μπροστά σ ένα πίνακά σου, Πικάσσο,
βρίσκομαι στην κορφή του αυτού μου, ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις ζωγραφίζεις
μα εσύ που γνώρισες που γύρισες απ’ το σφαγείο, οι δυο εσύ
μα εσύ στη βαθιά κρίση της Ευρώπης, εσύ, οι τρεις εσύ
μα εσύ στην εποχή που δούλευαν τα χασαπομάχαιρα τυ ναζισμού
μα εσύ που πότισες τον Άγγελο, εσύ που ζέστανες τ’ αβγό του
μα εσύ των Νέων Καιρών, εσύ του ζόφου μας, P.P., σχεδιάζεις
σχεδιάζεις συμπληρώνεις ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις τα στοχαστικά πρόσωπα της κοινότητας ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις το σώμα της την τάση της για μέριμνα ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις τα χέρια και τα πόδια το φιλελεύθερο νου τη
σχεδιάζεις τα κόκαλα τα νεύρα το δημοκρατικό σοσιαλισμό τη
σχεδιάζεις την καρδιά του κόσμου το μαρξισμό τώρα
σχεδιάζεις πλάθεις σμιλεύεις ζωγραφίζεις
όλα και τον αντικατοπτρισμό τους χαράσσεις
σχεδιάζεις ζωγραφίζεις
ο Άνθρωπος κρεμόταν στη μέση
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ως πότε, Κύριε;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι αλοιφές τι χρώματα τι μπαχαρικά τι κρασιά, τι;
τι κιθάρες, πόσα σπαθιά και τι κρανία, τι Μινώταυροι
τι εγγαστρίμυθοι, τι ζογκλέρ, τι ακροβάτες, τι; γιατί;
τι αλητεία με τα όργανά της, τι μουσικές με ποτήρια, τι;
κι αυτός, εδώ, με την ψυχή στο σκούφο του, – ίδιος, εσύ! –
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι δηλητήρια τι έχθρες τι πάθη τι ζωές, άκλιτο τι;
τι εμπειρίες τι διασταυρώσεις τι έλξεις τι απωθήσεις, τι;
τι γραμμές τι συμπλέγματα, πόσες εντάσεις και κηλίδες, τι;
τι κενά, τι αρμονία και μέτρο, τι χιούμορ, πόση ανθρωπιά
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι μάτια, μάτια πλατιά, μεγάλα μάτια, σαν φωλιές ψαριών
τι μάτια, μάτια πλατιά, μαγνητισμένα μάτια, ορθάνοιχτα
τι μάτια κι άλλα μάτια, παράθυρα διάπλατα στα πέλαγα, τι;
τι μάτια σαν λιοτρόπια, παλεύουν μαύροι ταύροι μέσα τους
τι μάτια – καταρράχτες, μέσα χιμάνε τρέχουν καβαλάρηδες
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τα μάτια των χαιρετισμών και των ταύρων, Κύριε!
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι άλλο από το ύφος του Πικάσσο της avant-garde!
τι άλλο από τις ώριμες προοπτικές του νου, γιατί;
τι άλλο από τροχιές και αναβάσεις βάραθρα χιόνια φως
τι άλλο από τη σιγουριά ενός χεριού που πιάνει φίδια, τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ταύρους πουλιά και σίδερα το Δον Κιχώτη από βροχή (εδώ
η σκηνή κλείνει) πού πάει μετά ο κόσμος; γιατί ο χρόνος
είν’ ο Κένταυρος Χείρων, γιατί εσύ ‘σαι ο σκηνοθέτης του
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
Το ήθος ενός ανένδοτου αγώνα παίρνει όλο το έργο σου, τι;
& πώς; πυρός φωτεινότερον, φωτός εναργέστερον, καταφλέγον
τι; από τι; σαν ποιον που να σου μοιάζει; σαν ένας κλόουν
ή ένας Καμασβάρι, και το παιχνίδι – τέλος…
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
κόσμος σημαίνει κόσμημα κοσμάκης κωμωδία
μια κωμωδία που κλαίει ο COSMOS σου –
ζωγραφίζεις συμπληρώνεις απορρίπτεις ζωγραφίζεις
τα 100 (πρώτα) αρχέτυπα
τα 1.000 βασικά (μοντέλα)
τα 10.000 καθοδηγητικά μοτίβα ζωγραφίζεις
έχε γεια
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
γιατί, Κύριε;
τι έχεις μέσα; τι θα’θελες να πεις και τι να κάνεις; τι;
τι μπορείς με τον σταλμένο κόσμο σου και πώς λοιπόν;
για ποιον; ποιον έφερες Μιστρά; τι άλλο πύραυνο;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
με ποια κλειδιά και δείχτες; τι συστήματα; τι άλλο τι;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
και οι τίτλοι τα τάλαντα οι τιμές; τι κόσμος; τι σημεία, τι σημεία,
και οι γενιές; πατέρες μάνες με παιδιά, συγγενολόγια, τι;
και (μέσα, πιο μέσα ακόμα:)τι φαλλοί τι πισινοί τι μούνοι
και πόση δίψα πείνα σεξ αδηφαγία και γυμνά, τι μεγαλείο,
και τι περιπλανήσεις τι ιστορίες τι λαβύρινθοι τι θυσίες
και (κάτω απ’ το πρώτο στρώμα γης σου:) τι μυστικά, γιατί;
και οι διάδρομοι το άγνωστο και τι περάσματα, τι άλλο τι;
και οι δομές στο έργο σου είναι της Μάνας-Φύσης
κι όλο πιο μέσα εσύ, το Όργανο ο Άνθρωπος το Ζώο
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
η τέχνη σου – είναι –
είναι άσκηση που θέλει αυτή να ερ
μηνέψει τον κόσμο, και πως;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
για ποιο λόγο δεν το κάνει αυτό ένας ζωγράφος;
τι έκανες καλό με τη ζωγραφική; ας λένε
τιμώρησες με το αθώο πάθος σου κανένα; ας λένε
τιμώρησες τον εαυτό σου; ας λένε
τιμώρησες το φασισμό, τον Καουντίλιο Franco;
τιμώρησες την εποχή; αυτό το res*,
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι εννοείς με τη ζωγραφική πάλι ή πάλη;
πώς πάλι, θα ρωτιέσαι, μαιτρ, τούτη η τεχνοτρονική
(τεχνολογική-ηλεκτρονική)κατάθεση με τη διπλή
ανατολή του Ήλιου; με το ρολόι-λέξη, το “τεχνητό”
χρονόσπερμα; με τ’ άγριο αναρριχητικό μπετόν; έτσι
δε μας ξεφεύγει τίποτα, -“θηρώ”** σου λέω, ανακαλύπτω
πράγματα παρατηρώ βλέπω υπάρχω μες στο πείραμά σου
“διάσπαση – σπασμό”
και θα μιλήσω ίσως κάποτε στον κόσμο για τον έρωτα
πως τα σπασμένα πρόσωπά σου κάτι διαβάζουν πάντα –
πως τα πορτραίτα σου κάτι δικάζουν πάντα –
να το νόημά τους
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ρήτορας, ναι
αλλά και δικαστής
Ιάσων Δεπούντης, Κεφάλι από ρολόι. Κανονικές παραλλαγές από το ποιητικό έργο “Οι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso” 1946-1969 -1985. Εκδόσεις Δωδώνη. Αθήνα 1985.