Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Γιόχαν Γκαίτε - Δύο ποιήματα


Νυχτερινό Τραγούδι


Σαν θα κοιμάσαι στο μαξιλάρι

Άκουσε λίγο, για μια στιγμή

Πως παίζει η λύρα μου με το δοξάρι

Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


Παίζει η λύρα μου με το δοξάρι

Πως ο Ουρανός γλυκά ευλογεί

Το αιώνιο συναίσθημα, τη θεία χάρη

Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


Το θείο συναίσθημα, η θεία χάρη

Που μ’ ανεβάζει ψηλά την ψυχή

Μακριά απ’ τα γήινα χθόνια βάρη

Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


Μακριά απ’ τα γήινα χθόνια βάρη

Η μορφή σου με προσκαλεί

Δεμένος με τη δροσιά που ‘χεις πάρει

Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


Δεμένος με τη δροσιά που ‘χεις πάρει

Σου μιλώ – στ’ όνειρό σου – στ’ αυτί

Αχ! Στο απαλό σου το μαξιλάρι

Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


*


Ο Ξωτικοβασιλιάς


Ποιος μες στην άγρια νυχτιά σαν άνεμος καλπάζει;

Ένας πατέρας που τον γιο του αγκαλιά κρατά

Κρατάει το αγόρι του σφιχτά και το σκεπάζει

Με ασφάλεια και θαλπωρή, ήρεμα και ζεστά


Γιε μου, γιατί το πρόσωπο σου κρύβεις μ’ αηδία;

Πατέρα μου, δεν είδες τον Ξωτικοβασιλιά;

Δεν πρόσεξες το στέμμα του, το σκήπτρο, τον μανδύα;

Είναι η ομίχλη μοναχά, μόνο η συννεφιά


Έλα μαζί να φύγουμε αγόρι μου καλό

Έλα και τα πιο όμορφα θα παίξουμε παιχνίδια

Άνθη γλυκά, πολύχρωμα στολίζουν τον γιαλό

Και θα σου ‘δώσει η μάνα μου, ολόχρυσα στολίδια


Πατέρα μου δεν πρόσεξες; Δεν άκουσες πατέρα;

Ο βασιλιάς των Ξωτικών μιλάει μες στη βραδιά

Ησύχασε αγόρι μου, άκουσες τον αέρα

Που πιάστηκε στις φυλλωσιές και τρέμουν τα κλαδιά


Η πιο όμορφη κόρη μου πιστά σε περιμένει

Θέλεις, αγόρι μου γλυκό, με μένανε να ‘ρθεις;

Κι ένα τραγούδι θα σου πει με μουσική θλιμμένη

Και θα χορέψει ένα χορό μέχρι να κοιμηθείς


Πατέρα μου, Πατέρα μου, στ’αλήθεια δεν κοιτάζεις

Οι κόρες Του, τα ξωτικά μου ρίχνουνε ματιές

Αγόρι μου, Αγόρι μου, σου λέω μην τρομάζεις

Είναι μονάχα οι σκιές που ρίχνουν οι ιτιές


Σε αγαπώ τόσο πολύ, πανέμορφό μου αγόρι

Πατέρα μου ο Βασιλιάς πλησίασε ξανά

Θα ‘ρθεις μαζί μου κι αν δεν θες θα έρθεις με το ζόρι

Με πλήγωσε ο Βασιλιάς, και η πληγή πονά


Τρομάζει ο πατέρας του, στον έρημο το δρόμο

Κρατάει το παιδί σφιχτά και τρέχει πιο γοργά

Κι έφτασε στο καλύβι του μ’ ένα μεγάλο τρόμο

Μα το παιδί του πέθανε κι είναι πολύ αργά


Mετάφραση: Ανδρέας Αντωνίου


Αναδημοσίευση από:https://www.vakxikon.gr/%CE%B3%CE%B9%CF%8C%CF%87%CE%B1%CE%BD-%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B5-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/


Paul Verlaine-Φθινοπωρινό Τραγούδι

 Chanson d’automne

Les sanglots longs
Des violons
De l’automne
Blessent mon coeur
D’une langueur
Monotone.
Tout suffocant
Et blême, quand
Sonne l’heure,
Je me souviens
Des jours anciens
Et je pleure;
Et je m’en vais
Au vent mauvais
Qui m’emporte
Deçà, delà,
Pareil à la
Feuille morte.

Paul Verlaine, Poèmes saturniens

Φθινοπωρινό Τραγούδι
Οι μακρόσυρτοι θρήνοι
Των φθινοπωρινών
Βιολιών
Πληγώνουν την καρδιά μου
Με μονότονη
Θλίψη.
Ασφυκτιώντας
Και χλωμός, όταν
Σημαίνει η ώρα,
Αναπολώ
Τις μέρες τις παλιές
Και κλαίω.
Κι αφήνομαι
Στον κακό άνεμο
Που με παρασέρνει
Εδώ κι εκεί
Σαν νεκρό
Φύλλο.

Μετάφραση: Τρύφων Ευαγγελίδης

Vladimir Mayakovsky-[Ν΄ αγαπάς σημαίνει]



Ν’ αγαπάς,
σημαίνει να σπαρταράς
στα σεντόνια
ξεσκισμένα απ’ την αϋπνία…
Γιατί αγάπη,
δεν είν’ ένας τρυφερός παράδεισος
μα η βίαιη επίθεση
της λαίλαπας
νερού
και φωτιάς.


(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος- Δυο χάδια

  Ι

Στη θάλασσα των άστρων
ακταιωρός
πως συνέλεξε ο βοριάς
το παγωμένο παραγάδι;
μια βάρκα ένοχη
ξανακλείνει τον ήλιο
στη σπηλιά
κι αυτή η δαγκωνιά
-και το αλατισμένο χάδι σου-
γίνονται στο λεπτό
κίτρινο χώμα

    ΙΙ

χάδι που κρύβεσαι
στου στήθους το περίπτερο
δεν είναι εδώ η παιδική χαρά σου
τα χαλίκια της πράσινης αλάνας σου
τα παλαιά κυπαρίσια που καρφώνονται
στων πουλιών τις πτήσεις
με οδοντωτούς
η Μυρσίνη που άναβε τον αντίλαλο των βράχων
με το φως που περίσσευε
κι οι ελιές το απόγευμα
που στραγγίζαν τη βροχή
εδώ είναι ο χρόνος σου
χρόνος της μάνας που σφράγισες
χρόνος που βιαστικά ξεφορτώθηκες
άζυμο το καρβέλι της
περιμένει
το μαχαίρι σου φονιά


Πηγή: Αποκομιδή και θερινό ηλιοστάσιο, 2016

Μίλτος Σαχτούρης-Η εισβολή της μαύρης πεταλούδας του Πόρου


Κάθε χρόνο

κατά το μήνα Αύγουστο

εισβάλλει στο προαύλιο

του Μοναστηριού του Πόρου

η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού

πετάει από πέτρα σε πέτρα

τα παιδιά προσπαθούν

να την πιάσουν

αλλά δεν το κατορθώνουν

είναι η Άγια-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου

πετάει από πέτρα σε πέτρα

μόνο για λίγες μέρες

και ύστερα χάνεται

για να ξαναεμφανιστεί

πάλι τον άλλο Αύγουστο

η Άγια μαύρη-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου…


Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998)

Μίλτος Σαχτούρης-Το σπίτι μου


Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρωπέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τουςτοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζοντανκαι είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου.
Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό,και νά, ξαφνικά βρέθηκαμπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμηόρθιο.Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και
καθώς προχώρησα προς τη μεγάληπόρτα του σαλονιού, είδα τον Χριστό,μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμέναστα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,
έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.
Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια (1998)

Βύρων Λεοντάρης-Ουχί, αλλά εγέλασες...


Μνησίκακο είναι το παράλογο
Σαν θαύμα φανερώνεται κι όσο ζορίζει
το λογικό να το δεχτεί
κάποια στιγμή ενδίδουμε
κι εκπίπτει η απιστία με δυσπιστία
πες από πλήξη πες από διάθεση για περιπέτεια
Χαμογελάμε εν εαυτοις
κι αυτό είναι η καταστροφή μας
Το δύσπιστο χαμόγελο
το αστόχαστο μισάνοιγμα της πόρτας
το ράγισμα του είναι μας από όπου το παράλογο
εισδύει κι απλώνει ρίζες μέσα μας

σιγά σιγά σαρκώνεται σε καθημερινότητα
καμώνεται πως πίστεψε ότι τάχα το πιστέψαμε
- το συνηθίζουμε κι εμείς σαν αυτονόητο στη ζωή μας
έτσι αντέχοντας και ψευτοαντέχοντας
βάσανα και διλήμματα της σάρκας και του νου

Ώσπου έρχεται μια μέρα που άξαφνα αναστρέφεται μαζεύει
τις ρίζες του από μέσα μας και μας εγκαταλείπει στο έλεος του
κενού

Τότε, μια παγωνιά σε διαπερνάει κι ένα τρίξιμο
γυρνάς, βλέπεις την πόρτα μισάνοιχτη
- εκείνο το δύσπιστο χαμόγελο που το ΄χες πια ξεχάσει
«δε γέλασα…» φωνάζεις μες στον τρόμο σου
μα αυτό, μνησίκακο και μοχθηρό, σου το θυμίζει
«Ουχί, αλλά εγέλασες…»

Α, πόσα χρόνια η πόρτα ήταν μισάνοιχτη
πόσον καιρό το τρίξιμό της ασταμάτητο
κι εσύ δεν το ΄νιωθες – έκανες πως δεν το ΄νιωθες…-
ψευτοπιστεύοντας και ψευτοαντέχοντας
το τίποτε της ζωής.

Δεν είμαστε παρά τριγμός
το φρικαλέο τρίξιμο του εν εαυτοις χαμόγελου
το τρίξιμο της κλίνης του έρωτα
και του ξυλάρμενου του καραβιού που μας τραβάει στα σκότη
το τρίξιμο των λέξεων
στο έλεος του κενού
Γιατί, ό,τι μας δόθηκε δεν ήταν παρά μόνο
η στέρηση
κι η απώλεια

Βερονίκη Δαλακούρα- Δεύτερη νύχτα


Είναι η ώρα, ζυμώνει το ψωμί της με μαγιά πληγής. Από κει αντλεί δύναμη· έχει το σφρίγος μολυσμένων που πλανιούνται. Πηγαίνουν στην πατρίδα των λιμνών, καθώς το άστρο διαγράφοντας τροχιά έχει τόσους κατοίκους των κολάσεων να ντύσει...

   Να, λοιπόν τα πρόσωπα με χαρακιές στα μήλα. Από  'κει ξεκινούσαν κάποτε άροτρα ζεμένα σε άλογα που παρασέρνουν μύλους. Αποκοιμούνταν κάποτε εκεί - για  νύχτες ξάγρυπνα - τα καλοκαίρια πλάθοντας χειμώνες.

   Κάποτε εμείς, ανίκητοι από τη φύση, πρόχειρα φτιάχναμε το εγκώμιο της σάρκας.

    Καλοπαιγμένη φάρσα· θερίζει αγκάθια, πιστεύει σε κουδούνια αρλεκίνου. Προστρέχει στη μάσκα, αφήνει λάσπη στα πόδια του πρώτου χορευτή. Όμως είναι πιο κούφια κι από μάσκα

     η σιωπή πλασμάτων της βοής.

Βερονίκη  Δαλακούρα, Καππαδόκες, εκδ. Κουκκίδα, 2020.

Μαρία Δημητριάδη - Ο Μπελογιάννης ζει

 



Μαρία Δημητριάδη - Ο Μπελογιάννης ζει

Συνθέτης: Χατζής Λάκης

Στιχουργός: Ραβάνης Δημήτρης



Τον ξέρουνε τα ελάτια, τα πλατάνια

ίδιος μ’ αυτά, περήφανος, στητός

αχούν απ’ τη φωνή του τα ρουμάνια

μπρος για τη νίκη, για το κόμμα μπρος.


Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,

ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές

ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας

στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.


Ζει σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους

το κάθε σπίτι, σπίτι του δικό.

Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους

που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό.


Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,

ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές

ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας

στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.

Γιάννης Ρίτσος-[Μπελογιάννης]

 

Μήπως με σένα Μπελογιάννη σ' αντικαθιστάμε με σιωπηλό
φόρεμα της άνοιξης που παίζει σήμερα τις μαύρες κορδέλες;
Ολα για σένα;... αυτές οι κορνέτες... τα νταούλια;
Ο ήχος της καμπάνας κι ο θόρυβος της συγκέντρωσης
συνέχεια μεγαλώνει.
Ορκίζονται στον τάφο σου οι λαοί όλου του κόσμου.
Μέρα αξέχαστη. Η 30 Μαρτίου είναι αιώνια για την ειρήνη ...
... Ανάβεις την ελπίδας στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ανάβεις τ' άστρα τ' ουρανού του κόσμου
στους σκεπασμένους τόπους με κόκαλα, πεδιάδες!
Συ μας έμαθες, πώς πρέπει να ζούμε
πώς, μ' αξιοπρέπεια, να πεθαίνουμε.
Μ' αυτό το γαρούφαλο σαν με το κλειδί
άνοιξες την πόρτα της Αθανασίας.
Με το χαμόγελό σου, φώτισες τον κόσμο όλο
για να μην κατέβει η νύχτα στη γη!».

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Φώτης Αγγουλές - Μπάυρον


Γιατί να 'ρθεις στην όμορφη Ελλάδα να πεθανεις;
Ξανθέ ποιητή,
γιατι;
Εμείς την εκχτιμούμε τη φιλία.
Εμείς τη Λευτερία την αγαπούμε.
Τώρα που βάρβαρα οι δικοί σου
μας τυραννούν, τι να τους πούμε;
Κοίταξε, απ' έξω μας φρουρούνε
διπλοφρουροί.
Τούτη τη νύχτα δεν μπορούμε
να θυμηθούμε τη μορφή σου,
γιατί στα σύρματα μπορεί η σκέψη μας ν' αγκυλωθεί
και να ματώσει την ψυχή σου.

Αγγουλές Φώτης, Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011, σ. 49

Μαρία Στασινοπούλου- Δύο αφηγήματα

 «Όταν γίνει καλά η Συρία»

Σύρος πρόσφυγας έστησε στην αρχή μια παράγκα και πουλούσε φρούτα στην Ευριπίδου, εκεί που αγωνίζονται να ενταχθούν στη νέα τους χώρα οι άνθρωποι της δικής του ταλαίπωρης ζωής. Σιγά σιγά νοίκιασε ένα ημιυπόγειο δίπλα και το μετέτρεψε σε μαγαζί. Όλα ωραία και τακτικά τοποθετημένα. Περνά νεαρή δημοσιογράφος με το μαρκούτσι στο χέρι και τον ρωτά: «Πάνε καλά οι δουλειές; Ψωνίζουν μόνον δικοί σας ή και Έλληνες; Είστε ευχαριστημένος;» Και πάει λέγοντας. Κι εκείνος απαντά μειλίχια, γεμάτος νοσταλγία. Στο τέλος, λέει για την πατρίδα του: «Όταν γίνει καλά η Συρία», σαν να μιλά για κάποιον αγαπημένο γνωστό που ασθενεί, «θα ανοίξω μαγαζί εκεί. Να ’ρθείτε να σας περιποιηθώ». Το έχει ήδη ανοίξει η λαχτάρα του.

Ο αριστούχος

Ξεβράστηκε σε μιαν ακτή της Μεσογείου, ο δεκατετράχρονος πρόσφυγας. Σοκ έχει προκαλέσει ο πνιγμός του. Δεν είναι το γεγονός του άδικου θανάτου που σοκάρει, αλλά η προετοιμασία για την κακιά την ώρα. Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένον σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν.


Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Αθήνα: Κίχλη 2021,σσ. 56-57.

Ρήγας Γκόλφης- Τα γέλια σου


Τ’ αξέχαστο το δειλινό που σου έστησα καρτέρι,
και που μονάχη γύρευες να βρεις το μονοπάτι,
θυμάσαι πώς σε τράβηξα στ’ αγαπημένα μέρη;…
Εγώ γεμάτος έρωτα. Εσύ χαρές γεμάτη.
Τα πράσινα χαμόδεντρα στο πλάι τους μας δεχτήκαν…
Και την αυγή που διάβαινα τα είδα που είχαν ανθίσει,
κ’ είπα: Τα τόσα γέλια σου, καλή, δεν εχαθήκαν·
τα κλωναράκια αποβραδίς τάχουν εδώ κρατήσει.


Πηγή: Ανθολογία Η.Ν. Αποστολίδη 1708-1940, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Σταύρος Σταμπόγλης-Σημείο επαφής


(πλατεία Βικτωρίας των Αθηνών)

Δεν έχω λέξεις, τι να πω, δεν ξέρω τι να ξέρω,

κορίτσι με τα μαύρα μάτια' σκιές που τρεμο-

παίζουνε θροώντας.

Φωτιά του λίβα και των φυλλωμάτων κομπανίες,

πείσματα να λειαίνουν των άστρων τη σιγή.

Η μελλοθάνατη οξύτητα του τέττιγος, κατάστηθα

της πόλεως των Αθηνών στολίδι, καρφώνει, ξεκαρφώνει,

λαλιά απώλειας και σύμβολο θανάτου, μονότονοι

ρυθμοί της γραφειοκρατίας' του πρωτοκόλλου

κωπηλάτες.

Συντελεσθείσα έλευση, όπου εισβάλλουν με ορμή

οι ατέλειες της καύσης' τα πέρατα.

Αέρια, ορυμαγδός και του φιδιού τραγούδι η αφθονία

των εκπτώσεων' των πωλήσεων' όπως έλαια, βούτυρα,

τυριά, λογαριασμοί, δάνεια, γαίες και ύδατα,

επιστολές πικρές και φάρμακα φαρμάκι.

Το ήπαρ των βράχων σιγοψήνεται στην παραλία' όσοι

εμπρησμοί, του ήλιου το ρευστό' συντρίμμι η θάλασσα,

ανασκαμμένο κοιμητήριο' πληροφορίες,

η αφρισμένη επιφάνεια του κόσμου,

Πλατεία όρθια, πατρίδες καταγής.

 Σταύρος Σταμπόγλης, τεθλασμένη πόλεως αφή, Κουκκίδα 2021.

Eugène Ionesco- To παιχνίδι της σφαγής (απόσπασμα)


Σας συγκέντρωσα εδώ για τελευταία φορά, στην πλατεία της πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς ανεξήγητο. Δεχθήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτιών. Οι γειτονικές πόλεις και χώρες μας έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα.
Συμπολίτες κι επισκέπτες της πόλης μας, μην επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, γιατί θ’ αντιμετωπίσετε τα πυρά των στρατιωτών που καραδοκούν σε κάθε έξοδο της πόλεως. Χρειάζεται να οπλιστούμε με όλο το θάρρος που διαθέτουμε.
Επίσης χρειάζονται γερά χέρια ν’ ανοίγουν τάφους. Τα οικόπεδα, οι ακάλυπτοι χώροι, οι αυλές, τα γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία γέμισαν.
Επίσης ζητώ εθελοντές να επιτηρούν τα μολυσμένα σπίτια, μήπως κάποιος μπει ή βγει. Θα ορίσουμε ορκωτούς επόπτες που θα επισκέπτονται τα σπίτια … για να αναφέρουν στις αρχές, προκειμένου να απομονωθούν οι πιθανοί φορείς.
Όποιος μπαίνει σε μολυσμένο σπίτι θα θεωρείται ύποπτος και θ’ απομονώνεται εκεί μέσα. Φυλαχτείτε από τους υπόπτους. ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΤΕ τους για το καλό του συνόλου!
Ζητάμε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε χρήσιμη για την περίσταση ειδικότητα.
Κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει στον συνάνθρωπό του: να τον επιτηρήσει ή να του κλείσει τα μάτια. Το σύνθημά μας είναι, «Θάψε τον πλησίον σου, μπορείς!».
Αντίδοτο για τον λοιμό δεν έχουμε βρει. Προσπαθούμε να τον περιορίσουμε, μήπως μερικοί τυχεροί επιβιώσουν, όμως αυτό είναι άγνωστο.
Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν ελάχιστες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων. Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και καθετί από τον ουρανό διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις ψυχές μας.
Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση. Ομάδες πάνω από τρία άτομα θα διαλύονται. Επίσης, απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλεται να κυκλοφορείτε ανά δύο, για να επιτηρείτε ο ένας τον άλλο. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν "Ελέησόν με, Κύριε!".

Ευγένιος Ιονέσκο (26 Νοεμβρίου 1909 - 28 Μαρτίου 1994)
Πηγή: Το παιχνίδι της σφαγής, μτφρ.: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Κέδρος.

Ορέστης Αλεξάκης-Νεκυομανής




Κυκλοφορούν πολλοί νεκροί στην πόλη
ανέμελα βαδίζοντας
ανάμεσα στους άλλους συμπολίτες

Λες και δεν έχει τίποτα συμβεί
λες και δεν έχουν προ καιρού εκδημήσει
Χαμογελούν
σαλεύουν το κεφάλι
μας χαιρετούν
όμως εγώ
θυμάμαι
Θυμάμαι τ’ αγγελτήρια του θανάτου
τ’ αναρτημένα στις γωνιές των δρόμων
Τα τυπικά «Τον πολυαγαπημένο…»
Όνομα επώνυμο ηλικία θανόντος
την ώρα τον ναό τους τεθλιμμένους
Θυμάμαι
κάποιους που σταματούσαν και διαβάζαν
αδιάφοροι σχεδόν
περαστικοί
που βιαστικά και πάλι αναχωρούσαν
Κι άλλους
με κάποια θλίψη στη ματιά
με μια σκιά στο βλέμμα τους
για εκείνον
που χθες ήταν ακόμα ζωντανός
και τώρα πια
ταξιδευτής του αγνώστου

Θυμάμαι την ημέρα της κηδείας
Άλλοτε καλοκαίρι
με λιοπύρι
με τα τζιτζίκια του νεκροταφείου
παράφορα να τραγουδούν
αδιάφορα για το δικό μας πένθος
Κι άλλοτε πάλι
μέρες φθινοπώρου
να στρώνονται τα πεθαμένα φύλλα
να ψιχαλίζει πληκτικά
να στάζουν
σταγόνες θλίψης τα κλαδιά των δέντρων

Πολλές φορές
χειμώνας
να φοράμε
βαριά παλτά και μάλλινα πουλόβερ
χιονόνερο να πέφτει
να φυσάει
βαθύς αγέρας σαν απ' άλλο κόσμο

Κι εγώ
πάντα παρών
εγκάρδιος φίλος
συνάδελφος
συνάνθρωπος
συμπάσχων
εθελοντής ληξίαρχος από μνήμης

Και τώρα
πάλι εδώ λοιπόν
εκείνοι
που κλάψαμε γι αυτούς
ανάμεσά μας
Να περπατούν αμέριμνοι στους δρόμους
να προσποιούνται τους απλούς διαβάτες
τους περιπατητές δημόσιων κήπων
τους επισκέπτες αξιοθεάτων.
Να συναντιούνται κάποτε μαζί μας
να μας κοιτούν
να μας χαμογελάνε
να χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι

Ω... σταματήστε αυτή την κωμωδία
Δεν είστε εδώ, δεν είστε ανάμεσά μας
Είστε από χρόνια τώρα πεθαμένοι
καταχωμένοι μες στη μαύρη γη
κρανία λευκά κι οστά γεγυμνωμένα

Μην προσποιείσθε συνεπώς και μη
θαρρείτε πως λησμόνησα πως ίσως
έχασα κάπου το λογαριασμό
πως δεν τηρώ με προσοχή το αρχείο

Προπάντων
αφήστε τους αστεϊσμούς
τους αφελείς υπαινιγμούς

πως ίσως είμαι κάποιος από ‘σάς
πως μου διαφεύγει τάχα
μια κηδεία. 

Ορέστης Αλεξάκης, Το Ρόπτρο: Επιλεγμένα Ποιήματα, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων 2014.

John Ashbery-Περιπλανώμενος


Πώς να σε ονομάσω;
Σίγουρα δεν υπάρχει όνομα για σένα
Με τον τρόπο που τ’ αστέρια έχουν ονόματα
Που κάπως τους ταιριάζουν. Απλώς περιπλανιέσαι,
Ένα αντικείμενο περιέργειας για κάποιους,
Όμως πολύ προσηλωμένος
Στη μυστική μουντζούρα στο πίσω μέρος της ψυχής σου
Για να πεις πολλά, και να περιπλανηθείς,
Χαμογελώντας στον εαυτό σου και τους άλλους.
Γίνεται κάπως μοναχικό
Αλλά και απωθητικό ταυτόχρονα,
Αντιπαραγωγικό, καθώς συνειδητοποιείς για ακόμη μια φορά
Ότι ο πιο μακρύς δρόμος είναι ο πιο αποδοτικός,
Εκείνος που έκανε γύρους στα νησιά, και
Πάντοτε φαινόσουν να ταξιδεύεις σ’ έναν κύκλο.
Και τώρα που το τέλος είναι κοντά
Τα μέρη του ταξιδιού ανοίγουν όπως ένα πορτοκάλι.
Υπάρχει φως εκεί, και μυστήριο και τροφή.
Έλα να το δεις.
Έλα όχι για μένα αλλά γι’ αυτό.
Αν όμως είμαι ακόμη εδώ, αποδέξου ότι μπορεί να ιδωθούμε.

Μετάφραση: Χάρης Γαρουνιάτης

Μίλτος Σαχτούρης-Σπουργίτια

 

Ευτυχισμένες οι στιγμές
όταν μεσ’ στο μυαλό περνούν
ζεστά σπουργίτια
όταν τα χείλια μεγαλώνουνε ζεστά
στο αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία
και τα τσιγάρα βγάζουν κόκκινους καπνούς
και τα μαλλιά μεγαλώνουν σαν το παραμύθι
τι σπάνιο θέαμα στους στυγερούς καιρούς
που και οι κούκλες των μικρών παιδιών
μαυρίζουν από τρόμο

Μίλτος Σαχτούρης (29 Ιουλίου 1919 - 29 Μαρτίου 2005)

Το Σκεύος, εκδ. Κείμενα, 1971

Περί Παιδείας και δασκάλων

 Η εκπαίδευσή μου διακόπηκε μόνο κατά τις περιόδους που πήγαινα σχολείο.

George Bernard Shaw

Χωρίς εσάς, χωρίς το χέρι που στοργικά απλώσατε στο φτωχό παιδί που ήμουν τότε, χωρίς τη διδασκαλία και το παράδειγμά σας, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.

Αlbert Camus

Tα προβλήματα μου άρχισαν από νωρίς. Μικρός πήγα σε σχολείο για δασκάλους με ειδικές ανάγκες.

Woody Allen

Μόρφωση είναι αυτό που σου μένει, όταν ξεχάσεις όσα έμαθες στο σχολείο.

Φάνης Κακριδής 

Όσο πιο αμόρφωτος ένας άνθρωπος είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι η άποψή του για τον εαυτό του.

Erich Maria Remarque

Παιδεία είναι η από της παιδικής ηλικίας διαπαιδαγώγηση προς την αρετή που κάνει τον πολίτη να επιθυμεί και να αρέσκεται να γίνει τέλειος, να γνωρίζει δε να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη.

Πλάτων, Νόμοι

Εκείνη, όμως, την παιδεία που αποβλέπει στον πλούτο ή μία άλλη προς την δύναμη (την ισχύ) ή μία τρίτη ακόμη (που αποβλέπει) στην απόκτηση γνώσεων χωρίς φρόνηση και δικαιοσύνη (θεωρώ) ότι είναι χυδαία και ανελεύθερη και ότι δεν αξίζει καθόλου να την ονομάζει κανείς παιδεία.

Πλάτων, Νόμοι

Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη - και στο πανεπιστήμιο ακόμη - τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.

Για να τα πω καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.

Κορνήλιος Καστοριάδης


Τζένη Μαστοράκη-Γιατί πολύ αγαπήθηκε


Γιατί πολύ αγαπήθηκε, δε θα τη βρεις, εκεί που
μοναχή κουρνιάζει, αλλοπαρμένη, κι από παντού τη
χρύσωσαν και την κρατούν, χίλια βελόνια φορεσιά
σφραγίζει, μύρια βελόνια να κρυφτούν τα ματωμέ-
να της, το χαλασμένο δέρμα να κρυφτεί, στόμα
που εφίλειε.

Κι απ’ το πολύ που χάλκευε και πελεκά το άδικο
των πετραδιών, τ’ αμύθητα, τη βία των μετάλ-
λων, τα δάχτυλα, μόλις που γνώρισαν το στίλβος,
τα τρυφερά της δάχτυλα ένα ένα λιώνοντας στο
έρεβος των χρυσοφόρων.

Στη σιδερή της φορεσιά σωπάζοντας, μετά τον
τρόμο, δέσποινα που αγαπήθηκε πολύ,

κι ήταν ωραία, και αχρεία, Θε μου

Από τη συλλογή: Μ' ένα στεφάνι φως (2003)

Τζένη Μαστοράκη - Τον Εραστή Των Φαντασμάτων

Τζένη Μαστοράκη - Τον Εραστή Των Φαντασμάτων

Τον εραστή των φαντασμάτων, των ταξιδευτών, κι όσων έφυγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε, μες στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός, στις ερημιές που διάβαινε ωραίος, απ' τον καιρό λιωμένος, σέρνοντας τη λύπη του, χλομό κοράσι. Και σιγανά του κρένει, και δεν άκουγε, που περπατείς, ψιθύριζε, και δεν τον φτάνει, στις ρεματιές δροσίζεται, στο αγκαθινό, σε κλίνη ανεσκαμμένη απ' άκρη σ' άκρη, και στα λινά μιας παραδείσου, του ψιθύριζε, ήσουν καλός, και δεν ακούς, και μη λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά, μη σκιάζεσαι, εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως (1989)

Paul Claudel-To εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)


 ΙV


Ο ψαράς πιάνει το ψάρι μ’ αυτό το καλάθι το βαθιά χωμένο κάτω απ’ τα κύματα.

Ο κυνηγός, μ’ αυτό τον άφαντο βρόχο ανάμεσ’ από δυο κλαδιά, πιάνει τα μικρά  πουλιά.

Κι εγώ, λέει ο κηπουρός, για να πιάσω το φεγγάρι και τ’ αστέρια, μου φτάνει λίγο νερό –

και τις ανθισμένες κερασιές, και τα φλογισμένα σφεντάμια, μου φτάνει τούτη η κορδέλα

νερό που ξετυλίγω.

Κι εγώ, λέει ο ποιητής, για να πιάσω τις μορφές και τις ιδέες,

 μου φτάνει τούτο το δόλωμα από άσπρο χαρτί·  οι θεοί δε θα περάσουν χωρίς ν’ αφήσουν

απάνω του τ’ αχνάρια τους, σαν τα πουλιά στο χιόνι.

Για να δελεάσω τα βήματα της Αυτοκρατόρισσας της Θάλασσας, μου φτάνει αυτό το

χάρτινο χαλί που ξετυλίγω·

για να κάμω τον Αυτοκράτορα τ’ Ουρανού να κατέβει,

μου αρκεί αυτή η αχτίδα φεγγαριού, μου αρκεί αυτή η σκάλα από χαρτί άσπρο.


Paul Claudel (1868 - 1955)


Μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης


Λευτέρης Ιερόπαις-Η πορεία των σιωπηλών

Το τελευταίο φθινόπωρο ξεκίνησε
κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σαν μια θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.

Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μια λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.

Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που αφήσαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.

Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλη τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς...Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.

Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τους προσμένει
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.

Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντο
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας λαός πεθαίνει.

Πηγή:http://dimitriosgogas.blogspot.com/2019/02/blog-post_22.html

Παντελής Μπουκάλας-Τρία ποιήματα

 ΠΑΡΑΜΥΘΙ Α’

 
Ψωμί ο χρόνος,
ακριβώς πικρό,
ωσάν το βλέμμα όσων απόκαμαν
και κίνησαν για το βαθύ ταξίδι
το αμεταγλώττιστο.
Μνήμη αμείλικτη το σώμα σου,
ένα κλωνί βασιλικός στ’ αυτί του χάρου.
Πρώτη και μόνη σιγουριά
αυτό που πάντα διαφεύγει
 
ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ
 
Όταν φοβήθηκε
έφτιαξε τις λέξεις
Από τότε αγαπάει
πάντοτε δια μέσου
 
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
 
Χάνει τα’ αηδόνι την ανάσα του
σώνεται η ψυχούλα του
να τραγουδάει
όλο να τραγουδάει
να ξεπεράσει
να νικήσει τον ζουρνά
που κλαίει ασίγαστος το πανηγύρι του
και θριαμβεύει.

Δένει τραγούδια νέα η αγάπη
και θέλουν όλη την ανάσα σου
για να σε πουν.
Αλλ’ έτσι,
μόνον έτσι σώζεται η ψυχούλα σου
και θριαμβεύει.
Άγρια η αγάπη.
Αυτό ορίζει η αρχή της.
Και τέλος στην πυρά της δεν υπάρχει.
Από τα δυο κανένα.
Συμβαίνει. Απλώς συμβαίνει η αγάπη.
Όπως συμβαίνει η θάλασσα.
 
 
—————
Η ευγένειά μου καθόλου φυσική
Κατάγεται από τον κόπο
μιας γυμναστικής
– των σπλάχνων
 
Για λίγο ζώο
και μια ψίχα φως
(Ο Mέσα Πάνθηρας, 1985)

Πηγή:https://www.apotipomata.com/pantelis-mpoukalas/

Μανώλης Γλέζος-απόσπασμα από συνέντευξη


Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ' έξω.
Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!» Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;»
Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου».
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;».
Του απαντάει,
«Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη».
Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της.
Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου.

| Μανώλης Γλέζος | 9 Σεπτεμβρίου 1922 - 30 Μαρτίου 2020 |