Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - [άτιτλο]

Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

μόνο μή μ᾿ ἄγγιζε στό τρόλλεϋ

ὁ τυφλός καί ἡ τρελή

μέ τίς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ἁγίων

σέ πόζες καθημερινές ὅπως

στήν κάμαρα στό μπάνιο στό παράθυρο

ἤ νά χαζεύουνε σαρακοστή

μπρός σέ βιτρίνες κρεοπωλείων.


Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

ἄν καί δέν ἤτανε καθόλου εἰδυλλιακή

τοῦ γαλατᾶ ἡ κάτασπρη ὑλακή

καί τῶν μεταλλικῶν κυπέλων του ὁ κρότος

πού ἔκοβε σά σπαθί στά δυό 

τό σκότος.


Μπορῶ νά πῶ ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

διέκρινα μάλιστα καί σπέρματα

στό ἀντικρυνό πού λιάζονταν σεντόνι

μόνο μήν ἔκοβε στά δυό τήν καλημέρα μου

ὁ κρεμασμένος

ἀπ᾿ τό ἀπέναντι μπαλκόνι.


Τόση ὀμορφιά πού μοῦ εἶναι δύσκολο νά πῶ

στό φῶς τοῦ ἥλιου ἡ πρωινή ἐφημερίδα

ἄν ἤτανε μιά λίμνη ἀπό τό αἷμα μου

ἤ μαύρη τοῦ τυπογρφείου κηλίδα.


Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τό Οἰκογενειακό δέντρο».

Sandro Penna - Ο σκονισμένος ποδηλάτης

Χάνομαι στο λαϊκό προάστειο που είναι όλο ζωή καθώς βραδιάζει. Ανάμεσα σ' ανθρώπους είμαι, μακρινούς σ' εμένα: υπέροχοι στα μάτια μου άντρες: καθάριοι, ζωντανοί, αξίες αφανέρωτες. Κι όλοι τους ίσοι κι άγνωστοι και νέοι.
Σε κάποια σκοτεινή γωνιά παίρνω τη θέση που μ' άφησε ο εργάτης τρέχοντας (μόλις και πρόλαβε ) στο βιαστικό λεωφορείο. Την όψη του δεν είδα, αλλά φυλάω στην καρδιά τη σβέλτη κίνησή του. Και μ' απομένει (απ' τον ανώνυμο αυτόν, που μου τον πήρε η ζωή), εκεί στη σκοτεινή γωνιά, μια τίμια ζώου μυρωδιά, σαν τη δική μου.
Σάντρο Πέννα, Ο σκονισμένος Ποδηλάτης, μετάφραση Ερρίκος Σοφράς, Το Ροδακιό, Αθήνα 2012, σ. 86.

Loreena McKennit - The Bonny Swans


 

Ανέστης Ευαγγέλου - Το βαρύ μαχαίρι





Όταν έπεσε το βαρύ μαχαίρι

και μου άνοιξε τη βαθιά πληγή που έχω στο στήθος

δε μπορούσα, βέβαια, να καταλάβω τη σημασία του:

έπρεπε ο χρόνος να διαγράψει την τροχιά του.



Έκτοτε έπαθα και έμαθα πολλά –κυρίως

αυτό: πως πρέπει πλέον να συνηθίσω

ν’ αγαπήσω την πληγή

ν’ αγαπήσω το βαρύ μαχαίρι.


 Μέθοδος αναπνοής (1966)

Ανέστης Ευαγγέλου - Χρόνια στην εξορία





Χρόνια στην εξορία δύσκολα,
δίχως πατρίδα, ξένος μες στους ξένους,
άστεγος και γυμνός, με τσάκισαν.

Το μέλλον μου ασφαλές:
ότι είχα μου το πήρεν η ζωή
και του θανάτου δεν αφήκε τίποτα να πάρει.

Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966)

Ελένη Αράπη - [Άτιτλο]


Ά! Να το ξέρετε.

Η γυναίκα είναι θρησκεία.

Κι ο άντρας —

Ώ! Τι υπέροχο μήλο!


Ελένη Αράπη ( 1972  )

 Πηγή: Μικρή μεθόριος, Ιωλκός, 2021

Pablo Neruda - Σονάτα με κάμποσα πευκόδεντρα

Στον μισοήλιο μακρών ημερών
τα κουρασμένα μας ας προσδέσουμε κόκαλα
τους άπιστους ας λησμονήσουμε
τους ανελέητους φίλους
αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα πεύκα ο ήλιος
ας ξεχάσουμε όσους είναι ανίδεοι
υπάρχουν χώρες στον χώρο της γης
μικρές παραμελημένες υπάρχουν πατρίδες
ας μην τους θυμόμαστε τους ευτυχείς
τις οδοντοστοιχίες τους ας τις ξεχάσουμε
ας κοιμηθούν οι ευαίσθητοι
στα πάναγνά τους ντιβάνια
κάτι ιδιαίτερες πέτρες όλο μυστικά και αχτίδες
πρέπει οπωσδήποτε να τις ξέρουμε
να σηκωνόμαστε το πρωί με το πράσινο φως
μαζί με κάτι τρένα απελπισμένα
ν’ αγγίξουμε τη συντέλεια εκείνη του κόσμου
που ταξίδευε πάντα μαζί μας
ας ξεχάσουμε τούς προσβεβλημένους
που τρώνε μία και μόνο μία αδικία
τα δέντρα όσο πάνε εγκαταλείπουν
έναν μισό ουρανό πάνω-κάτω οργωμένον
να πάνε σε φράχτες πεύκων και ίσκιων
να πάνε στον αέρα που φυλλορροεί
ας ξεχάσουμε αλλά χωρίς αλαζονεία
όσους δεν μπορούν να μας αγαπήσουν
και όσους ψάχνουν για φωτιά και πέφτουν
σαν κι ελόγου μας στη λήθη
τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από τις οκτώ
η ώρα το πρωί στον αφρό της θάλασσας
κάποιο σκυλί ζυγώνει και μυρίζει τη θάλασσα
γιατί δεν έχει στο νερό καμία εμπιστοσύνη
ενώ στο μεταξύ καταφθάνουν τα κύματα
ντυμένα στ’ άσπρα για να μπουν στο σχολείο
υπάρχει μια γεύση ήλιου αλμυρού
και από τα επικήδεια φύκια υψώνεται
μυρωδιά τοκετού και σαπίλας
ποιός ο λόγος να μην υπάρχεις;
πού σε πήγαν οι άλλοι;
είναι καλό ν’ αλλάζεις πουκάμισο
δέρμα μαλλί τη δουλειά σου
για κοίτα να μάθεις λίγο τη γη
στη γυναίκα σου για δώσε καινούργια φιλιά
για γίνε του καθαρού αέρα κομμάτι
τις ολιγαρχίες να περιφρονείς για μάθε
όταν επήγαινα από ομίχλη σε ομίχλη
κάνοντας με το καπέλο μου περιηγήσεις
ποτέ μου δεν αντάμωσα κανέναν να ξέρει τους δρόμους
όλοι απλώς εκεί ανησυχούσαν
όλοι επήγαιναν να πουλήσουνε πράγματα
κανένας δεν με ρώτησε εγώ ποιός ήμουν
μέχρι που άρχισα ν’ αναγνωρίζω τον εαυτό μου
μέχρι να σκάσω ένα κάποιο χαμόγελο
στον μισό ουρανό και στην αναδεντράδα
ας αποθέσουμε την κούρασή μας
ας μιλήσουμε με τις ρίζες
και με τα κύματα τ’ απογοητευμένα
ας ξεχάσουμε τη βιασύνη
των καταφερτζήδων τα δόντια
ας ξεχάσουμε την ερεβώδη
των κακοβούλων σύμμειξη
ας κάνουμε ένα επάγγελμα πάνω στη γη
με την ψυχή μας ας αγγίξουμε το χώμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ανδρέας Μαγδαληνός -Γράμμα στα Τέμπη

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Κατερίνα Μαρδακιούπη - Θραύσματα


Τα χέρια μου

είναι  γεμάτα πουλιά

Όταν τ' ανοίγω

τα πουλιά πετούν στον ουρανό

Όταν τα κλείνω

γεμίζω με αίμα


Πηγή: Το άρρωστο ζώο, ενύπνιο 2023

Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κωστής Παλαμάς - Η φωνή


Όλη —έλεγες— όλη,
κι έτρεμε η φωνή…
κι ήταν ως ν’ ανοίξανε ουρανοί
φωτοβόλοι.

Όλη —έλεγες— όλη,
κι έτρεμε η φωνή…
ρόδο στη ματιά μου είχε φανεί
το τριβόλι.

Όλη —έλεγες— όλη,
κι έτρεμε η φωνή…
Και ήτανε σα να είχανε γενεί
περιβόλι

κι οι άμμοι της ερήμου και οι γυμνοί
της γης πόλοι…
Κι έλεγες — όλη, όλη —
κι έτρεμε η φωνή…

ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ /Α΄

Στέλλα Βλαχογιάννη - [άτιτλο]

 Μεγαλώσαμε, αλητέψαμε, λεηλατήσαμε και μας λεηλάτησαν πειρατές επιπόλαιοι χωρίς χρυσό δόντι και γάντζο στο χέρι, κάναμε γιουρούσι στις ήττες, και τι όμορφα που γελάει κανείς όταν είναι λυπημένος… Αυτό το γέλιο που στάζει αλμύρα και έχει τον ίσκιο των αναμνήσεων στον ήχο του. Μην κλείνεις τα μάτια τώρα που λιγόστεψε η διαδρομή. Άσε το αεράκι να διαπεράσει τις ηλικίες σου και πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις στο όνειρό σου. Αμέσως. Και πού είσαι; Εκείνο το κρυμμένο τραύμα πώς το κρατάς ακόμα κόκκινο; 


Joyce Mansour, Ο δρόμος σέρνεται μες στων στροφών την γκρίζα σκόνη

Ο δρόμος σέρνεται μες στων στροφών την γκρίζα σκόνη

Ο σπόρος πεθαίνει μέσα στα χωράφια

Ο κεραυνός μαδάει τους στύλους

Ένας ινδιάνος, απ’ τον καυτό άνεμο της θύελλας πιο γέρος

πιο πολύ φρυγμένος

από του παρελθόντος του και του πατέρα του το βάρος διπλωμένος στα δύο

δεμένος στο φορτίο του με σάρκινο λουρί

ίσκιος μοναχικός τρικλίζει, ταξιδεύοντας

ανάμεσα στις χαρακιές της γης το σαγόνι του να κρέμεται

Κακιάς μοίρας οιωνός

Φευγάτο το φεγγάρι

Αφήνει ο ινδιάνος να γλιστρήσει από τη ράχη του ο πατέρας

όπως γλιστρά επάνω σε μια θίνα η άμμος, όπως νερό

Της ηδονής τ’ αμάξι μαστιγώνει το μονοπάτι με την ουρά του

και σερπαντίνα σκοτεινή περνά την άλικη λοφοκορφή

πάνω στα ξαπλωμένα και όρθια κορμιά που κουράστηκαν να είναι ινδιάνοι

αγκαλιασμένα μες στη μοναξιά όπως αυγά μες σε φωλιά

Δύο κορμιά σ’ έναν έρημο δρόμο επάνω


Από τη συλλογή Όρνια, απόδοση: Έκτωρ Κακναβάτος. Κείμενα 1987.

Οδυσσέας Ιωάννου - Οι τελευταίες φορές



Τις ζούμε ή τις ξοδεύουμε σαν να είναι άπειρες. Δεν ξέρω τι διαφορετικό θα κάναμε αν το γνωρίζαμε. Μπορεί τίποτα. Μπορεί να μη θέλουμε να ξέρουμε πως είναι η τελευταία φορά. Αλλά μπορεί και να φέρναμε τον κόσμο ανάποδα αν το γνωρίζαμε. Στο «Τσάι στη Σαχάρα», στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Μπερτολούτσι εμφανίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου Πολ Μπόουλς να λέει στην Ντέμπρα Γουίνγκερ:

«Πόσες φορές ακόμα θα θυμάσαι ένα συγκεκριμένο απόγευμα της παιδικής σου ηλικίας, ένα απόγευμα που είναι τόσο βαθιά συνυφασμένο με την ύπαρξή σου, που δεν μπορείς να διανοηθείς τη ζωή σου χωρίς αυτό; Ισως τέσσερις, πέντε φορές, ίσως ούτε τόσες. Πόσες φορές ακόμα θα δεις την πανσέληνο και ανατολή ταυτόχρονα; Ισως 20. Κι όμως, όλα ακόμα φαίνονται τόσο απεριόριστα».

Το παράδοξο, να γνωρίζουμε το πεπερασμένο του βίου μας αλλά να λειτουργούμε σαν να είναι όλα τα επί μέρους κομμάτια του άπειρα, ίσως να είναι η δύναμη της ζωής. Το να τα ζεις όλα σαν να είναι ανεξάντλητα μπορεί να ερμηνευτεί και ως μοναδικός τρόπος να τα εκτιμήσεις πραγματικά. Βέβαια, όταν δεν μιλάμε για πανσελήνους και καλοκαίρια αλλά για ανθρώπους, τα πράγματα χάνουν λίγο τη λάμψη της λογοτεχνικής τους υπόστασης. Γίνονται βίαια. Οταν ακούς όλο και συχνότερα να λένε πως δεν πρόλαβαν να πούνε στους γονείς τους αυτά που τους χρωστούσαν, τότε η φιλοσοφία δίνει τη θέση της σε μία δύσκολα διαχειρίσιμη, βαριά λύπη.

Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα γίνουν για τελευταία φορά αυτό το καλοκαίρι. Ακόμη και μία συγκεκριμένη παρέα σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Νομίζουμε πως θα ξαναβρεθούμε αλλά δεν θα υπάρξει επόμενη φορά. Τουλάχιστον όχι με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Από την άλλη, μεγάλο και το δίκιο του Ηράκλειτου στη ρήση του για το ότι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, άρα είναι αδύνατον να ζήσεις το ίδιο πράγμα δύο φορές. Ολα μία και μοναδική. Ομως δεν χωράνε τα πάντα μέσα στην απολυτότητα μιας αλήθειας σχεδόν επιστημονικής.

Είναι τόσο πολλά εκείνα που αν τα δεις μέσα σε ένα λιγότερο αυστηρό πλαίσιο, δίχως τη διάκριση των παραμέτρων που κάνει όλες τις στιγμές μοναδικές, τα ζούμε πολλές φορές και ορισμένα θα σκοτώναμε να τα ζούμε συχνότερα. Οι ζωές των περισσότερων είναι η επανάληψη δέκα βασικών μοτίβων, άλλων καλών και άλλων όχι. Και αυτή η επανάληψη, η ρουτίνα, προσφέρει μία αίσθηση ασφάλειας, ακριβώς όπως στα μικρά παιδιά.

Θα θέλαμε να επιστρέψουμε στις τελευταίες φορές μας – τουλάχιστον σε όσες δεν γνωρίζαμε πως ήταν οι τελευταίες. Θα θέλαμε να πειράξουμε μια-δυο παραμέτρους τους, να τις κάνουμε πιο υποφερτές ως μνήμες αργότερα. Γιατί υπάρχουν ενοχές και απωθημένα και πολλή εμποδισμένη ευτυχία σε πολλές από αυτές.

Μια πρόποση στις τελευταίες φορές αυτού του καλοκαιριού: Να μην περιλαμβάνουν ανθρώπους.

Πηγή: https://www.in.gr/2019/07/24/apopsi/oi-teleytaies-fores/

Αντωνίνη Σμυρίλλη - Αυτό το κουσούρι

 

Με ρώτησε ένας ποιητής: νέο κορίτσι
και διαβάζεις αυτόχειρες;
-Μα κύριε
Ψάχνω να μιλήσω σε ποιητές
Αλλά έχουν πεθάνει
Και τώρα που τους συναντώ
Νιώθω
Τόση Ανάταση
Που ξεχνώ
Ότι εκφωνώ τον δικό μου επικήδειο
Αντωνίνη Σμυρίλλη ( 1987 )
Πηγή: Κάτω απ’ το πάπλωμα, Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν, 2020.

Ευσταθία Π. - [άτιτλο]



εμείς που δεν πεθάναμε
σε βάρκα μισθωμένη
στις ράγες δεν καήκαμε
τυχαία Κυριακή
στου πηγαδιού κυλιόμαστε, στης θάλασσας τον πάτο
νομίσματα σφηνώνουμε στα δόντια των νεκρών
κι όταν τις νύχτες μας ρωτούν
τι κάναμε για κείνους
τα χέρια μας διπλώνουμε
σε θέση προσευχής
τα μάτια μας σφαλίζουμε
σταυρώνουμε τα πόδια
στα δύο διπλωνόμαστε στις έξι το πρωί
συγγνώμη λέμε με φωνή που στάζει απ' το ταβάνι
ο ύπνος δεν μας πιάνει
συνείδηση λειψή
γιατί έρχονται και μας τραβούν
σαν λέμε πως μας λείπουν
και μας φωνάζουν σύντομα πως θα μας βρούνε αυτοί

Σουλεϊμάν Αλάγιαλη Τσιαλίκ - [άτιτλο]

 Αναμονή η τιμή του χρόνου.

Σφίξιμο από ήχους ανατριχιαστικούς
κι ασάλευτα ακροδάχτυλα
περιμένουν το τέρμα
στο τούνελ της δοκιμασίας
καθώς το σκούρο της ρέμβης
γίνεται παλμός σε ξύπνημα
από τα ουρλιαχτά των ματωμένων παιδιών.
Στερέωμα της μοναξιάς
σε μεσονύχτια αρμονία
οι σπασμένοι λυγμοί του μονολόγου
υψώνονται ως το κατάρτι των ημίθεων
αποζητώντας την αδούλωτη ζωή
( κι από μια οδευόμενη πρόκληση
στη συνεισφορά της προσευχής
άκουσμα βαθύ πλανιέται
ο καημός παράπονου ).
Αναμονή η τιμή του χρόνου.
Ώσπου απρόσμενη σφυρίχτρα
απ' το στόμα πρωτοφανών πολιτειοφθόρων
που έτυχε να' χουν το βλέμμα τους
στραμμένο στο μέλλον
καλεί τέλος της βάρδιας
σε κράσπεδα νάρκωσης
κι οι προβολείς του βαγονιού
ιριδίσματα σε ήρεμη στροφή
για να ξετυλιχτεί η αέναη ειλικρίνειά τους.
Μαρτυρίων στιγμιότυπα
- λεπίδι σ' ό,τι έδωσαν τα νέα παιδιά-
απαλείφουν την ατμόσφαιρα υποταγής
το άβατο του νόμου
και σε προπύργιο κενόηχης στιγμής
τέτοιας που λες " ξαναχαράζουν το μειδίαμα
σ' αρχαία κόρη φέρελπη "
νεκροθάφτες αθώων τύψεων
στέκονται σιμά τους
στον αβασάνιστο συνωστισμό
οι πένθιμα ενηλικιωμένοι.
Από τη συλλογή " Κράσπεδα νάρκωσης "
Εκδόσεις Δωδώνη, 1993. Σελ.37- 38.

Γιώργος Σεφέρης - Δεκαέξι χαϊκού


Τοῦτο τὸ ἀκαριαῖον…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ

Α΄

Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος.

Β΄

Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις;

Γ΄
Στον Κήπο του Μουσείου

Άδειες καρέκλεςτ’ αγάλματα γυρίσανστ’ άλλο μουσείο.

Δ΄

Να ’ναι η φωνήπεθαμένων φίλων μαςή φωνογράφος;

Ε΄

Τα δάχτυλά τηςστο θαλασσί μαντίλικοίτα: κοράλλια.

ΣΤ΄

Συλλογισμένοτο στήθος της βαρύμες στον καθρέφτη.

Ζ΄

Φόρεσα πάλιτη φυλλωσιά του δέντρουκι εσύ βελάζεις.

Η΄

Νύχτα, ο αγέραςο χωρισμός απλώνεικαι κυματίζει.

Θ΄
Νέα Μοίρα

Γυμνή γυναίκατο ρόδι που έσπασε ήτανγεμάτο αστέρια.

Ι΄

Τώρα σηκώνωμια νεκρή πεταλούδαχωρίς φτιασίδι.

ΙΑ΄

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκιατου κάθε ανθρώπου.

ΙΒ΄
Άγονος Γραμμή

Το δοιάκι τί έχει;Η βάρκα γράφει κύκλουςκι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ΄
Άρρωστη Ερινύς

Δεν έχει μάτιατα φίδια που κρατούσετης τρων τα χέρια.

ΙΔ΄

Τούτη η κολόναέχει μια τρύπα, βλέπειςτην Περσεφόνη;

ΙΕ΄

Βουλιάζει ο κόσμοςκρατήσου, θα σ’ αφήσειμόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ΄

Γράφεις·το μελάνι λιγόστεψεη θάλασσα πληθαίνει.
Τετράδιο Γυμνασμάτων, Δοσμένα

Στέλλα Βλαχογιάννη - [άτιτλο]

 Ήμουν κάποτε μια νότα σ’ ένα φθαρμένο πεντάγραμμο -θυμήθηκε

Κανείς δεν μ’ έκανε τραγούδι

αλλά εγώ δεν το έβαλα κάτω

Τις νύχτες -αιώνες τώρα-  μπαίνω στ’ αυτιά των σκύλων

κι εκείνοι τρέχουν αμέσως να προστατέψουν όσους αγάπησα


Με λένε θάνατο, Μετρονόμος

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Γ. Λ. Οικονόμου - Στην ουρά


Δεν θα τα συναντήσεις στις πορείες
ούτε στα κέντρα διασκέδασης
μένουν μακριά από φιέστες
και χειροκροτήματα
Άδειες οι περισσότερες ώρες της μέρας τους
μετρούν τα ένσημα που λείπουν δεν ξέρουν
από ηλεκτρονικές συναλλαγές
στην ουρά περιμένουν
Δεν θα τα βρεις στα πολυκαταστήματα
ούτε σε διαφημιστικά φυλλάδια
τρομάζουν όταν άθελά τους
κάνουν θόρυβο
φοβούνται τον πόλεμο
δεν ξεχωρίζουν τους ανθρώπους απ' το χρώμα
περνούν από το καφενείο
μα φίλο δεν βρίσκουν
δυο προσευχές ξέρουν όλο κι όλο
βράδυ πρωί αυτές λένε
τα ποιήματά μου
Πηγή: Γιώργος Λ. Οικονόμου, Η σιωπή της κερκίδας, Τύρφη 2021.

Αφροδίτη Κατσαδούρη - Πέντε ποιήματα

 ΓΑΛΑ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

Μια μέρα
λιποθύμησα στον η λ ε κ τ ρ ι κ ό
ήμουνα λέει
κάτασπρη
ολόλευκη
ωχρή
γαλακτερή
ένας δεν δίστασε
με ρώτησε εάν διετέλεσα υπουργός
εργασίας υπουργός
έμοιαζα έλεγε με αυτόν που ‘φαγε
και καθέρμεξε τον εργάτη
στις ειδήσεις των ω χ τ ό.

*

ΕΘΝΙΚΕΣ ΩΔΕΣ

Σκούζουν τα αδιέξοδα στις εθνικές ωδές
σαν βυζανιάρικα διψούν για γάλα

κι εμείς βοσκάμε στη διττή σου φύση
έξω απ’ τα παράθυρα

γιατί μας πρόδωσαν
τα υγρά μάτια σου στα φρένα.

*

ΟΥΤΕ

Η τελευταία σελίδα του βιβλίου
που θα περιγράφει τη γενιά μας
θα κλείνει με έναν ξέπνοο λυγμό και μια φράση:

“ούτε τ’ αγαπημένα τους τραγούδια
μπορούσαν να τους ηρεμήσουν πια”.

*

ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΟΠΙ

Όταν μικρύνω
θα γίνω ατρόμητη
σαν τα παιδιά που θυσιάζουν το κορμί τους μονορούφι
για ένα τόπι
στη λαίλαπα του μεσημεριού

*

ΕΚΑΤΟΝ ΕΞΗΝΤΑ ΕΞΙ

Στο μέλλον
Στο ζοφώδες μέλλον
θα στέλνουν σπίτι μας την Πυροσβεστική
και θα μας σβήνουν
κατά μόνας
από τον χάρτη.

Από τη συλλογή: Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι, Έναστρον εκδόσεις, 2024.

Πηγή:https://tokoskino.me/2024/02/27/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B7-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-2/

René Magritte - The Empty Mask


 

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης - Μοιραίο βάρος


Ο τραγικός θάνατος του γλύπτη Νίκου Παππά, που καταπλακώθηκε από ένα άγαλμά του, είναι λίγο-πολύ γνωστή ιστορία. Αυτό που δεν ξέρουν οι περισσότεροι είναι ότι το μοντέλο που πόζαρε για να φτιαχτεί το μοιραίο εκείνο γλυπτό, ένας μεγαλόσωμος χειρώνακτας από τα Στύρα Ευβοίας, άθελά του μετά από μερικά χρόνια πλάκωσε το μόλις μερικών εβδομάδων μωρό του στον ύπνο του, με αποτέλεσμα το νεογνό να χάσει τη ζωή του. Έκτοτε, θεωρώντας πως τον βαραίνει κάποια κατάρα, εγκατάλειψε τα εγκόσμια και αφοσιώθηκε στον Θεό μονάζοντας στη μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που στέκει στον Πλατύ βράχο, τον εντυπωσιακότερο μεταξύ των Μετεώρων. Εκεί φάνηκε, προσωρινά τουλάχιστον, να βρίσκει τη γαλήνη. Όμως, κατά την ανέλκυση με το δίχτυ ορισμένων οικοδομικών υλικών απαραίτητων για τις αδιάκοπες εργασίες αποκατάστασης των παμπάλαιων κτισμάτων του μοναστηριού (αφού, ως γνωστόν, λόγω της κατακόρυφης μορφής του βράχου δεν υπήρχε ευκολότερος τρόπος μεταφοράς), το ξύλινο μπαλκόνι στο οποίο βρισκόταν ο μεγαλόσωμος άντρας δεν άντεξε το βάρος του και κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να καταπλακωθούν δύο άλλοι καλόγεροι, που συμμετείχαν στη διαδικασία από το έδαφος. Παρά τη θεαματική πτώση απέφυγε τα χειρότερα, καθώς προσγειώθηκε πάνω στα μαλακά σώματα των ζωντανών ακόμη ομοτράπεζών του και μέσα σε λίγες εβδομάδες ήταν και πάλι εντελώς καλά. Φυσικά το γεγονός θεωρήθηκε ατύχημα και ουδείς σκέφτηκε να του αποδοθούν ευθύνες. Ωστόσο, από την ημέρα της ανάρρωσής του μέχρι και το τέλος της ζωής του απέκτησε την κάπως απόκοσμη συνήθεια να περπατά αργά ζυγίζοντας κάθε βήμα του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως το έδαφος άντεχε το βάρος του. Μια πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ενώ περιφερόταν στο προαύλιο του μοναστηριού, διαπίστωσε πως κινούνταν δίπλα σε μια μυρμηγκοφωλιά. Μη θέλοντας να πατήσει έστω και ένα από τα αβλαβή εκείνα έντομα, παρέμεινε ακίνητος και δίχως προφυλάξεις κάτω από τον καυτό ήλιο για ώρες, έπαθε ηλίαση, ανέβασε υψηλό πυρετό και έπειτα από λίγες ημέρες πέθανε.

σε ποιον ανηκει η κολαση

 

Idea Vilariño-Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν…


Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν
ωσάν πεθαίνοντας τότε,
κάποτε, πιο πέρα κι απ’ τα χείλη φτάνοντας
και καθώς τα βλέφαρα από τον πόθο ξεχειλίζουνε και πέφτουν,
τόσο αθόρυβα όσο ο αέρας το επιτρέπει,
η σάρκα, με τη μεταξένια θέρμη της, νύχτες ζητάει∙
και τα κοιμώμενα χείλη
μες στην ανείπωτη ηδονή τους, εξίσου, νύχτες ζητούν.
Νύχτες, νύχτες σιωπηλές, με σκοτεινά βελούδινα φεγγάρια,
νύχτες ατέλειωτες, φιλήδονες νύχτες, από φτερουγίσματα διάτρητες,
μες στον αέρα που γίνεται χέρια, έρωτας, στοργή,
νύχτες ωσάν από πανιά κι από κατάρτια…
Τότε είναι, στο ύψιστο πάθος, όπου αυτός που φιλά
ξέρει -και πώς ξέρει!- τα πάντα, ακατάπαυστα, και βλέπει πώς τώρα
ο κόσμος με θαύμα μοιάζει μακρινό,
πώς τα χείλη ανοίγουν πιο βαθύ ακόμη το θέρος,
πώς ο νους παραλύει,
και πώς φτάνει κι αυτός ο ίδιος να ξεχνιέται μες στο φιλί
ενώ άνεμος παθιασμένος τους κροτάφους του γυμνώνει∙
τότε είναι, στο φιλί απάνω, που τα βλέφαρα αργοπέφτουν
κι ο αέρας φτερουγίζει με μια ανάσα ζωής,
και περισσότερο αναριγά
αυτό που δεν είναι αέρας: η φλεγόμενη δέσμη των μαλλιών,
η φωνή που γίνεται βελούδο και, άλλοτε,
οι οπτασίες νεκρών που αιωρούνται.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη