«Βουνό με βουνό δε σμίγει», λένε στο στρατό,
«άνθρωπος με άνθρωπος σμίγει»·
όμως περάσαν τρία χρόνια κι ακόμα να σμίξουμε
και Κύριος οίδε τι θα γίνει τώρα που μπαίνουμε στον τέταρτο.
Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα έχω μαλώματα με την καρδιά μου.
«Καρδιά μου», της λέω, «κάνε κι εσύ μια υποχώρηση·
υπάρχει τόση ομορφιά σ’ αυτό τον κόσμο,
υπάρχουν τόσα σαββατόβραδα για γλέντι,
επιτέλους δε χάθηκαν οι ευκαιρίες για προσήλωση.»
«Δεν ξέρεις τι ζητάς», μου αποκρίνεται,
«σε χάλασαν οι τόσες διαψεύσεις,
σ’ έκανε εύκολο η απελπισία,
έπαψες να πιστεύεις πια στον έρωτα: σε κλαίω.»
Δεν ξέρω τι της έκανες αυτής της καρδιάς
και ξημεροβραδιάζεται με τ’ όνομά σου·
όμως εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος,
η σάρκα μου πεινάει, θέλει να φάει,
το αίμα μου κρυώνει, θέλει να ζεσταθεί.
Να φύγεις απ’ τη μνήμη μου και την καρδιά μου.
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)