Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Εγγονόπουλος - Ο Ορφεύς

 les nuages, les merveilleux nuages…

CH. BAUDELAIRE


Τον Ορφέα ποτέ —μα ποτέ— τίποτα δεν τον επαρηγόρησε
για την διπλήν απώλεια
της Ευρυδίκης:
άλλοτε —για λίγο— έλεγε κανά τραγούδι μες στο μαράζι του
άλλοτε —για λίγο πάλε—
τα χρώματα
τον γοητεύανε
με τις άπειρες ποικιλίες τους
και τους συμπτωματικούς
λογής λογής συνδυασμούς τους

μια φορά —κατά του ήλιου
το βασίλεμα—
πρόσεξε μες στο γαλάζιο τ’ ουρανού
γοητευτικές αράδες
σύννεφα
—γι’ αυτό που στο Καβούρι κάποτε ένας χωροφύλακας1
σα μεταμεληθείς εκραύγασε:
«Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!»—

αλλά αυτά —πραγματικά—
δεν ήσανε τα σύννεφα του Εγγονόπουλου
ήταν μαχαίρια
λεπίδες
ακονισμένες κάμες και χατζάρια
που πάνω στις γαλάζιες τους εσθήτες
εκρατάγε
ακονισμένες κάμες και χατζάρια
που πάνω στις γαλάζιες τους εσθήτες
εκρατάγανε
οι σκληρότατες της Θράκης οι παρθένες

κι αυτά κραδαίνοντας
οι σκληρές παρθένες στ’ άπονα τα χέρια τους
μ’ αυτά —λέω— πέσανε πάνω του:
τον κατακρεουργήσανε
τον κομματιάσαν
τον Ορφέα

Νίκος Εγγονόπουλος. 1978. Στην κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα: Ίκαρος.

Ναπολέων Λαπαθιώτης - ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ



Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι

κι απονιβώντας ερομιδαλιό,

κουμάνισα το βίρο τού λαβίνι

με σάβαλο γιδένι τού θαλιό.


Κι ανέδοντας έν' άκονο λαβίνι

που ραδαγοπαλούσε τον αλιό

σινέρωσα τον άβο τού ραβίνι,

σ' έν' άφαρο δαμένικο ραλιό.


Σούβεροδα στ' αλίκοπα σουνέκια·

μεσ' στ' άλινα που δεν εσιβονεί

βαρίλωσα σ' ακίμορα κουνέκια.


Και λαδαμποσαλώντας την ονή,

καράμπωσα το βούλινο διράνι,

σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει...


Σημείωμα του Νίκου Σαραντάκου: Υπερλεξιστικό σονέτο του Λαπαθιώτη γραμμένο το 1938. Το πήρα από το ιστολόγιο του Γεράσιμου Μπερεκέτη (bereketis.blogspot.com) όπου διαβάζω ότι το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα «Θεσσαλικά Γράμματα» (1938), κατόπιν στο περιοδικό «Εκλογή» τεύχος 73, το 1951. Το δημοσιεύω με μονοτονικό αν και δεν είναι αβάσιμη η παρατήρηση του ιστολόγου ότι ειδικά στα υπερλεξιστικά ποιήματα το πολυτονικό είναι χρήσιμο για να διακρίνει τις αντωνυμίες από τα άρθρα. Έτσι, στον τρίτο, στον τέταρτο και στον έβδομο στίχο, το «του» είναι άρθρο (θα έπαιρνε περισπωμένη) γι’ αυτό και το τονίζω, κατά συμβουλή Μπαμπινιώτη, ώστε να μην υπάρχουν και προβλήματα κατανόησης του ποιήματος.


Πηγή: https://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/baogaodao.html


Cesare Pavese - To θλιμμένο κρασί


Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.
Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.
Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.
Cesare Pavese(1908 -1950) Il vino triste, μετάφραση: Σπύρος Δόικας

Αξιολόγηση σχολείου; Όχι ευχαριστώ. Απόσπασμα από την ταινία Detachement


 

Γιώργος Μανιάτης - Τι ακριβώς αγαπάμε όταν αγαπιόμαστε;


Το «έτερον ήμισυ» είναι κάτι που υπάρχει. Που υπάρχει; Ρωτάω: Το περιέ-

χω; Πως γίνεται ν’ αγαπάω ένα κορίτσι; Επίσης: Και πως, ύστερα, να αγαπάω

ένα άλλο; Ποιο απ’ τα δύο είναι το «έτερον ήμισυ»;

Πάνω σ’ αυτή τη σκέψη παρουσιάζεται, Χριστέ μου, ο άγγελός σου. Γιασε-

μιά περασμένα σε πευκοβελόνες και βεβαίως ένα χάρτινο καραβάκι στο χέρι.

Πέφτω απ’ το δέντρο και δηλώνω αμέσως φαροφύλακας.

Ένα κορίτσι θαρρώ είναι θρονιασμένο εντός μου. Δεν μπορώ να το ψαύσω

και το γυρεύω εδώ κι εκεί. Ας υποθέσουμε μάλιστα τώρα πως το τρίτο αυτό κο-

ρίτσι είναι αγόρι. Τι είναι θρονιασμένο εντός μου; Μια οπή. Ναί, αλλά με πόσες

τρύπες;

Το  «έτερον  ήμισυ»  λανθάνει  μέσα  μου  σα  χώρος  που  τον  καταλαμβάνω

χωρίς να μου ανήκει. Ο μισός είμαι ξένος. Όταν είμαι νηφάλιος ας πούμε ότι

κοιμάμαι.  Όταν  ερωτεύομαι  ξυπνάει  ο  χώρος  μέσα  μου  και  μου  λέει:  είμαι

(δηλ. είσαι!) άδειος. Το «έτερον ήμισυ» είμαι εγώ. Πως, όμως, αυτό; Ρωτάω: Με

ποια αφορμή; Γιατί αυτό το κορίτσι κι όχι το άλλο; Επίσης: Γιατί και τα δύο κι

όχι το ένα; Τρίτον: Γιατί τώρα δα κι όχι προ εξαμήνου;

Οι οφθαλμοί κόποις κτώνται. Σου γράφω «μάτια μου» και ξέρω ότι νοσώ. Η

αγάπη  είναι  νοσ(τ)ος (που  συνήθως  την υφίσταται  κι  ένας  —  το  λιγότερο  —

αθώος. Είναι φορές που την υφίσταται η υφήλιος).

Η αγάπη είναι η πηγή της τυραννίας. Κανείς δεν κινδυνεύει απ’ αυτόν που

δεν  τον  αγαπάει[...].  Θέλετε  ν’  αγαπήσετε  οπωσδήποτε;  Πάψτε  να  αγαπάτε

τώρα αμέσως.

Ο πλησίον δεν είναι φαγώσιμο για να τον αγαπάτε. Μάλιστα κανείς δε σας

υποχρεώνει  να  λέτε,  επειδή  αγαπάτε,  ότι  αγαπάτε  τον  άλλο.  Τα  αισθήματά

σας είναι που σας κινούν; Το ίδιο και την ντομάτα. «Make love, not war»: αυτό

που κάνουν κι οι κότες. Το πλέον αφόρητο: να σε αγαπούν (δηλαδή να σε περι-

λαμβάνουν). Η αγάπη είναι έλλειψη εχεμύθειας. Δε μας ενώνει τίποτα περισ-

σότερο απ’ αυτό που μας χωρίζει.

Να αποσύρεσαι, γιατί είναι έξυπνο να αποσύρεσαι: ξυπνάς. Από την άποψη

αυτή ο έρως είναι σχολείο, καιρός για γνώση. (Κάθε ισχυρή ανησυχία είναι πη-

γη  γνώσεως.  Π.χ.  η  πτώση  με  το  αλεξίπτωτο,  ο  σεισμός,  το  αυτοκινητιστικό

δυστύχημα, η τρικυμία, η θανάσιμη προσβολή — όλα τα θανάσιμα — το άγχος

εν ώρα μάχης). Επίσης η συγγραφή είναι σχολείο. Ο πειρασμός μεγαλώνει να

πω  ότι  ερωτευόμαστε  για  να  γράψουμε.  Ένσταση:  Δε  γράφουν  όμως  όλοι.

Απάντηση: Και που το ξέρουν; Εγώ λέω ότι ο λόγος και η αγάπη προωθούνται

παράλληλα και με την ίδια αφορμή. Οπωσδήποτε σχετίζονται.


Να αποσύρεσαι (απόσπασμα)

Μήτσος Παπανικολάου - Χαμένη αγάπη




Αν άλλοτε μ’ αγάπησες κι αν πια δε μ’ αγαπάς

μες στην καρδιά μου η αγάπη σου πάντοτε η ίδια μένει, 

μ' αρκεί στη θλίψη ν’ αγαπάς της βαρυχειμωνιάς

μι’ άνοιξη περασμένη. 


Και τώρα μάταια αν ποθώ τα θεία σου φιλιά

την αγκαλιά σου αν έχασα και αν νοσταλγός σου μένω,

σ' αυτό τον κόσμο πάντοτε –πικρή παρηγοριά-

μας μένει το χαμένο.



Τα Ποιήματα

Εκδόσεις Πρόσπερος
Χρήστος Διαμαντής - Χαμένη αγάπη (ποίηση Μήτσος Παπανικολάου)

Park Jungwon -My Memory (Piano & Violin Version)


 

Τάσος Λειβαδίτης - Βιολί για μονόχειρα (απόσπασμα)

 Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω -- ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο,
ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου,
αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε -- έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους
ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς -- τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει,
κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας, μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της -- ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον λησμονήσουν» έλεγε,
όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ -- θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά πράγματα,
ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του --
ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη,
και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις πλάτες)
αλλά δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν άνθρωπο, το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου --
γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις,
αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα πω για τα παπούτσια τους, τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που ήξερε περισσότερα
κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά
ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.

Βιολί για μονόχειρα, 1977

Τάσος Λειβαδίτης - πού πήγε, λοιπόν, όλη εκείνη η άνοιξη


Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
            μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
            της γής,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
            να μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
μένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των
μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους βραδινούς ορίζοντες.
....................................................................................

 Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανα-
σηκώνει πάνω από τον εαυτό σου,
ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία,
και τη μοίρα - κι ακόμα ψηλότερα,
ως τη δικαιοσύνη. Και μυρμηδίζεις όλος από μνήμες και
πράξεις κι οράματα
και βλέπεις κύματα – κύματα τις γενιές νάρχονται απ’
το βάθος του χρόνου
κι αιώνια να πλένουν τον κόσμο. Κι οι ρόγες των δα-
κτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε
σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές. Και τότε καταλαβαίνεις
τους πόνους του απείρου
όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο! Και τους πόνους της γης
για να γεννήσει ένα στάχυ. Η τους πόνους ολόκληρης
της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
ένα τραγούδι.


(Από τη συλλογή Καντάτα, εκδ. Κέδρος, 1991)

Θάνος Ανεστόπουλος - Η Γαλέρα

 


                                                  Θάνος Ανεστόπουλος - Η Γαλέρα

Στίχοι: Belgrado Pedrini (Στίχοι στα ελληνικά: Θάνος Ανεστόπουλος)
Μουσική: Belgrado Pedrini
Ερμηνεία: Θάνος Ανεστόπουλος

Είμαστε τσούρμο αναιμικό
σε μια φτωχή γαλέρα
που πάνω της ο θάνατος
με πείνα αργά θερίζει

Ποτέ διαυγή ορίζοντα
η αυγή δεν έχει δείξει
στο βρόμικο κατάστρωμα
πάντα η φρουρά ουρλιάζει

Τις μέρες μας τις κλέβουνε
σε βρομερά σανίδια
κι είμαστε δούλοι ασθενικοί
δεμένοι με αλυσίδα

Φεγγάρι πάνω απ τη θάλασσα
στον ουρανό τ αστέρια
μα πάνω από τα φώτα μας
πένθιμο πέπλο πέφτει

Αγέλες δούλων ξέσαρκων
κωπηλατούν βογγώντας
την αλυσίδα σου αν δε σπας
πάνω στο κουπί πεθαίνεις!

Το λοιπόν, σκλάβε, που βογγάς,
κουπί θα τραβάς αιώνια;
Κάλλιο στο κύμα θάνατος
στη θάλασσα που αφρίζει

Κουπί θα τραβάμε ίσαμε,
το πλοίο στα βράχια να πέσει.
Ψηλά τις μαυροκόκκινες,
στο σφύριγμα του ανέμου!

Κι αν είναι σάβανο άθλιο
το αφρισμένο κύμα
πάνω απ τους μάρτυρες θα βγει
της αναρχίας ο ήλιος!

Στα όπλα, στα όπλα, σκλάβοι, ορθοί!
το κύμα ανεβαίνει, μουγγρίζει
βροντές, αστραπές, κεραυνοί
χτυπούν τη μοιραία γαλέρα!

Στα όπλα, στα όπλα, σκλάβοι, ορθοί!
Παλέψτε σκληρά, με καρδιά,
δικαιοσύνη ορκιστείτε να γίνει
κι ή θάνατο, ή λευτεριά!

δικαιοσύνη ορκιστείτε να γίνει
κι ή θάνατο, ή λευτεριά!

Το «Παιδαγωγικό Ποίημα»: Η συγκλονιστική ταινία για το σχολείο με ελληνικούς υπότιτλους (Δείτε το εδώ)

 Το «Παιδαγωγικό Ποίημα» αποτελεί ένα σπουδαίο πόνημα, το οποίο ξεφεύγει από τα παιδαγωγικά όρια κι εκτείνεται έως και τα πεδία της ιστορίας και της πολιτικής

Το «Παιδαγωγικό Ποίημα – Ο δρόμος προς τη ζωή» αποτελεί βιβλίο (βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα), αποτελούμενο από δύο τόμους, του Σοβιετικού παιδαγωγού Αντόν Σεμιόνοβιτς Μακάρενκο, στο οποίο αναδεικνύεται η γιγαντιαία προσπάθεια που κατέβαλαν οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να δημιουργήσουν και να διαπαιδαγωγήσουν τον «σοβιετικό άνθρωπο», δηλαδή τον άνθρωπο που κλήθηκε να αναπτύξει και να θεμελιώσει το πρώτο κοινωνικό σύστημα της ανθρώπινης ιστορίας στο οποίο καταργήθηκε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Όπως, ίσως, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, το «Παιδαγωγικό Ποίημα» δεν αποτελεί μόνο ένα λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα ένα σπάνιο και μοναδικό έργο, καθώς επιδιώκει να παρουσιάσει αυτό το «άλμα» της ανθρωπότητας μέσα από τη ζωή συνηθισμένων ανθρώπων, εκπαιδευτικών και παιδιών, που στα πρώτα χρόνια κιόλας μετά τον εμφύλιο πόλεμο δημιούργησαν έναν παιδικό «σταθμό» –όπως είναι η λογοτεχνική του μετάφραση, αν και ο όρος «αποικία» είναι πιο κοντά στην κατά λέξη μετάφραση– αποτελούμενο από ορφανά παιδιά, που ο πόλεμος και οι κακουχίες της ζωής τα είχαν εκθέσει στη ζωή του δρόμου, οδηγώντας τα στην αλητεία, στην κλεψιά και την επαιτεία. 

Με το «Παιδαγωγικό Ποίημα» ο Μακάρενκο δίνει, με γλαφυρό τρόπο, όλες εκείνες τις καθημερινές δυσκολίες αυτής της προσπάθειας, παρουσιάζοντας με πρωτότυπο τρόπο τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της σοβιετικής διαπαιδαγώγησης, μέσα από τη διαμόρφωση της παιδικής κολεκτίβας και του εργασιακού (πολυτεχνικού) σχολείου.

Ήδη από τα πρώτα χρόνια ο Μακάρενκο ήρθε σε σύγκρουση με τους εκπροσώπους της λεγόμενης «ελεύθερης διαπαιδαγώγησης», αντιπαραθέτοντας τη σκέψη για τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να παίξει η παιδική κολεκτίβα και η συνειδητή εργασιακή δραστηριότητα στη διαμόρφωση σοσιαλιστικής κοσμοθεωρητικής αντίληψης των νεαρών πολιτών του σοβιετικού κράτους. Και πράγματι, η εργασία και η μάθηση ήταν αχώριστοι «συνοδοί» της ζωής των παιδιών του σταθμού «Γκόρκι» –όπως είχε ονομαστεί ο σταθμός που διηύθυνε ο Μακάρενκο, προς τιμήν του μεγάλου λογοτέχνη.

Επιπλέον, μελετώντας κανείς το «Παιδαγωγικό Ποίημα» θα μπορέσει ευθύς εξαρχής να αντιληφθεί το γεγονός ότι το σύστημα διαπαιδαγώγησης που εφαρμοζόταν πρόβαλλε διαρκώς νέες απαιτήσεις προς το κάθε παιδί του σταθμού, οι οποίες συνοδεύονταν, παράλληλα, από την αύξηση του σεβασμού προς το κάθε παιδί.

Απαιτήσεις που «γεννιούνταν» και προβάλλονταν μέσα από την ίδια την κολεκτίβα, από την ομάδα στην οποία ήταν ενταγμένο το κάθε παιδί και που περιέβαλλε με σεβασμό και φροντίδα το κάθε μέλος της.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «Παιδαγωγικό Ποίημα» αποτελεί ένα σπουδαίο πόνημα, το οποίο ξεφεύγει από τα παιδαγωγικά όρια κι εκτείνεται έως και τα πεδία της ιστορίας και της πολιτικής. Το πλέον βέβαιο είναι ότι αναδεικνύει με τον καλύτερο και πιο απτό τρόπο την τιτάνια μάχη του ανθρώπου για τη δόμηση ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου.

Όλοι μπορούν, ακόμη και τα παιδιά του δρόμου, να διαπαιδαγωγηθούν, να μορφωθούν! Ν’ αλλάξουν! 

Οι παιδαγωγικές απόψεις του Μακάρενκο δεν ήταν κάποιες «συνταγές» ξένες προς το σύνολο των ριζοσπαστικών διεργασιών που γίνονταν στην κοινωνία εκείνη την εποχή. Οπως σωστά έγραψε ο δικός μας μεγάλος παιδαγωγός, ο Δημήτρης Γληνός, «η εκπαίδευση (και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση) είναι πράξη πολιτική και ενεργείται με πολιτικές δυνάμεις κι αποφάσεις. Αρα, εκπαιδευτική αλλαγή προϋποθέτει κοινωνικο-πολιτική αλλαγή». Και αυτό επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του Μακάρενκο. Οι θέσεις και ιδέες που διατύπωσε δε θα μπορούσαν να «δουλέψουν», αλλά ούτε καν να εμφανιστούν, αν δεν αντανακλούσαν το όλο οικονομικό, κοινωνικο-πολιτικό σύστημα που καθορίζει και το εκπαιδευτικό πλαίσιο, δηλαδή το σύστημα της ανθρωπιάς, της Λαϊκής Παιδείας που χαρακτήριζε το σοσιαλιστικό σύστημα στην ΕΣΣΔ. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιες ιδέες που απλώς έπεσαν στο «εύφορο έδαφος» της επανάστασης και του σοσιαλισμού και στη συνέχεια αναπτύχθηκαν, αλλά για ιδέες που σε μεγάλο βαθμό ήταν «καρπός» αυτών των ριζοσπαστικών κι επαναστατικών κοινωνικών αλλαγών, της σύνδεσης των αναγκών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων με τη μαρξιστικο-λενινιστική κοσμοθεωρία, με την προοπτική της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας χωρίς την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Μια από τις θεμελιώδεις αρχές που εφάρμοσε στην πράξη ο Μακάρενκο, αυτή της συμμετοχής των παιδιών στην παραγωγική δραστηριότητα μιας κομμουνιστικής κολεκτίβας, διατυπώθηκε αρχικά από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. Σ’ αυτή στηριζόταν η αντίληψη πως μέσα από την εργασιακή δραστηριότητα το παιδί μπορεί καλύτερα να συνειδητοποιήσει τις φυσικές και κοινωνικές νομοτέλειες και να αναπτύξει πολύπλευρα την προσωπικότητά του. Μια τέτοια δυνατότητα, με την ανάλογη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα θέσει αντικειμενικά την προοπτική της κατάργησης του καταπιεστικού καταμερισμού της εργασίας. Στο πνεύμα αυτής της αντίληψης η σοβιετική εξουσία επιχείρησε τη δημιουργία του Ενιαίου Εργασιακού (Πολυτεχνικού) Σχολείου.

Ενα δεύτερο στοιχείο, στο οποίο στηρίχτηκε το «παιδαγωγικό πείραμα» του Μακάρενκο, ήταν η δύναμη της διαπαιδαγώγησης που έχει η κοινωνίαη κολεκτίβα, στην οποία είναι ενταγμένο το κάθε άτομο. Η ιδέα πως το άτομο δεν πρέπει να το βλέπουμε αποσπασμένα από την κοινωνία, αλλά ενταγμένο σ’ αυτήν, είναι μια βασική φιλοσοφική θέση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, που αποτέλεσε τη βάση για τις σοβιετικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στην ΕΣΣΔ. Ετσι, η ανάπτυξη του παιδιού δεν αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία καταπίεσης και εξαναγκασμού από τους γονείς ή και γενικότερα από την υπόλοιπη κοινωνία, όπως θεωρούν οι φροϋδιστές και οι οπαδοί της λεγόμενης «αντιαυταρχικής αγωγής», αλλά ως μια πορεία «κατάκτησης» και δημιουργικής αφομοίωσης της συσσωρευμένης πείρας της ανθρωπότητας.

Αυτή η αντίληψη της σοβιετικής παιδαγωγικής και ψυχολογίας είχε τεράστια «πρακτική» σημασία για την «οικοδόμηση» του συστήματος παιδείας. Καταρχήν, αποδεχόμενοι τη θέση ότι η ανάπτυξη του ανθρώπου είναι διαφορετική από την ανάπτυξη των ζώων, αφού σε αυτή βάζει τη σφραγίδα της η ίδια η κοινωνία των ανθρώπων, γίνεται φανερή η ανάγκη συνειδητής οργάνωσης της διαδικασίας που λέγεται αγωγή σε συνθήκες που συνειδητά οργανώνεται η παραγωγή (κεντρικός σχεδιασμός). Ο σοβιετικός ψυχολόγος Λεφ Βιγκότσκι αναφέρει ότι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη συγκεκριμένη διαδικασία και ως «τεχνική ανάπτυξη του παιδιού», από την άποψη ότι εδώ πλέον παρεμβάλλεται σε αυτήν την «ανάπτυξη», με τον τρόπο της, ολόκληρη η κοινωνία. Αφού λοιπόν αποκτά τεράστια σημασία αυτή η διαδικασία, που όχι μόνο δεν είναι σε αντίθεση με την κοινωνική «φύση» του ανθρώπου, αλλά στηρίζεται ακριβώς στην ίδια τη φύση του, είναι φανερό ότι θα πρέπει να ξεκινά όσο το δυνατό νωρίτερα. Ετσι, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε κι άλλους λόγους, όπως ήταν η μεγαλύτερη απελευθέρωση της γυναίκας, είναι φανερό πως εδώ υπάρχει κι ένας επιπλέον επιστημονικός λόγος που το σύστημα της προσχολικής αγωγής είχε τεράστια και πρωτοπόρα ανάπτυξη στη Σοβιετική Ενωση. Με βάση τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, το 1984 στην ΕΣΣΔ υπήρχαν 134.000 ιδρύματα προσχολικής αγωγής με 15,5 εκατομμύρια παιδιά, στα οποία εργάζονταν πάνω από ένα εκατομμύριο νηπιαγωγοί και διευθυντές παιδικών σταθμών.

Κι όχι μόνο αυτό! Η παραπάνω θεμελιακή τοποθέτηση οδηγεί σε συμπεράσματα για τη βαθιά πίστη που είχαν οι Σοβιετικοί παιδαγωγοί και ο Μακάρενκο, πως όλοι μπορούν, ακόμη και αυτοί οι ανήλικοι εγκληματίες και τα παιδιά του δρόμου, να διαπαιδαγωγηθούν, να μορφωθούν! Ν’ αλλάξουν! Να γίνουν οι δημιουργοί της νέας κοινωνίας!

Η παραπάνω θέση, για τον κοινωνικό χαρακτήρα της ανάπτυξης του παιδιού, έχει σημασία και για τη διδακτική και την αξιολόγηση του μαθητή. Ο άνθρωπος, σε διάκριση από τα ζώα, ούτε απλά αναπτύσσεται ούτε συμπεριφέρεται στη βάση της κληρονομικότητας, αλλά στη βάση της ενεργούς αφομοίωσης, της κατάκτησης της πείρας που έχει συσσωρευτεί από την ανθρωπότητα. Η κατάκτηση της γνώσης είναι μια εξελικτική διαδικασία, στην οποία ιδιαίτερο ρόλο παίζει τόσο η κολεκτίβα (η σχολική και εξωσχολική ομάδα), όσο κι ο ενήλικας (ο δάσκαλος, ο γονιός και άλλοι). Οπως σημειώνει ο άλλος κορυφαίος σοβιετικός ψυχολόγος Αλεξέι Λεόντιεφ«μια τέτοια δραστηριότητα δεν μπορεί να διαμορφωθεί στο παιδί από μόνη της, αλλά διαμορφώνεται στην πρακτική και γλωσσική επικοινωνία με τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, στην κοινή δραστηριότητα με αυτούς».


Paul Valery - [Πόσο γαλήνια...]


Πόσο γαλήνια είν’ η ώρα και το πρόωρο τέλος της εσπέρας πόσον αβρά χρωματισμένο. Παραθυρόφυλλα σπρωγμένα βίαια δεξιά και αριστερά, με ρωμαλέα κίνηση κολυμβητή βυθίζομαι στην έκσταση του χώρου. Είναι άδολο, είναι παρθενικό, είναι γλυκό και άγιο.Από παντού σε χαιρετώ, αρχή κάθε διαφάνειας.Τι γεγονός για το πνεύμα αυτό το αχανές. Θα ‘θελα, πάνω απ’ όλα, να σ’ ευλογήσω, αν ήξερα μονάχα… Στ’ άνδηρα, περιπλεγμένα τρυφερά από φυλλωσιές, στο κατώφλι της πρώτης ώρας, στο κατώφλι του εφικτού, κοιμούμαι κα ξυπνώ, είμαι μέρα κα νύχτα, προσφέρω τρυφηλά μιαν άσωστη αγάπη, έναν ανυπολόγιστο τρόμο. Η ψυχή μου σβήνει την δίψα της στου χρόνου τον κρουνό, πίνει λίγο λυκόφωτο και λίγη χαραυγή, νιώθει πως είναι μια γυναίκα νικημένη από τον ύπνο, ένας άγγελος καμωμένος από φως, κοινωνεί με τον εαυτό της, πέφτει σε μια κατήφεια και πετά με τη μορφή πουλιού σ΄ ένα ημίγυμνο ύψος όπου ο βράχος του- χρυσός και σάρκα- διαπερνά το κυανό της νύχτας. Μια νεραντζιά αναπνέει εκειδά στον ίσκιο.Πολύ υψηλά κάτι άστρα μοναχικά, τρεμίζουν, υποφώσκουν. Αυτό απολειφάδι πάγου είναι το φεγγάρι. Γνωρίζω κάλλιστα (και διαμιάς) πως ένα ασπρομάλλικο αγόρι αποστηθίζει αρχαίους θρήνους, ημιθανές, ημίθεο, πάνω στο ουράνιο αυτό αντικείμενο καμωμένο από μια σπιθόβολη, θανάσιμη ουσία, κρύα και τρυφερή που βαθμηδόν διαλύεται. Το κοιτάζω λες και δεν έχω μέσα μου καρδιά. Η νιότη μου πάλαι ποτέ ένοιωθε δάκρυα ν’ αναβλύζουνε την ίδια τούτην ώρα και κάτω από την ίδια μαγγανεία της λιπόθυμης σελήνης. Η νιότη μου ατένιζε την ίδια αυγή και ατενίζω τον εαυτόν μου στο πλευρό της νιότης μου. Διαιρεμένος πως να προσευχηθώ; Πως να προσευχηθείς σαν ένας άλλος εαυτός αφουγκράζεται την προσευχή σου;Να γιατί πρέπει να προσεύχεται κανείς με λέξεις άγνωστες. Απόδωσε αίνιγμα στο αίνιγμα, αίνιγμα για αίνιγμα.Ανέβασε κάθε μυστήριο εντός σου σε αληθινό μυστήριο. Υπάρχει κάτι εντός σου που ισοδυναμεί με ο,τι σε ξεπερνά.

Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας

Πηγή:Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Μαρία Λαϊνά, Εκδόσεις ελληνικά γράμματα, 2007.

Τάσος Λειβαδίτης - Παρελθόν

 Aς γράψουμε, λοιπόν, ένα γράμμα με παραλήπτη ανύπαρκτο, κι

όπως περπατάμε ας το αφήσουμε να μας πέσει, τάχα, κατά τύχη

στο δρόμο. Aύριο, μεθαύριο θα το βρούν ξεθωριασμένο απ' τη βροχή


και τότε θα 'χει πάρει όλο το νόημά του.



Από το βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη Βιολέτες για μια εποχή

Εκδόσεις Κέδρος, 1985, Ενότητα: «Μικρά γυμνάσματα λησμονιάς».

Χρήστος Τουμανίδης - Τα ρολόγια


στη Νανά Ησαΐα
Και βέβαια το ξέρεις,
σε τίποτα δεν ωφελούν τα ρολόγια.
Οι δείχτες είναι το σπαθί που
διαρκώς αλλάζει κόψη.
Ατέλειωτοι κύκλοι αφαιρέσεως τα ρολόγια.
Κάθε αριθμός κι ένας τρόπος εκροής του χρόνου.
Έτσι είναι τα ρολόγια. Σκοτεινοί συνωμότες.

Η ώρα του λιμανιού, 1987

Federico Garcia Lorca - Ηχώ ρολογιού

 

Κάθομαι
σε ένα ξέφωτο του χρόνου.
Ήταν μια λεκάνη σιωπής,
άσπρης
σιωπής.
Υπέροχο δαχτυλίδι
όπου τα άστρα
συγκρούονταν με τους δώδεκα επιπλέοντες
μαύρους αριθμούς.
(Φεδερικό Γκαρθία Λόρκα (1898-1936)
Μετ: Γιάννης Σουλιώτης

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Τα ρολόγια


Και τώρα πώς να σταματήσω τα ρολόγια

και πώς να κάνω τον ήλιο να μην βγει

Και πώς να μην τελειώσει ετούτη η νύχτα αχ!


Και τώρα πώς να σταματήσω το σκοτάδι

και πώς να κάνω την Πούλια να μην βγει

και πώς να μη τελειώσει ετούτη η νύχτα αχ!

                           

Από το Γυμνοί στο δρόμο, σύνθετης, Σταύρος Ξαρχάκος




Μίλτος Σαχτούρης - Τ’ απελπισμένα ρολόγια


Δείχνουν 5 η ώραδείχνουν 7 και μισήδείχνουν 8δείχνουν 10
δείχνουν 6 και μισήδείχνουν 17δείχνουν 4 και μισήδείχνουν 17 και μισήδείχνουν 3 τρεις
δείχνουν 1 μίαδείχνουν 6δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ.


Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998

Γιάννης Ρίτσος - Οκτώβρης 1940

 Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.

Ποιήματα, τ. 3, Κέδρος 1967.

Νίκος Παπάζογλου - Βιάστηκε Να Νυχτώσει


 Μουσική: Νίκος Παπάζογλου

Στίχοι: Τάκης Σιμώτας


Άλλη μια μέρα πέρασε

βιάστηκε να νυχτώσει

Δύσκολη θα ναι η βραδιά

ώσπου να ξημερώσει.


Κατέβηκα αργά στο μπαρ

να πιω κανά ποτήρι

κουβέντες, φώτα, μουσικές, 

της νύχτας ακρωτήρι.


Όπως τα έργα τα κακά

που φεύγουμε στη μέση

οι έρωτές μας κι οι ζωές

ένα μεγάλο φέσι.


Σκαρφάλωσα στο κάθισμα

την πιο σκληρή παγίδα

στρίμωξα τους αγκώνες μου

 απάνω στη σανίδα.


Κοιτάζουν τα ποτήρια τους

αμίλητοι οι θαμώνες

Οι ευκαιρίες χάθηκαν

θα ρθουν σκληροί χειμώνες.

Juan Ramón Jiménez - Σύγκρουση στήθους με ράχη

Σύγκρουση στήθους με ράχη  


Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου




Είσαι το όριο της τροχιάς μου και είσαι το

απεριόριστο, το έσω της τροχιάς μου και το έξω,

το βαθύ και το εκτενές· όλα όσα μπόρεσα να

κατακτήσω και όλα όσα θα μπορέσω.



Κι εγώ ξέρω, ξέρω πως μια μέρα θ’ αλαφρώσω την αέναή μου

διαδρομή· και θα είμαι ο πλάνης οδοιπόρος δίχως καμπανάκι,

μετά χαράς κυρίαρχος των πάντων και κυριευμένος, μετά χαράς,

ώσπου τον εαυτό μου ν’ ανταμώσω· σύγκρουση στήθους με ράχη

και σύγκρουση σάρκας με ψυχή, αλήθειας με εικόνα.

                                              

                                               Θεός επιθυμητός και επιθυμών


Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου

Μίλτος Σαχτούρης - Με τα μάτια κλειστά


Νυχτερινάσώματακαθώς ανάβουν και σβήνουνοι δρόμοι
τα μάτιασβήνουν κι αυτάενώ τα σύννεφα ανακατεύονταικαι κατεβαίνουνκλειστά καφενεία
δυο άνθρωποι μαζίπιο κάτω τρεις άνθρωποι μαζίκαι πιο κάτω τέσσερες άνθρωποιένα πρόσωπο ξεχασμένοέν’ άλλο χθες απαντημένο
άτονοαπελπισμένοδεν το θέλωένα στόμαπου ξέρει να βρίσκει
την πληγή της ψυχήςΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣπρέπει να κάψουμε τα χέρια μαςτη νύχτα αυτήτων φαντασμάτων
και της μαύρης πίκρας
Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952

Thomas Bernhard - Τα βραβεία μου (απόσπασμα)

 Ύστερα από λίγο καιρό είχα βρεθεί στο καφέ Μουζέουμ με τον Γκέρχαρτ Φριτς, που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής και μέχρι τότε φίλος μου, και είχαμε καθίσει μάλιστα στο ίδιο τραπέζι στο οποίο συνήθιζε να κάθεται ο Ρόμπερτ Μούζιλ, και τον είχα ρωτήσει αν μετά απ΄ αυτή την αθλιότητα του Συνδέσμου Βιομηχάνων σκεφτόταν να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο που είχαν φερθεί και να παραιτηθεί από την κριτική επιτροπή και να εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά ο Φριτς δεν είχε την πρόθεση ούτε να διαμαρτυρηθεί ούτε να παραιτηθεί από την κριτική επιτροπή. Είχε να θρέψει, μου είπε, τρεις γυναίκες και κάμποσα παιδιά που είχε κάνει μ΄ αυτές τις γυναίκες και δεν είχε περιθώρια ούτε για μια τέτοια αυτονόητη για μένα διαμαρτυρία ούτε για μια τέτοια εξίσου αυτονόητη για μένα παραίτηση από την κριτική επιτροπή του Βραβείου Βίλντγκανς. Αυτός που ήταν πατέρας τόσων παιδιών και συντηρούσε τρεις γυναίκες, ξέρεις τι μου κοστίζουν αυτές; μου κλάφτηκε και με παρακάλεσε να δείξω κατανόηση, σε έναν τόνο που μου ήταν αποκρουστικός.Ο κακομοίρης, ο ασυνεπής, ο αξιολύπητος, ο αξιοθρήνητος. Λίγο μετά απ΄ αυτή τη συζήτηση ο Φριτς κρεμάστηκε από το γάντζο της εξώπορτας του σπιτιού του, έτσι όπως την είχε καταντήσει ο ίδιος τη ζωή του δεν την άντεχε πια. Κι αυτή τον συνέτριψε.

Τόμας Μπέρνχαρντ, Τα βραβεία μου, μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. Εστία.

Σταύρος Βαβούρης - Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης


Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης
του πρόσφεραν κοκάλινα χαμόγελα ως αναψυκτικά
υποσχέσεις που περιείχαν πιθανότητες
κι ελπίδες φρέσκου αέρα
και τον θάνατο –πολύ διακριτικά–
σε ημερήσιες δόσεις:
«Η αίτησίς σας απερρίφθη (μέρα πρώτη – πρώτο κουταλάκι)
αλλά μπορείτε τώρα (δεύτερο)
αν θέλετε να κάνετε ένσταση…»

Ένσταση κι έφεση λοιπόν
και πάλι νέα αναμονή
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης.
«Και μην αδημονείτε, προ παντός.
Οι υπάλληλοι ενοχλούνται.
Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις.
Όχι ερωτήσεις περιττές.
Σαλόνι το περάσατε;»

Αυτά και τα παρόμοια
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης,
κι έχασε τη μάχη με το χρόνο κι έγειρε.
Έχασε τη φωνή του στη Σιωπή
(αφού υποβάλλονται γραπτώς μονάχα τα υπομνήματα)
και πέθανε γουλιά γουλιά
πίνοντας το θάνατο με το κουτάλι του γλυκού
ακριβώς σαν καταπότι ιατρικό κατόπιν συνταγής
σε ημερήσιες δόσεις.


Ποιήματα, 1977

Ιάσων Δεπούντης - Μπροστά σ ένα πίνακά σου, Πικάσσο

 

μπροστά σ ένα πίνακά σου, Πικάσσο,
βρίσκομαι στην κορφή του αυτού μου, ζωγραφίζεις

σχεδιάζεις ζωγραφίζεις

μα εσύ που γνώρισες που γύρισες απ’ το σφαγείο, οι δυο εσύ
μα εσύ στη βαθιά κρίση της Ευρώπης, εσύ, οι τρεις εσύ
μα εσύ στην εποχή που δούλευαν τα χασαπομάχαιρα τυ ναζισμού
μα εσύ που πότισες τον Άγγελο, εσύ που ζέστανες τ’ αβγό του
μα εσύ των Νέων Καιρών, εσύ του ζόφου μας, P.P., σχεδιάζεις

σχεδιάζεις συμπληρώνεις ζωγραφίζεις

σχεδιάζεις τα στοχαστικά πρόσωπα της κοινότητας ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις το σώμα της την τάση της για μέριμνα ζωγραφίζεις
σχεδιάζεις τα χέρια και τα πόδια το φιλελεύθερο νου τη
σχεδιάζεις τα κόκαλα τα νεύρα το δημοκρατικό σοσιαλισμό τη
σχεδιάζεις την καρδιά του κόσμου το μαρξισμό τώρα

σχεδιάζεις πλάθεις σμιλεύεις ζωγραφίζεις

όλα και τον αντικατοπτρισμό τους χαράσσεις

σχεδιάζεις ζωγραφίζεις

ο Άνθρωπος κρεμόταν στη μέση

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ως πότε, Κύριε;

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι αλοιφές τι χρώματα τι μπαχαρικά τι κρασιά, τι;
τι κιθάρες, πόσα σπαθιά και τι κρανία, τι Μινώταυροι
τι εγγαστρίμυθοι, τι ζογκλέρ, τι ακροβάτες, τι; γιατί;
τι αλητεία με τα όργανά της, τι μουσικές με ποτήρια, τι;
κι αυτός, εδώ, με την ψυχή στο σκούφο του, – ίδιος, εσύ! –
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι δηλητήρια τι έχθρες τι πάθη τι ζωές, άκλιτο τι;
τι εμπειρίες τι διασταυρώσεις τι έλξεις τι απωθήσεις, τι;
τι γραμμές τι συμπλέγματα, πόσες εντάσεις και κηλίδες, τι;
τι κενά, τι αρμονία και μέτρο, τι χιούμορ, πόση ανθρωπιά
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι μάτια, μάτια πλατιά, μεγάλα μάτια, σαν φωλιές ψαριών
τι μάτια, μάτια πλατιά, μαγνητισμένα μάτια, ορθάνοιχτα
τι μάτια κι άλλα μάτια, παράθυρα διάπλατα στα πέλαγα, τι;
τι μάτια σαν λιοτρόπια, παλεύουν μαύροι ταύροι μέσα τους
τι μάτια – καταρράχτες, μέσα χιμάνε τρέχουν καβαλάρηδες

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τα μάτια των χαιρετισμών και των ταύρων, Κύριε!

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι άλλο από το ύφος του Πικάσσο της avant-garde!
τι άλλο από τις ώριμες προοπτικές του νου, γιατί;
τι άλλο από τροχιές και αναβάσεις βάραθρα χιόνια φως
τι άλλο από τη σιγουριά ενός χεριού που πιάνει φίδια, τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
ταύρους πουλιά και σίδερα το Δον Κιχώτη από βροχή (εδώ
η σκηνή κλείνει) πού πάει μετά ο κόσμος; γιατί ο χρόνος
είν’ ο Κένταυρος Χείρων, γιατί εσύ ‘σαι ο σκηνοθέτης του

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

Το ήθος ενός ανένδοτου αγώνα παίρνει όλο το έργο σου, τι;
& πώς; πυρός φωτεινότερον, φωτός εναργέστερον, καταφλέγον
τι; από τι; σαν ποιον που να σου μοιάζει; σαν ένας κλόουν
ή ένας Καμασβάρι, και το παιχνίδι – τέλος…

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

κόσμος σημαίνει κόσμημα κοσμάκης κωμωδία
μια κωμωδία που κλαίει ο COSMOS σου –

ζωγραφίζεις συμπληρώνεις απορρίπτεις ζωγραφίζεις

τα 100 (πρώτα) αρχέτυπα
τα 1.000 βασικά (μοντέλα)
τα 10.000 καθοδηγητικά μοτίβα ζωγραφίζεις

έχε γεια

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

γιατί, Κύριε;

τι έχεις μέσα; τι θα’θελες να πεις και τι να κάνεις; τι;
τι μπορείς με τον σταλμένο κόσμο σου και πώς λοιπόν;
για ποιον; ποιον έφερες Μιστρά; τι άλλο πύραυνο;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
με ποια κλειδιά και δείχτες; τι συστήματα; τι άλλο τι;
και πως αυτό με σένα, Κύριε, και τη ζωγραφική; για τι;
και οι τίτλοι τα τάλαντα οι τιμές; τι κόσμος; τι σημεία, τι σημεία,
και οι γενιές; πατέρες μάνες με παιδιά, συγγενολόγια, τι;
και (μέσα, πιο μέσα ακόμα:)τι φαλλοί τι πισινοί τι μούνοι
και πόση δίψα πείνα σεξ αδηφαγία και γυμνά, τι μεγαλείο,
και τι περιπλανήσεις τι ιστορίες τι λαβύρινθοι τι θυσίες
και (κάτω απ’ το πρώτο στρώμα γης σου:) τι μυστικά, γιατί;
και οι διάδρομοι το άγνωστο και τι περάσματα, τι άλλο τι;
και οι δομές στο έργο σου είναι της Μάνας-Φύσης
κι όλο πιο μέσα εσύ, το Όργανο ο Άνθρωπος το Ζώο
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

η τέχνη σου – είναι –
είναι άσκηση που θέλει αυτή να ερ
μηνέψει τον κόσμο, και πως;

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
για ποιο λόγο δεν το κάνει αυτό ένας ζωγράφος;
τι έκανες καλό με τη ζωγραφική; ας λένε
τιμώρησες με το αθώο πάθος σου κανένα; ας λένε
τιμώρησες τον εαυτό σου; ας λένε
τιμώρησες το φασισμό, τον Καουντίλιο Franco;
τιμώρησες την εποχή; αυτό το res*,
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις
τι εννοείς με τη ζωγραφική πάλι ή πάλη;
πώς πάλι, θα ρωτιέσαι, μαιτρ, τούτη η τεχνοτρονική
(τεχνολογική-ηλεκτρονική)κατάθεση με τη διπλή
ανατολή του Ήλιου; με το ρολόι-λέξη, το “τεχνητό”
χρονόσπερμα; με τ’ άγριο αναρριχητικό μπετόν; έτσι
δε μας ξεφεύγει τίποτα, -“θηρώ”** σου λέω, ανακαλύπτω
πράγματα παρατηρώ βλέπω υπάρχω μες στο πείραμά σου
“διάσπαση – σπασμό”
και θα μιλήσω ίσως κάποτε στον κόσμο για τον έρωτα
πως τα σπασμένα πρόσωπά σου κάτι διαβάζουν πάντα –
πως τα πορτραίτα σου κάτι δικάζουν πάντα –
να το νόημά τους
ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις και ζωγραφίζεις

ρήτορας, ναι
αλλά και δικαστής


Ιάσων Δεπούντης, Κεφάλι από ρολόι. Κανονικές παραλλαγές από το ποιητικό έργοΟι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso” 1946-1969 -1985. Εκδόσεις Δωδώνη.  Αθήνα 1985.

Στέφανος Μπεκατώρος - Ποιήματα

ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ξέρεις, τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Κίχλη

Είμαι το σπίτι που έμεινε κλειστό ένα καλοκαίρι
κι οι άνθρωποί του έφυγαν σε πλούσια εξοχή
κι έμειναν και το ξέχασαν κλειστό
για πάντα.

Είμαι το σπίτι που έμεινε έρημο στο χειμώνα
να περιγράφει τη σιωπή στα έπιπλα και τους τοίχους
να ιστορεί τα πρόσωπα μέσα στην κρύα νύχτα
ν’ ακούει το τηλέφωνο σπαραχτικά να ηχεί

και να μη βρίσκεται κανείς ν’ ακούσει
τη φωνή του

―Πατριδογνωσία (Κέδρος, 1972)


ΤΟ ΔΑΚΡΥ
Όπως το δάκρυ έτσι έρχεται το ποίημα
μέσα από τις βαθιές χαραγματιές
του σώματός μου. Βγαίνει απ’ το σώμα μου
στο χώμα πέφτει κάποτε – κόκκινο ρόδο
και γίνεται χίλια κομμάτια κόκκινα
στον ουρανό πετάει κάποτε – το κόκκινο μαντήλι
που έφυγε από τα χέρια του παιδιού
στα χέρια πέφτει κάποτε – κόκκινος θρόμβος
γεμίζοντας ένα λευκό χαρτί.

Ό, τι κι αν γίνει
θα επιστρέψει κάποτε το ποίημα
ό, τι κι αν γίνει
θα σε γυρέψει κάποτε το ποίημα
ήσυχο κλάμα του νερού στην πηγή
φύλλωμα δέντρου όπως ξεψυχάει το απόγευμα
βιβλίο που φαγώθηκε απ’ τη σκόνη
και την υγρασία κι έμεινε
στη μοναξιά καιρό.

Όπως το δάκρυ κι όπως το αναφυλλητό –
φτάνει μια μέρα που όλα γύρω γέρνουν κλείνει
ο κόσμος χάνεται σβήνει ο ουρανός και μόνο
μένουν τα λόγια πάνω στο χαρτί κι η μουσική
πριν απ’ τα λόγια πριν απ’ το χώμα πριν
απ’ τον ουρανό
                                κι όμως
μετά από το ποίημα∙ έτσι –
όπως το δάκρυ κι όπως το αναφυλλητό.

―Περιορισμένος Χώρος (Κέδρος,1975)


ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟ
Η θάλασσα η θάλασσα η θάλασσα (είπε) κάτω
Και πέρα και παντού ψηλά το γαλάζιο
Όσο φθάνουν τα μάτια σου δείχνει στον ήλιο
Ασήμια χέρια χαϊδεύοντας την άμπελο

Χαϊδεύοντας τα σπουργίτια εκεί λίγο
Δεξιότερα στην άκρα μοναξιά
Στα λαμπερά χώματα.
Τόσα χαϊδέματα παντού σβήνουν το μαύρο

Στο φως ήμερα κύματα δίνουν στα πεύκα
Σχήμα με τον άνεμο στα κυπαρίσσια
Δύναμη να δείχνουν
Ψηλά.

Λωρίδες χρόνου πέφτουν από τον ευκάλυπτο
Στα χέρια του κάτω στα πόδια.
Από τη γη ανεβαίνει αγκομαχά
Ο λοίσθιος πόνος.

―Ο ουρανός είναι το χώμα (Παρουσία, 1998)


Πηγή: https://exitirion.wordpress.com/2020/12/24/stefanos-mpekatoros/