Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Τάσος Ζερβός - Ύστατη πράξη




Στον Ανδρέα Μυλωνά.

Λίγο πριν φύγω θ’ ανακρίνω όλους τους στίχους μου
και άτεγκτος μαζί τους θα φανώ.
Χρόνια υποψιάζομαι πως μου `κρυψαν
ολόκληρο ουρανό.

Θα τους χωρίσω τον έναν απ’ τον άλλονε
ακόμα και τους τίτλους θ’ ανακρίνω
και όποιον βρίσκω πως η γλώσσα διχάλωνε
χωρίς φεγγάρι και νερό θα τον αφήσω.

Κι όταν εντοπιστούν οι ύποπτοι,
σε συλλαβές, σε γράμματα, σε λέξεις
θα τους τεμαχίσω.
Στα υπόγεια του νου μου πατώντας και συνθλίβοντας
ό,τι μου πήραν θα το πάρω πίσω.

Και μοναχά την ύστατη στιγμή,
καθώς θα χάνεται, λόγος, ρυθμός και βήμα,
με το δικό μου θ’ ανακατέψω αυτά τα πτώματα
μήπως και βγει κανένα ποίημα.

Προσωπογραφίες ή Το μεσιανό κατάρτι, 1988-1995.

Τάσος Ζερβός - Τα πουλιά


                                          Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου - Τα πουλιά


Δεν υπήρχε τραγούδι δίχως ουρανό

Όταν απ’ τα μάτια σου κινούσαν τα πουλιά

Τώρα επίμονα σκέφτομαι εκείνο το πρωί

Και το πρόσωπό μου γεμίζει μονοπάτια.


Δε θα σ’ αντικρίσω, δε θα μ’ αντικρίσεις

Ήσουν το χιόνι κι ήμουν η βροχή....


Τάσος Ζερβός - Περήφανος να τις κοιτάω στα μάτια



Ιδανικές ημέρες που αρχίζουνμε άπλετο φως, με λίγα σχήματα θαμπά
που υπόσχονται και ξεθαρρεύουμε στον ήλιο
και βγαίνουμε απ’ του νου μας τις σπηλιές,
ιδανικές ημέρες που ως διαβαίνουν
πάντα μας έχουν κάπου προς το τέλος τους προδώσει...

Θα βάλω τα ύπουλα σημάδια τους παντού...

Όταν με τον καιρό ίδιες θα επιστρέψουν
-σαν κάποια πρόσωπα που μάταια ταξίδεψαν-
ίδιες ημέρες κουρασμένες και θαμπές
και τη στερνή μου λύπη αποζητώντας
-μέσα στα βράδια που επιτέλους θα προφτάσουν
αυτόν τον ήλιο που όλο φεύγει δυτικά-
ορθός πάνω απ’ τη θάλασσα και μόνος
-όπως μ’ αγάπησε και μ'ήθελε η φωνή μου-
μακριά απ’ όλα εκείνα που μου λείψαν
περήφανα να τις κοιτάω στα μάτια...

 Η ρίζα του ήλιου (1960)

Νικόλας Κάλας - Δύο Ποιήματα

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΔΙΧΩΣ ΑΣΤΕΡΙΑ


Καθώς η ανάμνηση το νερό κάτω από το καράβι και η ώρα

των πιο μεγάλων μυστικών

Το όνομά σου είναι μπλε ένα μπλε της φωτιάς και της έλπίδας

Θα ’θελα να το αφανίσω

Να κηλιδώσω το ζεστό σου αίμα και να πνίξω την τόλμη μου

Το αίμα χάθηκε στα μοιρολόγια

Έχασα το κλειδί των όνειροπολήσεών σου

Σε έχασα σα μια πεντάρα ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες

Ζήλευα τον ίδιο μου τον εαυτό

Και την απεραντοσύνη των θαλασσών


Αλλά είναι εσένα που λυπάμαι

Τα ταξίδια σου χωρίς όνειρα

Τις άγονές σου νύχτες

Τα μαλλιά σου που παίζουν μόνα τους

Τα όνειρά σου χωρίς καθρέφτες παγωμένα όπως η έπιθυμία ένός άλλου

Ίχνη αίματος καταυγάζουν το πρόσωπο


Είμαι άπείρως περισσότερος από το πλούσιο και ηδυπαθές χρώμα

ένός εγκλήματος

Πέρα από ένας καθρέφτης για τα μάτια σου

Πέρα από την αναχώρησή σου

Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον

Περπατάω χωρίς ηχώ

Η επιστροφή σου δε θα προσέθετε τίποτα

Μαζί είμαστε πάρα πολλοί για μας τους ίδιους

Πάρα πολλοί σαν ένας στρατός σε άτακτη υποχώρηση η μια κακή σοδειά

Όλα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο που διακόπτεται μια σκέψη

που ξεφεύγει απ’ τον αέρα

Η αναμονή εκ γενετής τυφλή

Πριν σε γνωρίσω η φωτιά ήτανε ιερή

Τώρα είναι η γη που καταρρέει

Θα επινοήσουμε κάτι άλλο

Μια καρδιά που να λειτουργεί σα δαιμόνια μηχανή

Μια ημιτονοειδή η έναν καινούργιο χαρταετό

Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα για την αυγή

Δεν τα ’κλεψαν όλα ούτε τα καταβρόχθισαν

Ο ουρανός είναι απέραντος και πέφτοντας το πιο μικρό αστέρι

θα τρόμαζε τα μάτια σου


(Παρίσι 1939)


***


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΩΝ


Ας δημιουργήσουμε το πεπρωμένο

Ας θυμήσουμε στο άπειρο το ρυθμό του θράσους

Ας ξαναδώσουμε έρεισμα στο ένστικτο και ζωή στη ζωή

Το ρολόι δίχως δείκτες σ' ένα φάρο σβηστό

Το πλοίο πλέει σε αργές σελίδες

Η σκέψη έπεσε

Όλα γίνονται ιώδη και τελετουργικά

Το πεπρωμένο είναι ελεύθερο ταχύ βίαιο

Όλα αποκτούν τεράστιες διαστάσεις

Ο τοίχος σχίζεται αργά έπειτα βουλιάζει

Το πεπρωμένο είναι φτιαγμένο από απειροελάχιστα στοιχεία φρικτά διεσπαρμένα

Όλα γίνονται τεράστια τεράστια ένας τεράστιος σβώλος ψωμιού

Και κατευθύνεται προς το παράθυρο με θέα την τρέλα

Και μια πολύ μικρή αυλή όπου σαλεύει το σαράκι

Κάθε χορός σταματά μετά ξαναρχίζει

Γύρω από το παράθυρο που τραγουδάει το σαράκι


(’Αθήνα 1937 – Παρίσι 1938)


*Από το βιβλίο “Νικόλαος Κάλας – Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς”, Εκδόσεις “Ύψιλον”, Αθήνα 2002. Μετάφραση: Σπήλιος Αργυρόπουλος, Βασιλική Κολοκοτρώνη.


Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2016/04/03/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ανδρέας Κάλβος - Εις Ψαρά


α΄

Ερατεινή, γλυκείαθυγάτηρ Υπερίονος,πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,πόσον δεκτή και νόστιμη
φέγγεις ω ημέρα.

β΄

Ελεύθερος ή δούλοςτί χρησιμεύει αν είναι,μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος,ότι είναι η γη παράδεισος,
και η ζωή μία.

γ΄

Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδοςδάκτυλα μυρισμένατας χορδάς κολακεύωσι,και η τρυφερά κιθάρα
τον κόσμον θέλγει·

δ΄

Τρέξατε σεις ω αμέριμναπλήθη λαών· τον μέγανμελίφρονα αμφορέατου Βασσαρέως αδράξατε
νέοι και παρθένοι.

ε΄

Με χιτώνα σιδώνιον,με σάνδαλα χρυσόδεταχοροβατούντες ψάλατεή την στροφήν την λέσβιον,
ή τέιον μέλος.—

ς΄

—Φθάνει τώρα το κέρασμα,φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα·κάθε ηδονή το μέτριονεάν αγαπά, ας προσφύγομεν
εις χαράν άλλην.

ζ΄

Εδώ υπό τον πολύφυλλονκαι δροσερόν κεδρώναελάτε, ας αναπαύσομεντο κορμί μας και ας έχομεν
τ’ άνθη διά στρώμα.

η΄

Ένα φιλί… κι έν’ άλλο…Έρωτα τρέξε, εξάπλωσοναιώνια τα πτερά σου,σκέπασον το μυστήριον
της εορτής σου.

θ΄

Ούτω, καθό η ταχύπουςΊρις λάμπει και αβίαστοςμε τα ζεφύρια πνεύματαφεύγει, δι’ εμάς αδάκριτοι
φεύγουν οι ημέραι.—

ι΄

—Αναίσχυντα φρονήματατων αγεννέων ανθρώπων·ύμνοι μανίας, που εφύγατεαπό τα οδόντια του άδου
στίχοι Ερινύων·

ια΄

Αν της δικαιοσύνηςπεριβλαστεί το σκήπτρον,αν φιλάνθρωπον φύσημαεις την καρδίαν εισπνέει
των βασιλέων·

ιβ΄

Αν η αρετή, κι ο ελεύθεροςνόμος ως άγια χρήματαειλικρινώς λατρεύονται,τότε καθό ο παράδεισος
δίδει η γη ρόδα.

ιγ΄

Αλλ’ η ζωή και τότεδεν είναι διά τον βλέπονταάνθρωπον τους αστέραςάλλο παρά προοίμιον
αθανασίας.

ιδ΄

Ιδού τα πολυτάραχακύματα της θαλάσσης·ιδού, ιδού των αμώμωνΨαρών δικαιότατων
οι τραχείαι πέτραι.

ιε΄

Αυτού καμία κιθάραφθοροποιός, όχι όργια,όχι κρότος Μαινάδων,ούτ’ Έρωτος παιγνίδια
τον νουν συγχύζουν.

ις΄

Αλλ’ ως, κατά το βράδυτο θερινόν, ανάπτονταιταχείαι, συχναί οι ολύμπιαιαστραπαί και θαμβώνουσι
τους οδοιπόρους·

ιζ΄

Ούτως τα μεν θηκάριασωρηδόν ερριμμένακρύπτουν την γην, τους βράχους·ο δε σιδηροχάρμης
άφοβος Άρης,

ιη΄

Κινεί την νήσον. Χίλιαπολέμου χάλκεα όργαναβροντούν· εις τον αέρατων ξίφων μύριαι γλώσσαι
λάμπουν, κλονούνται.

ιθ΄

Μία βοή σηκώνεται,μία μόνη επιθυμία,και ωσάν ακτίνα ουράνιος,ως φλόγα εις δάση ευάνεμα
καίει τας καρδίας.

κ΄

«Υπέρ γονέων και τέκνων,υπέρ των γυναικών,υπέρ πατρίδος πρόκειταικαι πάσης της Ελλάδος
όσιος αγώνας.

κα΄

Θαλπτήριον της ημέραςφως, διά πάντοτε χαίρε·και σεις οπού ευφραίνετεμε φωνήν ηδυόνειρον
της γης τα τέκνα,

κβ΄

Χαίρετ’ ελπίδες.— Ήλθετης Άγαρ το υπερήφανονσπέρμα· επάνω εις τας όχθαςτων Ψαρών, αλαλάζον
σφόδρα, κατέβη.

κγ΄

Ω πατρίς, την εκούσιονδέξου θυσίαν»… —Αστράπτει.—Σεισμός πολέμου ακούεται.Υπό τύμβον υψήνορα
ήρωες κοιμώνται.

κδ΄

Επί το μέγα ερείπιονη Ελευθερία ολόρθηπροσφέρει δύο στεφάνους·έν’ από γήινα φύλλα,
κι άλλον απ’ άστρα.
Λυρικά

Κοραλία Θεοτοκά - Αμοργός


Αλλάζουν οι βράχοι, κυρά μου;
Αλλάζουν οι άνθρωποι.

Αυτό το νησί το γύρεψα μες στ’ αλωνάκι του νερού
να παίζει με τις καλαμιές ενάντια στον αέρα,
να λιχνίζει το κύμα και να επιστρέφει
στα μάτια σου, με τους αυριανούς κόσμους.
Αυτό το νησί είναι πέτρα βρεμένη, χλοϊσμένη,
πανέμορφη κατοικία πριν από το τελευταίο ταξίδι,
εωθινό μήνυμα σ’ όλες τις θάλασσες.
–Εδώ ταιριάζει η γαλήνη και η λάμψη.
–Μακριά από τα ξένα άρματα και γράμματα, Αμοργό.
Γερό κόκαλο από το ελληνικό κορμί λουσμένο στο Αιγαίο.

Τραμ, τ. 4, 1977.

Βικτωρία Θεοδώρου - Θάλασσα

Είχα να της πω κ’ εγώ τόσα τραγούδια,
Μικρό παιδί με κοίμιζε το κύμα της
και στα μελτέμια εστέγνωναν και μύρωναν τα ρούχα μας.
Τώρα με κάνανε να την κοιτώ μ' ανατριχίλα,
σαν ερπετό, σαν κρύο στοιχειό, τη θάλασσα.
Μες στα καράβια,
βαθιά σε μαύρ’ αμπάρια με γυρίζανε-
κλειστά τα φιλιστρίνια, να μην μπαίνει ο μπάτης,
ούτε να με ραντίζει, σαν αγιασμός, το κύμα της.
Και τα νησιά Χίο, Ανάφη, Φολέγαντρο
-ονόματα πανάρχαια ιερά,- Ικαρία, Ψυττάλεια,
τα δέσανε μες στην καρδιά μου με την πίκρα και τον τρόμο.
Δε χάρηκα την ομορφιά τους, εξόριστη,
δαρμένη, κάτ’ απ' έν' αντίσκηνο. Μακριά
οι πορτοκαλιές, τα πεύκα τους,
οι αμμουδιές, στα περιγιάλια και το κύμα.
Εμένα μ’ άφηναν στ’ αγκάθια,
κάτω από το τσαντίρι να με τυραγνάει ο βοριάς…

Κ’ έχω καημό που δεν μπορώ να ειπώ
χαρούμενο τραγούδι για τη θάλασσα.
Οργή και θύμησες πικρές
μου φέρνουν τα νησιά της.

Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 73-74, 1970.


Μάριος Χάκκας - Θαλασσινά δρομολόγια [1]

 Νότιες Σποράδες

βόρειος άνεμος σάρωνε το πέλαγος

και με ξέρναγε στα ξερονήσια του Αιγαίου.

Μόλις ξανάσαινα ρωτούσα τους γλάρους

με τα νύχια ξεκολλούσα τις πεταλίδες

να μ’ αποκριθούν με τη φωνή σου.

Ένας φαροφύλακας έδειξε προς τις Κυκλάδες

αόριστα μεταξύ Άνδρου και Τήνου.

Κίνησα πάνω σε θυμωμένα κύματα.

Είδα αμίλητους ψαράδες να ρίχνουν δίχτυα

τα πλοία της γραμμής να περνούν μακριά

ώσπου το μπουγάζι με ξέβρασε στην αμμουδιά.

Σύρθηκα πλάι στις αραγμένες βάρκες

κι αφουγκράστηκα τα φύκια τα κουπιά και τα βότσαλα.

Απόστασα και παραιτήθηκα.

Είπα θα μείνω πάνω στο βράχο,

ώσπου να περάσει το σώμα σου

στην αγκαλιά των κυμάτων

φρεγάδα πλησίστια

κινούμενο νησί

δελφίνι περαστικό

στην Κυκλαδίτικη θάλασσα.


Άπαντα, Κέδρος, 1986.

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Η Νάξος



Σάββατο απόγεμα πήραμε
το πλοίο της γραμμής.
Στο χώρο: προορισμός η Νάξος.
Στο χρόνο: δεκαεννιά του Απρίλη.
Υπάλληλοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι,
θα επιστρέφαμε στους εαυτούς μας.
Μα, ψυχικά ποιος θάταν ο προορισμός μας
δεν το ξέραμε.
Γι’ αυτό, Σάββατο απόγεμα πήραμε
το πλοίο της γραμμής,
πληρώνοντας και του κόσμου τα λεφτά από πάνω.
Διασχίσαμε διακόσια μίλλια στο χώρο
και κάπου δώδεκα ώρες στο χρόνο.
Όμως, εκείνο που μέσα μας διανύσαμε
ήταν αμέτρητο.
Ώσπου, φτάσαμε.
Φτάσαμε γεωγραφικά, ακτοπλοϊκά,
στραγγίσαμε το εισιτήριο
ως την τελευταία πεντάρα της ενέργειάς του,
μα πουθενά η Νάξος!
Κι όμως ο χάρτης έδειχνε ότι
τόντι το λιμάνι αυτό ήταν η Νάξος!
Κ’ οι κάτοικοι του νησιού
κάνανε όρκους,
να θάψουμε τα παιδιά μας, λέγανε,
αν δεν ήταν τούτη η Νάξος
κι αν δεν είμαστε Ναξιώτες εμείς!
Φύγαμε απογοητευμένοι απ’ τη Νάξο
κι από τους Ναξιώτες...
Αν όλοι αυτοί οι διαβόλοι
που μας περίμεναν στην προκυμαία
είχαν την ευφυΐα ν’ αρνηθούνε
ποιοί είναι και πού βρίσκονται,
ίσως νάταν τόντι εκεί η Νάξος
που νοσταλγήσαμε.

Πηγή: Ανθολογία Η.Ν Αποστολίδη 1708-1959, Εστία 1963.

Τάσος Ζερβός - Αυτός Ο Ποταμός


Αυτός ο ποταμός δεν είχε λόγους να στερέψει…

Μόνο και μόνο για να εκδικηθεί μια θάλασσα
που τίποτα ποτέ της δεν του αντίδωσε
κι αηδιασμένος απ’ τις δουλείες των παροχθίων
αιφνίδια ρευστοποίησε τα υπάρχοντά του
σε υπόγειες πηγές μεταναστεύοντας…


Και τώρα διάφοροι γελοίοι επάνω
τον απειλούν με γεωτρήσεις…



Τάσος Ζερβός, «Πάραλος»  (1981-1983), στη συγκεντρωτική έκδοση: Τα Ποιήματα, Το Ροδακιό 2004.

Ανδρέας Κάλβος - Ωδή έκτη [VI]

 α΄

Ως ότε από το στόμακρέμεται των θνητώναυλός λελυπημένοςκαι η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·

β΄

Ως μέσα εις τα πολύδενδραδάση το βράδυ εισπνέειτο τεθλιμμένον φύσημαμεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·

γ΄

Εις τον ηρημωμένοναιγιαλόν της νήσουούτω φέρνουν τα κύματακαι το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.

δ΄

Τα γαλακτώδη μέλητων παρθένων της Χίουπλέον εσύ δεν ραντίζειςω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.

ε΄

Όταν τα στήθη αφίλητα,θρίαμβος των Χαρίτων,βράδυ και αυγήν εδρόσιζεςεκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.

ς΄

Τώρα χηρεύεις, τώρατους βαρβάρους θαλάμουςυπηρετούν, μιαίνονταιτα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.

ζ΄

Εκεί όπου η πανήγυριςτων Μουσών της Ελλάδοςάναπτε τα πυρά,και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·

η΄

Υβριστικά, υπερήφανατύμπανα ακούω· και βλέπωτην Ναβαθαίαν· εις αίμαβαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.

θ΄

Θλίβει ο καπνός το διάστημαγαλάζιον των αέρων·ούτως εις την ομίχληντου θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.

ι΄

Πόσους ναούς που εδέχοντοτας πτερωτάς της πίστεωςπροσευχάς και τα δώρα·πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·

ια΄

Ε, πόσους πνέοντας έρωταθαλάμους, τώρα η φλόγαβαρβάρως κατατρώγει·μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.

ιβ΄

Στεναζούσης νυκτόςκαι του βαθέος άδουτρομεραί θυγατέρες,εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.

ιγ΄

Τί ακαίρως τα βασίλειασκοτεινά κατοικείτετου ύπνου; ν’ αποσπάσετετα δεσμά των ονείρων
τί αργοπορείτε;

ιδ΄

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβοντων μεγάλων πτερύγωνφέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.

ιε΄

Τας λαμπάδας αυτούτινάξατε, αυτού ρίψατεβροχήν πεπυρωμένην,αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.

ις΄

Ο μιαρός, την μάχαιραν…ανατριχιάζω… τρέμουσιτα δάκτυλά μου… μίανπρος μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.

ιζ΄

Ω λαιμοί των αθώωνπαιδιών μας, ω πλευράσεβάσμια των μητέρων,γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!

ιη΄

Εκδίκησιν ζητείτε;η φωνή σας ηκούσθη.Ποτέ εις την γην οι αθάνατοιτους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.

ιθ΄

Αν φύγωσι το δρέπανονθανατηφόρον, φάρμακαεπί τα χείλη ευρίσκουσιτου υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.

κ΄

Οι φοίνικες ξηραίνονταιτης Ειλειθύιας· βαρύνεταιεπάνω εις την καρδιάν τωντο σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.

κα΄

Όχι φως και χαράν,αμή φλογώδεις άκανθαςβρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.

κβ΄

Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..τί λέγω;.. τιμωρίαναληθινήν και μόνην,φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.

κγ΄

Την ένδειαν της γλυκείαςγαλήνης των δικαίων.—Ας ερημώσει ο πόλεμοςτην Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.

κδ΄

Όμως αν μιμηθείτο σκληρόν, την οργήνπαμμίαρον των εχθρών της,ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.

κε΄

Τί είπον!.. διασκορπίσατεάνεμοι τους δυσφήμουςλόγους· ω των αγγέλωνπάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
Η Λύρα

Αναστασία Δημητροπουλου - [Μεθ θάλαμος 28]



Άδεια,
Καμία μετάνοια. 
Μεθ θάλαμος 28. 
Καμία μετάνοια.
Μια μέλισσα νεκρή, Στο περβάζι του νοσοκομείου. Ένα γύρο οι κηφήνες απορούν. Οι κηφήνες γελούν. Να θυμηθείς να σημειώσεις, το τηλέφωνο του γιατρού. Άρνηση, άρνηση. Τότε να θυμηθείς να σημειώσεις το τηλέφωνο του παπά. Άρνηση. Η μέλισσα νεκρή, Μεθ θάλαμος 28. Τριανταφυλλάκι μου Κομμένο Η θάλασσα εσύ Κι εγώ να σε προσμένω, Χωρίς όρους και λιβάνια στα αζήτητα. Γράφουν μωρέ, Διαχείριση θανόντων. Και σημειώνω το όνομα μου, υπογράφω, για να διαχειριστώ Το θαύμα το αιώνιο, Για να διαχειριστώ το μέλι και την ανάσα σου. Πεσμένη σ ένα περβάζι, νεκρή, Έξω απ' τον θάλαμο μεθ 28, λες και οι νεκροί διαχειρίζονται.

Μαρία Λαϊνά - Λοξοί δρόμοι (απόσπασμα)

 Αντρας (εμφατικά) Ωρα να ξεκινάμε. Έντα Γκάμπλερ, λήψη πρώτη. 

Γυναίκα: τι ''λήψη'' και ''λήψη''. Θέατρο είναι εδώ, παιδάκι μου.  Τète  à tète με τον αμείλικτο θεατή. Χαζός ή έξυπνος, δεν ξέρω, αλλά στρογγυλοκαθισμένος μπροστά σου, μπροστά στα μούτρα σου, σε κοιτάει αυθάδης κατάμουτρα, ναι, πρόθυμος, να τον απογοητεύσεις. 

Αντρας: Να τον απογοητεύσεις; Ε, όχι-

Γυναίκα: Ε, ναι! Να έχει τη χαρά να πει πως ήσουν... όχι αυτό που περίμενε ακριβώς, ήθελε κάτι περισσότερο, συνεχώς κάτι περισσότερο.

Αντρας: δεν έχετε δίκιο. Καλοπροαίρετοι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο. 

Γυναίκα: Καλοπροαίρετοι για να πλήξουν ... Ν' αλλάξουν πόδι στο τέταρτο, να ξεροβήξουν, να ξύσουν τ' αυτί τους, να συμβουλευτούν το πρόγραμμα στο σκοτάδι, να βγουν στο διάλειμμα στοχαστικοί κι αναποφάσιστοι. Τους ξέρω. Τους ξέρω καλύτερα απ' ό,τι με ξέρουν.  Συνήθως τους σέρνει η γυναίκα τους. Άκου να δεις! Δε θέλω πλήξη και πνιχτά χασμουρητά. Από πολλά υπέφερα στη ζωή μου αλλά η πλήξη ήταν το χειρότερο, μέχρι και τον Τσέχωφ βαριέμαι μερικές φορές. Το παρακάνει, δεν νομίζεις;

Αντρας ( με απόλυτη απορία): Ο Τσέχωφ; Πού; 

Γυναίκα: στη μελαγχολία. Στο αργόσυρτο. Στο ύπαιθρο και στους περιπάτους στην εξοχή, στα ξεπροβοδίσματα, στους αποχαιρετισμούς... Στους κήπους και στα κτήματα, στο κεράσι, στο τσάι... Επιτέλους! Στα μισόλογα, στα γλυκόλογα, στα αχ τι έγινε, πω πω τι θα γίνει. Στις γεροντοκόρες, στους θείους, τις παραμάνες, στις γέρικες λεύκες σημύδες, -τι είν' αυτά τα ψηλόλιγνα-, στη Σόνια και το Βάνια, στην Άνια και τη Λιουμπόφ, στους αιώνιους φοιτητές, στην αληθινή ζωή που κανείς δεν την είδε, κι αν θέλεις τη γνώμη μου, δεν υπάρχει. 

Μαρία Λαϊνά, Λοξοί δρόμοι, εκδ. Πατάκη


Μιχάλης Γκανάς - Λίγα οφειλόμενα λόγια για τον Κ.Π Καβάφη


Ο Καβάφης δεν είναι ακριβώς ποιητής. Είναι ένας ισοβίτης της ποίησης. Μερικές φορές αποπειράθηκε να δραπετεύσει, όπως κάθε φυλακισμένος.
Κάποτε κατάλαβε ότι δεν είχε που να πάει, και τότε έγραψε τα καλύτερά του ποιήματα. Χαράζοντας στους τοίχους του κελιού του γραμμές, για να μη χάνει τις μέρες, τα χρόνια τους αιώνες.
Ζωγραφίζοντας νεανικά σώματα αντρών. Ινδάλματα της ηδονής.
Τα ποιήματά του δεν έχουν θέση στη φύση. Βλέπουν στην ιστορία. Με γιώτα μικρό. Μια θέα όχι από παράθυρο αλλά από την κλειδαρότρυπα.
Γι αυτό βλέπει λεπτομέρειες. Τρελαίνεται για λεπτομέρειες.
Για να μπορεί να συμπληρώνει την εικόνα «εν φαντασία και λόγω».
Μπορεί τα ποιήματά του να είναι «πεζά» αλλά έχουν συγκίνηση.
Μια συγκίνηση που γεννάει η σκέψη, από περιστατικά μιας ζωής που σχεδόν δεν έζησε. Ο Καβάφης επινοεί τις αναμνήσεις του.
Γιατί ένας ισοβίτης χωρίς αναμνήσεις δεν είναι τίποτε.
Ο Καβάφης δεν έγραψε ποιήματα . Έγραψε ένα ποίημα όλο κι όλο σε 154 ενότητες. Πήγα να πω ραψωδίες. Και δεν θα έκανα λάθος γιατί πρόκειται για ένα έπος. Μιλάει για έναν άνθρωπο που δεν γεννήθηκε ποιητής αλλά έγινε , όταν όλα έδειχναν ότι έχανε το στοίχημα.
Αν πέθαινε πριν τα σαράντα του, κανείς δεν θα μιλούσε σήμερα γι αυτόν.
Αλλά δεν ήταν από τους ανθρώπους που πεθαίνουν νέοι.
Γιατί γεννήθηκε γέρος.
Είπαν ότι ο Καβάφης (όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος) δεν ήξερε ελληνικά.
Και όντως δεν ήξερε , όσο δεν είχε τι να πει.
Όταν βρήκε τα θέματά του, βρήκε και τη γλώσσα του.
Την πιο προσωπική γλώσσα στην ποίησή μας. Ένα κράμα καθαρεύουσας και δημοτικής. Αγνοώντας το γλωσσικό ζήτημα. Ή λύνοντάς το, όπως ο Αλέξανδρος τον γόρδιο δεσμό.
Μια γλώσσα τολμηρή και πρωτότυπη, στα όρια του κινδύνου.
Που όσο πιο εύκολα τη μιμείται κανείς τόσο πιο σκληρά τον εκδικείται.
Ο Καβάφης δεν είναι λυρικός ποιητής. Δεν αναπτύσσει επιφωνήματα. Δεν σε αναστατώνει. Σε σκάβει ύπουλα. Δεν μπορώ να πω ότι τον διαβάζω συχνά. Αλλά όταν πάρω στα χέρια μου το βιβλίο του, παρασύρομαι. Το ένα ποίημα φέρνει το άλλο και χωρίς να το καταλάβω περνάει η ώρα.
Ο Καβάφης προκαλεί εθισμό. Γιατί είναι φαρμακοτρίφτης ποιητής. Ξέρει από ζυγό ακριβείας και σωστές δόσεις των υλικών ενός ποιήματος. Τα ποιήματά του είναι αποστάγματα φτιαγμένα «κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων».
Όταν θέλω να διαβάσω «ποίηση», δεν διαβάζω Καβάφη. Όταν όμως διαβάζω Καβάφη, υποκύπτω στην αλλόκοτη γοητεία του, χωρίς να σκέφτομαι καθόλου την ποίηση. Όπως δεν σκέφτομαι ότι ανασαίνω.
Πηγή:
Περιοδικό «ΠΟΙΗΤΙΚΗ» τ. 33 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2024) σελ.5-6. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Pieter Bruegel the Elder - Landscape with the Fall of Icarus, c. 1558.

Pieter Brueghel the Elder, Landscape with the Fall of Icarus, c. 1558.

Μαντώ Αραβαντινού - Γραφή Β΄ | 1964


Στις προσόψεις των υπόγειων διαβάσεων σταματώ με οδυνηρά οξυμένη την όραση, χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς καθορισμένη πορεία. Χωρίς υποψία ονείρου. Αγνοώ την πολεοδομία του Νότου, το σχέδιο της πόλεως, τις προεκτάσεις οδών μονής κατευθύνσεως, τις εκπλήξεις των αφυλάκτων διαβάσεων. Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Ακολουθώ παρόδους διπλής κατευθύνσεως, στις συγκεκριμένες διαστάσεις ξηραμένης ρίζας φυτού ενδεδυμένη το ένδυμα του φόβου.
Η ασαφής γνώσις των σχηματικών μου ορίων, η άγνοια της ιδίας βουλήσεως αποκλείουν το σχήμα αντιτιθεμένων μορφών στο χώρο του οποίου αγνοώ τις διαστάσεις.
Συγκεκριμένα λοιπόν μεμονωμένα στοιχεία· οι δεσμίδες φωτός· η φορά του διαδρόμου· η έλλειψη ονείρου ή μνήμης· τα καινούργια κομψά υποδήματα. Οι υπόγειες διαβάσεις.
Οι αλλαγές ενδυμάτων και υποδημάτων πορείας αναγνωρίζονται εύκολα από τους περιοικούντας τις Νότιες συνοικίες της πόλεως.
Μεταθέτω συνεχώς την εστία κινδύνου. Με αβέβαιες κινήσεις και το συγκεκριμένο ένδυμα φόβου. Υπακούω στα σήματα αφυλάκτων διαβάσεων στον ρυθμό ακινδύνων οδών διπλής κατευθύνσεως, με ασαφή σήματα εκκινήσεως και ελευθέρως μετατιθέμενα τέρματα.
Στον ασαφή προσανατολισμό των υπογείων διαβάσεων.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου εκτεθειμένη στις ριπές του Νοτίου ανέμου που διευκολύνουν τους βηματισμούς και την μνήμη ονείρου.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς σχέδιο πορείας, παρακολουθώντας τα σχήματα φωτεινών διαφημίσεων, αριθμώντας ακριβώς τις εγκοπές των πλακοστρώτων προσβάσεων που πλαισιώνουν τους δρόμους διπλής κατευθύνσεως στην πληκτική μοναχική μου πορεία.
Στην αριθμητική ενημέρωση και καταγραφή των λαμπτήρων απολαυστικά επιμένω.
Παρακολουθώ τα σχήματα προσφάτως αναρτηθείσης φωτεινής διαφημίσεως στην πρόσοψη ισογείου χώρου παραπλεύρως κειμένης αιθούσης – υπογείας αιθούσης – κινηματογράφου ανακαλύπτω.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Επιγραφή αναρτημένη στα δεξιά της φωτισμένης προσόψεως βεβαιώνει και υποδεικνύει την τοπογραφία του άγνωστου χώρου.
Χωρίς ουσιαστικές εναντιώσεις στις βολικές διαστάσεις ξηραμένης ρίζας φυτού, χωρίς γνώση προσφάτου ή αχανούς παρελθόντος στα κεχαραγμένα όρια του Νότου. Πλανώμαι.
Μετακινούμαι αποκλειστικά κατά την φορά του διαδρόμου των επικλινών επιπέδων, με αυξημένη ευαισθησία στα κάτω μου άκρα.
Υπακούω στην επιγραφή της προσόψεως υπογείας αιθούσης κεντρικού κινηματογράφου στην ένταση των δεσμίδων φωτός αγνώστου προς το παρόν προελεύσεως, με αιφνιδίως οξυμένη την όραση και ευαισθησία κινδύνου.
Λαμβάνω συνείδησιν των υπογείων διαβάσεων.
Απομονώνω σε αρραγές περιχαρακωμένο περίβλημα την οποιαδήποτε υπόνοια ονείρου ή μνήμης.
Αλλάζω ταχύτατα το ένδυμα του φόβου.
Αποκτώ καινούργια κομψά υποδήματα.
Βραδύνω την μετακίνηση στο επικλινές του διαδρόμου με συνεχώς αυξανόμενη την υγρασία στα κάτω μου άκρα, και πλήθος ερωτηματικών αφορώντων αποκλειστικώς τον εξαερισμό της αιθούσης την εξεύρεσιν θέσεως την ένταση των δεσμίδων φωτός που ακολουθώ από ώρα.
Υπακούω σχολαστικά στην επιγραφή της προσόψεως, στις υποδείξεις των ασαφών φωτεινών προεκτάσεων, στο επικλινές του διαδρόμου.
Η θερμοκρασία του χώρου γενικώς ανεκτή, εύκρατη ίσως, ελαφρώς υγραμένη, διευκολύνει την αναπνοή των ασθματικών, αλλεργικών περιπτώσεων, προβλήματα του αμέσου παρόντος. Ουδέποτε μνήμη κινδύνου ανέκοψε τη δική μου πορεία στο επικλινές του διαδρόμου ή των στιλπνών λεωφόρων.
Την υγρασία αρκούντως δεν την υπελόγισα.
Τα βρεγμένα μου πόδια, τα λασπωμένα παπούτσια, τον τετραγωνισμένο άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου, υψηλοτάτου κτιρίου φαιού στον άκρον της πόλεως. Στις διαστάσεις λεωφόρων αγνώστων.
Πόλεως αγνώστου.
Συγκεκριμένου κτιρίου φαιού.
Βρέχει. Εκτίθεμαι στις βρώμικες μαρμάρινες σκάλες, προφυλάσσω το κορίτσι που διασχίζει διαγωνίως τον χώρο.
Έχασε ένα τρύπιο λασπωμένο παπούτσι. Η αργοπορία μας θα έχει προφανώς επιπτώσεις. Όμως μπορώ με προσπάθεια να ανοίξω την θύρα αιθούσης. Αιθούσης μαθήσεως. Υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Βρώμικων βρεμμένων μαλλιών και υγρών παιδικών εσωρούχων.
Η αίσθηση έντονου κόκκινου πιθανώς εσάρπας· αδρύ μάλλινο κόκκινο σχεδόν μια λουρίδα, εντείνει το κίτρινο χρώμα λαιμού μικρού κοριτσιού που σφίγγεται, τρέμει κοντά μου στον πάγκο που είναι για δύο.
Την υγρασία των γυμνών μας ποδιών την γεύση του ξύλου.
Την αφυδατωμένη σάρκα μικρού κοριτσιού στην θέση κοντά μου, στον πάγκο για δύο. Τα αβέβαια πρωινά του χειμώνα.
Στις διαστάσεις αγνώστων οδών ανώνυμης πόλεως.
Τη μυρουδιά του βρεμένου μαλλιού της εσάρπας. Την επιδερμίδα του αδύνατου μαύρου χεριού με τα βρώμικα νύχια. Τα ανεκάλυψα στην πρώτη πάροδο δεξιά του υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Εκεί που περίμενα στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Τα πρωινά του χειμώνα και άγνωστες αιθρίες Μαΐου.
Περίμενα. Την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Το άρυθμο βήμα.
Την σκληρή επαφή του μαύρου ρικνωμένου χεριού της.
Οικεία η θέση δεξιά μου στο πάγκο που είναι για δύο και η άκρη του πέτρινου ρείθρου.
Έχασα τον προσανατολισμό του διαδρόμου, την ακριβή κλίση των επικλινών επιπέδων, την κατεύθυνση των δεσμίδων φωτός, την επαφή των χεριών μας. Αλλοίωσα τη γεύση του χρόνου.
Βρήκα τις ακριβείς διαστάσεις αιθούσης μαθήσεως υψηλοτάτου κτιρίου φαιού. Την θέση των ψηλών παραθύρων. Την σιδερένια θερμάστρα που θερμαίνει μακριά μου. Το όνομα παιδιού που δεν το θυμάμαι και δύσκολα μπορώ να ψελλίσω.
Ξαναβρήκα τη γεύση του ξύλου. Ή μήπως δεν ήταν; Χωρίστηκα απ’ τον εαυτό μου;
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ, μα ποτέ τον θυμό μου. Αυτού έχω πλήρη εικόνα και γεύση.
Γεύση θυμού και βροχής.
Πρωινά του χειμώνα που περίμενα στην άκρη του πέτρινου ρείθρου την κόκκινη εσάρπα λαιμού, την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Στον άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου φαιού.
Απαιτώ την επαφή του χεριού της.
Την μυρουδιά των βρεμμένων μαλλιών.
Απουσία δεξιά μου.
Αρχή και γεύση του μοναχικού παιχνιδιού μου.
Ο χρόνος που δεν υπακούει στην μνήμη λαμβάνει διαστάσεις ημέρας.
Ένας μακρύς παγωμένος χειμώνας στον πάγκο που δεν είναι για δύο.
Χωρίς την κόκκινη εσάρπα λαιμού. Χωρίς την επαφή του χεριού της.
Έχασα τις διαστάσεις του χώρου και την μυρουδιά των πουλιών.
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ τον θυμό μου.
Έψαξα την βρεμμένη εσάρπα λαιμού στη βρώμικη μαρμάρινη σκάλα, στους οριζόντιους διαδρόμους εκπαιδευτήριου φαιού.
Στον άδενδρο χώρο αυλής, στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου υψηλοτάτου κτιρίου, στις διαστάσεις των αδυνάτων μαύρων πουλιών.
Στους πάγκους που δεν είναι για δύο.
Στον πάγκο που δεν είναι πια για κανέναν.
Έψαξα το αδύνατο μαύρο πουλί. Τη μυρουδιά του λαιμού και τη χαλασμένη γραμμή των δοντιών της.
Βρήκα τη γεύση του χαμένου ερωτικού παιγνιδιού.
Και πλήρη απουσία εντός μου.
Από την βομβαρδισμένη μου μνήμη απαιτώ την αλήθεια.
Την συγκεκριμένη στιγμή. Την πόση συγκίνηση.
Την πόση ερωτική επαφή των χεριών μας.
Απαιτώ την δική της εικόνα. Το γέλιο των βρώμικων χαλασμένων δοντιών.
Την γεύση κρύου βροχής και χειμώνα.
Τα μεσημέρια των μοναχικών παιγνιδιών. Στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Στον πάγκο αυλής κτιρίου φαιού.
Στον πάγκο του ερωτικού παιγνιδιού μου.
Στο επικλινές του διαδρόμου φέρω τη λευκή γαλακτώδη μορφή μου· κατά την αντίθετη φορά των δεσμίδων φωτός. Προς Βορράν των επικλινών επιπέδων.
Κορίτσι δάνεισε μου ένα πρόσωπο.
Ενδεδυμένη νέο ένδυμα φόβου αναγνωρίζω τη διακοσμημένη μορφή μου.
Εμμέσω.
Στα νοτιοδυτικά του κτιρίου στο ασαφές της διαβάσεως υπογείας αιθούσης, στις αλλαγές υποδημάτων πορείας. Εμμέσω.
Στο ευτελές του σχεδίου της μνήμης. Εμμέσω.
Εμμέσω στην μνήμη των πλαγίων του ονείρου.
Συνείδηση σημαδεμένη απ’ τη μοναξιά και το γέλιο χαλασμένων δοντιών.

Πηγή: Γραφή Β΄ 1964