Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Επέτειος

«Βουνό με βουνό δε σμίγει», λένε στο στρατό,

«άνθρωπος με άνθρωπος σμίγει»·

όμως περάσαν τρία χρόνια κι ακόμα να σμίξουμε

και Κύριος οίδε τι θα γίνει τώρα που μπαίνουμε στον τέταρτο.


Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα έχω μαλώματα με την καρδιά μου.

«Καρδιά μου», της λέω, «κάνε κι εσύ μια υποχώρηση·

υπάρχει τόση ομορφιά σ’ αυτό τον κόσμο,

υπάρχουν τόσα σαββατόβραδα για γλέντι,

επιτέλους δε χάθηκαν οι ευκαιρίες για προσήλωση.»

«Δεν ξέρεις τι ζητάς», μου αποκρίνεται,

«σε χάλασαν οι τόσες διαψεύσεις,

σ’ έκανε εύκολο η απελπισία,

έπαψες να πιστεύεις πια στον έρωτα: σε κλαίω.»


Δεν ξέρω τι της έκανες αυτής της καρδιάς

και ξημεροβραδιάζεται με τ’ όνομά σου·

όμως εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος,

η σάρκα μου πεινάει, θέλει να φάει,

το αίμα μου κρυώνει, θέλει να ζεσταθεί.


Να φύγεις απ’ τη μνήμη μου και την καρδιά μου.


Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Sivert Høyem - Sleepwalking Man


 

Τάκης Παπατσώνης - Η εξαγγελόμενη


Όλα σου τα παρέχει πριν
της τα διατυπώσεις καν
τόση είναι η πολλή της δαψίλεια
και τεντώνεται μέσα σου
η συνισταμένη
των πιο πολυσύνθετων ευδαιμονιών
ένα μονάχα ακροτελεύτιο
μένει στο χάος του γκρεμού
ερώτημα ΑΝ ΠΟΤΕ ΦΥΓΕΙ
αν ποτέ στον ίλιγγο της η σφεντόνα
στροβιλιστεί τόσο που ν' αποσπάσει
από το αστρικό μας σύστημα
το διαπυρωμένο τούτο αντίβαρο του ήλιου
Ursa Minor

Ερνέστο Σάμπατο - Ο συγγραφέας και η καταστροφή (απόσπασμα)

 Η συνείδησή μας δεν είναι ούτε διαυγής, ούτε ενιαία και δεν γνωρίζουμε πώς είναι ούτε τα ίδια μας τα συναισθήματα. Προβάλλοντας τα στον κόσμο, αντανακλώνται εισχωρώντας σ' ένα περιβάλλον με διαφορετική πυκνότητα και χαρακτήρα. Κι όταν επανέρχονται σε μας μέσα από ένα άλλο πνεύμα, μεγαλώνουν τη σύγχυσή μας. Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος, που δεν είναι τα ίδια και δεν παραμένουν αναλλοίωτα όταν εισπράττονται από τον αναγνώστη. Έτσι ώστε, σ' έναν ορισμένο βαθμό, η κάθε ανάγνωση δημιουργεί εκ νέου ένα λογοτεχνικό έργο και η κάθε γενιά ή εποχή τού δίνει νέο νόημα.

 ΔΕΝΤΡΟ Νο 25-26

Μετάφραση: Ισμήνη Κανσή

Cesare Pavese - Έχεις αίμα και ανάσα



Έχεις αίμα κι ανάσα.
Είσαι κι εσύ φτιαγμένη από σάρκα,
από μαλλιά και από βλέμματα.
Η γη και τα λουλούδια του Μάρτη,
ο ουρανός, το φως, πάλλονται και σου μοιάζουν-
το γέλιο και το βήμα σου
σαν τα νερά που αναπηδούν-
η ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια σου
σαν σύννεφα μαζεμένα
και το τρυφερό κορμί σου
ένας σβώλος στoν ήλιο.

Έχεις αίμα και ανάσα. Ζεις σ’ αυτή τη γη.
Γνωρίζεις τις γεύσεις, τις εποχές και τα ξυπνήματα,
έπαιξες κάτω απ'τον ήλιο, μίλησες μαζί μας.
Καθαρό νερό της άνοιξης.
βλαστός, χώμα, ανθισμένη σιωπή,
έπαιξες όταν ήσουνα μικρούλα
κάτω από ένα διαφορετικό ουρανό,
έχεις τη σιωπή μέσα στα μάτια σου,
ένα σύννεφο, σαν πηγή που αναβλύζει από τα βάθη.
Τώρα γελάς και λικνίζεσαι μέσα σ’αυτή τη σιωπή.

Γλυκός καρπός που ζεις
κάτω από τον καθαρό ουρανό
που ανασαίνεις και ζεις στη δική μας εποχή
στην ερμητικά κλεισμένη σιωπή
βρίσκεται η δύναμή σου.
Όπως το χλωρό χορτάρι στον αέρα
ανατριχιάζεις και γελάς, όμως εσύ είσαι γη.
Είσαι άγρια ρίζα. Είσαι η γη που περιμένει.

Cesare Pavese

Πηγή: http://lalunapiena.blogspot.com/2008/03/cesare-pavese.html

Νίκος Καρούζος - Ησυχαστικόν


Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:
εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.
Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.
Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός
πότε απλώνεται στο άπειρο
πότε γίνεται μικρός
σαν κορδελίτσα...
Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.
Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους
έτρεχαν ταραγμένοι
στον ύπνο μου κ’ ένας πράσινος
κόκορας δακρυσμένος
άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.
Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο
για να διασκεδάσω μαζί
με την αιωνιότητα μόνος.
Ο άνθρωπος αναπνέει – σκέφτηκα.
ο άνθρωπος ερωτεύεται!
Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!
Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.
Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του
σε στυγνή λάμψη και κατόπιν
άρπαξε μια πέτρα στο στόμα
σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.
Τριγύρω έπεφταν οι καρποί και σωριάζονταν
ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.
Ο θάνατος έκοβε στα δύο το νερό
και το ξανάκοβε
καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.
Άνθη από φλόγες
τα ’βλεπα να ποτίζονται.
Πόσους αιώνες θαυμαστούς
έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;
Σταλαγματιές ακούγονταν στα δέντρα –
θα ’χε βρέξει.
Πώς έγινε της χελιδόνας
η μεταλλική στίλβη;
Κολαζόμουν από ευτυχία
στην οικουμένη του ύπνου.
Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.
Έτρεχε ο ιδρώτας.

Πενθήματα, 1969

Νίκος Καρούζος - Η έξαρση


Εχθροί των ουρανών είμαι ο ταπεινός
που θα συντρίψει τα λίγα σας έργα μέσ’ στα στήθη
και τη χαρά σας
αφήνει στη φτωχή πλαγιά.
Ένας άγγελος με χάρισε ανάμεσ’ απ’ τα γυναικεία αίματα
κι ανάμεσ’ απ’ τα δειλινλα τα ολόσωμα
που υψώνονται ώς τη θλίψη των άστρων
κορυφές λουλουδιασμένες με τα εδελβάις.
Χορηγός της πνοής είν’ ο άγνωστος μέσα μου
όταν τα πρόσωπα κάτω στο δρόμο φωσφορίζουν
και πληγώνουν τ’ άγνωστα μάτια του
βουλιάζει από ένα κύμα δυνατό
μέσ’ στους πυθμένες της ανασφάλειας.
Κι όταν αγγίζει ο αέρας
το άγνωστο σώμα του
παθαίνει ταραχή
που καθρεφτίζει τα θραυστικά νεύρα.
Ενδιάμεσε Κύριε μαύρο του ωκεανού
συ που ηλεκτρίζεις τους στίχους μου
κι ανεβαίνουν ωσάν θυμιάματα
στην κυανή όσφρηση του ύψους
εσύ που ανάβεις τους χυμούς στα κλήματα
κρατώντας τη μαβιά ρομφαία –
η δύναμη σου βλέπει το δίκαιο της εξάρσεως.
Ηλίθιο αγέρι το δικό μου χρόνο θροΐζει
όπως απ’ τ’ άστρα φανερώνεσαι
όμως
με του γιασεμιού το μίσχο διασχίζω τη σελήνη
στον κήπο των θλίψεων...
Τότε μυρίζει το λιβάνι του πηλού
με τα ώριμα χέρια της μητέρας κινούμενο
μέσ’ στα δωμάτια το Σάββατο
καθώς ο ήλιος βυθίζεται στην ταπείνωση.
Τότε φαντάζομαι να γεμίζει θυμίαμα
ο χαμηλός αέρας στις λιτανείες
άμφια με κεντημένα ρόδα θαλασσιά
εγώ που κράτησα έως
έφηβος το θυμιατό
στα μικρά του κάρβουνα καίγοντας την αμαρτία.
Να υποφέρεις λοιπόν αφού ο ουρανός
ευωδιάζει λίγη χαρά άνωθεν.


Ποιήματα, 1961

Ευριπίδης - Αποσπάσματα

 Βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς. 

[Δεν κρατάει πολύ η απόλαυση μιας κακής ευχαρίστησης]

Mendelssohn-Octet in E-flat Major op. 20 (Complete)


 

Γιώργος Στογιαννίδης - Οι υπομνήσεις


Συχνά μελαγχολεί
καθώς η μνήμη του με έκδηλη ενοχή
ανασκαλεύει συμβάντα της ζωής του
ταραχές και ντροπές που ντρέπεται
θάνατοι (προπαντός θάνατοι).
Όμως εκείνες οι χρονολογίες
έχουν πιο πολλά να του πουν.
Όχι δεν είναι το ποίημα
με τις προσθήκες ή τις αφαιρέσεις
τα πολλά σημάδια που φέρνει επάνω του
αλλά οι υπομνήσεις που το συνοδεύουν
(γράφτηκε λ.χ. στις τόσες του μηνός
του μακαρίου έτους...)
Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω
καταλαβαίνετε...

Εν μέσω αλαλαζόντων, Παρατηρητής 1991

Γιάννης Τζανετάκης - Μέσα μας σκιές


Οι πεθαμένοι μας γονείς
μια μέρα επιστρέφουν
θαμπή πατίνα
μέσα μας
σκιές
στα σπλάχνα στα
οστά μας
-σηκώνουνε τα χέρια οι γιατροί-
κάποια στιγμή
ο ένας απ' τους δυο
αβάσταχτα
μισό το άλλο μισό που νοσταλγεί
στα μάτια μας
τραβάει την κουρτίνα

Θαμπή πατίνα, Πόλις 2017

Ρώμος Φιλύρας - Νάντα



Αχ! εκείνο το ανέκφραστό σου νάζι

που πνέει στα χείλη και στην ομιλία,

Αγία, Μαντόνα, Μάγισσα, Οφηλία,

μπρος σου να λιώνουν της καρδιάς οι πάγοι.


Να ήταν γραφτό στου πόθου μας τ' αρπάγι

να σε κρατήσουμε για πάντα, θεία,

αγγελική, ουράνια οπτασία,

να σε φυλάξομε σε αγνό σαράγι.


Κι ενώ θα ζούσαμε στ' αθώο σου πλάγι,

καημός μας θα ήταν άφραστος να λέμε

μέσα μας, τ' είσαι, μαύροι λωτοφάγοι,


κάποτε, σε μιαν έκσταση, να κλαίμε

και να μη βρίσκομε ποτέ τη ρίμα,

που της ζωής σου θα 'κλεινε το κύμα.


 Θυσία, Εστία 1923

(Arr. T. Adès for Voice & Piano) - By Beauteous Softness



Ksenija Sidorova -Fantasie on a theme of Piazzolla – Chiquilín de Bachín


 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Ντίνος Σιώτης - Τούτη η νύχτα


Τούτη η νύχτα τελείωσε πριν πολλά χρόνια
αυτά που βλέπετε είναι τ' απομεινάρια της
λησμονημένα στη φλούδα του δειλινού
είναι η χαμηλή της βλάστηση μέσα στον
απόμακρο χρόνο που μοιράζεται όσα έχει
με τα όνειρα που είχε πριν ξενιτευτεί από-
δειξη ότι τελείωσε πριν πολλά χρόνια είναι
και η ασπράδα του φεγγαριού είναι η αυγή
που αντανακλά το αδιάκοπο χάραμα

Ωροσκόπια νεκρών, Καστανιώτης 2017

Μάτση Χατζηλαζάρου -[Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών τού Νοέμβρη…]


Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί.
Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης
–τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ
της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια.
Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944) της Μάτσης Χατζηλαζάρου

Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 (εκδ. Ίκαρος, 1989)

Τάσος Κόρφης - Με πόση άσκοπη φροντίδα


Με πόση εγκαρτέρηση, πόση μοναξιά, με πόσα
παράφορα δρομολόγια, προσεγγίσεις σε άγονους
τόπους
προετοιμάζεται, χρόνια ολόκληρα ένας θάνατος.
Με πόση
Ταπείνωση, υποχωρήσεις στους βιασμούς της μνήμης,
παραδοχές
προχωρείς τυφλά σχεδόν, προς το μονόδρομο
Με χαμηλωμένα φώτα, έτοιμος από ώρα σε ώρα να
σκοντάψεις.
Με πόση άσκοπη φροντίδα εξαντλείται η στάθμη της
ζωής.
[Από την ποιητική συλλογή Χρυσάνθεμα, την τελευταία ανολοκλήρωτη συλλογή του Τάσου Κόρφη που περιλαμβάνεται στον τόμο: Τασος Κόρφης, Ποιήματα Β, εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1997.

Μήτσος Πανικολάου - Ραντεβού

Πρόσμενα, πρόσμενα να ’ρθείς, κι εσύ δεν ήρθες όμως...

Μα στην απελπισία μου, δε μού ’λειψε η ελπίδα,

περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος

κι όλους τους είδα νά ’ρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.


Κι έμεινα τέλος μόνος μου μες στ’ άδειο καφενείο,

έμεινα, όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας, μόνος,

κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο

που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.


Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση

και τά ’κλεισα και σ’ είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω

είχες ερθεί στο ραντεβού που δε μου είχες δώσει


για να με κάνεις πιο πολύ μ’ αυτό να σ’ αγαπήσω.

Και την καρδιά μου σ’ άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου

τα μαύρα τη στολίζανε τα κρέπια του θανάτου!



Εκλογή από τα ωραιότερα ελληνικά λυρικά ποιήματα, 1931

Ισιδώρα Καμαρινέα - Αμφιβολία


Αχ, τι να πεις το πρώτο βράδι
με την αργή ψιλή βροχή!
Άξαφνα γίνεσαι φτωχή
στα λόγια και δειλή στο χάδι.
Πλάι σου το χέρι ν' αγαπάς
και τ' άγγιγμά του να φοβάσαι.
Δικό μου ή ξενο; συλλογάσαι.
Κι όλο το δισταγμό σιωπάς.
Η αγάπη που σε περιμένει
στο δάσος μέσα το βαθύ,
η αγάπη τώρα πια θα 'ρθεί
με τη βροχή που όλο πληθαίνει;
Όπως ερώτημα δειλό
στα χείλη η αμφιβολία τρεμίζει...
Πώς σε πονεί, πώς σε φοβίζει
το βράδι ετούτο το καλό!..

Το κάστρο, 1938

Δώρα Μοάτσου - Σε παρθεναγωγείο του παλιού καιρού


Όξω χιονίζει, κ' είναι πέντε η ώρα...
Ανάψαν μέσ' στο διάδρομο το γκάζι.
Εδώ μέσα η ζωή μας όλων μοιάζει
σαν έξω από τον τόπο κι απ' τη χώρα.
Παρθένες, καρτεράμε τ' άξια δώρα
να 'ρθούνε σ' όλες όπως μας ταιριάζει.
Τα βράδια την ψυχή μας την ταράζει
της ηδονής η αναμονή κι η γνώρα.
Τι να 'ναι της αγάπης το μυστήριο;
Και το κορμί μου τρέμει με τη σκέψη
και το μυαλό δε θέλει να δουλέψει
και γίνεται σωστό βασανιστήριο.
Δε θα βρεθεί κανείς να με κοιτάξει;
Μέσ' σ' ένα χρόνο κλείνω τα δεκάξι.

Ποιήματα, 1962

Νίκος Μητρογιαννόπουλος - [ Λευκό χαρτί σε μπουζουξίδικο ]



Από όλα του τα ποιήματα
διαλέγω εκείνο που έγραψε
όταν γονάτισε στο πάτωμα του μαγαζιού
γέρνοντας πίσω το κορμί
σχήμα Σταυρού τα χέρια του απλωμένα
και με την πλάτη στην ορχήστρα
που είχε μερακλώσει κι έβγαζε φωτιές
«δεν έχουμε παίξει ποτέ και για κανέναν έτσι»
βάραγε πίσω, ανάποδα,
στο πάλκο το κεφάλι του.
Το ποίημα που έριξε λευκό χαρτί
πουκαμισάκι ιδρωμένο
στα πόδια κάποιας τραγουδιάρας
σε ηλικία μόλις είκοσι ετών.


[αφιερωμένο: στον Κώστα Ριτσώνη]

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/65000

Alden Nowlan - Θησαυροί επί της γης

 Βάλε φόρμες, βγες έξω, ξεκίνα το τζόκινγκ.
Μακριά από βούτυρο κι αυγά. Πρόσεχε το ποτό.
Το πολύ ζεστό και το πολύ κρύο να τ’ αποφεύγεις.
Τσιγάρο; Ούτε γι’ αστείο.
Να ψάχνεις το σώμα σου για εξογκώματα.
Να ξεκουράζεσαι. Τους φόβους σου να τους ελέγχεις.
Και, λογικά, αν δεν συμβεί κανένα ατύχημα,
θα ζήσεις έτη και έτη εν ειρήνη –έτη πολλά.
Αυτά της είπαν οι γιατροί.
Και η κυρία έπραξε αναλόγως.
Ως ανταμοιβή των κόπων της,
δρέπει τις χαρές του γήρατος.
Πλέον, εγκατεστημένη στον οίκο ευγηρίας
“Το ηλιοβασίλεμα”,
εντρυφεί σε ποικίλες απολαύσεις,
όπως σταυρόλεξα, επιχρωματισμό σχεδίων σε μπλοκ ζωγραφικής
και ανά δεκαπενθήμερο, βραδιές μπίνγκο.



Πηγή: Χαίρομαι που είμαι εδώ, μετ. Γιάννης Παλαβός, Αθήνα: εκδόσεις Loggia 2020.

Έκτωρ Κακναβάτος - Κάνθαρος ειδήμων


Κάποτε το σκαθάρι βαριεστά
σού γυρνάει τις πλάτες κι αλαργεύει
ότι δεν του πάει η μεταφυσική
μόνο η σκαθάρα του κ' ένας σβόλος κοκκινόχωμα
ίσα να κλείσει η εμπατή
να κλειστεί βαθιά εκεί κάτω
να μη μαθαίνει
Και μόνο σαν έρθει ο καιρός
απάνω να διαβαίνουν τα νερά
και στην ευλογημένη λάσπη να
βουλιάζουνε τα κάρα
ν' ακούει
να θυμάται.
Κιβώτιο Ταχυτήτων, 1987

Κώστας Καναβούρης - Οι κυνηγοί και το χιόνι


Α, ναι∙ οι κυνηγοί∙ οι κυνηγοί∙ με ίχνη μπαρούτης στο βλέφαρο. Στάθηκαν στο έμπα της πόρτας, αφήνοντας μικρά λοφάκια χιόνι. Προχώρησαν διστακτικοί. Δεν ήξεραν πού ν’ ακουμπήσουν τα όπλα, τα χέρια τους, τα σκοτωμένα πουλιά. Δεν ήξεραν πού ν’ αδειάσουν το χιόνι που βάραινε τις τσέπες. Κανείς δεν ήταν να τον ρωτήσουν, ενώ το χιόνι έλιωνε στις σκάλες κι ένα λυκόφως στήριζε το δωμάτιο.
Εκείνη τη στιγμή εσύ λουζόσουν.
Δεν είχες όνομα.
Τρέχανε τα νερά μαζί με τα μαλλιά σου.
Το ’ξερες πως θα επέστρεφαν.
Το ’ξερες πως έτσι θα επέστρεφαν.
Μικρόφωνο, 1985

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Αποταμιεύσεις


Ο Θανάσης βάζει λεφτά στο ταμιευτήριο, έχει κιόλας στην πάντα τριακόσιες χιλιάδες. Του λέω πως ο τιμάριθμος τρέχει με 18%, ο τόκος είναι 13%, άρα τον κλέβουν 5%. Ο Θανάσης δε σκαμπάζει από τέτοια, μ' ακούει καπνίζοντας το τσιγάρο του και χαίρεται που έχει λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης.
Κι εγώ καταθέτω στους φίλους μου την αγάπη μου. Κι όμως, γιατί τα αισθήματά μου δε γλιτώνουν τον πληθωρισμό; Γιατί το κορμί μου εισπράττει λιγότερα απ' όσα καταθέτει η ψυχή μου; Κι ο τόκος της λατρείας μου ποιο έλλειμά μου να πρωτοκαλύψει; Πέφτω απ' τα σύννεφα όταν χρειαστώ λίγη στοργή: η τρυφερότητα που είχα καταθέσει, έχει από καιρό εξανεμιστεί.
Θανάση, εσένα σε κλέβει το κράτος, εμένα ποιος;

Νεκρή πιάτσα, εκδόσεις Διαγωνίου 1990

Τόλης Νικηφόρου - Άλφα στερητικό


μερικές φορές χαμογελούν ανεξήγητα
δεν ενδίδουν όμως ποτέ
ασυγκίνητοι μένουν στα δάκρυά μας
απρόσιτοι
όπως ο μυστικός κρουνός
που τη νύχτα σκορπίζει στον κόσμο
οι νεκροί
για πάντα άτρωτοι από τη μοναξιά ή την αγάπη

Ξένες χώρες, Νέα Πορεία 1991

Ζέφη Δαράκη - Στο άλλοτε


Ω παρελθόν, παλιά μου αγάπη,
έζησα όλες σου τις θωπείες
μες στην ενθύμηση από ασπαίρουσες
στιγμές ενός παρόντος
που άναβε κι έσβηνε
την παντοδυναμία του παρελθόντος
επάνω στο άλλοτε φιλί

Ο ύπνος είναι ρόδο, Νεφέλη 2016

Φερνάντο Πεσσόα - Τέσσερις ωδές



Ο Πεσσοα Χρησιμοποιησε το τέχνασμα των διαφορετικών προσωπείων για τον εαυτό του δημιουργώντας φανταστικές μορφές με τις οποίες συμβίωνε και συνομιλούσε. Σ' αυτές τις μορφές, «τα ετερώνυμα», όπως τις αποκαλούσε, ανήκουν και οι ποιητές Αλβέρτο Καέιρο, —σαν ποιητής εκπροσωπεί τον «αντικειμενισμό»— ο Ρικάρντο Ρέις —αντιπρόσωπος μιας κλασικιστικής γλώσσας— και ο Αλβάρο δε Κάμπος — «ένας Γουίτμαν που κρύβει μέσα του έναν Έλληνα ποιητή». Οι τρεις αυτοί αντιπροσωπεύουν τις κατά καιρούς νέες τάσεις της πορτογαλικής λογοτεχνίας: ο Καέιρο τον «εντυπωσιασμό», ο Ρέις τον κλασικισμό και ο Κάμπος το φουτουρισμό και αργότερα έναν προδρομικό υπαρξισμό.

Το 1935, χρονιά του θανάτου του, έγραφε σε έναν κριτικό τα εξής: «Απ' τα παιδικά μου χρόνια ακόμη είχα την τάση να φτιάχνω γύρω μου έναν κόσμο φανταστικό και να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που δεν υπήρξαν ποτέ (προφανώς δεν ξέρω ακόμη αν πράγματι υπήρξαν ή αν εγώ είμαι εκείνος που δεν υπάρχει. Σ' αυτά γενικώς τα πράγματα δε θα 'πρεπε να 'ναι κανείς δογματικός). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτό που λέω εαυτό μου, θυμάμαι να σχεδιάζω ιδεατά τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία της ζωής σε πολλές εξωπραγματικές φιγούρες, που ήταν για μένα τόσο ορατές και οικείες, όσο κι εκείνα τα πράγματα που λέμε, ίσως λαθεμένα, πραγματική ζωή».

Να θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.

Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.

Ο ίδιος ο έρωτας που νιώθουν

Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

* * *

Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Τίποτε

Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.

Να είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Να βάζεις όσα είσαι

Και στο ελάχιστο που κάνεις.

Έτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη

Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

* * *

Αναρίθμητοι ζουν μέσα μας.

Αν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ

Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.

Είμαι μονάχα ο τόπος

Όπου νιώθουν ή σκέφτονται.

 

Έχω περισσότερες από μια ψυχές.

Υπάρχουν περισσότερα εγώ απ' το ίδιο το εγώ μου.

Υπάρχω ωστόσο

Αδιάφορος για όλους,

Τους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

 

Οι διασταυρωμένες παρορμήσεις

Όσων νιώθω ή δεν νιώθω

Πολεμούν μες σ' αυτόν που είμαι.

Τις αγνοώ. Τίποτε δεν υπαγορεύουν

Σ' αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

* * *

Ο θεός Παν δεν πέθανε,

Σε κάθε κάμπο που δείχνει

Στα χαμόγελα του Απόλλωνα

Τα γυμνά στήθη της Δήμητρας —

Αργά ή γρήγορα θα δείτε

Να εμφανίζεται εκεί

Ο θεός Παν, ο αθάνατος.

 

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς

Ο θλιμμένος χριστιανός θεός.

Ο Χριστός είναι ένας ακόμη θεός,

Ίσως ένας που έλειπε.

Ο Παν συνεχίζει να δίνει

Τους ήχους απ' τον αυλό του

Στ' αυτιά της Δήμητρας

Που καμαρώνει στους κάμπους.

 

Οι θεοί είναι οι ίδιοι,

Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,

Γεμάτοι από αιωνιότητα

Και περιφρόνηση για μας,

Φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα

Και τις χρυσαφένιες σοδειές

Όχι για να μας δώσουν

Τη μέρα και τη νύχτα και το στάρι

Μα για άλλον και θείο

Τυχαίο σκοπό.

μτφρ.: Ανδρεας Παγουλατος

Σημείωση

Ο Άλβαρο δε Κάμπος και ο Ρικάρντο Ρέις, μαζί με τον Αλμπέρτο Καέιρο, αποτελούν τα κύρια και βασικά ετερώνυμα του Φερνάντο Πεσσόα, στο χώρο, κυρίως, της ποίησης. Ο ίδιος ο Πεσσόα, σε μια βιβλιογραφία του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρουσία (Presence) 17, το 1928, γράφει: «Τα γραπτά του Φερνάντο Πεσσόα ανήκουν σε δύο κατηγορίες, που ονομάζουμε ορθώνυμα και ετερώνυμα έργα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ανώνυμο ή για ψευδώνυμο, γιατί δεν πρόκειται γι' αυτό. Στην περίπτωση του ψευδωνύμου, το έργο είναι του δημιουργού προσωπικά, αλλά υπογεγραμμένο μ' ένα όνομα που δεν είναι το δικό του· το ετερώνυμο έργο είναι του δημιουργού έξω από το πρόσωπό του, είναι μιας πλήρους προσωπικότητας, που έπλασε ο ίδιος, όπως θα ήταν τα λόγια ενός προσώπου σ' ένα δράμα του». Και σημειώνουμε ακόμη πως «Pessoa» στα πορτογαλικά σημαίνει «Πρόσωπο».

1. Το ποίημα «Τέσσερις ωδές» ο Πεσσόα το εγγράφει στα έργα του «ετερώνυμου», του Ρικάρντο Ρέις.

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_d_14_01.html


Γιώργος Γεραλής - Ωραία σαν Λύπη


Δε θα την πω ρόδο η αυγή, κρίνο η χαλάζι.
Ήταν ωραία σαν λύπη σε αλλαξοκαιριά,
σα βλέμμα ενός πουλιού που αφέθηκε στο χέρι σου.
Πάντα κοιμότανε όταν την αγκάλιαζα.
Μια φορά μόνο, που έπαιξαν τα μάτια της,
ήταν για να μου πεί πως ταξιδεύει.
Όταν γελούσε, στο βαρύ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε αλλού. Κάποτε μου ’φέρε
ένα πρόσωπο αλλιώτικο, απ’ την πρώτη ζωή μου.
Θα τη θυμούμαι ως το στερνό βασίλεμα.
Έπειτα, όπως βαθιά θα με κοιτάζει,
θα την ξεχάσω.

Τα Μάτια της Κίρκης, 1961, 1963

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Λορέντζος Μαβίλης - Νύχτα


Τρεμάμεν' άστρα εις τα νερά τα φέγγη τους πλαγιάζουν,
που ονείρατα της θάλασσας της κοιμισμένης μοιάζουν·
ούτ' ένα φύλλο τρέμει
'ς το δάσο και με τα πουλιά
'ς των δένδρων τη μοσχοβολιά
με ταίς φτερούγαις μαζωχταίς γλυκοκοιμώντ' οι ανέμοι.

Εκεί που η πλάση φαίνεται πως σαν νεκρή σιγάει,
εκ' η φιλέρημη ψυχή του ποιητή γροικάει
αιθέριαν αρμονία·
ακούει τ' αστέρια να λαλούν,
τα Χερουβίμ ν' αντιλαλούν
'ς τη γαληνή του Σύμπαντος απέραντη εκκλησία.

Εκείνα τα λαλήματα ο ποιητής τ' ακούει,
κ' εκεί μαθαίνει έτσι γλυκά τη λύρα του να κρούη,
και ουρανικά να ψάλλη
ονείρατα μαγευτικά,
ελπίδ', αγάπη, ιδανικά,
της ωμορφάδας τα καλά, της αρετής τα κάλλη.

Πηγή: Λορέντζος Μαβίλης, ΄Απαντα: Ποίηση, Μεταφράσεις, Μελέτες, Επιμέλεια: Μιχάλης Περάνθης, Αθηνα: Βιβλιοπωλείον Ν. Νίκας 1960/

Wassily Kandinsky - Study for autumn (1909)


 

Jimi Hendrix - Little Wing


 

Οράτιος - Καύχημα ποιητή


Κι από μπρούντζο πιο γερό το μνημείο μου θα'ναι!

Κι απ'τις βασιλικές τις πυραμίδες πιο ψηλό!

Μήτε η βροχή που τρώει, μήτ'ο βοριάς που δέρνει

μήτε τα χρόνια κι εποχές π' αγύριστα περνούν,

δε θα το ξεπεράσουν. Κι όλος δε θα πεθάνω.

Πολύ από μένα θα κλειστεί έξω απ'τον τάφο. Πάντα

και στους μεταγενέστερους εγώ καινούργιος θα' μαι.

Κι ως ότου ο Ποντίφηκας το λόφο θ'ανεβαίνει.

τον ιερό με τη βουβή Τρισμέγιστη Παρθένα,

θα λεν για με:Που τάχα πάει κι αφρίζει

εκείνος ο φτωχόνερος Άφυδος,που ωστόσο

βασίλεψε; Των χωρικών κείνος ο ρήγας Δαύνος;

Σήκωσε πρώτος κι έκανε δικό μας το τραγούδι

το ελληνικό ,τους ύμνους έδωσε, στους Ιταλούς,της Λέσβου.

Παίνεσέ τον λοιπόν,του τραγουδιού θεά,ως του πρέπει,

του βασιλιά σου βάλε του στην κόμη εσύ τη δάφνη.


Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παπά

Πηγή:Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,1976.


Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%87%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%82/%CE%BA%CE%B1%CF%8D%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE-%CE%BF%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%82?fbclid=IwAR3wclApqiL_oeVyi4uNFaEKhCIAfhrfxcO_mVDZvpSYllvOdxLM6t0kx20

Γιάννης Κοντός - 43

Συνέντευξη: ζούμε σε μια βρόμικη πολή.
Παρακολουθούμε περίεργα πολιτικά φαινόμενα.
Παρακολουθούμε περίεργα ανθρώπινα φαινόμενα.
Τρώμε στα κρυφά τη χθεσινή μέρα
πιστεύοντας ότι τρώμε το καλύτερο γλυκό.
Ερωτευόμαστε τις φωτοσκιάσεις των γυναικών
που ήσαν κάποτε. Γι' αυτό μη μου λέτε
ότι γράφω απελπισμένα. Ξέρω γιατί βρέχει,
γιατί σκοτεινιάζει, και τι γράφουν οι αυριανές
εφημερίδες. Είμαι πολύ αισιόδοξος.

 Τα οστά, Αθήνα 1982

Νίκος Καζαντζάκης - Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα (απόσπασμα), 1935

Όταν βγήκα από το ''Ανθισμένο καράβι'' πήρα τον όχτο του ποταμού, περπατούσα και συλλογιζόμουν ένα παλιό κινέζικο τραγούδι: 

''Το σώμα της όχεντρας στα δροσερά καλάμια
το μυτερό κεντρί της αγριόσφηκας
 αλαφρό είναι το κακό που μπορούν να σου κάμουν.
Φαρμάκι αγιάτρευτο είναι το σώμα της γυναίκας''. 

Δεν είναι φαρμάκι το σώμα της γυναίκας, συλλογιζόμουν. Είναι μονάχα όργανο υποταχτικό μιας άλλης δύναμης πιο μεγάλης, που κανένας δεν μπορεί -θα' ταν ιεροσυλία- να της αντισταθεί: της παγκόσμιας δύναμης που μας σπρώχνει προς τα κάτω (…)"

Boris Pasternak - Άμλετ


Αφού όλα ηρέμησαν,βγήκα στη σκηνή.
Στην παραστάδα της πόρτας,με τα νώτα
ακουμπώντας, αρπάζω,από τη μακρινήν
ηχώ,του αιώνα μου τα γεγονότα.

Τις χιλιάδες τα κιάλα της,πάνωθέ μου,
ρίχνει η μαύρη νυχτιά,που μ'έχει βάλει
στόχο της. Το ποτήρι αυτό,Θε μου,
πάρε μακριά μου αν λύση υπάρχει κι άλλη.

Το γιομάτο πείσμα σχέδιό σου μ'αρέσει.
Σύμφωνοι. Θα τον παίξω αυτόν τον ρόλο.Αλλά
τώρα κάποιο άλλο δράμα είναι στη μέση.
Λυπήσου με,Θεέ μου,τούτη τη φορά.

Πλην η σειρά των πράξεων έχει πια οριστεί.
Μη και δεν είναι ανέκκλητο το τέλος τάχα;
Μοναχός μου,κ'οι Φαρισαίοι τριγύρω μου.Η ζωή
δεν είναι του κάμπου το πέρασμα μονάχα!

Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία «Ταξίδι στην ποίηση»,Ναυτίλος

 

Τάσος Λειβαδίτης - Εκλεκτικές συγγένειες


Η φτωχή Ραχήλ, ωχρή, με ανίατα όνειρα, θεραπευόταν τώρα
ανάμεσα στα μαύρα δέντρα, όπως ένας τυφλός που με το φλάουτο
κάνει ν' ανθίζει το σκοτάδι ή όπως τα παιδικά παιχνίδια που μια
μέρα εξαφανίζονται άξαφνα σα να τα πήρε μαζί του το παιδί-
καθώς πέθαινε, περίλυπο, μέσα στον άντρα.


Τάσος Λειβαδίτης, Βιολέτες για μια εποχή

Τάσος Λειβαδίτης - Νυχτερινές ευαισθησίες



Ήσυχη βροχή, τα φωτισμένα τζάμια των καφενείων
μια φυσαρμόνικα κάπου μακριά βαθαίνει
ως το άπειρο τη νύχτα
κι οι ποιητές κοιμούνται σαν τους κλέφτες,
με το αυτί τεντωμένο
στην άγνωστη λέξη.


Τάσος Λειβαδίτης, Ο τυφλός με το λύχνο, εκδόσεις Κέδρος

Τάσος Λειβαδίτης - Ιστορία

 Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος

Όλα έγιναν.


Ποίηση, Μετρονόμος 2015

Περί Διαφήμισης

 Τα μηνύματα της διαφήμισης που κατασκηνώνουν σιγά-σιγά μέσα μας συνοψίζονται σε τούτο: όσο αξίζει ένας αυνανισμός δεν αξίζει όλος ο έρωτας.

Μάριος Μαρκίδης

Νίκος Καρούζος - Έτσι είναι



Έβλεπα όνειρο, είχα γεύση χρωματιστή, κόκκινη.
Τρως μια ντομάτα, λέει τότενες η όραση.
Κι όμως εγώ είχα γεύση χρωματιστή. Βέβαια,
βέβαια, σκέφτηκα, είμαι τώρα ο ανώτατος Νεκρός,
είμαι ο πιο έρημος Μοναχός τυλιγμένος μ’ αχτίδες.
είμαι στα φώτα των αισθήσεων, απ’ τη γεύση βρέθηκα
στο μη-αντικείμενο, απ’ τα μάτια βρέθηκα στο μη-υποκείμενο.
Και έσκουξε τότενες κεραυνός, ουρανέ ουρανέ
δεν έρχομαι να σ’ αποχτήσω.

Ερυθρογράφος

Μάνος Χατζιδάκις - Ελληνική ιστορία

Στην πλαγιά ενός βουνού, ένας οπλαρχηγός φωνάζει στον Αγά που ετοιμάζεται να φύγει. -Αγά μου, θέλω να πολεμήσω για την ελευθερία της πατρίδος μου. Έλα να σκοτωθούμε... -Δεν χρειάζεται, του απαντάει ήρεμα ο Αγάς. Δεν βλέπεις; Ετοιμάζομαι να φύγω. -Μα... επιμένει ο οπλαρχηγός. Αν δεν πολεμήσω, δεν θα νιώσω λεύτερος. -Δεν σε καταλαβαίνω, λέει ο Αγάς. Σου δίνω την ελευθερία σου, τι άλλο θέλεις; -Δεν έχει σημασία αυτό που εσύ θα δώσεις. μετράει αυτό που θα σου πάρω...-Για νάσαι λεύτερος; απορεί ο Αγάς. -Ναι για να νιώσω λεύτερος. Έλα να σε σκοτώσω... -Πρόσεξε, συνεχίζει ατάραχος ο Αγάς. Τι κι αν με πολεμήσεις ή με σκοτώσεις.Π άλι δεν θάσαι λεύτερος. και ξέρεις το γιατί;- Γιατί; απορεί ο οπλαρχηγός. -Γιατί δ ε ν ε ί σ α ι ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς, από την ώρα που γεννήθηκες. Μπορείς αυτό να το καταλάβεις και να το νιώσεις; -Άσε να το σκεφθώ, λέει ο οπλαρχηγός. Το βράδυ σαν θάμαι μόνος. Αγά μου, γεια σου. -Γεια σου, οπλαρχηγέ.

Και καθώς στρίβει να φύγει ο οπλαρχηγός βγάζει το όπλο ο Αγάς, τον σημαδεύει και πυροβολεί. Πέφτοντας καταγής ο οπλαρχηγός, φωνάζει: "Ζήτω η ελευθερία!" και ο Αγάς βάζοντας ο όπλο στον ώμο του, καθώς φεύγει μονολογεί: -Γεια σου αστόχαστε εχθρέ, αγαπημένε φίλε μου. Γεια σου για πάντα...
Κι έτσι η Ελλάς έγινε χώρα ελεύθερη, κάπου το 1821.

Διηγήσεις

Γιώργης Παυλόπουλος - Στίχος ενύπνιος

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
Τίποτα όμως δεν θυμόμουν
Εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα

Λίγος άμμος

Εdvard Munch, Self-portrait The Night Wanderer, 1924.

 


Αλέξανδρος Μπάρας - Του ύπνου


Α'
Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο Ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια
και τα 'κλεισε' πήρε το στόμα
κι' έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της λήθης , που παρέσυραν τ' αγαπημένο σώμα
στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες τ' αυτιά, και μες στις φλέβες
ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού.
Β'
Ανέδυσες απ' το βυθό του ύπνου
μ' αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια,
και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.
Καθώς τ' ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των' μήπως συλλάβω, προτού σβήση,
το νόημα του κόσμου που σ' εκράτησεν
ολονυκτίς.

Πηγή: Άπαντα Ποιήματα, Παπαδόπουλος 2015

Στρατής Τσίρκας - Χορεύτρα


Σα στέκεσαι τα λυγερά μοιάζεις ζαχαροκάλαμα
κι ως περπατάς σαλέβουνε στον κόρφο σου δυο ρόδια,
ο ήλιος σού στρώνει ένα χαλί μέλι και μάλαμα
κι αχολογούν τ' ασημικά πόχεις στα πόδια.
Κοπαδιαστοί χαζεύουμεν όξω απ' τον καφενέ σου
και μια λαχτάρα κρύβουμε στα φυλλοκάρδια:
Έναν καφέ, μια γκόζα με χασίς κι ένα αμανέ σου.
Μα, ωιμέ οι πικροί, πότε θα 'ρθει και μας η βάρδια...

Πηγή: Τα ποιήματα, Κέδρος 1981

Θωμάς Γκόρπας - Δύο ποιήματα

 ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ

Μετά τα άνθη της βροχής και τις γλύκες του ήλιου
ένα κορίτσι πάει περίπατο με τη μαμά του -στο νυφοπάζαρο.
Έξέχει τώρα το καμπαναριό μέσα στο βράδι κ' ένας γεροφοίνικας
ά! κι ο θλιμμένος φιστικάς που διαλαλάει χαρούμενος:
-Φιστίκια αμύγδαλα αρμυρά καβουρδισμένα...
ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ
Ασημένια πέταλα εκπληκτικού αλόγου άσπρου και τρελού
δρομέα της δημοσιάς γαλάζια πέταλα της νύχτας που κρυφτήκανε
μες στο πηγάδι της γαλάζια πέταλα της μοναξιάς που πηγαινο-
έρχονται ευτυχισμένα αλλά δεν τολμούν να κάτσουν στα
σχιζοφρενή μου χέρια που τα έκανε άλογα ο νταλκάς.

Πηγή: Τα ποιήματα 1957 - 1983, Γαβριηλίδης 1995

Ελένη Βακαλό - Έξοδος ή πώς αποφεύγεται η τραγωδία


Τους θάμνους μέριασε η μικρή, πετάχτηκε μπροστά τους
Ζητώντας χάρη ή πληρωμή του χρέους της στον μάγο
Όταν την βόηθησε άλλοτε -
Ικέτης.
Η διάθεσή της ήταν ευπροσήγορη και άκουσε,
Αλλά και μεγαλόπρεπη
Στους υπαλλήλους διέταξε να λύσουνε το θέμα· 
Μ' αυτά τους απομάκρυναν.
Εγώ τι συμπεραίνω:
Στη Ροδαλίνα μέσα της πως ξύπνησε ένα παλιό της πάθος
Μα η επιθυμία έλειπε πια τώρα απ' την καρδιά της
Γι' αυτό ατάραχη
Κι η εκδίκηση στους χαμηλούς της τόνους.
Άλλωστε όταν γύρισε μας φάνηκε κάπως αφηρημένη.

Γεγονότα και Ιστορίες της κυρά-Ροδαλίνας, Ύψιλον/βιβλία 1990

Κώστας Στεργιόπουλος - Η κοιμωμένη





Τόσο πολύ πάλι που ανυψώθηκα,
δε θα πω για τη μεγάλη πτώση που με περιμένει.
Κάθε ξύπνημα της ψυχής έρχεται με δάκρυα,
γλυκά ή πικρά.
Αλλιώς,
δεν ανοίγει τα μάτια της
η κοιμωμένη.

Πηγή: Τα ποιήματα Α' 1944-1965, Νεφέλη 1988.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Ωδή (ημιτελής) στη Σελήνη


[...δεν θα ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ'
ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαρά-
χτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρο-
γραφά μας - αθάνατη σαν την πληγή της
πρώτης μας αγάπης...]
Εσύ
που μελανώνεις τα όνειρά μου
πρώτη
στο φως της άμμου διαδήλωση
φτερό του ανέμου φήμη
σιωπή
των είκοσι χρονώ
Δεν δίνω τίποτα στη μνήμη
δεν χτίζω δεν χαρίζω πια
δεν έχω τη ζωή μου
η άμμος πονάει χρόνια στα νύχια
(άμμος και κίτρινο παλιό χαρτί)
Εσύ
ανείπωτη ανείπωτη ανείπωτη
εκεί μέσα που κατοικείς
στο ακίνητο δάσος του μυαλού
πέτρα
πάνω στην πέτρα του στίχου αυτού
ξεκάρφωτου από την ψυχή ξερι-
ζωμένου μετανάστη
απ' τη μεγάλη ατέλειωτη ωδή
Εσύ
δρεπάνι ευαγγελικών επαναστάσεων
σκότος και χλωρασιά των άδετων μαλλιών
χειλιών
χεριών
μελλούμενων ωδών οδών
και θαλασσών ώ
Μισολόγγι της Ζακύνθου
των άμμων κάλβεια γράμματα
ανεμισμένα στους καιρούς των νέων ιακωβίνων
ανεμισμένη Ζάκυνθο
ηλεκτρική
σελήνη
1985

Πηγή: συλλογικό τόμο ιδιοις αναλώμασιν, Θεσσαλονίκη 1985.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Ε.Χ. Γονατάς - Η Κρύπτη (αποσπάσματα)


Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνου
στα δέντρα για να βλέπονται τα πουλιά
*
Ένα ψάρι άνοιγε το στόμα του στον ήλιο
που βασίλευε' από τα βάθη του έβγαινε κάθε
φορά αντίς φωνή κι ένα διαφορετικό χρώμα
*
Τα σύννεφα παραμέρισαν λίγο και στο άνοιγμα πρόβαλε
μισό κίτρινο φεγγάρι: Ένα μεγάλο κέρινο αυτί
που τσιτώθηκε καταμεσίς στον ουρανό ν' ακούσει
*
Υπομονή. Θα πήξει το δάκρυ, θα γίνει νησί
*

Ανεβαίνοντας στις πιο ψηλές στέγες, σκαρφαλώνοντας στα πιο
άσπρα μπαλκόνια, πατώντας στα πιο πράσινα φύλλα, σ' ανάβω το
βράδυ το γαλάζιο φεγγάρι, λυγίζω τη νύχτα τις καλαμιές με
τ' αστέρια στη μεριά που κοιμάσαι.

Η Κρύπτη, Στιγμή, 2006.

Γιώργος Τσουκαλάς - Τα όνειρά μας

Τα όνειρα που αγαπήσαμε δεν χάνονται ποτέ
κι ας κλαίμε με βαθύ λυγμό το θάνατό τους τώρα.
Φεύγουν απαρηγόρητα τον πόνο της ζωής,
και ξαναζούνε σιωπηλά στης Χίμαιρας τη χώρα.

Κι όταν η κουρασμένη μας ψυχή θα κοιμηθή,
με σφραγισμένα απ' την πικρία τα χείλη τα χλομά της,
θα τήνε περιμένουμε στο μακρυνό γιαλό,
να την ξυπνήσουν τα παλιά που νοσταλγεί όνειρά της.

Θάναι μαζί τους οι στιγμές που επόνεσε πολύ,
οι ελπίδες της που σβήσανε και τα μεγάλα πάθη,
και κάπου εκεί, με μια φωνή βαθιά νοσταλγική,
θα την καλέση ο έρωτας που στη σιγήν εχάθη.

Ο χωρισμός, 1926

Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Τσουκαλάς - Τα λόγια της αγάπης


Τα λόγια της αγάπης έχουν μείνει
μετέωρα μες στο χρόνο,μες στο χάος.
Δεν θα μας βρούνε πίσω αν θα γυρίσουν,
εμείς βαδίζουμε ήδη σ'άλλους δρόμους.

Τα λόγια της αγάπης ίσως μείνουν
να συντροφέψουν μόνο τις σκιές μας.
Κάποτε θα τ'ακούμε στα όνειρά μας
να μας ξυπνούν με μάτια βουρκωμένα.

Τα λόγια της αγάπης δεν πεθάναν.
Μετέωρα μες στο χρόνο, μες στο χάος,
θα ζήσουμε πιο πέρα απ' τις ζωές μας,
που θα'χουν σβήσει χώρια σ' άλλους δρόμους.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5-%CE%BC%CE%AC%CF%87%CE%B1%CE%BD/%CF%84%CE%B1-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%82

Tishani Doshi - Τη μέρα που πήγαμε στη θάλασσα

 


Τη μέρα που πήγαμε στη θάλασσα

Μανάδες στο Μαντράς ξέσκαβαν

Στο λιμάνι για χαμένα παιδιά.

Μια αχυροσκεπή πετούσε στον ουρανό, φυλακισμένοι

Έτρεχαν ελεύθεροι, σπίτια χόρευαν σαν τον κίνδυνο

Στον άνεμο.  Είδα μια γυναίκα να κρατά

Την κουρελιασμένη άκρη του κόσμου

Στο χέρι της, κοιτάζοντας πέρα απ’ το ναό

Που στεκόταν ακόμη, όπως κι εκείνη-

Σαν από θαύμα άθικτος στα ερείπια του κραυγαλέου

Ήλιου της Νότιας Ινδίας. Όταν έφερε

Το άλλο της χέρι στη γραμμή του φρυδιού,

Με μια ημικυκλική κίνηση λεπτότητας,

Ήταν σαν από μόνη της να μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα, 

Να μας οδηγήσει στην εξώκοσμη ασφάλεια του κρεβατιού μας.


Tishani  Doshi (Ινδία)

μτφ. Εύη Μανοπούλου

Πηγή: https://www.poeticanet.gr/oikos-poiisi-a-1508.html

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Σωκράτης Μάλαμας - Ηλιόπετρα


Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως
Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν.
Πλάι μου βαδίζεις σαν δέντρο σκιερό
Κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία
Τα μάτια σου είναι κρήνες ονείρου όπου παν
Συχνά και ξεδιψάν τα άγρια θηρία.
Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν
Ο σκλάβος βγάζει στους ώμους του φτερά
Παύεις να είσαι ένας ακόμα ίσκιος.
Ζητάω το πρόσωπό σου, ξανά παραληρώ
Βραγιά των γιασεμιών και στην πληγή αλάτι
Αγκάθι του θανάτου, αυγή του φεγγαριού
Γραφή θαλασσινή απάνω στον βασάλτη.
Μικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου
Και μισανοίγεις σαν φρούτο ώριμο
Ή σαν αστέρι εκρήγνυται και σβήνει.
Η φούστα σου παφλάζει φτιαγμένη από νερό
Τα κόκαλά μου βρέχει με τη μία
Μα όσο και να βρέχεις δε θα φοβηθώ
Γιατί είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία.
Γυμνός ο κόσμος όταν κυλιούνται δυο
Από τον ίλιγγο πάνω στη χλόη
Λύνονται οι κάβοι, σαλπάρουν οι ψυχές
Ο χώρος είναι σιωπή και φως μονάχα.

Θανάσης Κωσταβάρας - Ο ποιητής έξω απ' τη λύπη του


Ο ποιητής όταν βγαίνει απ' τη λύπη του
αισθάνεται εξοργισμένος.
Χαμένος ανάμεσα στα μέταλλα και τις λάμψεις
δεν έχει ένα στίχο ν' ακουμπήσει τον τρόμο του.
Ένα πρόσωπο να ντύσει το πρόσωπό του.
Ξαφνικά τον ζαλίζουν τα φώτα που πέφτουν απάνω του.
Τα κρουστά και τα χάλκινα απ' τα μεγάφωνα τον μαυλίζουν.
Μπροστά του οι σειρήνες με τ' ακάλυπτα στήθια
και τα λυτά μυρωμένα μαλλιά.
Πίσω του τα στενά μισοφωτισμένα σοκάκια.
Με τους πληρωμένους φονιάδες.
Με τα μαγικά παλάτια της Κίρκης.
Τα μεθυστικά βοτάνια του έρωτα.
Αυτός που ζυγιάζει το πάθος του με μικρά καθημερινά κέρδη
χάνεται μέσα στο θόρυβο.
Αυτός που διστάζει, βουλιάζει.
Και μόνο ο για το μέσα φως διψασμένος, ο απόλυτος
ξέρει πού είναι ταγμένος.
Μόνον αυτός ξέρει προς τα πού θα βαδίσει
για να φωτίσει με το αίμα του το μαύρο στερέωμα.
Κι έτσι, σφαγμένος, κρεουργημένος, γυρίζει πίσω στο ποίημα.

Πηγή: Ο φόβος του ακροβάτη, Νεφέλη 1989

Στέφανος Ροζάνης - Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις


Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
και συ άλλες δεν είχες να διαλέξεις
πάρεξ εκείνες που δεν πίστεψαν ποτέ στον εαυτό τους.
Έτσι εγίναμε κι οι δυο ένα σώμα
-λέξη πάνω στη λέξη, λόγια πάνω στα λόγια-
Αβέβαιοι, όπως οι ώρες που περιμένουμε ακόμα
να χτυπήσουνε στα ξεχαρβαλωμένα μας ρολόγια.
Μαγνητικές γκριμάτσες, γρινιάρικες φωνές.
Μιλώντας γδέρνονται τα χείλη.
Τόσα τα χρόνια που πληρώνουμε αβάσταχτες ποινές
τα λόγια μας σμιλεύοντας και κομματιάζοντας τη σμίλη.
Γιατί γεννήθηκα μ' αυτές τις λέξεις
που μάταια πάλευαν τον θάνατό τους
γι' αυτό δεν πρόσεξα πως άλλαξε το ριζικό τους·
Κι εσύ δεν πρόφτασες άλλες να μου μαζέψεις.

Περιφραστική Σπουδή, Άγρα 1991

Γιώργης Παυλόπουλος - Το βαγόνι

 Κοιμάμαι μεσημέρι με τη Ρέα.

Κάποιος βγαίνει από τις πικροδάφνες
σκύβει και τη φιλεί στα χείλη
τα φύλλα τρέμουνε με τον αέρα
Ρέα, έλα να πάμε στο νερό της ψιθυρίζει.

Εκείνη μισοξυπνάει χαμογελώντας
διστάζει καθώς κοιτάζουνται στα μάτια.
Ωστόσο ξετυλίγει τον ίσκιο της προσεχτικά
γύρω από το κορμί μου –
το χέρι της αποτραβιέται
κι αφήνει λίγο φως μες στο δικό μου.

Κοιμάται και μας βλέπει
ξέρω του λέει πως μας βλέπεις
ενώ με δείχνει πλάι της
ήσυχα πλαγιασμένον στο χορτάρι.

Θέλει να φύγουνε μαζί
να πάνε για παιχνίδια στο νερό
μα δεν αποφασίζει και φοβάται.
Φοβάται σάμπως να έχουν πέσει
κι οι δυο στου ύπνου μου το δίχτυ
και δεν μπορούν τώρα να ξεφύγουν.

Εγώ δε βλέπω τίποτε απ΄ όλα τούτα
μήτε κοιμάμαι με τη Ρέα.
Φαντάζομαι μονάχα πράγματα
που θα μπορούσε να ονειρευτεί εκείνη
ταξιδεύοντας ακόμη στον ύπνο μου
σ’ ένα βαγόνι με φαντάρους
καθώς μας παίρνουν ολοένα για τον πόλεμο.

Από τη συλλογή Το σακί, στο: Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα 1943-2008, Εκδόσεις Κίχλη, Ιούνιος 2017.

Jethro Tull - Thick As A Brick


 

Σταύρος Βαβούρης - Παραίνεση σε κάποιονε ποιητή


Ι
Επανέρχεσθε; Μα πώς;
Έχετε λάβει υπ' όψιν ότι μιλούν
και γράφουνε με νέες συνιστώσες τώρα;
Οι ημέτερες ορίζουσες, τι ορίζουνε;
Έστω, τι προσδιορίζουνε περίπου;
Και οι συνισταμένες;
Ποιες οι συντεταγμένες σας;
Παράμετροι, διάμετροι,
παράδρομοι, περίδρομοι;
Αμφίσημα, πολύσημα σημαίνοντα;
Κάθετα κι οριζόντια σημαινόμενα;
Δίχως νέους κώδικες
και δίχως καταδύσεις στα θολά
του υποσυνείδητου
στον κόσμο των ονείρων;
Αν ξαναγυρίσετε
με δίχως έστω μερικά απ' όλ' αυτά
ξυπόλητος βαδίζετε στ' αγκάθια.

Πηγή: Ε άλλου, μη ρωτάς, Ρόπτρον, 1988.