Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Νίκος Καρούζος - Μυχιοθήκη


1. Το πεύκο που συνάντησα προχθές μ’ αναγνώρισε σήμερα.
 
2. Ματοβαμμένο κρύο: η εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης.
 
3. Η αυθάδεια για λοξήν αθανασία μας εμποδίζει
να ξαναλάμψουμε στη συνήθη μας ύπαρξη.
 
4. Μια πρώτη μεταφυσική των κροκοδείλων: ολ’ αυτά
τ’ αυτοκίνητα
στους αφύσικους δρόμους οι σειρές τ’ αυτοκίνητα...
 
5. Το βλέμμα της αγάπης ποτέ του δεν δέχτηκε
της ύλης τη δωροδοκία μεσ’ απ’ τις αισθήσεις.
 
6. Θα τάξω την άβυσσο στη ματωμένη ταχύτητα.
 
7. Δίπλα στην ώχρα την ελεήμονη
κι αμίλητη παλλακίδα του ήλιου
δεν έχω να κάνω με καμιά πραγματικότητα –
είν’ αλλήθωρα τα σκοτάδια μας τα ηλιόλουστα.
Μονάχη για μένα οπλοφορία το στήθος.
 
8. Ύλη της σιωπής: η νύχτα...
 
9. Στο δικό σου στόμα η αλήθεια είν’ ελάχιστη, μικραίνει
κι ας ξέρεις πως το σβήσιμο είν’ εκείνο
που κάνει το άναμμα να υπάρχει
κι ας την ξέρεις απ’ το εύοσμο σώμα
την ψηλόλιγνη λεξούλα γιασεμί
με όλα της τα φύλλα και με όλα της
τα μυρωμένα τ’ άνθια, την ορμή της,
και με όλα της τα κλαδιά και τα θροΐσματα
στο δικό σου στόμα
φυτρωμένη
σα στο χώμα
βλέποντας ατελεύτητα το αόρατο
που χωρίς ιδιότητα ρυακίζει
ποτίζοντας τη δίψα των εικόνων –
ένας άγαμος κύκλος
χαραγμένος απ’ το βίαιο φάντασμα. τον έρωτα.
 
10. Δημοκρατία είν’ η μάνα της πολιτικής η χρυσοχέρα
κ’ η κόλαση μητέρα του παράδεισου.
 
11. Στην Καλαμάτα κλάματα, στο Δίστομο μαχαίρια.
 
12. Χερουβικά σκουπίδια κι αστράφτουν εξαίσια
στ’ απόμερα της Αθήνας ερημιασμένα.
 
13. Είναι καιρός για μάτωμα πιο πέρα κι απ’ το αίμα
στην ερημιά που νέμεται μειλίχια το πνεύμα.
 
14. Τα δόντια της αγάπης είν’ από χαμομήλι
τ’ αφτιά της ερημιάς είν’ από δείλι.
 
15. Κανένας άγγελος δεν αρρωσταίνει κι ούτε θέλει τόνωση
κανένας ίσκιος δεν είναι σ’ απομόνωση.
Κι ανάμεσα στις θυγατέρες του καιρού
(τις τέσσερες) με δώδεκα ρυθμούς χορεύει
πρώτη κι ακόρεστη η βροχή μεσ’ στα ερέβη
του μαύρου ήλιου του ιερού.
 
16. Βαρέθηκα να τέρπομαι στην τέφρα
ρίχνοντας μέσα σ’ έναν ερημόλακκο
το έπαθλο της νύχτας: το φεγγάρι.
 
17. Κρατώντας την ουσία θαν τα χάσεις όλα
κλοτσώντας τον ήλιο στο γοερό μεσουράνημα.


 Συντήρηση ανελκυστήρων

Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα

 

Αλληλογραφία

Θα είχα γράψει ίσως τις ωραιότερες επιστολές, υποδείγματα
ύφους και ειλικρίνειας, αν ο φίλος μου ο Ιάκωβος είχε αποφασίσει
να πεθάνει. Αλλά δυστυχώς ζούσε, άθλιος συγκάτοικος, χρόνια –
τι σταδιοδρομία λοιπόν να κάνεις;
Ώσπου μια μέρα, ω του θαύματος, πέθανε. Γύρισα τρέχοντας
απ’ το νεκροταφείο, έτοιμος να ριχτώ στη δουλειά, αλλά μόλις
μπήκα στο δωμάτιο, έμεινα εμβρόντητος. Πάνω στο τραπέζι βρήκα
μια επιστολή του Ιάκωβου, τη διάβασα κλαίγοντας – ήταν υπέροχη!
Το κτήνος με είχε προλάβει.
Ή μήπως ήμουν εγώ ο πεθαμένος;

Δωρεάν Στέγη

Αυτοί που δεν έχουν πού να πάνε και τους αρκεί μια φιλική λέξη
για να κοιμηθούν στον ουρανό.

Σε μια γυναίκα

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις
περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
Πώς γίνεται;» ρώταγες.
Μα ήταν τόσο απλό αφού μ’ αγαπούσες.

Χρόνια της Φωτιάς

Πίσω απ’ τις γρίλιες παίζονται δράματα σκοτεινά
αυτοί που οραματίστηκαν χάθηκαν τόσο νέοι.

ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική

Αντίο

Κάποτε μια νύχτα θ’ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τραίνων
για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ’χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν
μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα,
κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τραίνα που δε σταμάτησαν πουθενά,
τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες,
αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες
και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλό-
μυγα με τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο!
Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ….


Πηγή: https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-tasos-leivaditis-1921-1988/


Νενικήκαμεν

Όραμα μεγάλο πάνω απ΄τους δρόμους, 
σα φύλλα του φθινοπώρου 
σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές.
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ΄τα φώτα,
τις σημαίες, τη βουή. 
Γιορτάζαμε τη νίκη.
Όμως την ίδια ώρα κάποιος 
σηκώνεται  μες στο σιωπηλό σπίτι, 
δεν ανάβει φως, ντύνεται 
και κάθεται στο σκοτάδι.
Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.


Κορυφαίες προσωπικότητες συνθέτουν το πορτραίτο του σπουδαίου ποιητή, Τάσου Λειβαδίτη


Στις 30 Οκτωβρίου του 1988, σε ηλικία 67 ετών πεθαίνει ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, ο Τάσος Λειβαδίτης.

Όπως αναφέρει ο Ντίνος Σιώτης στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Σεπτεμβρίου 2005, «Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας ποιητής που ζούσε καθημερινά την ποίηση στην κάθε έκφανσή της, ανακαλύπτοντάς την ακόμη και στα πιο πεζά και τετριμμένα πράγματα της καθημερινότητας.

Η αγάπη του για την ποίηση

»Θα έλεγα ότι τόσο πολύ αγαπούσε την ποίηση ώστε την είχε αναγάγει σε τρόπο ζωής. Άλλο τίποτε δεν μαρτυρά η τόση αφοσίωσή του στη μελέτη της και στο ότι την υπηρέτησε και από τις δύο πλευρές – όχι μόνο ως καλός ποιητής αλλά και ως κριτικός: στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Εστία και Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και στην εφημερίδα της Αριστεράς Αυγή.


«ΤΑ ΝΕΑ», 31.10.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»


Την επομένη του θανάτου του Λειβαδίτη, γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ»:

«“Έτσι δεν εμπιστεύθηκα σε κανέναν ένα απ’ τα ωραία μου όνειρα: να πεθάνω για την ανθρωπότητα, άλλωστε και η μακροζωία μου είναι ύποπτη: συλλογιέμαι τόσο πολύ τους νεκρούς, πώς να μ’ αφήσουν να πεθάνω;”.

»Ο ποιητής που έγραφε μόλις πέρσι αυτούς τους στίχους στο ποίημα του “Περιπλανήσεις”, δεν υπάρχει πια… (…)

»Από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αγωνιστής της Αριστεράς, με εκτοπίσεις και φυλακίσεις στο ενεργητικό του για τις ιδέες του και για τα ποιήματά του, αφήνει με τον θάνατό του ένα κενό και…μια ανολοκλήρωτη ακόμα ποιητική συλλογή με τον προσωρινό τίτλο “Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου»”

Ο κριτικός και φίλος, Κώστας Σταματίου

O στενός του φίλος, κριτικός και συνεργάτης των «ΝΕΩΝ», Κώστας Σταματίου γράφει την ημέρα εκείνη για τον ποιητή:

«Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

»Στις πρώτες του συλλογές κουβαλάει από τα ξερονήσια που έζησε, τον αέρα και την ελπίδα για μια Ελλάδα απελευθερωμένη στα χέρια του λαού της, δίκαιη, άξια του αγωνιστικού παρόντος της στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής.

»Πολύ σύντομα όμως διαπιστώνει ότι η γενιά του δεν πρόκειται να δρέψει δάφνες ούτε δικαιοσύνη, ότι είναι η γενιά της ήττας. Μιας ήττας που δεν είναι μονάχα πολιτική και κοινωνική αλλά και ατομική. Όλοι επίστευσαν και όλοι απατήθηκαν. Όλοι αγωνίσθηκαν και όλοι προδόθηκαν.

»Κι αυτή την αίσθηση της ιστορικής αδικίας, της δυσεξήγητης ήττας, τη μεταφέρει στη δεύτερη εποχή της ποίησής του, όπου οχυρώνεται στο άτομο και προσπαθεί να βρει διεξόδους ατομικές πια, στον έρωτα π.χ. όσο κι αν αυτός δεν οδηγεί πουθενά, όσο κι αν στην πολιτική ήττα προστίθεται και η ατομική δυστυχία.

»Σε μια τρίτη εποχή της ποίησής του, εποχή Ντοστογιεφσκικού αυτοβασανισμού, οι στίχοι του είναι κατοικημένοι από τη σκιά του θανάτου και, μόνο στα εντελώς τελευταία έργα του, μια όχι ακριβώς ελπίδα αλλά ένα καταφύγιο αναζητείται σε κάποιον Χριστό που, πληγωμένος ο ίδιος, δεν μπορεί παρά να έχει μια συναντίληψη για τους πονεμένους και τους ηττημένους.

»Αυτήν την πορεία από το γενικό στο ατομικό, από την επανάσταση στην απελπισία, ο Λειβαδίτης την έζησε στο πετσί του και την έκανε μεγάλη ποίηση.

»Για λόγους που δεν είναι της στιγμής, πολιτικούς και άλλους, έμεινε στο περιθώριο της ευρύτερης δημοσιότητας. Πήρε κρατικά βραβεία, που τα άξιζε, αλλά το έργο του δεν προωθήθηκε από κανέναν προς τους δυνάμει παραλήπτες του, τον προδομένο Έλληνα άνθρωπο του λαού.

»Δεν υπέκυψε ποτέ σε επιταγές ή σκοπιμότητες. Υπήρξε ένας αυθεντικός ποιητής που θέλησε να συλλάβει το ασύλληπτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, τον επαναστατημένο άνθρωπο που βλέπει την ουτοπία να εκφυλίζεται σε ευτέλειες.

»Προσωπικά, σαν φίλος του επί σαράντα χρόνια, νιώθω σαν να μου πέθανε ένας αγαπημένος αδελφός».

Τον θάνατο του Τάσο Λειβαδίτη σχολίασαν κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού.

Μελίνα Μερκούρη

«“Mια δειλή πράξη σου, σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους άλλους”. Αυτή ήταν η πίστη του Τάσου Λειβαδίτη, που φεύγει γενναίος και ζωντανός. Μεγάλος μέσα στους μεγάλους.

»Έχοντας εξασφαλίσει μια ζηλευτή θέση στα γράμματά μας και την παντοτινή παρουσία του στην καρδιά μας. Γιατί, όπως έλεγε “οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων”».

Μίκης Θεοδωράκης

«Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε ο κορυφαίος λυρικός ποιητής της γενιάς του. Ο βαθύς του ανθρωπισμός, η πίστη του στα φωτεινά ιδανικά για ένα καλύτερο μέλλον και η ελλαδολατρεία του, συνδυασμένα με μια απέραντη ευαισθησία και πολύχρωμη φαντασία, τον οδήγησαν στο κέντρο της μεγάλης δοκιμασίας που σημάδεψε τη γενιά της Εθνικής μας Αντίστασης και τον ανέδειξε σε έναν από τους κύριους και αυθεντικούς πνευματικούς της εκφραστές.

»Ορφανέψαμε. Όπως και η ελληνική ποίηση και το ελληνικό τραγούδι, που μίλησαν με τη μαγεία και το πάθος μιας ψυχής όμορφης και ευγενικής. Είμαι βέβαιος ότι ο χρόνος θα τοποθετήσει το έργο του ανάμεσα στις δημιουργίες των αθανάτων».

Διδώ Σωτηρίου

«Ήταν άδικο να φύγει τόσο γρήγορα. Είχε πολλά να μας δώσει ακόμα. Ήταν ωραίος άνθρωπος. Θα τον έλεγα άγιο.

»Το ήθος του, η αγωνιστικότητά του, το πώς στάθηκε στα χρόνια της θύελλας…Η μορφή του με κυνηγά. Τα συλλυπητήρια είναι όχι μόνο για τους δικούς του, αλλά και για την Ελλάδα».

Σπύρος Τσακνιάς

«Είμαι συντετριμμένος από την είδηση του θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη. Έφυγε από κοντά μας ένα άνθρωπος σεμνός, ολοκληρωμένος αφοσιωμένος στην ποίηση. Χρόνια τώρα ζούσε αποτραβηγμένος. Και όμως, η αίσθηση του κενού που αφήνει είναι τρομακτική.

»Υπηρέτησε με πάθος τα ιδανικά του και όταν τα είδε να συντρίβονται τραγούδησε αυτή τη συντριβή με τους πιο σπαρακτικούς τόνους. Γνήσια στόφα ποιητή από το ξεκίνημά του, γίνεται τα τελευταία χρόνια, καθώς η ποίησή του αποκτά μια όλο και πιο δραματική διάσταση, ένα μείζων ποιητής, καίριος εκφραστής των πεπρωμένων της γενιάς μας.

»Το προτελευταίο του βιβλίο “Βιολέτες για μια εποχή” είναι σταθμός στη σύγχρονη ποίησή μας. Σε μια εποχή απάνθρωπης σκληρότητας η ποίηση του Τάσου ήταν ένας αίνος στην ανθρώπινη τρυφερότητα, στον πονεμένο στοχασμό, στην αιμάσσουσα μνήμη.

»Ο άνθρωπος θα μας λείψει. Η ποίησή του θα μας παρηγορεί πάντα».


Πηγή:https://www.tovima.gr/2024/10/30/istoriko-arxeio/tasos-leivaditis-to-portraito-tou-spoudaiou-poiiti/


Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

Το έγκλημα

Μόλις είχε γεννηθεί κι οι γυναίκες, κλαίγοντας κάτω στο πλυσταριό, 

του ‘πλεναν κι όλας το πουκάμισο

για την ημέρα της δίκης

********

Η χρεωκοπία των αριθμών

Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας – μια νύχτα, θυμάμαι,

τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο γειτονικό

σχολείο,

κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο.

Μόνο που απ’ την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος

στό μέτρημα

κι έβρισκε ένα παιδί περισσότερο.

******

Τάσος Λειβαδίτης : Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου

ΙΙ. 

ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ 

Εφαρμοσμένος μαρξισμός

Και καμιά φορά ενώ είμαι μόνος στην κάμαρα κρύβω τα λίγα 

χρήματά μου, για να μπαίνει πιο άφοβα απ το παράθυρο

το φως του φεγγαριού

*****

Παράδοξα απογεύματα

Μια γυναίκα καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο, ολομόναχη, 

κρατούσε μιάν ομπρέλα, δεν είχε που να πάει, 

ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αλλά αβέβαια βήματα, 

ανέβηκε στον ουρανό.

*****

Καθ’ ημέραν βίος

Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα συμβιβασμοί-

πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

~!*~!*~!*

Πανσέληνος

«Μητέρα, της λέω, μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα- δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;» Περίμενα να δω τι θα πεί.

Ήταν Ιούνιος, βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.

Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μία απάντηση.

~!*~!*~!*~!*

Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που

συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου"

~!*~!*~!*~!*~!

"Τις νύχτες έπαιρνα τις βαλίτσες μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί

ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;"

~!*~!*~!*~!*~!

"Τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ' το παράθυρο μήπως και

βρουν το δρόμο οι χαμένοι ταξιδιώτες"

~!*~!*~!*~!*~!

"Ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως

αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη

απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό"

~!*~!*~!*~!*~!

"Είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ' αφήσω

ένα γράμμα τρυφερό γι' αυτούς που θα 'ρθουν"

~!*~!*~!*~!*~!

"Μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει έν' άστρο που έπεφτε-και

γκρεμίστηκε απ' τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια

προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς"

~!*~!*~!*~!*~!

"Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια

εκδοχές για ένα μοναδικό κόσμο"

~!*~!*~!*~!

Παρερμηνείες 

Οι νύχτες του χειμώνα μεγαλώνουν κλέβοντας τις έγνοιες της μέρας

ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μιαν απάντηση 

οι αιχμάλωτοι απελευθερώνονται μ’ έναν μονάχα πυροβολισμό 

το ουράνιο τόξο είναι η παράξενη αλληλογραφία ανάμεσα σε δυο καταφρονεμένους.

~!*~!*~!*~!*~!

Ανταμοιβή 

Ένα παιδί κοιμάται. Όλη τη μέρα έκλαψε. Αλλά τώρα χαμογελάει

καθώς η Μεγάλη Άρκτος του γλείφει με τη χρυσαφιά της γλώσσα 

το ξεσκέπαστο πόδι του.

~!*~!*~!*~!*~!

Διαθήκη 

Ίσως να το ‘βρα. Αλλά δεν θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς τι θα ψάχνετε;

~!*~!*~!*~!*~!

Ποιητές 

Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις-

και γίνονται πουλιά.

Πείρα αιώνων 

Γι αυτό σου λέω, μην κοιμάσαι είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς : θα μετανιώσεις.

~!*~!*~!*~!

Δραπέτης 

Το παντελόνι του το άφησε στα δόντια των σκυλιών.

Με το σακάκι του σκέπασε ένα άγαλμα.

~!*~!*~!*~!

Υστεροφημία 

Όταν πεθάνουμε όλα όσα ονειρευτήκαμε έρχονται και στέκουν 

κάπου εκεί στην κάμαρα. Κι άξαφνα όλοι σέβονται νεκρό 

το χτεσινό «παλιόσκυλο».


Απ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

Ελένη Καραΐνδρου - Κοντσέρτο

 


Θανάσης Βαλτινός - Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα)

 Μπήκα στο τρένο, μέσα στο βαγόνι είδα έναν που έμοιαζε ξενοφερμένος. Έκατσα κοντά του και πιάσαμε κουβέντα.
Τον ρώτησα που ήταν.
Στην Αμερική.
Τώρα έρχεσαι;
Μάλιστα.
Από ποιο μέρος;
Από το Σικάγο.
Γνώρισες κανέναν Δαραίο εκεί;
Ναι, τον Αναστάσιο Μεγρέμη.
Είναι καλά;
Καλά.
Από ποιο μέρος είσαι του λόγου σου;
Από το Άργος, το χωριό Μπερμπάτι.
Το όνομά σου;
Γρηγόριος Γκορίτσας.
Πώς περνάγατε στην Αμερική;
Πολύ καλά, ό,τι θέλαμε τρώγαμε. Φτηνά πράματα, ρούχα, παπούτσια.
Το μεροκάματο;
Άλλος δυο δολάρια, άλλος ένα κι εβδομήντα πέντε, άλλος ενάμισι.
Δουλειές πολλές;
Πολλές. Γραμμές, μίνες για τον χρυσό, για κάρβουνο και άλλες.
Και τι ήθελες στην Ελλάδα;
Ήρθα να δω τους γονιούς μου και θα φύγω πάλι.
Τότε έκανες καλά. Εδώ μεγάλη φτώχεια. Ο κόσμος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω. Κάργα τα καράβια με τρεις χιλιάδες το καθένα, όλο παιδαρέλια. Δω εκεί κανένας σαραντάρης.
Φτάσαμε στο Άργος κι εγώ κατέβαινα για Μύλους.
Αυτός θα έμενε.
Γεια σου, του λέω, φίλε, χωρίζουμε.

Θανάσης Βαλτινός - Χωρίς μαγνητόφωνο (απόσπασμα)

...Κοιτάξτε, είναι πολύ εγωιστική πράξη το γράψιμο. Το κάνει κανείς για τον εαυτό του. Τα υπόλοιπα –ότι γράφει για ν’ αλλάξει τον κόσμο και την κοινωνία– είναι μεγάλα λόγια. Παράλληλα όμως, έχει κι έναν ερωτικό χαρακτήρα η τέχνη. Ησυχάζει κανείς όταν επιβεβαιώνεται κι από δυο τρεις άλλες συνειδήσεις. Η σωστή σχέση με τον άγνωστο αναγνώστη αρχίζει όταν τον σκέφτεσαι ως ελεγκτή της ειλικρίνειας και της συνέπειάς σου...

 Θανάσης Βαλτινός (1932-2024)

(από το Χωρίς μαγνητόφωνο, εκδ. Πόλις)

Απ' το προφίλ της Αθανασίας Δρακοπούλου στο fb.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Μιχαήλ Στασινόπουλος - Φθινοπωρινός κήπος



Τι ήσυχα πούρθε αυτό το δείλι
κι' η σιωπηλή του η συννεφιά.
Ξάφνου πως σκόρπισαν οι φίλοι
κι' ήρθε στον κήπο η ερημιά.

Στον κήπο κρύο φυσάει τ' αγέρι
κι' έχουν πιά φύγει τα παιδιά.
-Δος μου, φθινόπωρο, το χέρι
κι' έλα να πάμε συντροφιά.

Πως έφυγε το καλοκαίρι
κι' η σιωπηλή ήρθε η συννεφιά.
-Στερνό τριαντάφυλλο στο χέρι
τα φύλλα γέρνει και σκορπά.

Η άχνα του θέρους στα μαλλιά σου
και του ήλιου η ζέστα στην καρδιά.
Κι' αναπολεί το πέρασμά σου
του κήπου τώρα η μοναξιά.

Παλιοί σκοποί θροούν στ' αγέρι,
σβύνουν οι αντίλαλοι μακρυά.
-Δος μου, φθινόπωρο, το χέρι
κι' έλα να πάμε συντροφιά.


Απ' τη σελίδα Ένα ποιηματάκι

Τάσος Λειβαδίτης - Βιολέτες για μια εποχή (απόσπασμα του έργου του)



“Κάποτε θα καταστρέψω όλ’ αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω

στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς

ντροπή-και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο

δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος”


“Πίναμε όλη νύχτα, “ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;”, τον

ρώτησα, “δεν είναι μουσική”, μου λέει. “Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου.”


“Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι

που σε λίγο κάτω απ’ τ’ όνομά μας δεν θα ‘ναι κανείς (και μόνον

η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)

Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά”


“Αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή

μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς

κινδύνους) έτσι και πίσω απ’ τις πιο ακόλαστες πράξεις μας

κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει”


“Α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά

μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν

πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν”


“Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που

συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου”


“Τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ’ άλλα φαντάσματα-κι

άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, “γιατί

κατέβηκα εδώ;”, είπα σιγανά. Αλλά δεν ήταν κανείς ν’ απαντήσει”


“Όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των

δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις”


“Τις νύχτες έπαιρνα τις βαλίτσες μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί

ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;”


“Τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και

βρουν το δρόμο οι χαμένοι ταξιδιώτες”


“Ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως

αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη

απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό”


“Είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω

ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν”


“Μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει έν’ άστρο που έπεφτε-και

γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια

προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς”


“Κάθε μέρα κινδυνεύουμε από προδοσίες ή συνήθειες κι οι φλόγες

των κεριών γέρνουν πάντα προς το ακατόρθωτο”


“Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε

κάποτε μες στ’ όνειρο”


“Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει

οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία

μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια

κι εγώ δεν έχω αλλο όπλο απ’ το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες

και να τις πιστεύω”


“Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια

εκδοχές για ένα μοναδικό κόσμο”


Περιμένοντας το βράδυ


«Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά

κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα

κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο

ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες

στον καθρέφτη πρόσωπα

που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο

και ξανάρχονται επίμονα

σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο

το παρελθόν ένα αίνιγμα

η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.

Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος

άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι

οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό

οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο

κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε

όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση


Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές

τι όνειρα,

ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά».

Γιώργος Θέμελης - Εισαγωγή στη συλλογή Ars Poetica



Τί να πεί κανείς για την Ποίηση; τί μπορεί να πεί; Δε λέγεται – γίνεται. Δεν καθορίζεται – συντελείται, όπως το μέγα Αναμενόμενο.
Είναι ίσως η απεγνωσμένη κλήση του με χίλια ονόματα, η κλήση του και η πρόγευσή του μες στο κατορθωμένο Ποίημα.
Είναι ίσως η αναγγελία του ή το εκθαμβωτικό του μήνυμα μ’ επείγουσες ανακοινώσεις μέλλοντος.
Είναι ίσως...
Μα ο σκοπός μου δεν είναι να πω και να ορίσω το ανείπωτο και σε μια γλώσσα εξαρθρωμένη στην υπηρεσία του τίποτα.
Έπειτα πιστεύω και δεν πιστεύω. Καρτερώ να πιστέψω.
Αμφιβάλλομαι ανάμεσα παραδοχή και απόρριψη, ανάμεσα νυχτερινή συντέλεια και εωθινή καμπάνα.
Ως να σταμάτησε μέσα μου ο καιρός να παίξει με το θάνατο, σαν το ζυγό που αργοζυγιάζεται: κατά δώθε κατά κείθε, ώσπου να γύρει...
Κατά πού;
Ο σκοπός μου είναι να μιλήσω, όπως θα’ θελα να μιλήσω μέσα σ’ ένα τωρινό αύριο, που μάχεται κάθε στιγμή να γεννηθεί, όπως θα μιλήσουν κάποτε ίσως οι άνθρωποι, όταν θα μάθουν μα μιλούν.
Συγχωρείστε με

Εισαγωγή στη συλλογή Ars Poetica, Θεσσαλονίκη 1974

Aπ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

Ανδρέας Κάλβος -«Εις Πάργαν»


α΄.
Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
                        ένδοξον έργον.

β΄.
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
                        εύσπλαγχνον στήθος.

γ΄.
Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
                        την ορμήν φέρει·

δ΄.
Hμείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγγάδια
                        αφρούς και βράχους·

ε΄.
Oμοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
                        διασυρομένων.

ς΄.
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
                        την δουλωσύνην.

ζ΄.
Yποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
                        υπερεφίλει.

η΄.
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
                        πόθος Zεφύρων.

θ΄.
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
                        καρπόν λυαίον.

ι΄.
Kαλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
απότον ίδρωτά μας
                        πεποτισμένη.

ια΄.
Όμως δια ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
                        όμως δια ποίον;

ιβ΄.
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
                        η γνώμη ρέει.

ιγ΄.
Tων πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
                        της δουλωσύνης.

ιδ΄.
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
                        εσείς ω ανδρείοι.

ιε΄.
Tα συνήθη χωράφια
αφίνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
                        και την πενίαν.

ις΄.
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
                        υπερασπίζουν.

ιζ΄.
Eκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν η πρόνοοι χείρες
                        εκεί σας φέρνουν. 85

[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτική έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 68-

Τάσος Λειβαδίτης - Aυτοπροδοσία


Ήταν γυμνός. Στην πόλη τον πετροβολούσαν. Kι έφευγε, με το αίμα να στάζει πίσω του. «Θέλει να δείχνει ανυπεράσπιστος», έλεγαν οι σοφοί.

    Mα όταν τον βρήκαμε νεκρό, έξω στα χωράφια, είδαμε πάνω στο γυμνό του στήθος το μεγάλο ζωγραφισμένο πουλί,

    που του 'τρωγε το τελευταίο κουρέλι.


(από την Ποίηση. Tόμος Δεύτερος 1972-1977, Kέδρος 1987)

Τάσος Λειβαδίτης - Aγιότητα

 Hμερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.

Kύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.

(από την Ποίηση. Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος 1991)

Τάσος Λειβαδίτης - Πίνακας αγνώστου ζωγράφου


Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, σαν δυο ακροβάτες που

    μισούνται θανάσιμα

που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το

    θάνατο ο ένας του άλλου,

μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα και το θέατρο

    ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή

ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί

νά, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο

    και το θαυμασμό

και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά

μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης.



(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Ο ύποπτος


Κλείδωσε την πόρτα. Κοίταξε πίσω του καχύποπτα

κι έχωσε το κλειδί στην τσέπη του. Σ' αυτή τη στάση το συλλάβανε.

Μήνες τον ταλαιπώρησαν. Ώσπου, ένα βράδυ, ομολόγησε

(κι αυτό αποδείχτηκε) πως το κλειδί και το σπίτι

ήταν δικά του. Όμως κανένας δεν κατάλαβε

γιατί είχε κρύψει το κλειδί του. Κι έτσι,

παρ' όλη την αθώωσή του, για όλους έμεινε ύποπτος.


Μαρτυρίες Β', Κέδρος 1996.


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Νίκος Καρύδης - Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν…


Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν τα σπίτια μας,
οι όλμοι γκρεμίζανε τις πόρτες,
το σκοτάδι έμπαινε στις κάμαρες
απ’ τα σπασμένα τζάμια των παραθυριών…

Στο μπαλκόνι είχαμε κρεμάσει ένα σεντόνι
και ζητούσαμε βοήθεια·
σ’ ένα ματωμένο μαξιλάρι πέθαινε
ένας άγνωστος άνθρωπος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…

Ανάμεσα στις πιπεριές και τους ευκάλυπτους,
εκεί στο γύρισμα του έρημου δρόμου
στυλώναμε τα μάτια της ελπίδας
και περιμέναμε να φανής
σα σημαία, σαν αγέρας –
έστω σα θάνατος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού
κ’ έβρεχε…
Η ώρα δύο του μεσημεριού
και σε σκεφτόμουν…

Η τελευταία θάλασσα

Dalto Trumbo -Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του (10ο κεφάλαιο)

 Ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, δίχως τίποτα να κάνεις και πουθενά να πας, ήταν σαν να βρισκόσουν σ’ έναν ψηλό λόφο, μακριά απ’ το θόρυβο και τους ανθρώπους. Σαν νά ’χες πάει για κάμπινγκ ολομόναχος. Είχες όλο το χρόνο στη διάθεσή σου να σκεφτείς. Είχες χρόνο να ξεκαθαρίσεις κάποια πράγματα. Πράγματα που δεν είχαν περάσει πρωτύτερα απ’ το μυαλό σου. Όπως για παράδειγμα το να ξεκινάς για το μέτωπο. Ήσουν τόσο απομονωμένος εκεί στο λόφο σου που ο θόρυβος κι οι άνθρωποι δε σ’ ενοχλούσαν καθόλου σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα. Σκεφτόσουν τώρα μόνο για τον εαυτό σου, χωρίς να λογαριάζεις το παραμικρό έξω απ’ αυτόν. Θαρρείς πως το μυαλό σου ήταν διαυγέστερο και οι απαντήσεις σου πιο λογικές. Μ’ ακόμη κι αν δεν ήταν λογικές δεν είχε σημασία, αφού έτσι κι αλλιώς δε θά ’χες ποτέ τη δυνατότητα να κάνεις κάτι σχετικά.

Σκεφτόταν, εδώ είμαστε Τζο Μπόναμ, ένας σωρός, ένα κομμάτι κρέας για την υπόλοιπη ζωή σου και για ποιο λόγο; Κάποιος σε χτύπησε φιλικά στον ώμο και σού ’πε έλα γιε μου, πάμε για πόλεμο. Κι εσύ πήγες. Αλλά γιατί; Σ’ οποιοδήποτε πάρε-δώσε, ακόμη κι όταν αγοράζεις ένα αμάξι ή κάνεις κάποιο θέλημα, έχεις το δικαίωμα να ρωτήσεις εγώ τι θα κερδίσω; Διαφορετικά, θ’ αγόραζες άχρηστα αμάξια για μια περιουσία ή θά ’κανες χαζά θελήματα αλλωνών και θα πέθαινες της πείνας. Ήταν κάποιου είδους υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σου, κάθε φορά που κάποιος σου έλεγε έλα γιε μου, κάνε αυτό ή κάνε κείνο, να του πεις για στάσου ρε φίλε, γιατί να το κάνω, για ποιον, και τι θα κερδίσω εγώ σε τελική ανάλυση; Κι όμως όταν κάποιος έρχεται και σου λέει έλα μαζί μου και ρίσκαρε τη ζωή σου ή πέθανε κιόλας ή μείνε ανάπηρος, τότε δεν έχεις δικαιώματα. Δεν έχεις καν το δικαίωμα να πεις ναι ή όχι ή θα το σκεφτώ. Υπάρχουν πολλοί νόμοι που προστατεύουν την περιουσία ακόμα και σε περίοδο πολέμου, μα πουθενά δεν είναι γραμμένο πως η ζωή ενός ανθρώπου του ανήκει.
Βέβαια, πολλά παλικάρια ντραπήκαν ν’ αρνηθούν. Κάποιος είπε πάμε να υπερασπιστούμε την ελευθερία, κι εκείνοι πήγαν και σκοτώθηκαν δίχως να σκεφτούν την ελευθερία ούτε μια στιγμή. Και για τι είδους ελευθερία πολεμούσαν στο κάτω κάτω; Πόση ελευθερία και ποιανού την αντίληψη περί ελευθερίας; Πολεμούσαν για την ελευθερία να τρώνε τζάμπα παγωτό χωνάκι όλη τους τη ζωή ή για την ελευθερία να ληστεύουν όποιον γουστάρουν κι όποτε θέλουν ή για ποιο πράγμα τέλος πάντων; Όταν λες σε κάποιον ότι δεν μπορεί να κλέβει, του στερείς ένα μέρος της ελευθερίας του. Είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Και τι διάολο πάει να πει ελευθερία έτσι κι αλλιώς; Είναι απλώς μια λέξη, όπως σπίτι ή τραπέζι ή οποιαδήποτε λέξη. Μόνο που είναι μια λέξη ιδιαίτερη. Όταν ένας τύπος λέει σπίτι, μπορεί να σ’ το δείξει για να σε πείσει. Μα όταν κάποιος λέει ελάτε, πάμε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, δεν μπορεί να σου δείξει τίποτα. Δεν μπορεί να φέρει αποδείξεις για ό,τι λέει, οπότε πώς σου ζητάει να πολεμήσεις για δαύτο που να πάρει;
Όχι κύριος, όποιος πήγε στο μέτωπο και χώθηκε στα χαρακώματα για να πολεμήσει για την ελευθερία ήταν ένας βλάκας και μισός, κι ο τύπος που τον έστειλε εκεί ήταν ψεύτης. Την επόμενη φορά που θα ’ρχόταν κάποιος και θα τον ζάλιζε στο μπλα μπλα για την ελευθερία –τι εννοούσε επόμενη φορά; Δε θα υπήρχε επόμενη φορά για κείνον. Μα ας πάει στο διάολο. Αν ήταν δυνατό να υπάρξει επόμενη φορά και κάποιος του έλεγε έλα να πολεμήσουμε για την ελευθερία, θα του απαντούσε κύριος η ζωή μου είναι σημαντική. Δεν είμαι κάνας ηλίθιος κι αν είναι ν’ ανταλλάξω τη ζωή μου για την ελευθερία, θα πρέπει να ξέρω από πριν τι είναι η ελευθερία και για ποια ελευθερία μιλάμε και πόση ακριβώς απ’ αυτή την ελευθερία θ’ αποκτήσουμε. Κι επιπλέον ρε φίλε, εσύ ο ίδιος νοιάζεσαι γι’ αυτή την ελευθερία όπως ζητάς να κάνω εγώ; Κι ίσως αν έχουμε πάρα πολλή ελευθερία να είναι το ίδιο άσχημα με το να έχουμε πάρα πολύ λίγη, και σαν να μου φαίνεται πως είσαι ένας παπατζής του κερατά και μου λες ό,τι σου κατεβαίνει. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρκεί η ελευθερία μου εδώ πέρα, η ελευθερία να περπατώ και να βλέπω και ν’ ακούω και να μιλώ και να τρώω και να κοιμάμαι με το κορίτσι μου. Θαρρώ πως προτιμώ κάτι τέτοιο απ’ το να πολεμήσω για όλ’ αυτά που δε θα κερδίσουμε ποτέ, και να βρεθώ τελικά δίχως δράμι ελευθερία. Να σκοτωθώ και να σαπίσω προτού καλά καλά η ζωή μου αρχίσει ή να γίνω ένα κομμάτι κρέας. Δε θα πάρω φίλε. Εσύ πολέμα για την ελευθερία σου. Εγώ δε θέλω μερτικό.
Που ανάθεμά τους τούς ανθρώπους, και πότε δεν αγωνίζονταν για την ελευθερία; Η Αμερική πολέμησε για την ελευθερία το 1776. Πολλοί πεθάναν τότε. Και τελικά η Αμερική είναι πιο ελεύθερη απ’ τον Καναδά ή την Αυστραλία που δεν πολέμησαν ποτέ; Ίσως και νά ’ναι, δε διαφωνώ, απλώς ρωτάω. Μπορείς να πάρεις κάποιον αμερικανό που αγωνίστηκε για την ελευθερία και να πεις ορίστε, οποιοσδήποτε μπορεί να δει τη διαφορά από έναν καναδό που δεν πολέμησε; Όχι, μα το θεό δε γίνεται, και δε χωράει κουβέντα. Ίσως λοιπόν πολλοί άντρες με γυναίκες και παιδιά να πέθαναν το 1776, ενώ δεν υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη να πεθάνουν. Όπως και νά ’χει, τώρα είναι νεκροί. Ναι, βέβαια, όμως δεν είναι παρηγοριά κάτι τέτοιο. Ένας άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί ότι θα έχει πεθάνει σ’ εκατό χρόνια και να μην τον νοιάζει. Μα να σκεφτείς ότι μπορεί να πεθάνεις αύριο και νά ’σαι παντοτινά νεκρός, να μην είσαι τίποτα πέρα από σκόνη και χώμα και βρωμιά, είναι αυτό το πράγμα ελευθερία;
Μπάσταρδοι, ποτέ τους δε σταμάτησαν να πολεμούν για κάτι, κι αν τολμήσει κανείς να πει στο διάολο ο πόλεμος, κάθε πόλεμος είναι ίδιος με τον προηγούμενο, δεν ωφελεί κανέναν, ε τότε όλοι μαζί θα ουρλιάξουν πως είναι δειλός. Αν δεν πολεμούσαν για την ελευθερία, τότε θα πολεμούσαν για την ανεξαρτησία ή τη δημοκρατία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή ή τα πάτρια εδάφη ή κάτι άλλο που δε σήμαινε τίποτα. Ο πόλεμος υποτίθεται πως θα έφτιαχνε έναν κόσμο ασφαλή, για τη δημοκρατία, για τις μικρές χώρες, για τον καθένα. Αν ο πόλεμος είχε τελειώσει πια, ο κόσμος θά ’πρεπε να είναι έτοιμος για τη δημοκρατία. Ήταν όμως; Και ποιου είδους δημοκρατία; Και πόση; Και ποιανού;
Υπήρχε βέβαια κι αυτή η ελευθερία, για την οποία σκοτώνονταν ανέκαθεν τ’ ανθρωπάκια. Ήταν ελευθερία από ξένο ζυγό; Ελευθερία από εργασία ή ασθένεια ή θάνατο; Ελευθερία από την πεθερά σου; Κύριε, αν έχετε την καλοσύνη, δώστε μας ένα τιμολόγιο γι’ αυτή την ελευθερία προτού ξεκινήσουμε να σκοτωθούμε. Δώστε μας ένα τιμολόγιο γραμμένο απλά ώστε να ξέρουμε από πριν για ποιο λόγο σκοτωνόμαστε, και δώστε μας και μια πρώτη υποθήκη, κάποια εξασφάλιση, να είμαστε σίγουροι όταν νικήσουμε στον πόλεμό σας ότι κερδίσαμε αυτή ακριβώς την ελευθερία που μας είχατε τάξει.
Πάρτε για παράδειγμα την αξιοπρέπεια. Όλοι έλεγαν πως η Αμερική πολεμούσε για να θριαμβεύσει η αξιοπρέπεια. Όμως ποιανού η αντίληψη περί αξιοπρέπειας; Και αξιοπρέπεια για ποιον; Εμπρός, μιλήστε καθαρά και πείτε μας τι είναι αξιοπρέπεια. Πείτε μας πόσο καλύτερα νιώθει ένας αξιοπρεπής νεκρός από έναν αναξιοπρεπή ζωντανό. Κάντε μια σύγκριση με χειροπιαστές αποδείξεις, όπως σπίτια και τραπέζια. Με λέξεις που να καταλαβαίνουμε. Και μη μιλάτε για τιμή. Η τιμή ενός κινέζου ή ενός άγγλου ή ενός αφρικάνου ή ενός αμερικάνου ή ενός μεξικάνου; Σας παρακαλώ ρε μάγκες, όλους εσάς που κόπτεστε να πολεμήσετε για να υπερασπιστείτε την τιμή μας, πείτε και σε μας τι διάολο είναι τιμή. Είναι η τιμή όπως την αντιλαμβάνονται οι αμερικάνοι για όλο τον υπόλοιπο κόσμο; Ίσως ο κόσμος να μην τη βρίσκει τόσο του γούστου του. Ίσως οι νησιώτες στις Νότιες Θάλασσες να προτιμούν τη δικιά τους τιμή.
Για όνομα του θεού, ζητήστε να πολεμήσουμε για πράγματα που βλέπουμε και νιώθουμε, πράγματα απλά και κατανοητά. Όχι άλλες πομπώδεις λέξεις χωρίς νόημα, όπως πατρίδα. Μαμά-πατρίδα, γενέτειρα, γη των πατέρων, πάτρια εδάφη. Το ίδιο κάνει. Σε τι σ’ ωφελεί η πατρίδα όταν έχεις πεθάνει; Ποιανού πατρίδα είναι όταν έχεις πεθάνει; Αν σκοτωθείς πολεμώντας για την πατρίδα, αγόρασες γουρούνι στο σακί. Πλήρωσες για κάτι που δε θ’ αποκτήσεις ποτέ.
Κι όταν δεν μπορούσαν να ψαρώσουν τ’ ανθρωπάκια να πάνε να πολεμήσουν για την ελευθερία ή τη δημοκρατία ή την ανεξαρτησία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή, χρησιμοποιούσαν για επιχείρημα τις γυναίκες. Κοιτάξτε τους βρωμο-Ούννους έλεγαν, κοιτάξτε τους που βιάζουν τα όμορφα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Κάποιος πρέπει να σταματήσει όλο αυτό το κακό. Έλα λοιπόν φιλαράκι, έλα να καταταγείς και να σώσεις τα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Και τ’ ανθρωπάκι μαγευόταν κι ακολουθούσε, και σε λιγάκι τον έβρισκε μια οβίδα, και η ζωή του σκόρπιζε τριγύρω σαν μια άμορφη κρεάτινη μάζα, κι ήταν νεκρός. Νεκρός για χάρη μιας ακόμα λέξης κι όλες οι αιμοδιψείς παλιόγριες, οι Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, ζητωκραύγαζαν μέχρι να βραχνιάσουν πάνω απ’ τον τάφο του, γιατί πέθανε για την τιμή των γυναικών.
Βέβαια είναι πιθανό ένας τύπος να διακινδύνευε τη ζωή του, αν κάποιοι πήγαιναν να βιάσουν τη γυναίκα του. Μα αν έκανε κάτι τέτοιο έκλεινε απλώς μια συμφωνία. Έλεγε ότι έτσι όπως ένιωθε εκείνη την ώρα, η ασφάλεια της γυναίκας του ήταν πιο σπουδαία απ’ την ίδια του τη ζωή. Δεν υπήρχε ωστόσο κάτι ιδιαίτερα ευγενές ή ηρωικό στην πράξη του. Ήταν μια ξεκάθαρη συμφωνία, η ζωή του για κάτι που άξιζε περισσότερο. Έμοιαζε πάνω κάτω με οποιαδήποτε συμφωνία μπορούσε να κάνει ένας άντρας. Όμως αν ανταλλάξεις τη γυναίκα σου μ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, πας να μπλέξεις με χοντρεμπόριο. Κι αν είναι να τις υπερασπιστείς, πρέπει να μπεις χοντρά και στο παιχνίδι του πολέμου. Και τότε πλέον αγωνίζεσαι ξανά για μία λέξη.
Όταν παρατάσσονται οι στρατιές και οι σημαίες κυματίζουν και τα συνθήματα αντηχούν από παντού, πρόσεχε φιλαράκι, είν’ αλλουνού τα κάστανα που πας να βγάλεις απ’ τη φωτιά κι όχι δικά σου. Αγωνίζεσαι για λέξεις και η συμφωνία δεν είναι τίμια, η ζωή σου για κάτι καλύτερο. Φέρεσαι μεγαλόψυχα κι αφού σκοτωθείς, αυτό για το οποίο αντάλλαξες τη ζωή σου δε θα σ’ ωφελήσει σε τίποτα, και το πιθανότερο ούτε και κανέναν άλλο.
Ίσως αυτός να είναι λάθος τρόπος σκέψης. Είναι πολλοί οι ιδεαλιστές που θα πουν, μα έχουμε πέσει τόσο χαμηλά ώστε τίποτα να μην είναι πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή; Σίγουρα υπάρχουν ιδανικά για τα οποία αξίζει να παλέψει, ακόμη και να πεθάνει κανείς. Αν όχι, τότε είμαστε χειρότεροι απ’ τα ζώα στους αγρούς, έχουμε βυθιστεί στη βαρβαρότητα. Τότε λες, δεν πειράζει, ας είμαστε βάρβαροι, αρκεί να μην έχουμε πόλεμο. Μείνετε πιστοί στα ιδανικά σας, αρκεί να μη μου κοστίσουν τη ζωή. Κι εκείνοι απαντούν, μα η ζωή ασφαλώς δεν είναι πιο σημαντική απ’ το να έχεις αρχές. Και συ τους λες, α ναι; Δεν ξέρω για τη δικιά σας τη ζωή, μα η δικιά μου είναι. Και τι διάολο είν’ αυτές οι αρχές; Δώστε μου έναν ορισμό και χάρισμά σας.
Μπορείς πάντα ν’ ακούσεις τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή κάποιου άλλου. Μιλούνε διαρκώς και φωνακλάδικα. Μπορείς να τους βρεις σε εκκλησίες και σχολεία και εφημερίδες και νομοθετικά σώματα και κογκρέσα. Αυτή είναι η δουλειά τους. Και τα λένε θαυμάσια. Θάνατος παρά ατίμωση. Τούτο το χώμα που καθαγιάστηκε με αίμα. Τούτοι οι άντρες που πεθάναν τόσο τιμημένα. Δε θυσιάστηκαν εις μάτην. Οι ένδοξοι νεκροί μας.
Χμμμ.
Αλλά τι γνώμη έχουν οι νεκροί;
Επέστρεψε ποτέ κανείς από τον Άδη, έστω και ένας απ’ τα εκατομμύρια που σκοτωθήκαν, επέστρεψε ποτέ κανείς τους για να πει, μα το θεό χαίρομαι που πέθανα, γιατί ο θάνατος είναι πάντα προτιμότερος απ’ την ατίμωση; Είπανε μήπως, χαίρομαι που πέθανα φτιάχνοντας έναν κόσμο όπου θ’ ανθίσει η δημοκρατία; Είπανε πως προτιμούν το θάνατο απ’ το να στερηθούν την ελευθερία; Είπε ποτέ κανείς τους είναι ωραία να σκέφτομαι ότι τα σωθικά μου τινάχτηκαν στον αέρα για την τιμή της χώρας μου; Είπε ποτέ κανείς τους, κοιτάξτε είμαι νεκρός, όμως πέθανα για μια αξιοπρέπεια κι αυτό είναι προτιμότερο απ’ το να ζούσα; Είπε ποτέ κανείς τους, να με, σαπίζω δυο χρόνια θαμμένος σε ξένη γη, μα είναι υπέροχο να πεθαίνεις για τα πάτρια εδάφη; Είπε κανείς τους γιούπι, είμαι ευτυχισμένος που πέθανα για να υπερασπιστώ όλες τις γυναίκες του κόσμου, βλέπετε πώς τραγουδώ με το στόμα γεμάτο σκουλήκια;
Κανείς άλλος πέρα απ’ τους νεκρούς δεν ξέρει αν αξίζει ή όχι να πεθάνεις για όλ’ αυτά που λέει ο κόσμος. Και οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν. Οπότε οι κουβέντες για ένδοξους θανάτους και άγιο αίμα και τιμή κι όλα τα συναφή αποδίδονται σε νεκρά χείλη από τυμβωρύχους και κάλπηδες, που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μιλάνε στη θέση των νεκρών. Αν κάποιος λέει ότι προτιμάει να πεθάνει αντί ν’ ατιμαστεί είναι είτε βλάκας είτε ψεύτης, γιατί δεν ξέρει τι σημαίνει θάνατος. Δεν είναι σε θέση να κρίνει. Ξέρει μόνο από ζωή. Δεν ξέρει τίποτα από θάνατο. Αν είναι ηλίθιος και πιστεύει στο «Θάνατος παρά ατίμωση», άσ’ τον να πάει να πεθάνει. Όμως όλα τ’ ανθρωπάκια που έχουν άλλες δουλειές να κάνουν απ’ το να πολεμάνε θα πρέπει να τ’ αφήσουν στην ησυχία τους. Κι όλους τους τύπους που λένε ότι «Θάνατος παρά ατίμωση» είναι μια μαλακία, το σημαντικό είναι ζωή παρά θάνατος, θα πρέπει κι αυτούς να τους αφήσουν στις δουλειές τους. Γιατί όσοι λένε πως η ζωή δεν αξίζει να τη ζεις χωρίς αρχές, αρχές για τις οποίες θα ήσουν πρόθυμος και να θυσιαστείς ακόμη, είναι τρελοί για δέσιμο. Κι όσοι λένε θα το δεις, θά ’ρθει μια ώρα που δε θα γίνεται να τ’ αποφύγεις, θα πρέπει ν’ αγωνιστείς και να πεθάνεις γιατί θα κινδυνεύει η ζωή σου, είναι κι αυτοί το ίδιο θεοπάλαβοι. Λένε βλακείες. Λένε πως δύο και δύο κάνει μηδέν. Λένε πως ένας άνθρωπος πρέπει να πεθάνει για να προστατέψει τη ζωή του. Αν δεχτείς να πολεμήσεις, δέχεσαι και να πεθάνεις. Τώρα αν πεθάνεις για να υπερασπιστείς τη ζωή σου δεν είσαι πια ζωντανός, οπότε πώς μπορεί να έχει νόημα κάτι τέτοιο; Δε θα πει κάποιος, ας πεθάνω απ’ την πείνα ώστε να μην πεινάω. Δε θα πει ας ξοδέψω όλη μου την περιουσία ώστε να μην τη χάσω. Ούτε θα πει ας κάψω το σπίτι μου για να μην υπάρχει κίνδυνος να καεί. Γιατί λοιπόν να θέλει να πεθάνει προκειμένου να διατηρήσει το προνόμιο να ζει; Θα έπρεπε να έχουμε τουλάχιστον τόση κοινή λογική γύρω απ’ τη ζωή και το θάνατο, όση και για τα ψώνια που κάνουμε στον μπακάλη ή το φούρναρη.
Κι όλα τα παιδιά που πέθαναν, τα πέντε ή επτά ή δέκα εκατομμύρια που πήγαν και σκοτώθηκαν για να εξασφαλίσουν στον κόσμο τη δημοκρατία, που σκοτώθηκαν για λέξεις χωρίς νόημα, πώς ένιωσαν λίγο προτού πεθάνουν; Πώς ένιωσαν καθώς έβλεπαν το αίμα τους να ραντίζει τη λάσπη; Όταν τα αέρια γέμισαν τα πνευμόνια τους και άρχισαν να τους καίνε ζωντανούς; Πώς ένιωσαν όταν σφάδαζαν σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου, κοιτώντας κατάφατσα το θάνατο, κι όταν τον είδαν τελικά να έρχεται να τους πάρει; Αν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν ήταν τόσο σημαντικό ώστε ν’ αξίζει να πεθάνουν, τότε θα πρέπει να το σκέφτονταν τα τελευταία λεπτά της ζωής τους. Φαίνεται λογικό. Η ζωή είναι εξαιρετικά σημαντική, οπότε αν τη θυσιάσεις, σε τούτες τις τελευταίες στιγμές σου θά ’πρεπε να συγκεντρωθείς μόνο σ’ αυτό που πήρες για αντάλλαγμα. Άρα όλ’ αυτά τα παιδιά ενώ πέθαιναν σκέφτονταν τη δημοκρατία και την ελευθερία και την αυτονομία και την τιμή και την παντοτινή ασφάλεια της πατρίδας και της αστερόεσσας;
Όχι που να πάρει, όχι, δεν κάναν κάτι τέτοιο.
Πέθαναν κλαίγοντας από μέσα τους, σαν μωρά παιδιά. Είχαν ξεχάσει το πράγμα για το οποίο αγωνίστηκαν, τα πράγματα για τα οποία πεθαίναν. Σκέφτονταν πράγματα που ένας άνθρωπος μπορεί να καταλάβει. Πέθαναν λαχταρώντας το πρόσωπο ενός φίλου. Πέθαναν κλαψουρίζοντας για τη φωνή μιας μάνας, ενός πατέρα, μιας γυναίκας, ενός παιδιού. Πέθαναν ενώ οι καρδιές τους σπάραζαν για μια ματιά ακόμα στο μέρος που γεννήθηκαν, θεέ μου βόηθα, μια ματιά μονάχα. Πέθαναν βογκώντας και στενάζοντας, ποθώντας τη ζωή. Ήξεραν τι ήταν σημαντικό. Ήξεραν πως η ζωή είναι το παν και πέθαναν με θρήνους κι οδυρμούς. Πέθαναν με μία μονάχα σκέψη στο μυαλό τους, και τούτη ήταν θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω.
Αυτός κι αν ήξερε.
Ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρχε στους νεκρούς, σε τούτο τον πλανήτη.
Ένας νεκρός με μυαλό, που μπορούσε ακόμη να σκέφτεται. Είχε όλες τις απαντήσεις που γνωρίζουν οι νεκροί, και δεν μπορούν να τις σκεφτούν. Μπορούσε να μιλήσει εκ μέρους τους, γιατί ήταν δικός τους. Ήταν ο πρώτος στρατιώτης από καταβολής κόσμου που είχε πεθάνει και το μυαλό του λειτουργούσε ακόμα. Κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό. Κανείς δεν μπορούσε να τον βγάλει ψεύτη. Γιατί κανείς δεν ήξερε, πέρα απ’ τον ίδιο.
Μπορούσε να πει σ’ όλα αυτά τα ξιπασμένα καθίκια, σ’ αυτούς τους φονιάδες που ουρλιάζαν για αίμα, πόσο λάθος είχαν. Μπορούσε να τους πει κύριος, δεν αξίζει να πεθάνεις για τίποτα, το ξέρω γιατί είμαι νεκρός. Δεν υπάρχει λέξη που ν’ αξίζει τη ζωή σου. Θα προτιμούσα να δουλεύω σ’ ένα μεταλλείο βαθιά μέσα στη γη, να μην ξαναδώ τον ήλιο, να τη βγάζω με παξιμάδια και νερό και να δουλεύω είκοσι ώρες τη μέρα. Θα προτιμούσα να κάνω αυτό παρά να πεθάνω. Θα αντάλλαζα τη δημοκρατία με τη ζωή. Θα αντάλλαζα την ανεξαρτησία και την τιμή και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια με τη ζωή. Θα σας τα δώσω όλ’ αυτά, κι εσείς δώστε μου τη δύναμη να περπατώ, τη δύναμη να βλέπω και ν’ ακούω, τη δύναμη ν’ αναπνέω τον αέρα και να γεύομαι το φαγητό μου. Κρατήστε εσείς τις λέξεις. Δώστε μου πίσω τη ζωή μου. Και δε ζητάω καμιά χαρούμενη ζωή. Δε ζητάω μια αξιοπρεπή ζωή, μια ζωή τιμημένη ή μια ζωή ελεύθερη. Είμαι υπεράνω όλων αυτών. Είμαι νεκρός, οπότε ζητάω ζωή. Να ζήσω. Να νιώσω. Να είμαι κάτι που κινείται πάνω στη γη και δεν έχει πεθάνει. Ξέρω τι σημαίνει θάνατος κι όλοι εσείς που λέτε πως αξίζει να πεθάνεις για λέξεις, δεν ξέρετε καν τι σημαίνει ζωή.
Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Ακόμη κι αν πεθάνεις για την τιμή. Ακόμη κι αν πεθάνεις με τον ηρωικότερο τρόπο που γνώρισε ο κόσμος. Ακόμη κι αν είσαι τόσο σπουδαίος που τ’ όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ, και ποιος γνωρίζει τέτοια δόξα; Το σημαντικότερο πράγμα είναι η ζωή σας, φιλαράκια. Νεκροί δεν ωφελείτε κανέναν, πέρα από κείνους που βγάζουν λόγους. Μην τους αφήνετε να σας κοροϊδεύουν άλλο. Μη δίνετε σημασία όταν σας χτυπούν φιλικά στον ώμο και σας λένε έλα, πρέπει να πολεμήσουμε για την ελευθερία ή για όποια άλλη λέξη, πάντα κάποια θα βρεθεί.
Απλώς πείτε τους συγγνώμη κύριε, δεν έχω χρόνο να πεθάνω, είμαι πολύ απασχολημένος, κι ύστερα κάντε μεταβολή και τρέξτε σαν τρελοί. Αν σας πουν δειλούς μη δώστε σημασία, γιατί δουλειά σας είναι να ζήσετε, κι όχι να πεθάνετε. Αν σας πουν να πεθάνετε για αξίες που υπερβαίνουν τη ζωή, πείτε τους φίλε μου είσαι ψεύτης. Τίποτα δεν είναι πάνω απ’ τη ζωή. Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Πού είναι το μεγαλείο όταν βρίσκεσαι στο χώμα και σαπίζεις; Πού είναι το μεγαλείο όταν δεν πρόκειται να ξαναδείς τον ήλιο; Πού είναι το μεγαλείο όταν τα πόδια και τα χέρια σου έχουν τιναχτεί στον αέρα; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι ηλίθιος; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι τυφλός και κουφός και βουβός; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι νεκρός; Γιατί όταν είσαι νεκρός φίλε, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Είναι το τέρμα. Είσαι πιο ασήμαντος κι από ένα σκύλο, πιο ασήμαντος κι από ένα ποντίκι, πιο ασήμαντος κι από μια μύγα ή ένα μυρμήγκι, πιο ασήμαντος κι από ένα λευκό σκουλήκι που σέρνεται στην κοπριά. Είσαι νεκρός φίλε, και πέθανες για το τίποτα.
Είσαι νεκρός φίλε.
Νεκρός.

Mετάφραση: Γιάννης Πολύζος

Αναδημοσίευση από:https://sarantakos.wordpress.com/2022/03/07/daltontrumbo/

Κορνήλιος Καστοριάδης -Υστερογραφο στην ασημαντοτητα

Το δραματικά επίκαιρο κείμενο της συζήτησης του σημαντικού έλληνα φιλοσόφου με τον δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ στην εκπομπη La-bas si j' y suis του ραδιοφωνικου σταθμου France Inter


Απ' όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου – κρίσεις, αντιφάσεις, αντιθέσεις, τομές -, εκείνο που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η ασημαντότητα.
Aς πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Στις ήμερες μας έχει χάσει το νόημα της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό, για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα.
Στη Γαλλία το 1983 οι Σοσιαλιστές ακολούθησαν κάποια πολιτική. Μετά, ήρθε η Δεξιά με τον Μπαλαντύρ και ακολούθησε την ίδια πολιτική. Μέτα, ξαναήρθαν οι Σοσιαλιστές με τον Μπερεγκοβουά και συνέχισαν την ίδια πολιτική. Μετά, ξανά η Δεξιά με τον Μπαλαντύρ και ξανά η ίδια πολιτική. Μέτα, ο Σιράκ κέρδισε τις εκλογές λέγοντας «εγώ θα κάνω κάτι άλλο» και, τελικά, έκανε κι αυτός τα ίδια.
Οι πολιτικοί είναι ανίσχυροι. Αυτό είναι βέβαιο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να «πηγαίνουν με το ρεύμα», δηλαδή να εφαρμόζουν μια υπερφιλελεύθερη πολιτική, η οποία είναι της μόδας. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για πολιτικούς αλλά για μικροπολιτικούς που επιδίδονται σε ψηφοθηρία με οποιοδήποτε μέσον, με το marketing, κ.λπ. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα πρόγραμμα. Στόχος τους είναι: είτε η παραμονή τους στην εξουσία, είτε η επιστροφή τους σ' αυτήν. Και για να τον πετύχουν, είναι ικανοί για όλα. Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, στήριξε τη προεκλογική του εκστρατεία αποκλειστικά και μόνον στις μετρήσεις· το επιτελείο του, σε κάθε περίπτωση, θεωρούσε ότι η επικρατούσα γνώμη μιας μέτρησης ταυτίζεται με την κοινή γνώμη...
Οπωσδήποτε, υπάρχει ενδογενής σχέση ανάμεσα στη μηδαμινή πολιτική αυτού του είδους – ουσιαστικά, πρόκειται για το μη γίγνεσθαι της πολιτικής – και στην ασημαντότητα που χαρακτηρίζει τους άλλους τομείς· την ασημαντότητα στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία. Είναι το πνεύμα του καιρού μας. Όλα συνεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση, προς τα ίδια αποτελέσματα. Όλα οδηγούν στην ασημαντότητα.
Περίεργο επάγγελμα η πολιτική, ακόμη κι αυτή εδώ η μηδαμινή πολιτική. Γιατί; Διότι προϋποθέτει δυο ικανότητες που δεν συνδυάζονται μεταξύ τους.
Η πρώτη ικανότητα είναι η κατάκτηση της εξουσίας (μπορεί να έχει κάνεις τις καλύτερες ιδέες, άλλα αυτό δεν χρησιμεύει, εάν δεν έχει κατακτήσει την εξουσία). Η δεύτερη είναι, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, να την αξιοποιήσει κάνεις, δηλαδή να κυβερνήσει.
Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι κάποιος που είναι ικανός να κυβερνήσει, είναι επίσης ικανός να ανεβεί στην εξουσία. Στο παρελθόν, στις απόλυτες μοναρχίες, η άνοδος στην εξουσία προϋπέθετε να κολακεύει κάνεις τον βασιλιά ή να είναι ευνοούμενος της Μαντάμ Πομπαντούρ. Σήμερα, στις ψευδό-δημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια.
Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδό-δημοκρατία», διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» δεν είναι αληθινή δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα επιχειρηματικά συμφέροντα, λόμπι διαμόρφωσης πολιτικής επιρροής, κ.λπ.
Όταν λέμε ότι κάποιος με αντιπροσωπεύει για τέσσερα χρονιά, χωρίς να έχω τη δυνατότητα ανάκλησής του, αυτό σημαίνει ότι απεκδύομαι της κυριαρχίας μου. (Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ το έχει πολύ καλά διατυπώσει: «Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, επειδή εκλεγούν τους αντιπροσώπους τους κάθε πέντε χρόνια, πλην όμως είναι ελεύθεροι μόνον μια ημέρα κάθε πέντε χρόνια· την ημέρα των εκλογών»). Το πρόβλημα δεν είναι μήπως στις εκλογές γίνει νοθεία και αλλοιωθούν τα αποτελέσματα. Αλλού έγκειται το πρόβλημα. Οι εκλογές είναι υπονομευμένες, διότι οι επιλογές των ψηφοφόρων έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων.
Θα σας θυμίσω μια φράση του Αριστοτέλη: «Ποιος είναι πολίτης; Πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί».
Στη Γαλλία, υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια πολίτες. Γιατί δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν; Διότι όλη η πολιτική ζωή στοχεύει ακριβώς στο να μη μαθαίνουν οι πολίτες πως να αποφασίζουν και, τελικά, να εμπιστεύονται στους ειδικούς το έργο της διακυβέρνησης.
Υπάρχει δηλαδή μια αντι-πολιτική εκπαίδευση. Ενώ οι άνθρωποι έπρεπε να αναλαμβάνουν όλων των ειδών τις πολιτικές ευθύνες και να παίρνουν ανάλογες πρωτοβουλίες, τελικά, εθίζονται στο να ακολουθούν και να ψηφίζουν τις πολιτικές επιλογές που άλλοι τους παρουσιάζουν έτοιμες.
Στις νεωτερικές κοινωνίες – ας πούμε από την εποχή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης έως περίπου τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο – υπήρχαν φλέγουσες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Αυτούς τους δυο αιώνες τους σημάδεψαν σημαντικοί αγώνες. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν διαδηλώσεις. Όμως δεν διαδήλωναν απλώς για μια σιδηροδρομική γραμμή (χωρίς αυτό να είναι κατακριτέο), αλλά για μεγάλα πολιτικά ιδεώδη. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν απεργίες. Όμως δεν απεργούσαν απλώς για τα μικρά συντεχνιακά συμφέροντα τους, αλλά για μεγάλα ζητήματα που αφορούσαν όλους τους μισθωτούς.
Σήμερα, παρατηρείται σαφής υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας. Όσο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πολιτική δραστηριότητα και αποσύρονται στην ιδιωτική τους σφαίρα, τόσο οι γραφειοκράτες και οι μικροπολιτικοί ρουσφετολόγοι προελαύνουν. Και οι τελευταίοι έχουν για δικαιολογία ότι «ο κόσμος δεν κάνει τίποτα...γι' αυτόν τον λόγο αναλαμβάνουμε εμείς πρωτοβουλίες...». Με τη σειρά του ο κόσμος λέει ότι «δεν αξίζει τον κόπο να ανακατευόμαστε...φθάνουν τόσοι που ασχολούνται, στο κάτω-κάτω τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;...». Και έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος.
Η υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας συνδέεται και με την κατάρρευση των μεγάλων πολιτικών ιδεολογιών, είτε επαναστατικών είτε ρεφορμιστικών, οι οποίες ήθελαν πραγματικά να αλλάξουν την κοινωνία. Για χίλιους δυο λόγους, αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους· έπαψαν να ανταποκρινονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα κεφαλαιώδες γεγονός. Κατονομάστε όμως έστω και έναν πολιτικό – για να μην πω πολιτικάντη – της Αριστεράς, ο οποίος πραγματικά συλλογίστηκε τι συνέβη και γιατί. Ποιος πολιτικός της Αριστεράς αποκόμισε κάποια διδάγματα από τα γεγονότα αυτά;
Κι όμως η πορεία του κομμουνισμού – η πορεία προς την θηριωδία, τον ολοκληρωτισμό, τα Γκουλάγκ έως την κατάρρευση – απαιτεί οπωσδήποτε πολύ βαθύ στοχασμό και συναγωγή συμπερασμάτων. Στοχασμό, για το ένα κίνημα – που θέλει να αλλάξει την κοινωνία – μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει, οφείλει ή δεν οφείλει να το κάνει. Στην προκείμενη περίπτωση οι κύριοι της Αριστεράς, παίρνουν ένα ολοστρόγγυλο μηδέν.
Πως δημιουργείται, λοιπόν, ο καλός πολίτης; Ποιες ιδιότητες πρέπει να διαθέτει; Πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις; Και τελικά, ποιοι πολίτες πρέπει να αποφασίζουν για τα κοινά; Αυτό το δίλημμα έχει τεθεί από τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι οι φιλόσοφοι – αυτοί που έχουν γενική θεώρηση των πραγμάτων και είναι πάνω από τους ειδικούς – πρέπει να βασιλεύουν, δηλαδή να κυβερνούν. Η εναλλακτική λύση στις θέσεις του Πλάτωνα είναι σαφώς η αθηναϊκή δημοκρατία.
Ας πάμε στην Αθήνα του 5ου και του 4ου π.χ. αιώνα. Για τους Αθηναίους εκείνους της εποχής κάθε πολίτης, ανεξαιρέτως κάθε πολίτης, είναι ικανός να κυβερνήσει (θυμίζω ξανά τη διατύπωση του Αριστοτέλη: «πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί»). Και πως γίνεται αυτό; Με κλήρωση! Ρίχνουν κλήρο! Γιατί; Διότι πιστεύουν έμπρακτα ότι η πολίτικη δεν είναι υπόθεση των ειδικών. Διότι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πολιτική επιστήμη. Υπάρχει μόνον γνώμη – «δόξα» στα αρχαία ελληνικά – σχετικά με τα πολιτικά ζητήματα. Και θέλω να υπογραμμίσω ότι η ιδέα πως η πολίτικη δεν αποτελεί υπόθεση των ειδικών και πως όλες οι γνώμες έχουν ίση αξία, είναι η μονή λογική δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας.
 
Στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, τις πολιτικές αποφάσεις τις παίρνει ο λαός και όχι οι ειδικοί. Υπάρχουν όμως και εξειδικευμένες δραστηριότητες. Οι Αθηναίοι σαφώς δεν ήταν τρελοί να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα... Τι έκαναν, τότε, οι πολίτες της αρχαίας Αθήνας σε σχέση με αυτό το θέμα; Πως το αντιμετώπισαν; Έκαναν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δημιούργησαν τις εκλογές. Σωστά ή λάθος, πάντως τις δημιούργησαν. Και αυτό είναι γεγονός ιστορικά τεκμηριωμένο.
Για τις εξειδικευμένες δραστηριότητες και μόνον γι' αυτές – για την κατασκευή ναυπηγείων, για την ανέγερση ναών, για τη διεξαγωγή του πόλεμου – χρειάζονται οι ειδικοί! Και αυτούς, τους ειδικούς, οι Αθηναίοι πολίτες τους εκλεγούν! Να ποιο είναι το νόημα των εκλογών. Διότι εκλογές σημαίνει εκλογή των καλύτερων.
Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Πώς επιτυγχάνεται η εκλογή των καλύτερων; Εδώ υπεισέρχεται ο όρος «εκπαίδευση του λαού». Ο λαός καλείται να επιλέξει, να εκλέξει. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, εκλεγούν κάποιον για πρώτη φόρα. Έστω ότι κάνουν λάθος. Έστω, ότι διαπιστώνουν, για παράδειγμα, πως ο Περικλής είναι ένας ανάξιος στρατηγός. Τι κάνουν σε μια τέτοια περίπτωση; Απλούστατα, δεν τον  ξαναεκλέγουν ή τον ανακαλούν.
Όμως, προκείμενου να έχει ουσία η γνώμη – η «δόξα» – των πολιτών για τα κοινά, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί. Αλλά με ποιον τρόπο καλλιεργούν τη «δόξα» τους τη σχετική με τη διακυβέρνηση οι Αθηναίοι πολίτες; Μα βεβαία κυβερνώντας! Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία – και αυτό είναι το σημαντικό – αποτελεί μια υπόθεση εκπαίδευσης και αγωγής των πολιτών. (Αυτή η καίριας σημασίας διάσταση, καθώς όλοι γνωρίζουμε, λείπει εντελώς σήμερα).
Πρόσφατα, ένα γαλλικό περιοδικό δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας, σύμφωνα με την οποία το 60% των βουλευτών από την Γαλλία ομολογούν ότι δεν έχουν ιδέα από οικονομία! Πρόκειται για τους βουλευτές, που αποφασίζουν να αυξηθούν ή να μειωθούν οι φόροι, που αποφασίζουν συνεχώς, ενώ δεν έχουν ιδέα για αυτό για το οποίο αποφασίζουν... Τελικά, οι βουλευτές, όπως και οι υπουργοί, είναι υπόδουλοι των τεχνικών συμβούλων τους. Συμβουλεύονται τους ειδικούς, πλην όμως έχουν και οι ίδιοι προκαταλήψεις ή προτιμήσεις.
Εάν παρακολουθήσετε από κοντά τη λειτουργιά μιας κυβέρνησης, ή ενός μεγάλου γραφειοκρατικού μηχανισμού, θα διαπιστώσετε ότι οι κυβερνώντες και οι υπεύθυνοι εμπιστεύονται τους ειδικούς. Ωστόσο, επιλεγούν πάντα εκείνους τους ειδικούς που συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις. Πάντα βρίσκεται ένας οικονομολόγος που θα πει «ναι, κύριε υπουργέ, όπως το λέτε πρέπει να γίνει». Πάντα βρίσκεται ένας ειδικός για θέματα στρατιωτικά που θα πει «ναι, χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός» ή «όχι, δεν χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός» και ούτω καθεξής... Πρόκειται για ένα εντελώς ανόητο παιχνίδι, πλην όμως έτσι κυβερνόμαστε σήμερα.
Επανέρχομαι στο δίλημμα: «ο πολίτης πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;». Η δική μου απάντηση: πρώτον, οι ειδικοί στην υπηρεσία των πολιτών και όχι στην υπηρεσία κάποιων πολίτικων· δεύτερον, οι πολίτες κυβερνώντας μαθαίνουν να κυβερνούν... Αλλά, για να είναι σε θέση οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με αυτό το αίτημα. Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα.
Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. Στο σχολείο θα πρέπει να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που άφορα τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολίτικους μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά τι λέω τώρα... Εδώ τα σχολειά είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό.
Πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει αλλαγή των θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς που να επιτρέπουν – και όχι να αποτρέπουν, όπως οι σήμερα ισχύοντες- την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ας εξετάσουμε, τώρα, για λίγο, τη σχέση του ανθρώπου με τη γνώση και με την πίστη. Στον 20ο αιώνα γνωρίσαμε την άκρατη κυριαρχία της ιδεολογίας – της ιδεολογικής πίστης – με την αυστηρή έννοια και, θα έλεγα, με την κακή έννοια του όρου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη δεκαετία του '70. Ας πάρουμε τις μαοϊκές ομάδες. Το πρόβλημα με τους μαοϊκούς δεν έγκειται στην άγνοια τους για το τι συνέβαινε πραγματικά στην Κίνα. Οι μαοϊκοί, είτε είχαν μυηθεί στο δόγμα από τους καθοδηγητές τους, είτε το είχαν δεχτεί από μόνοι τους χωρίς την παρεμβολή τρίτων. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο ότι οι ίδιοι – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – αποδέχτηκαν μια τέτοιου είδους χειραγώγηση. Γιατί; Για ποιον λόγο; Διότι ήταν ανάγκη να είναι χειραγωγημένοι. Διότι είχαν ανάγκη να πιστεύουν. Και αυτό ακριβός το θέμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη πληγή του επαναστατικού κινήματος.
Η γνώση και η πίστη. Ο Αριστοτέλης, στον οποίο συχνά αναφέρομαι και για τον οποίο έχω απέραντο σεβασμό, έχει πει κάτι – δεν μπορώ να πω ότι είναι ανοησία, δεδομένου ότι πρόκειται για τον Αριστοτέλη, που δεν είναι ωστόσο σωστό: «ο άνθρωπος είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί την γνώση». Δεν συμφωνώ.
Από την πλευρά μου υποστηρίζω ότι ο άνθρωπος δεν είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί την γνώση, αλλά ζώον το οποίο επιθυμεί την πίστη και, ακριβέστερα, τη βεβαιότητα μιας πίστης· εξ ου και η μεγάλη δύναμη των θρησκειών, εξ ου και η μεγάλη δύναμη των πολιτικών ιδεολογιών.
Στο ξεκίνημα του, το εργατικό κίνημα χαρακτηρίζονταν από έντονα κριτική στάση. Θυμηθείτε τους δυο πρώτους στίχους από το δεύτερο κουπλέ της Διεθνούς, που είναι εξ άλλου ο ύμνος της Κομμούνας: «δεν υπάρχει υπέρτατος Σωτήρας ούτε Θεός» (άρα, εξοβελίζεται η θρησκεία), «δεν υπάρχει Καίσαρ ούτε Αρχηγός» (άρα, έξω κι ο Λένιν!). Είδαμε όμως τι επακολούθησε... Είδαμε που οδήγησε η ανάγκη για πίστη...
Άραγε, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, γίναμε σήμερα τουλάχιστον λίγο πιο σοφοί; Νομίζω ότι η εξέλιξη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η εξέλιξη γενικώς της κοινωνίας έχουν συμβάλλει, ώστε να αποκτήσουν οι άνθρωποι κάπως πιο κριτική διάθεση.
Βεβαία, η ανάγκη για πίστη παραμένει. Υπάρχει πάντα ένα ποσοστό που διακαώς αναζητεί την πίστη· μιαν πίστη. Έτσι, βλέπουμε σε άλλες χώρες – όχι τόσο στη Γαλλία – φαινόμενα και κινήματα, όπως η σαϊεντολογία, οι διάφορες σέχτες, ο φονταμενταλισμός. Χωρίς αμφιβολία, σήμερα η στάση των ανθρώπων είναι πιο κριτική και πιο σκεπτικιστική από ο,τι ήταν στο παρελθόν. Είναι όμως μια στάση που αναστέλλει τη δράση.
Στο σημείο αυτό θα θυμίσω ότι ο Περικλής στον Επιτάφιο λέει στους Αθηναίους πως μόνον αυτοί έχουν κατορθώσει, ώστε η σκέψη τους να μην αναστέλλει τη δράση τους! Καταπληκτικό! Και προσθέτει: «εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν[1]».
Τις τελευταίες δεκαετίες διανύουμε μια περίοδο κατάργησης των φραγμών και των ορίων σε όλους τους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Αυτό συνεπάγεται την επιθυμία του απεριόριστου. Πρόκειται για μια μορφή απελευθέρωσης, που υπό μιαν έννοια αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση.
Πρέπει όμως επίσης να μάθουμε – και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία – να αυτοπεριοριζόμαστε, τόσο ως άτομα όσο και ως σύνολο. Η καπιταλιστική κοινωνία σήμερα είναι μια κοινωνία που από κάθε άποψη οδεύει προς την καταστροφή της· μια κοινωνία ανίκανη να αυτοπεριοριστεί. Όμως μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, μια κοινωνία αυτόνομη, πρέπει να αυτοπεριορίζεται.
Ο αυτοπεριορισμός ισοδυναμεί με απαγόρευση, θα υποστηρίξουν ορισμένοι. Όχι. Δεν εννοώ απαγόρευση με την έννοια της καταστολής. Εννοώ, να ξέρουμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα επιθυμούμε ή που δεν πρέπει να τα κάνουμε. Παράδειγμα, το περιβάλλον. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, στον οποίο ζούμε.
Σκέφτομαι τα θαύματα: το Αιγαίο Πέλαγος, τις χιονισμένες οροσειρές, την «όψη» του Ειρηνικού ωκεανοί από μια γωνιά της Αυστραλίας, το Μπαλί, τις Ινδίες, την επαρχία της Γαλλίας που την ερημώνουμε. Όσα θαύματα, τόσες καταστροφές. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι κηπουροί του. Θα έπρεπε να τον θεραπεύουμε, δηλαδή να τον καλλιεργούμε και να τον φροντίζουμε έτσι όπως είναι.
Μια τέτοια δραστηριότητα θα έπρεπε να αποτελεί βάση και προσανατολισμό της ζωής μας. Αλλά αυτή είναι προφανώς μια πολύ δύσκολη αποστολή.
Προφανώς όμως όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση ούτε με το σημερινό σύστημα, ούτε με το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό. Το φαντασιακό της εποχής μας είναι το φαντασιακό της απεριόριστης επέκτασης και της συσσώρευσης άχρηστων πραγμάτων... Δηλαδή; Δηλαδή, μια τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε κάθε δωμάτιο και ούτω καθεξής. Σ' αυτό το φαντασιακό στηρίζεται το σύστημα. Και είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να καταστραφεί.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει κάνεις για τη σημερινή κατάσταση, δεδομένου ότι είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε, να αφεθούμε; (Ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι ζώον οκνηρόν). Θα καταφύγω πάλι στους αρχαίους. Υπάρχει μια υπεροχή φράση του Θουκυδίδη: «πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην οκνηρία και την ελευθεριά»! Αλλά και ο Περικλής, εάν δεν κάνω λάθος, έλεγε στους Αθηναίους: «εάν θέλετε να είστε ελεύθεροι, πρέπει να εργάζεστε»!
Η ελευθερία είναι δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα, η οποία γνωρίζει τα όρια της, ξέρει να αυτοπεριορίζεται. Η ελευθεριά γνωρίζει ότι μπορεί να τα κάνει όλα, αλλά επίσης γνωρίζει ότι δεν πρέπει να τα κάνει όλα. Αυτό είναι, για μένα, το μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας και του ατομικισμού.
[1] Θουκυδιδου Ιστοριαι, μτφ. Ελ Βενιζελου, Βιβλιο Β', κεφ. 38-41.

Κωστής Παλαμάς - Αγορά


Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι

στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,

και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,

αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.


Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει,

κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,

κ' είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη·

και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !


Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,

μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή τής βάνει

κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·


μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·

σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,

ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.»


1896


Ασάλευτη ζωή, 1904

'Απαντα, τομ. Γ΄, σελ. 28

Κώστας Κουλουφάκος -Ηθική

 Δεν κλέβω
Φοβάμαι κάθε τι που δεν το κέρδισα μόνος μου.
Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο.
Φοβάμαι την ηδονή.
Δεν αρνιέμαι τους άλλους
Φοβάμαι τις γενιές που θάρθουν.
Φοβάμαι τον εαυτό μου
στο δικό του φως

Κώστας Κουλουφάκος,Τα δημοσιευμένα έργα [Τόμος 1: Πρωτότυπα],  φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο: Γιώργος Ανδρειωμένος, Αθήνα, Κίχλη, 2022

Κώστας Μόντης -Η δυσφήμηση του φεγγαριού απ΄ τις περιγραφές των αστροναυτών που το πάτησαν

 Δεν σκεφτήκατε τους δεσμούς του μ' όλους μας.
Δεν σκεφτήκατε τους προαιώνιους δεσμούς του μ΄ όλους μας;
Και δεν ξέρατε πως τα φεγγάρια
δεν είναι για να τα πλησιάζουμε,
δεν ξέρατε πως τα φεγγάρια
δεν είναι για να τα κυτάμε από κοντά;

Πηγή: Κώστας Μόντης, Μικρή ανθολόγηση από την ποίησή του, Λευκωσία 2003.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Νίκος Καρούζος -- Το άκτιστον


Ευχαριστήρια στους δασώδεις ανέμους.
Διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφίας
σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας
μέριμνα είν’ αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας;
Προς θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια
η τροπική σας υλοφροσύνη.
Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων
ευκλεώς στοιχηθείτε...

Φαρέτριον

Κλέων Παράσχος -[άτιτλο]

Μακρυά από μένα τώρα πια ολ ̓ αυτά ! — Φεύγει ο χειμώνας.
Οι πρώτες κιόλ ̓ αρχίνησαν χλιαρές ημέρες του Μαρτιού.
Κορίτσια σε προσήλια μέρη καθισμένα σιγοτραγουδούνε,
γεμίζουν ίσκιους γαλανούς οι δρόμοι οι αποσπερνοί . . . ̓́
Έρχεται η άνοιξη· θαρθείς χρυσό, λαμπρό μου καλοκαίρι,
στα δάση, αργά βραδυάσματα, γαλάζια, θάρθετε ξανά,
σε θάλασσες και σ ̓ αμμουδιές, φεγγάρια, θ ̓ απλωθήτε,
αύρα (από που φερμένη;) θα δροσολογήσεις την ψυχή.
Γνώριμος τόπος μαγικός ξανά θα γίνει ο κόσμος,
σαν τη μεγάλη φωτεινή κάμαρα που έπαιζα παιδί.

Ένα ποιηματάκι

Βύρων Λεοντάρης - Ανασύνδεση [VI]

Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα
ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια.

Δε σε φωνάζω πια, δε θα μ’ ακούσεις
κουράστηκε η φωνή μου γέρασε άσπρισαν τα μαλλιά της
γυρνώντας χρόνια τώρα μες στο κρύο τούτο σπίτι — μα ποιο φως
είναι λοιπόν αυτό που δε λυπάται
που διαπερνά τους τοίχους και τα ρούχα και το δέρμα
ρίχνοντας τη σκιά σου μέσα μου;

Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα— μα ποιο χέρι
περνάει πάνω στο πρόσωπό μου και χαράζει
σημάδια δύναμης άσβηστα — ποιο ρίγος
που κόβει των σφυγμών μου μονομιάς όλες μαζί τις άγκυρες;

Έφυγες κι έγινες καθώς μου το ’χες πει
μια προέκταση του κόσμου, ένας μεγάλος δρόμος μέσα μου
μα όσο και να βαδίσω δε σε συναντώ
μια ξενιτειά είναι ο κόσμος τώρα
— φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα,
ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια.


Πηγή: «Ανασύνδεση» (1962), Ψυχοστασία: Ποιήματα 1949-2006), Αθήνα: ύψιλον/ βιβλία 2017.

Τέλλος Άγρας - Ποιήματα

 

 ΣΚΟΠΟΣ ΧΑΜΕΝΟΣ

Σ΄εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ΄αχείλι πάει να φρίξει,
και που όλη η ψύχρα απ΄τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,

εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους πικρούς τραγουδιστές
που - κάθε βράδυ σα σχολάνε -
απ΄τα παράθυρα περνούν
- που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν -
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...

Κάτω απ΄τον έντονο ουρανό,
τι μ΄έχει κάνει, να πονώ
κι ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ΄τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;

Δούλευα μέσα μου να πω
κ΄εγώ (ποιός ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι΄όσο αν τρίβη κι΄αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δε μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνη...



ΑΡΓΑ, ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ...

Αργά, στο σπίτι σα γυρνώ
τη νύχτα, απ΄την πλατεία περνώ
που κρέμετ΄έρημο φανάρι.
Νoτιά το δέρνει βραδυνή
και το τινάζει απ΄το σχοινί,
σφοδρά, για να το συνεπάρη.

Ταιριάζει ο αγέρας ο κουφός
κι΄αυτό το τρομαγμένο φως
πάνω στους τοίχους που σπαράζει,
κ΄η σύναξη άσωτα παιδιά
που απόμειναν, μες στη βραδυά,
δίχως ψυχή να τα φωνάζη.

Γύρω, στα σύρματα οι αητοί,
και τζάμια πούειναι από χαρτί
- κάθε σημάδι, έχει ένα ταίρι.
Κ΄η φυσαρμόνικα η βαρειά
που κάπου κλαίει - από μακρυά,
σε πίσω τρίστρατο, ποιός ξέρει! -

τον ίσκιο μου (που προσπερνά
και μεγαλώνει - ως τη γωνιά,
ως ότου αγέρας τον αρπάζει,
καθώς τη μαύρη καστανιά
που έχει μαδήσει η χειμωνιά)
μ΄αυτόν τον ίσκιο μου ταιριάζει.



ΑΜΟΥΣΙΑ

Το ξεπεσμένο αρχοντικό
μπουμπούκια και πουλιά το πνίγουν,
περικοκλάδες το τυλίγουν,
σφιχτά, μεστά - σα μυστικό.

Τη χλώρη την τρεμουλιαστή
νερό τρεχάμενο ακραγγίζει,
το λάκκο - λάκκο, και φλιφλίζει
μιαν ευφροσύνη αναβρυτή.

Κόκκινες σέρνει χαρακιές
ο ήλιος στις γρίλλιες του, ως μέσα,
στο κάδρο με την πριγκηπέσσα
και σε κονσόλες παλαιϊκές.

Η πλάση το καταφιλεί,
τόχει - και το σφιχταγκαλιάζει.
Του κάκου: νειότη δεν του μοιάζει,
μα κρύος χειμώνας πιο πολύ.

Κ΄εγώ, άλλο τόσο: δεν μπορώ
ματιά και νόηση να βαθύνω
στην όψη του, κι εγώ τ΄αφήνω
να κλειή τη θύρα στον Καιρό.

Δεν είναι η ώρα η τυχερή,
δε με δονεί, δε με πικραίνει.
Κρύα η καρδιά μου - περιμένει
ουσία και ποίηση να του βρη

- σε ώρα κρυφή; σε τέχνη ξένη;




ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΩΝΙΕΣ

Κλαις, που βραδιάζει - κ΄η μητέρα
τη βίζιτά της δεν τελεύει.
Ξένος, στο δρόμο που αγριεύει
σύννεφα κλαις και κρύον αγέρα.

Βρέχει, σα χτες. Απ΄άκρια σ΄άκρια
κατασταλάζει ο κούφιος ήχος ...
Και γίνεται αντίκρυ σου ο τοίχος
σα μάγουλο που τρέχει δάκρυα.

Μα τα παράθυρα η κυρία
φριχτά που βγήκε να σφαλίση,
το γιατί κλαις αν σε ρωτήση,
πες της μια ψεύτικη ιστορία.

Να, εσύ τον κόσμο τον φοβάσαι.
Τ΄άλλα παιδιά δε σ΄αγαπάνε,
σε ρίχνουν χάμω, σ΄ανικάνε...
Κάλιο μέσα στο σπίτι νάσαι

με τη λάμπα, με τα βιβλία,
τα ξυλαράκια στο τραπέζι
και με τον αδερφό που παίζει
το σιδηρόδρομο ή τα πλοία,

κάλλιο στην κάμαρα, που ανοίγει
έναστρη, νυχτομαθημένη
- και το τραγούδι της, που βγαίνει,
μέσα στον τοίχο της το πνίγει.

Στο παράθυρο του Γενάρη
που η μαυρομαντηλούσα η μέρα
τρέμει όλο δάκρυα στον αγέρα
κι΄όλο φριχτό μαργαριτάρι.

Απ΄την ανίδεη γυναίκα
σύρε να κλάψης πάρα πέρα.
- Αχ, πως θα ζήσωμε, μητέρα,
ως τις εννιάμιση; ως τις δέκα;

Πηγή: https://poetry-poets.blogspot.com/2009/11/1899-1944.html