος Καβάφης- Φωνή απ’ την θάλασσα


Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη

σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.
Φέρνει μηνύματα εις τες ψυχές δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νιάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καημό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,

αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκό ανασασμό.
Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.

Και σαν κοιτάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της που ’ναι κοντά και τόσο μακρινός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει

και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν είσαι νέος, μες στες φλέβες σου θα τρέξει
της θάλασσας ο πόθος· θα σε πει μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξει
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —

το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαιν για τες γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτρες κοφτερές τούς σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κι εκείνοι τρέχουνε σαν να ’σαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,

από την αγωνία των την υστερνή.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,

και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κι ευσπλαχνικό.
Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα πάει
θυμίαμα να κάψει και να πει ευχή.

Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.

[ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ, 1886–1898]

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=836

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης- Θάλασσα του πρωιού


Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.


Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

Mάριος Βαϊάνος-Τέσσερα Ποιήματα

Τραγική Αγωνία

Η θύμησι παληών μορφών, που κάποιο ρόλο τραγικό
έπαιξαν στη ζωή μου
μ’ ακολουθούν, κι’ επίμονα κάποιες ρυτίδες βαθουλές
χαράζουν τη μορφή μου.

Σκέψεις, ονείρατα, χαρές, ελπίδες, έρωτες, κακές
ημέρες νόστου που περάσαν∙
μού βασανίζουν τη ψυχή, και με ωθούν σε συντριβή
για κάποιους φίλους που γεράσαν.

Κι’ όμως, σαν πια τους θυμηθώ, σιγά-σιγά και μες στο νου
τούς φέρω πάλι
αισθάνομαι κάποια χαρά, αναίτια να με πλημμυρά
και κάποια αγκάλη

να μου ανοίγεται πλατειά, σα θύμησι νοσταλγική
με κάποια ζέση∙
κι’ υψώνομαι σε προσευχή, μες στης ψυχής μου τη σιγή
κι’ εγείρω δέησι

. . .  . . . . . . . . . .  .

Η θύμησι παληών μορφών παντού φριχτά μ’ ακολουθεί
και με παιδεύει∙
μόνον η θύμησι σου εσένα, ΔΕΝ μ’ ακολουθεί
ΔΕΝ με γυρεύει . . . . . . . .

Αλεξανδρινή Τέχνη, 1927, τεύχος 5

...............................................................................................................................................

Κοκαΐνη

Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά,
παράλυτος μ’ εκφυλισμένα μάτια,
ποιος θα ‘ρθει να με σώσει μια νυχτιά;

Οραματίζομαι συχνά μιαν ύπαρξη
μια κόρη με τα κάλλη τα περίσσια
που θα με φέρει στην αλήθεια, ίσια
που θα με βγάλει απ’ τον έκλυτό μου βίο…
Αντίο…

Θα βρω μια θεία ξεκούραση στα χέρια της,
και στο κορμί μου θ’ απλωθεί αθάνατος
βαρύς και μελαγχολικός ο θάνατος.

(Ω, τι γλυκά που ζει κανείς στο πέλαγος
των αναμνήσεων, έξω των ορίων
των γνώριμών μας των περιθωρίων
που κυβερνούν εχθροί και φίλοι πίθηκοι,
ανήθικοι,
στο βάθος βυθισμένοι των οργίων…)

Μέσα στην αγκαλιά σου, με κατάνυξη
βλέπω δειλά να μου χαμογελάς σαν άνοιξη
γεμάτη ανθούς και μύρα στολισμένη
Αγαπημένη…

Γύρε σιμά και δώσ’ μου το χεράκι σου
να τ’ ακουμπήσω λίγο στην καρδιά μου,
Κυρά μου

Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά
και που στεγνά τη φθείρει τη Ζωή μου
εσύ θα ‘ρθείς, Θεά μου εξωτικιά
να σώσεις τη χαμένη ύπαρξή μου

Η απόλαυσή σου έντονη σαν βέλος
ας έρθει να μου δώσει ένα τέλος.


[άτιτλο]

Aπάνω από τους αφρούς των κυμάτων,
κι' από τους ιστούς των πλοίων
κι' απάνω από το γαλάζιο της θάλασσας
και των οριζόντων
απλώνεται η εικόνα σου, γαλανή
χαρούμενη, γελαστή.
Μέσα στο άδυτο της σκέψης μου
και πέρα από το βασίλειο του
νοητού
ζει, θρονιασμένη στα γαλάζια
της πέπλα
και στους αφρούς της λαμπρότητας
της η ζωή σου
- δράμα εξαίσιο της ψυχής και του
νου.

Μονόλογος

Είναι αλήθεια πως δεν θα τα ξαναδούμε πια μαζί
εκείνα τα τοπία που αγαπούσες;
Κι εκείνους τους φτωχούς ανθρώπους που ήθελες,
με τις τυραννισμένες όψεις και το σεμνό βλέμμα…
Αλλοίμονο, δε θα τα ξαναδούμε πια μαζί,
εκείνα τα λιμάνια, τα νησιά, τις πόλεις
και προ παντός την Αλεξάνδρεια και τα Κύθηρα
κι ακόμα, εκείνο το μικρό σπιτάκι της Αθήνας.
Έφυγες κι έμεινεν η νοσταλγία Σου απάνω τους΄
θα τα βαραίνει και θα υποφέρουν την Σιωπή Σου.
Και θα τη νοσταλγώ, στην ερημιά μου την πικρή,
εκείνη την απέριττη ζωή σου ανάμεσά μου,
σα μια ευτυχία που μου έτυχε θεόσταλτη.
Και θα το νοσταλγώ το πέρασμά σου απ’ τη ζωή μου,
σα μια χαρά, που διημέρευσε στο είναι μου
κι εγλύκανε την πένθιμη ύπαρξή μου,
-που μόνο Εσύ ήξερες να ερμηνεύσεις και να ζεις
και να ομορφαίνεις, μόνο Εσύ, Μητέρα.


Μάριος Βαϊάνος (Μπουράζ Καϊρου 1905-Θεσσαλονίκη 25/11/1975)

Arthur Rimbaud-Fairy


I

Για την Ελένη συνωμότησαν οι καλλωπιστι-
κοί χυμοί μες στους παρθένους ίσκιους κι οι α-
δυσώπητες λαμπηδόνες μες στην αστρώδη σιγή.
Η θέρμη του καλοκαιριού, μια εκμυστήρευση σ'
αμίλητα πουλιά, κι η απαραίτητη ραθυμία μέσα
σ' ανεκτίμητη βάρκα με κρέπια σε κολπίσκους
πεθαμένων ερώτων κι αρωμάτων σβησμένων.
- Αφού ακούστηκαν για μια στιγμή να τρα-
γουδούν οι γυναίκες των ξυλοκόπων στο βουητό
του χείμαρρου κάτω απ' το ερείπιο των δρυμών,
τα ζώα να κουδουνίζουν στον αντίλαλο των κοι-
λάδων, κι οι κραυγές μες στις στέπες. -
Για τα παιδικά χρόνια της Ελένης ανατρίχια-
σαν οι προβιές κι οι σκιές - και των φτωχών το
στήθος, κι οι θρύλοι τ' ουρανού.
Και τα μάτια της κι ο χορός της ανώτερα κι
απ' τις πανάκριβες λάμψεις, κι απ' τις ψυχρές ε-
πιρροές, κι από την τέρψη του απαράμιλλου διά-
κοσμου και της ασύγκριτης ώρας.

Μετάφραση.: Στρατής Πασχάλης

Νίκος Καρούζος - Βαθμίδες

1
Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα.
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.


2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος·
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά εξογκωμένα μήλα
και να στέκει –
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας
τα πράγματα στους τοίχους
κ’ ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
να στέκει –
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.


3
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κ’ εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες: Κορόνα – γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν’ ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ’ το δέντρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος ο κοφτερός
είναι μέσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.
Κορόνα-γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνος με τον έρημο αντίπαλο.


4
Εδώ είναι απότομη η χαρά: Μην προχωρήσεις.
Άκου το πουλί με το βιαστικό κελάηδημα
μην κινηθείς περισσότερο.
Έτσι του μιλήσατε.
Μα έδινε μια μάχη – όπως είπαν.
Ύστερα είδαμε τον ουρανό που έπεφτε
ξεκομμένος από όλα
σαν γαλάζιο αλεξίπτωτο.


Χώθηκε αργά στο βάραθρο
και τον σκέπασε.


Ποιήματα, 1961

Γιώργης Παυλόπουλος-Ποιήματα

Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.
.

.
"Η Άνθεια"
.
Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένη
και η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οιά στη Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Μα το μυαλό μου εμένα δεν ξεκόλλαγε
από την Άνθεια
από τα μάτια και το σώμα της Άνθειας.


.
"Μου κάψανε τα χέρια"
.
Μου κάψανε τα χέρια.Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις,εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες,ναι,θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.
Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.
.

.
"Το άγαλμα και ο τεχνίτης"
.
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
.

.
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο"
.
Είμαι ο συγγραφέας είπε.
Είμαι ο σκηνοθέτης,ο ηθοποιός κι ο θεατής.
Είμαι κάποιος που θα υποδυθεί
όλα τούτα τα πρόσωπα.
Είμαι εγώ που σας παρακαλώ
μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο.
Αυτός είναι και ο τίτλος του έργου
"Μην μπαίνετε απόψε στο Θέατρο".
Είμαι τέλος ο φύλακας
που θα κλείσει τις πόρτες
μετά την παράσταση
και θα με ξεχάσει ολομόναχο
μέσα στο σκοτάδι.
Ήρθε η ώρα,είπε,
να σηκώσω την αυλαία.
Καληνύχτα.

«Θεώρημα»

Τὸ ἕνα ἦταν ὄνειρο μιᾶς γυναίκας
τὸ ἄλλο ἦταν ὄνειρο ἑνὸς ἄντρα.
Μιὰ νύχτα μπῆκαν σὲ μιὰ κάμαρα
καὶ γδύθηκαν κι ἀγαπήθηκαν πολὺ
καὶ σμίξανε γιὰ πάντα σ’ ἕνα ὄνειρο.
Τώρα ὅμως δὲν τὸ ἔβλεπαν
μήτε ἡ γυναίκα μήτε ὁ ἄντρας
ἐπειδὴ κι οἱ δυὸ μαζὶ
δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ἰδοῦν
τὸ ἴδιο ὄνειρο.
Μποροῦσαν μόνο νὰ τὸ φανταστοῦν
ἀγκαλιασμένοι στὸ σκοτάδι.


.
Γιώργης Παυλόπουλος,συγκεντρωτικός τόμος Ποιήματα 1943 — 2008, εκδόσεις Κίχλη,2017

Αλέξανδρος Σχινάς-Περί Εκατόγχειρος [ελάχιστη επιλογή]



«Αυτή προκήρυξη πρέπει να πάει από χέρι σε χέρι», ειπώθηκε σε μια συνωμοτική συνεδρίαση. «Δώστε τη σ’ εμένα!», πρότεινε ο Εκατόγχειρ.

Ο Εκατόγχειρ εκτιμούσε ιδιαιτέρως έναν βραδύγλωσσο επειδή του έλεγε: «Ασπάζομαι τας χειρ-χειρ-χειρ-χείρας σας».

Ο Εκατόχγειρ στάθηκε εμπρός στο ορφανοτροφείο, ύψωσε τα χέρια του και ικέτευε τους περαστικούς: «Μην αδικείτε τας χείρας και τα ορφανά!».

Μετά την επίσκεψη του Εκατόγχειρος η χειρομάντις μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο.

Η εξακρίβωσι της γνησιότητας των ιδιοχείρων κειμένων του Εκατόγχειρος προκαλεί δισεπίλυτα προβλήματα στη γραφολογία.

Ο Εκατόγχειρ απελύθη ως καθηγητής από τη δημοτικιστική σχολή κωφαλάλων λόγω υπερβολικού πλούτου λεξιλογίου.

Ο Εκατόγχειρ προσπάθησε να κατακτήσει την Αφροδίτη της Μήλου: «Θα σου δώσω όσα θέλεις».

Σ’ έναν ρομαντικό περίπατο χέρι-χέρι, ο Εκατόγχειρ αποτόλμησε μια εξομολόγηση: «Σας αγαπώ τρελά όλες σας. Ελάτε στις αγκαλιές μου!».

Αλέξανδρος Σχινάς-Το άνθος

sxinas_926596672


Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας
Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας
Σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις.
Ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιπλανήθημεν
Ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως.
Ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας
Σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς.
Σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας,
Αγοράζοντας και μασουλώντας συνεχώς
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!
Είναι, νομίζομεν, περιττό να τονισθή
Ότι απέσχομεν από κάθε σκέψη σχετικής με συστηματικάς δραστηριότητας-
Ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα
Ή ιδανικούς έρωτες και τα παρόμοια.
Κυρίως ειπείν: απέσχομεν από πάσαν σκέψιν!
Αυτό το άνθος, επομένως, δεν πρέπει νάτανε για μας.
Γιατί, όταν περί το μεσονύκτιον, επιστρέφοντας,
Διερχόμεθα από εκείνον τον ημίφωτο δρομάκο,
Όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα
Του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου
Πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι
Και μας το επέταξε τρέμοντας,
Εμείς, όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως είμεθα,
Το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα
Και το φάγαμε-
Το άνθος! Καταλαβαίνετε;
Το φάγαμε, το μασουλήσαμε και αυτό,
Με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα
Που όλη τη μέρα μασουλούσαμε
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!..
Ώ ! ασφαλώς, ασφαλώς!
Αυτό το άνθος δεν πρέπει,
Δεν μπορεί να ήτανε για μας!..

Αλέξανδρος Σχινάς (1924-2012)

Αναδημοσίευση από: 

https://charalamposgiannakopoulos.com/2016/02/17/%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%87%CE%B9%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%80%CF%81/

Άννα Αχμάτοβα, "Ρέκβιεμ" (αποσπάσματα)



                  Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό,
                  ούτε φτερούγας ξένης προστασία –
                  ήμουν με τον λαό μου τότε εδώ
                  όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία.

[1961]


                              ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Στα φοβερά χρόνια της γιεζόφσινα, πέρασα δεκαεπτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της τ’ όνομά μου, ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):
    – Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε;
    Κι εγώ της είπα:
    – Μπορώ.
   Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της.

1η Απριλίου 1957,
Λένινγκραντ



                                    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ήταν τότε που μόνο ο νεκρός χαμογέλαε κι όταν
τη γαλήνη απολάμβανε. Κι άχρηστη σαν κατιμάς
όλη η πόλη του Λένινγκραντ ταλαντευόταν
στις υγρές φυλακές της σιμά.
Κι ήταν τότε που πια απ’ το μαρτύριο τρελές και χαμένες
των κατάδικων βάδιζαν κιόλας οι φάλαγγες. Στη διαπασών
όλο σφύριζαν σύντομα χαίρε κλαμένες,
οι σειρήνες σφυρίζαν αργά των ατμομηχανών.
Του θανάτου τ’ αστέρια ψηλά ακινητούσαν,
διπλωμένη στα δυο η αθώα Ρωσία καταγής,
με αιματόβρεχτες μπότες καθώς την πατούσαν
και με λάστιχα οι μαύρες οι κλούβες στο φως της αυγής.



                                              1

Συνοδεία σε πήραν καθώς χάραζε η μέρα,
από πίσω σου βάδιζα σαν σ’ εκφορά,
τα παιδιά στο σκοτάδι της κάμαρας κλαίγαν
και στο εικόνισμα στάζαν εμπρός τα κεριά.
Πα στα χείλη σου η ψύχρα της άγιας εικόνας.
Τον ιδρώ του θανάτου στο μέτωπο δεν τον ξεχνώ.
Σαν των δόλιων στρελτσύ 1 τις γυναίκες, πεσμένη στο χώμα,
δίπλα εκεί στου Κρεμλίνου τους πύργους θα ουρλιάζω κι εγώ.

1935



                                              4

Ποιος να σ’ το ’λεγε τότε που οι φίλοι σου
φιλενάδα τους σ’ έλεγαν κι έτοιμο το ’χες το σκώμμα
κι αμαρτάνοντας πρόσφερες τ’ άλικα χείλη σου,
στη ζωή σου να πάθεις τι σου ’μελλε ακόμα.
Στη ουρά τριακοστή με το δέμα σου
να σταθείς στα Κρεστύ 2 και μπροστά να κοιτάς
και με δάκρυα καυτά, με το αίμα σου,
του χειμώνα τον πάγο να καις, να τρυπάς.
Στο προαύλιο μια λεύκα κουνάει τα κλαδιά λυπημένη
κι ούτε θρόισμα ακούγεται – κι όμως κει στα κελιά
πόσοι αθώοι πεθαίνουν και πάνε χαμένοι…



                                              6

Οι βδομάδες σαν πουλιά πετάνε
τι συνέβη ποιος θα μου το πει;
Πώς σε κοίταζαν στη φυλακή
οι λευκές οι νύχτες, που καταραμένες να ’ναι,
πώς και τώρα σε ξανακοιτούν
με αετίσιο μάτι φλογερό
και για τον ψηλό σου τον σταυρό
και για θάνατο μιλούν.

1939



                                              8

                              ΠΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

Έτσι κι αλλιώς θα ’ρθεις, γιατί όχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ’σβησα κι η πόρτα μου ανοιχτή,
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ’ρθεις,
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος που ’χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου,
ώστε το μπλε πηλήκιο 3 στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό,
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

19 Αυγούστου 1939, σπίτι της Φοντάνκα

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου


Από τη συλλογή «ΡΕΚΒΙΕΜ», εκδ. ΑΓΡΑ 2011

Σημειώσεις
1. Τάγμα του Ιβάν του Τρομερού, προσωπική φρουρά του τσάρου που εκκαθαρίστηκε.
2. Φυλακές του Λένινγκραντ.
3. Στολή των υπαλλήλων της NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων), η διαβόητη μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ. της εποχής του Στάλιν.

Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2014/01/blog-post_8.html

Παναγιὠτης Μελτέμης-Νηρηίδες



Η Πούλια πρόβαλε δειλά και το φεγγάρι γέρνει
πίσω απ’ τής Μάλης τα βουνά να πάη να βασιλέψη.
Χίλια τριζόνια αρχίσανε καί πάλι νυχτωδία
και τά βατράχια, που και που στό βαρικό κοάζουν.

Ξανθές νεράιδες γδύθηκαν στη βρύση να λουστούνε
και λάμπουνε και. φέγγουνε και τη μιλιά σου παίρνουν
καθώς αφρίζουν τα νερά στ' αφροπλασμένα στήθεια…

Και πριν να στάση ο Αυγερινός χτένι χρυσό θά πάρουν
και θα χτενίσουν τα μαλλιά μ' ένα γλυκό τραγούδι,
και θάναι η Πλάση πλάνεμα και η νύχτα θάναι μέλι...

Παναγιώτης Μελτέμης (Κοπανάκι Μεσσηνίας 1918- Αθήνα 1978)

Πηγή: Παναγιώτης Μελτέμης, Τα Χωριάτικα. Αθήνα 1957, σ. 10.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Miles Davis - Stella by Starlight


Παντελής Θαλασσινός - Κράτα για το τέλος




Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης

Στίχοι
Κράτα για το τέλος το πιο ψυχρό σου βλέμμα
εκείνο που αφήνει τον έρωτα μισό
μήπως και πονέσω κι έτσι να μπορέσω
να φύγω και να νιώθω βαθιά πως σε μισώ

Κράτα κι ένα ποτηράκι
για το πιο πικρό φαρμάκι
να το πιω κι απ την καρδιά μου
να σου ευχηθώ

Καλή τύχη γεια χαρά σου
μην πετάς τα όνειρά σου
μην τα βρω ποτέ στο δρόμο
και σε λυπηθώ

Κράτα για το τέλος το πιο μεγάλο μίσος
τότε μόνο ίσως μπορεί να σ’ αρνηθώ
να μπορώ να λέω κοίτα με δεν κλαίω
πως έμαθα να χάνω αλλά δε θα χαθώ

Κράτα κι ένα ποτηράκι
για το πιο πικρό φαρμάκι
να το πιω κι απ την καρδιά μου
να σου ευχηθώ 

Καλή τύχη γεια χαρά σου
μην πετάς τα όνειρά σου
μην τα βρω ποτέ στο δρόμο
και σε λυπηθώ

Παντελής Θαλασσινός - Του παραδείσου λεμονιά


Παντελής Θαλασσινός - Εισιτήριο στην τσέπη σου



Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης

Στίχοι
Ήθελα να `μαι η αφή στην άκρη των δακτύλων σου
ό, τι αγγίζεις να `χει κάτι κι από μένα
να `μαι τη νύχτα η φωνή χαμένων φίλων σου
που λεν τραγούδια παλιά κι αγαπημένα

Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου

Ήθελα να `μαι η σκιά στην άκρη των βλεφάρων σου
η μόνη λέξη στο παραμιλητό σου
να `μαι η πρώτη ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο σου
κι η τελευταία η γουλιά απ’ το ποτό σου

Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου

Θα `θελα να `μαι αστραπή που σβήνει μες στο βλέμμα σου
πάνω στο χέρι η τυχερή γραμμή σου
να `μαι κρυμμένος πυρετός μέσα στο αίμα σου
για να ξυπνάω τις φωτιές μες στο κορμί σου

Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου

Παντελής Θαλασσινός - Ανάθεμά σε



Μουσική: Παντελής Θαλασσινός Στίχοι: Παντελής Θαλασσινός Στίχοι Σ’ έχω ώρες ώρες μα το Θεό τόσο πολλή ανάγκη που τρέχουν απ’ τα μάτια μου θάλασσες και πελάγη Στείλε ένα γράμμα μια συλλαβή αν έχεις το Θεό σου που κρέμομαι απ’ τα χείλη σου κι είμαι στο έλεός σου Ανάθεμά σε δε με λυπάσαι που καίγομαι και λιώνω που μ’ έκανες και σ’ αγαπώ και τώρα μαραζώνω Κλειδώθηκαν οι σκέψεις μου μες στου μυαλού τα υπόγεια αχ πόσα θέλω να σου πω μα δεν υπάρχουν λόγια Ανάθεμά σε δε με λυπάσαι που καίγομαι και λιώνω που μ’ έκανες και σ’ αγαπώ και τώρα μαραζώνω