Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Δημήτρης Τρωαδίτης-Οι πατρίδες



Οι πατρίδες

ξεπουλημένα γραμμάτια

στην αγορά της υποκρισίας

σκυλιά που εξακοντίζουν άγος

στις παραληρούσες μάζες


οι πατρίδες

λίστες φοροφυγάδων

αμείλικτων πολιτικών

που αγορεύουν 

σε ρημαγμένους δρόμους


οι πατρίδες

μοιάζουν με νύχτες

ξέχειλες από αγυρτείες

ανέξοδα μεθύσια

ανύπαρκτες ηδονές.


 Δημήτρης Τρωαδίτης, από τη συλλογή: Με μια εμμονή στην κωλότσεπη, Στοχαστής 2020.

Μήτσος Παπανικολάου- Χωρισμός


Μόνοι το δρόμο πήραμε και φτάσαμε ως την άκρη

Και τώρα αν θα χωρίσουμε θα μας ενώνει ο πόνος·

-Σφίξε το χέρι δυνατά μα κράτησε το δάκρι!

Μόνος εγώ τραβάω μπροστά κ' εσύ γυρίζεις μόνος.


-Πρόσμενε, πάντα πρόσμενε· ποιος ξέρει αν κάποια μέρα

Με σταματήσει η κούραση και με γυρίσει πίσω

Και νεκρωμένος τότε πια γυρνώντας από πέρα

Σαν άστρα αθάνατης ζωής τα μάτια σου αντικρύσω;


Μήτσος Παπανικολάου, 1919

Κώστας Ουράνης - Ἡ ζωντανὴ νεκρή


"Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.
Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.
Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...
Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!"
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ναπολέων Λαπαθιώτης-Είναι βραδιές

 ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΔΙΕΣ

Είναι βραδιές που φέρνω γύρα

κάποιο δρομάκι αποσπερνό

ζητώντας ό,τι έχω χαμένο

μήπως το βρω, καθώς περνώ,

`

και μη μπορώντας να υποφέρω

τη σκέψη που με τυραννεί

κοιτάζω, για παρηγοριά μου,

το φως που στέλνουν οι ουρανοί.

`

Κι είναι ώρες πάλι που γυρίζω,

μονάχος, όλη τη βραδιά

σαν ένας που θα περπατούσε

μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά

`

κι άλλες ακόμα πιο μονάχες,

που παίρνω αγάλια το στρατί,

κι η ζωή μου μοιάζει πεθαμένο,

που μες στη νύχτα περπατεί…

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Αλέξης Τραϊανός-Τοξικό

 


Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά - Με μια κίνηση θανάτου

 

Γυρεύοντας στη μοναξιά θα βρεις εμένα,
με μια κίνηση θανάτου έξω από το παράθυρο
να γυρίζω στη ρουφήχτρα τού χρόνου
καταπίνοντας την ανάσα μου.

Περίμενα ως την ώρα της φωτιάς
χωρίζοντας κόκκαλα, ρίζες και πέτρες
ξεφλουδίζοντας το σκουλήκι από τη λάσπη
και το φίδι από τα λέπια του.

Ταξιδεύοντας στο χώμα μοίρασα τη δροσιά
ήπια την ευωδιά από τη φυσική γέννα του λείψανου
γεύτηκα τη σάρκα από τους καρπούς των νεκρών.
Περίμενα ως την ώρα της στάχτης.

Μαραμένες ηδονές στην κατοικία της σιωπής.
Ξαναγεννιέμαι μονάχα μέσα στην έκσταση του ύπνου·
χτυπώ το σύννεφο και συμφωνώ με τον αφανισμό μου.
Κι ο κεραυνός, φλέβα Θεού, μαστίγιο
αφαιρεί το κορμί από την παρουσία του Έρωτα.

Υπάρχουνε ακόμη στους φλοιούς των δέντρων
οι χαραγμένες πράξεις με τα δάκρυα.
~
από τη συλλογή Σε άλλο φως, εκδ. Ίκαρος, 1967

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Stéphane Mallarmé -Η κόμη...

Η κόμη πτήση φλόγας που τραβά στην άπω δύση
των πόθων ώσπου ν’ απλωθεί τελείως με ηρεμία
και (ως διάδημα νεκρό θαρρώ) να πάει ν’ ακουμπήσει
σε μέτωπο στεφανωμένο στην αρχαία εστία
αλλά χωρίς χρυσό ν’ αναστενάζει που αναβρύζει
γυμνή εύρωστη απ’ τις φλόγες του εσωτερικού της ήθους
και αείποτε μονάχη πρωτοτύπως συνεχίζει
νά ’ν’ κόσμημα του γελαστού οφθαλμού ή και φιλαλήθους
αν γύμνια τρυφερή ήρωος τής δυσφημεί τα τόξα
αυτής που μήτε δαχτυλίδια μήτε πυρ της άτης
τής κάνουν κάτι σαν εξαίρει τη γυναίκα η δόξα
και ως αυτοβούλως περατώνει το λαμπρό άθλημά της
να σπέρνει στην αμφιβολία που αποφλοιώνει αράδα
ρουμπίνια σαν ευφρόσυνη και ευλογημένη δάδα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Μανόλης Κανελλής-Βόγγος


Μανόλης  Κανελλής (Χανιά 1900 – 1980)

Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική

Edgar Lee Masters-Ουάσινγκτον Μακνίλη


Πλούσιος, τιμημένος από τους συμπολίτες μου

Πατέρας πολλών παιδιών, που τα γέννησε αρχόντισσα μάνα,

μεγαλωμένα όλα εκεί

Στο μεγάλο πύργο, στην εσχατιά της πόλης.

Προσέξτε τον κέδρο στο λιβάδι!

Εστειλα όλα τα αγόρια στο Αν Αρμπορ, όλα τα κορίτσια στο Ρόκφορντ,

Στο μεταξύ κυλούσε η ζωή μου, πλούτη αποχτώντας και τιμές -

Τα δειλινά ξεκουραζόμουν κάτω απ' τον κέδρο μου.

Τα χρόνια κυλούσαν.

Εστειλα τα κορίτσια στην Ευρώπη·

Τα προίκισα σαν παντρεύτηκαν.

Εδωσα στ' αγόρια λεφτά για ν' αρχίσουν δουλειές.

Ηταν γερά παιδιά που υπόσχονταν

Σαν μήλα προτού φανερωθούν δαγκωματιές.

Ομως ο Τζον έφυγε απ' τη χώρα ατιμασμένος.

Η Τζένη πέθανε πάνω στη γέννα -

Εγώ καθόμουν κάτω απ' τον κέδρο μου.

Ο Χάρη αυτοκτόνησε ύστερα από μια βρωμοδουλειά.

Η Σουζάνα χώρισε -

Ο Παύλος σακατεύτηκε από την πολλή μελέτη.

Η Μαίρη κλείστηκε στο σπίτι γιατί αγάπησε κάποιον -

Ολοι φύγαν, είτε πέσαν τα φτερά τους ή σπαράχτηκαν απ' τη ζωή-

Ο σύντροφός μου, η μάνα τους, έφυγε κι αυτή-

Ωσπου ηχήσαν ενενήντα χρόνια.

Ω χώμα μητρικό, που νανουρίζεις το πεσμένο φύλλο.


Edgar Lee Masters, 1868-1950


Mετάφραση: Κλείτος Κύρου


Πηγή: Κλείτος Κύρου, Ξένες Φωνές, Κέδρος 1979

Κώστας Καρυωτάκης- Ποιητές


Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν


Με τη συλλογή Νηπενθή (1921)

Κωστής Παπαγιώργης-Χρήστος Βακαλόπουλος


Τό παρακάτω κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη «Γειά σου Ἀσημάκη», γραμμένο στήν μνήμη τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου.

...Μπεκιάρηδες οἱ πιό πολλοί, χωρίς δουλειά καί τακτικά λεφτά, χωρίς σπίτι – πάνω ἀπ’ ὅλα – ὅπου βράζει κατσαρόλα καθημερινά καί ἔχεις τήν ἄνεση νά καλέσεις δυό φίλους τό βράδυ, χωρίς παιδιά καί μόνιμη γυναίκα, εἶναι ἑπόμενο ἐπί χρόνια νά συναντιόμαστε σέ ταβέρνες, καφενεῖα, μπάρ καί νυχτερινά κέντρα. Αὐτή ἡ ἀνοικοκύρευτη ζωή, πρώτη ὕλη γιά μυθιστόρημα τῆς πεντάρας, τραγούδι μέ ἐνοχλητικές ρίμες ἤ ἕνα δικαιολογημένο ἀϊ σιχτίρ, ἀξίζει τέλος πάντων ὅτι ἀξίζει. Ἄσχετο μέ τό τί μολογάει τό ἀστυνομικό δελτίο καί ἡ ἱστορία τῆς μελαγχολίας, ἡ μαγκουφιά καί τό ἐκ πεποιθήσεως ἐργενιλίκι ἔχουν τροφοδοτήσει τά ἐρωτικά καί τά καλλιτεχνικά χρονικά μέ σπάνια δῶρα. 

Ἡ βοημική παράδοση, πού πάντα φέρνει στό νοῦ κάποιο μποντλερικό γνώρισμα, μοιράζοντας τίς τύχες της ἀνάμεσα στήν σπαταλημένη ἐλευθερία καί στήν κάθε λογῆς ἀνέχεια, πλάθει ἄτομα μέ ἀσαφῆ ταυτότητα. Ψυχές πού δέν κατάφεραν ἀκόμη νά μοιάσουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μέ τό βεβαιωμένο κοινωνικό κύρος ἔχει καταθέσει ὁριστικά τά διαπιστευτήριά του – ἐπάγγελμα, περιουσία, οἰκογένεια κ.τ.λ. – ὁ ἄλλος ἐμφανίζεται σάν ἀβόλευτη μονάδα, πού χρονοτριβεῖ μέσα σέ μία αἰνιγματική σιωπή. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπό στιγμή σέ στιγμή, αὐτός πού ζεῖ σάν μία μακριά σειρά ἀπό ἰδιωτικά ἀνδραγαθήματα, ἤτοι ἀποσιωπητικά πού αἴφνης – καί ὅλοι προσμένουμε αὐτό τό αἴφνης – θά μεστώσουν σέ μία σημαδιακή ρήση. Θέλω νά πῶ ὅτι ὑπάρχει μία κατηγορία ἀνθρώπων πού τά περιμένουν ὅλα ἀπό τά μέσα: ἀπό τήν ἔμπνευση, τήν μεγαλοφυία τῶν αἰσθημάτων ἤ τήν ἀνερμήνευτη δημιουργικότητα πού ἀλλάζει τήν τάξη γύρω της καί ἐπιβάλλει χαιρέκακα πρόστιμα στούς δύσπιστους.

Παρά τήν ὅποια νεοελληνική παράδοση πού συνδυάζει ἁρμονικά τήν ἀνώτερη ὑπαλληλία μέ τήν ἀνώτερη ἀπόδοση στά γράμματα, ἰσχύει – ἀκόμα εὐτυχῶς – ἡ παλιά καλή ἱστορία: τά κείμενα ἔρχονται ἀπ’ ἐκεῖ πού δέν τά περιμένουμε. Ὄχι ἀπό τό πανεπιστήμιο, ὄχι ἀπό τά τζάκια πού φοδράρουν τά σαλόνια μέ βαρύτιμες βιβλιοθῆκες, ὄχι ἀπό τίς σπουδασμένες πουλάδες, ἀλλά ἀπό ἄσημα ἄτομα, «ψυχοῦλες » πού τά βρῆκαν σκοῦρα καί πῆραν τήν ζωή στά σοβαρά. Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ δεινότητα στήν ἔκφραση πού δείχνει μία καρδιά μέ ἐπείγουσες ἀνάγκες ὅταν στρώνεται στήν δουλειά καί ἀποφασίζει νά τά μάθει ὅλα μόνη της.

Ὄντως, δέν εἶναι ἀσυνήθιστη ἡ περίπτωση ἀνθρώπων πού, λές καί κάποια σπάνια δέσμη φωτός ἤ σκότους τρύπωσε στήν καρδιά τους, περνοῦν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στό εἶναι. Πρέπει κανείς νά πιστεύει στόν ἰδιωτικό του μάγο, στίς θαυματουργές ἱκανότητες τῆς ἀόρατης ράβδου πού τόν κουλαντρίζει. Κατά μία ἔννοια ὅλοι ψάχνουμε τό χέρι πού θά μᾶς σπρώξει στά ταραγμένα ὕδατα τῆς Βηθεσδᾶ. Ἀλλιῶς τί νόημα ἔχει ἡ ἄγονη προσμονή, τό χασομέρι καί τό χασονύχτι, πού μαγαρίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους; Δέν εἶναι ἡ κοινότοπη σκέψη ὅτι ὁ διψασμένος ὀνειρεύεται ποτάμια, ἀλλά, μᾶλλον, ἡ βάσιμη ἰδέα ὅτι ὁ θησαυρός τῆς καρδιᾶς ἐνδέχεται καμιά φορά νά σέ ὁδηγήσει σέ πλήρη ἐξαθλίωση. Γιά νά δεῖς τήν νύχτα δέν ἀρκεῖ νά κλείσεις τά μάτια.

Ὅσο ἀγαθές, ὅμως, κι ἄν εἶναι οἱ εὐκαιρίες πού προσφέρει ἐνίοτε αὐτή ἡ ζωή, εἶναι ξεκάθαρο, ἀπό τήν ἄλλη, ὅτι σοῦ στερεῖ ὁρισμένα πολύ τρυφερά πράγματα: σπιτικό ὅπου ὁ ἀέρας δέν τσικνίζεται καί δέν τό ἔχει ἁγιάσει τό ἀναφιλητό κάποιου παιδιοῦ, δέν εἶναι σπίτι παρά ξενοδοχεῖο. Γιά ὅλους ἐμᾶς, πού ζοῦμε σάν συνταξιοῦχοι φοιτητές, γερασμένα ἀπροσάρμοστα ἤ παρατηρητές τῆς ἀλητείας – ὁ Καροῦζος, εἶναι γνωστό τοῖς πάσι, ἔβγαλε ἔτσι ὁλόκληρη ζωή - οἱ σχέσεις μέ τήν στέγη κρύβουν, σύν ὅλα τά ἄλλα, ἀπέραντη θλίψη. Κλειδί μπαίνει, κλειδί βγαίνει μόνο γιά ἀνάπαυση, γράψιμο καί τηλεφωνήματα. Κάνεις μία περασιά ἀπό τό σπίτι γιά ν’ ἀλλάξεις πουκάμισο, νά κολακεύσεις μία γυναίκα ἤ γιά νά ξυριστεῖς. Τά λοιπά τελοῦνται ἐκτός οἰκίας. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πολλά γιά τόν ἀνόρεχτο καταμερισμό τῶν ὡρῶν, γιά τό ἀνεξέλεγκτο χέρι πού μᾶς κρατάει μέσα στούς τέσσερις τοίχους, γιά νά μᾶς σπρώξει κατόπιν στούς δρόμους, σάμπως νά ἐξαντλήθηκε κάτι βαθύτερο ἀπό τήν ὑπομονή του.

Ὅποιος πάει στό σπίτι τοῦ μπεκιάρη ἔχει πολλές ἀφορμές γιά νά μακρύνουν τά γένια του. Σέ σπάνιες περιπτώσεις βρίσκει παπούτσια στό ψυγεῖο, ἀποτσίγαρα ἀπό τό περσινό Πάσχα, πιάτα μέ φαγητά μουχλιασμένα. Συνήθως, βέβαια, ἡ εἰκόνα εἶναι πιό ἀνεκτή. Πέρα ἀπό τήν σκόνη καί τήν μπόχα τῆς τσιγαρίλας, τό σπίτι τοῦ ἐργένη εἶναι ἕνα ἐνδιαίτημα ὅπου θεᾶται ἀπόν τό γυναικεῖο χέρι. Ἄπλυτα στοιβαγμένα στή γωνιά, στρωσίδια λιγδιασμένα, τραπέζια μέ ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις ἀπό κοῦπες, μποτίλιες καί φλιτζάνια. Μπορεῖ νά φαίνεται ζητημένη ἡ σύγκριση, ἀλλά ὁ μοναχικός διατηρεῖ στήν κάμαρή του κάτι ἀπό τήν ἀφελῆ ἀταξία τοῦ παιδικοῦ δωματίου. Ὅπου κείτονταν τά παιχνίδια καί τά βιβλία μέ εἰκόνες, τώρα βρίσκονται σπαρμένα τά τζάντζαλα τοῦ ἐνήλικα. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ ἴδια, ἁπλῶς ἔχει φορτωθεῖ μέ ἡλικία.
Ἄλλωστε στήν ἡλικία βρίσκεται τό ψαχνό. Φίλος μᾶλλον μέ τόν χῶρο παρά μέ τόν χρόνο, ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νά πιστεύει ὅτι ὅλα γύρω του εἶναι προικισμένα μέ μία ἀκατάλυτη μονιμότητα. Ἀφοῦ στόν χῶρο τίποτα δέν ἀπουσιάζει, καθώς δρόμοι, σπίτια, κατευθύνσεις ἐπιμένουν καθημερινά, ἐγκολπώνεται κι αὐτός τήν αὐταπάτη τῆς μονιμότητας. Γιά τά κακοαναθρεμμένα μάτια μας, ὅτι ὥρα κι ἄν ξεπορτίσεις ἡ πόρτα παραμένει ὀρθάνοιχτη. Ὅποτε κι ἄν σοῦ καπνίσει νά πάρεις τό τρένο, ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει στρωμένο χαλί πού φτάνει μέχρι τήν Κατερίνη. Ὁ χῶρος ξεδιπλώνεται σάν τεράστια μαγική εἰκόνα πού δέν χάνει ἀπό πουθενά. Ἐντούτοις, τό μέγα μυστικό της εἶναι ἡ χασούρα. Φαινομενικά ἄτρωτος ἐλέῳ ἀγαθῆς τύχης, κάθε χαροκόπος καί χασομέρης τρώει πολύ γρήγορα τά ψωμιά του. Αὐτή ἡ αἰωνιότητα μίας χρήσης, πού εἶναι ἡ κάθε μέρα – μολονότι δέν παραλείπει νά ἐπανέρχεται, πάλι καί πάλι, ξανά μανά – εἶναι μέ νοίκι, ὁρίζει αὐστηρές προθεσμίες καί δέν ἀναγνωρίζει κανένα ἐνοικιοστάσιο.

Ἡ χρόνια συναναστροφή μέ τήν ἐπιθυμία καί τήν ἀπόλαυση ἐν τέλει ἀποδεικνύεται τέστ ἀντοχῆς στό δηλητήριο τοῦ χρόνου. Ὅλα στήν ζωή εἶναι ἰσχυρά σάν δηλητήρια: ἡ ἀγάπη, τό μίσος, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἀρρώστια, ἡ ἄστεγη καρδιά. Ἀκόμα κι ἄν δέν σέ θερίζει σάν τό στάχυ, ὁ καιρός ἔχει τρόπο νά σέ διαβρώσει ἀπό μέσα, νά σέ κάνει νά εἶσαι ὁλοένα καί βαθύτερα ὁ ἐαυτός σου, μέχρι τήν στιγμή πού θά σέ στήσει ἀσάλευτον πάνω ἤ κάτω ἀπό τό μάρμαρο. Στούς ἴδιους δρόμους, στά ἴδια στέκια, μέσα σέ μία εἰκοσαετία ἕνας ἄνθρωπος σκορπίζει γύρω του ἐρωτηματικά: Τί τόν βρῆκε; Πῶς κατάντησε ἔτσι; Ἀφοῦ ὅλοι ζοῦν καί κανείς δέν ξέρει νά γεράσει, τά ἴδια καί χειρότερα ἀναρωτιέται κι αὐτός: Τί μ’ ἔφερε σ’ αὐτή τήν κατάσταση;

Εὐνοούμενος ὅσο καί θύμα τοῦ χρόνου, ὁ καθένας μας ἀναγκάζεται μέ τά χρόνια νά παραδεχτεῖ ὅτι τό μυστικό τῆς ζωῆς δέν βρίσκεται στήν μετατόπιση ἀλλά στήν διαδοχή. Μέ κάθε νέα φέτα πού προστίθεται στό μέγα ἀκορντεόν τῶν παρωχημένων ἡμερῶν ἡ μουσική βελτιώνεται, ἀλλά πάντα πρός τό λυπηρότερο. Εἶναι πλέον κατάδηλο ὅτι ὁ ἀντικατοπτρισμός τῆς λίμνης μέ τά φραγμένα ὕδατα ἔκρυβε τό τέχνασμα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, καί μόνο ὄψιμα ξεδιαλύνουμε τήν ἀλήθεια: ὅτι ὁ χῶρος εἶναι ὁ ἐκμαυλιστής καί ρουφιάνος τοῦ χρόνου. Γενέθλια γῆ τοῦ καθενός, πατρίδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου τόν «ξεγέλασαν» - γιά νά ζήσει.

Ὁ χρόνος, ὅπως ξέρουμε, δέν εἶναι ὁ ἴδιος σέ ὅλες της ἡλικίες. Ὡς τά δεκαπέντε, ὁ ἡμεροδείχτης δέν δείχνει διάθεση νά γίνει φυλλοβόλος. Τά ρολόγια γυρνοῦν ἀπελπιστικά ἀργά καί μία μέρα εἶναι ἐποχή πού σέ ἀλλάζει. Τά ἴδια ρολόγια δέν μετροῦν τόν χρόνο ὡς τά τριάντα; Κι’ ὅμως, αὐτός ὁ δεύτερος χρόνος, ὁ καλύτερος τῆς ζωῆς, εἶναι γεμάτος καυτές ἀνάσες στό αὐτί τοῦ νέου, δέν γνωρίζει οἰκονομία καί ὅρια. Τό μέλλον δέν εἶναι τέρμα, ἀλλά ἐπαγγελία. Χρειάζεται μεγάλη ὑπομονή γιά νά βρεθεῖ κανείς στό ἁλμυρό νερό τῆς ἄλλης δεκαετίας, ὅπου ὁ χρόνος – σάν σπιοῦνος πού ξεμασκαρεύτηκε – ἀνακυκλώνεται, ἀλλά χωρίς πειθώ πλέον. Τό πρωί εἶναι πάντα πρωί καί τό βράδυ βράδυ, μόνο πού ἡ ζωή – πρώην καλλονή – δέν γεννάει πιά τρελά σκιρτήματα. Δέν ἔχει σημασία πόσο κρατάει τό παιχνίδι, ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἀπαρχῆς κάποιος τρελός ἔφερνε ἐπιδεικτικά τόν δείχτη τοῦ χεριοῦ στό μηνίγγι. Στό μεταξύ, ἔστω καί ἄχρηστες, ὅλες οἱ ἐλευθερίες εἶναι δυνατές.

Ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει σέ ἕνα μπάρ καί πιάνει ψηλό σκαμνί, ἀδιάφορο ἄν ἐκείνη τήν στιγμή ψηφίζει καί μέ τά δυό του χέρια τό ἐφήμερο, δέν ἀποφασίζει τίποτα γιά τό μέλλον του. Ἡ πράξη του δέν ἰσοδυναμεῖ μέ ἐπίδειξη ταυτότητας οὔτε μέ «προσωρινή σβέση φανοῦ». Ἀντί νά ὑπόσχεται πίστη σέ κάτι, ἄρα τήν ἐπανάληψη, εἶναι μᾶλλον μία ἀνήσυχη δύναμη πού ἐλλοχεύει καί ψυχανεμίζεται τόν τυχερό της λαχνό. Ἡ χρονοτριβή, τό ξέρουν καί οἱ γάτες, προσδοκᾶ χωρίς νά τό ὁμολογεῖ τήν τύχη της. Ἀλλά ὁ χρόνος, προσωρινός φίλος καί αἰώνιος ἐχθρός, δέν κάνει πίστωση σέ κανέναν. Ἀργά ἤ γρήγορα, καί συνήθως ἀργά, μέ τή ζεματισμένη αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πού συνειδητοποιεῖ ὅτι λούζεται τίς κατάρες του, διαπιστώνουμε ὅτι – φτηνές ἤ ἀκριβές – οἱ ἀγάπες μέ τό ἐφήμερο καταλήγουν, τελικά σέ προσωπικά δράματα.

Ἡ ἀπορία σέρνεται σάν μάγισσα καί σάν ζητιάνα: Πότε πρόλαβαν καί πέταξαν τά πετεινά χωρίς νά μείνει οὔτε φτερό γιά δεῖγμα; Ἡ σοφή δολιότητα τοῦ προσωρινοῦ εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἀθροίζεται ἀθόρυβα κάτω ἀπό τήν μύτη μας. Ὅταν ἐπί χρόνια ξηλώνεις τήν μέρα καί τήν νύχτα σέ κάποια στέκια, τελικά ἀναγκάζεσαι νά παραδεχτεῖς ὅτι εἶσαι ὁ παλαιός μέ τήν ἐνδόξως ἤ ἀδόξως ξηλωμένη εἰκοσαετία.

Ἐν εἴδει ταυτότητας λόγω εὐδοκίμου προϋπηρεσίας, οἱ τιμητικές διακρίσεις ἀπονέμονται ἀφειδῶς ἀπό τούς αὐτοσχέδιους νυχτέπαρχους: αὐτός – πού – μπαινοβγαίνει – στά – μπάρ, αὐτός – πού – γίνεται – τύφλα, αὐτός – πού – δέν – μπορεῖ – νά – γυρίσει – σπίτι – του, αὐτός – πού – δέν – ἔχει – μία, αὐτός – πού – πρός Θεοῦ – μήν – κάτσεις – μαζί – του, αὐτός – πού – ἄν – δέν – γαμήσει – ἀρρωσταίνει, αὐτός – πού – ψάχνει – γιά – ἐχθρούς , καί πάει λέγοντας. Αὐτό τόν ἄνθρωπο βλέπουν, αὐτόν ξέρουν.

Τά σ’ ἀγαπῶ – σέ μισῶ μέ τήν νύχτα καί τούς δημόσιους χώρους τῆς Ἀθήνας, παρότι δείχνουν νά εἶναι κινήσεις σέ ἕναν τεράστιο θάλαμο ἀναμονῆς, ἕνα συλλογικό διαμέρισμα γιά δύστροπες ψυχές πού χρήζουν βοηθείας καί συμπαραστάσεως, οὐσιαστικά ἀντιπροσωπεύουν μία πλήρη συνενοχή μέ τό φροῦδο νόημα τῶν ἡμερῶν. Μερικοί νέοι, διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν διάβολο, καταθέτουν στό τραπέζι τίς ἀμηχανίες τους καί ἐπί χρόνια – ὥσπου νά φυτρώσουν οἱ ἀληθινοί φρονιμίτες – συγκροτοῦν μία μπάντα πού παίζει ἀνελλιπῶς μέσα στήν πόλη τήν τυφλόμυγα. Ἀγάπες, μίση, ἀφοσιώσεις, τσακωμοί; Τηλεφωνικά σύρματα, πού ἀνάβουν, ὁράματα καί παρεξηγήσεις διαρκείας, ἀναχωρήσεις καί ἐπάνοδοι; Ὅλα αὐτά εἶναι γνωστά. Ὅσο προσωρινή κι ἄν δείχνει ἡ αἴσθηση πού τυλίγει τό ἀνέβα κατέβα σέ σκάλες καί ἀνελκυστῆρες, αὐτό τό ἔμπα ἔβγα σέ ξενυχτάδικα καί κωλάδικα, ἀφοῦ κανείς δέν τήν θεωρεῖ ὁριστική, ὅταν κάποια μέρα κάνεις ταμεῖο γιά τίς δεκαετίες πού σούρθηκαν ἀνεπιστρεπτί, ἀνακαλύπτεις ἐμβρόντητος – καί, πιθανῶς, μέ κάποια ἀδίδακτη ντροπή – ὅτι ἐπί χρόνια ἔτρωγες σέ πιάτο ὅπου τήν προηγούμενη νύχτα ξένα πιρούνια χτύπαγαν στόν πάτο του, ὅτι ἔπινες σέ ποτήρια ὅπου ἔχουν ξεδιψάσει ἀμέτρητα χείλη.

Ἐφόσον ἡ οἰκειότητα γεννᾶ τήν περιφρόνηση, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐφήμερου ἀλληλοπεριφρονοῦνται βαθύτατα. Γιά ὅλα φταίει ὁ «ἄλλος», μόνο καί μόνο ἐπειδή σοῦ μοιάζει. Φυσικά, ὁ φίλος εἶναι πάντα σάν τόν ποῦτσο: ἄν τόν χαϊδεύεις θά σηκωθεῖ νά σέ γαμήσει, ἄν τόν κρατᾶς σέ ἀπόσταση εἶναι σκέτο «τυρί». Ὡστόσο οἱ κύκλοι τῶν γραμμάτων ἔχουν τήν δική τους χαρισματική λέπρα. Σέ κάθε πυραμίδα, ὅπως γράφει ὁ Μπαλζάκ, ὑπάρχει μία κορυφή ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ μόνο ἕνα πουλάκι – ἄρα τί ἄλλο μπορεῖ νά σκέφτεται κάθε λογοτεχνικό πουλί πού ἐρανίζεται σπόρια μέσα στήν πόλη; Οἱ ἀδύναμοι δέν συγχωροῦν ποτέ. Και πὡς νά συγχωρήσουν οἱ γραφιάδες, ἀδύναμοι ἐξ’ ὁρισμοῦ καί ἐξ΄ ἐπαγγέλματος; Ὅλα τά λύνει ἡ κορυφή – τίποτε ἄλλο δέν μετράει.

Ἀπό τήν ἄλλη, πρέπει νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά γράφει καί νά μένει μακριά ἀπό τούς δημόσιους χώρους. Ἡ ἀγοραφοβία ἀνήκει στούς ἐπιστήμονες. Ἄν δέν ξέρεις πού τρώει ὁ κοσμάκης, πού γλεντάει, πού τραγουδάει, πού σκοτώνει τήν ὥρα του καί τόν συνάνθρωπό του, τί συγγραφέας εἶσαι; Ἄν δέν μαγαριστεῖς στήν ἀγορά, πῶς θά ἀγορεύσεις; Μέ ὅλους τούς κινδύνους καί τή χασούρα – μεγάλη χασούρα, ὄντως – ἡ νύχτα ἔχει ἀναδειχθεῖ σέ ἰδεῶδες φροντιστήριο τῶν ἀρχάριων ψυχῶν. Σέ ἀντίθεση μέ τό ὀλημέριον τῆς πολυκατοικίας, ὅπου ἡ μέσα φωνή τοῦ φύλακα-ρουφιάνου ἀποθρασύνεται καί μέ τό λέγε-λέγε σέ ἀναγορεύει σέ κατά φαντασίαν αὐθεντία, τό ἔξω ἔχει τό καλό ὅτι ἀσκεῖ βία. Σοῦ δείχνει τό μπόι σου. Ἀπό κανακεμένο τοῦ ἑαυτοῦ σου, χαϊδεμένος κοπρίτης πού βόσκει τό σανό τῆς αὐταρέσκειας, παίρνεις σιγά σιγά τό ἀληθινό σου σχῆμα. Στούς δημόσιους χώρους καθένας πού σέ ζυγώνει κρατάει ψαλίδα. Καί μάλιστα κοφτερή. Μέ τό κόψε – κόψε γυρνᾶς σπίτι μέ ὅτι ἀπόμεινε. Αὐτός εἶσαι, κι ἄς εἶσαι λίγος. Τό καθόλου μόνο εἶναι κακό.

Τώρα πού χάθηκε ἀμετάκλητα ἀπὸ τὰ μάτια μας ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος, σκέφτηκα αἰφνιδιασμένος ὅτι ποτὲ δὲν μοιραστήκαμε τὴν ὅποια σπιτικὴ ζωή. Στὸ μάκρος μίας δεκαετίας, ἂν ἑξαιρέσω μερικὰ μὰτς ποὺ εἴδαμε μαζὶ στὸ γυαλί, δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ κάθεται ἀναπαυτικὰ σὲ μία σπιτικὴ πολυθρόνα καὶ νὰ πίνει τὸ ποτό του. Δὲν τὸν θυμᾶμαι σὲ ἕνα ἄπλετα φωτισμένο δωμάτιο νὰ μιλάει καὶ νὰ χαριεντίζεται, εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν φέρω στὴν μνήμη μου πλαγιασμένον σὲ ἕνα ντιβάνι νὰ ἀκούει ἀμέριμνος κάποια ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς του μουσικές. Οὔτε τὸν χάρηκα ποτὲ νὰ χορεύει.

Μολονότι οἱ Λάρητες ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του θεούς, μιά καὶ ἦταν τέκνο σπουδαίας οἰκογένειας, μὲ τὴν ὁποία δὲν ἦρθε ποτὲ σὲ ρήξη, ὅσο κι ἂν ἀναπολῶ τὶς στιγμὲς ποὺ τὸν ἔζησα, τὸν ξαναβρίσκω στὴν ταβέρνα, στὸ μπὰρ καὶ σπανίως στὸ σκυλάδικο, μὲ τὴν ἴδια πάντα στάση: ποτήρι ἢ τσιγάρο στὸ χέρι καὶ τὸ βλέμμα χαμένο στὰ σούρτα φέρτα τῶν κοριτσιῶν ποὺ σέρβιραν καὶ στὰ πὲς-πὲς τῶν παρακαθήμενων θαμώνων.

Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι στὰ δυὸ πρῶτα του βιβλία, ὅπου τὰ πάντα –πρόσωπα καὶ τρόποι-εἶναι ἀμιγῶς νεανικὰ καὶ διαρκῶς γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἔξω, οἱ καταστάσεις διαδραματίζονται μέσα σὲ κλειστοὺς χώρους. Ὁ Χρῆστος εἶχε μονίμως τὸ σύνδρομο τῆς συντροφιᾶς ποὺ διαπραγματεύεται τὴν ἀνέφικτη συγκατοίκηση. Ἕνα εἶδος ὁμαδικῆς μοναξιᾶς καὶ συντροφικῶν ἀδιεξόδων φαίνεται πώς τοῦ πρόσφερε μία ἀτμόσφαιρα θετικῶν ἀντιδράσεων καὶ ἀπρόσκοπτης δημιουργικότητας.Ἴσως τοῦ ἄρεσε νὰ μένουν κάποιοι φίλοι στὴν διπλανὴ κάμαρη, ὅπως καμμιὰ φορά ἀφήνουμε ἀνοιχτὸ τὸ φῶς τοῦ διαδρόμου, Κύριος οἶδε γιατί. Ἕνα φτωχὸ κλαδάκι σὲ μία γυάλα φτάνει νὰ πείσει τὸ χρυσόψαρο ὅτι κολυμπᾶ στὸ βυθό.

Ἀλλὰ τὸ κακὸ μὲ τὶς νεανικὲς «κατασκηνώσεις»-σὰν τὸ χιόνι στὶς πόλεις- εἶναι ὅτι διαλύονται γρήγορα. Ὥσπου νὰ στηθεῖ ἡ νεανικὴ χαρὰ ἔχει ξεστηθεῖ, καὶ οἱ νέοι τριγυρνᾶνε ἐδῶ κι ἐκεῖ ψαρομάλληδες. Ὁ Χρῆστος εἶχε ἔκδηλα πάνω του τὰ χαρακτηριστικά τοῦ νεανία ποὺ ἔχει παίξει ὅλους τους ρόλους σὲ αὐτὸ τὸ ἐφήμερο θέατρο. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀξία τῆς παράστασης, λείψανά της δὲν εἶναι μόνο ἡ κόπωση καὶ ἡ νοσταλγία, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκφράσεις ποὺ χρονοτριβοῦν μυστηριωδῶς -ὅπως ὅταν βγαίνεις στὸν δρόμο καὶ χειρονομεῖς ἀκόμα ἢ γελᾶς γιὰ κάποια ἔντονη λογομαχία ποὺ εἶχες πρίν. Ὁ Βακαλόπουλος ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἑνὸς πρώην ἔφηβου ποὺ τὸ γλέντησε κανονικά, ἑνὸς διακριτικοῦ μοναχοφάη ποὺ τοῦ ἔπεσε, ὅταν ἔπρεπε τὸ καλὸ κομμάτι τῆς πίτας. Φυσικά, ἀκολούθησαν τὰ χρόνια της θλίψης καὶ τῆς σοβαρότητας. Ὅταν πιὰ φτάνει στὴ Γραμμὴ τοῦ Ὁρίζοντος δὲν ὑπάρχουν οἱ νεανικοί του ἥρωες –οὔτε Σάμης οὔτε Ρίλα- ἀλλὰ μόνο ἕνας δύσκολος Βακαλόπουλος μὲ ἀκόμα πιὸ δύσκολη ματιά.

Πόσος «Χρῆστος» ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴ λιπόσαρκη μορφὴ πού ἔμενε διακριτικὰ στὴν ὄχθη τῆς νύχτας καὶ πρόσμενε ὑπομονετικὰ νὰ διαβοῦν οἱ ὧρες καὶ οἱ ἄνθρωποι; Πόσο παρών καὶ πὸσο ἀπών ἦταν αὐτὸς ὁ σκληραγωγημένος εἴρωνας πού θέρμαινε τὴν καρδιά του μὲ τὸ κρύο φῶς μιᾶς αὐτεπίγνωσης ἡ ὁποία εἶχε διαισθανθεῖ τόσο καίρια τὸ ἀνούσιο, ὥστε εἶχε τὴν εὐγένεια νὰ τὸ καταδικάζει μὲ τὶς μακριὲς σιωπές του; Τὸ φιάσκο τῆς ζωῆς μας, ἡ σκληρὴ φάρσα τοῦ ἐφήμερου ποὺ παίζεται ἀτελεύτητα σὲ βάρος ὅλων μας, εἶναι ὅτι τελικὰ- καὶ αὐτὸ τὸ τελικὰ κρύβει πάντα κάποια κηδεία-, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ἰσχυρὰ τεκμήρια ζωῆς τὶς λαθραῖες στιγμὲς ποὺ ἕνας φίλος ἔζησε ἢ λησμόνησε πλάϊ μας, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν πρόθεση νὰ τὶς ὑπογράψει σὰν διαθήκη. Τὸ τυχαῖο ἄναμμα τῆς στιγμῆς, τὸ συμπτωματικὸ καὶ τὸ ἀκούσιο ἀποκτοῦν ξαφνικὰ κύρος κωδίκελων. Μόνο ὁ ἴδιος –σοβαρὸς στὴν εὐθυμία του καὶ εὔθυμος στὴν σοβαρότητά του- θὰ ἤξερε νὰ σχολιάσει αὐτὴ τὴν κατάπικρη δολιότητα τῆς τύχης. Ἀθροίζοντας λόγια, χειρονομίες καὶ ράκη ἀπὸ τὸν καθημερινὸ συγχρωτισμὸ εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ βροῦμε τὸ βαθύτερο ἐγὼ ἑνὸς ἀνθρώπου πού, μὲ κάθε νεῦμα του, μετέδιδε τὴν ὑποψία ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ φύση δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ παράδοξο;

Ὁ θάνατος τοῦ φίλου, μετὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀποκάρωμα, γρήγορα ἐκφυλίζεται σὲ ἀνακουφιστικὴ τύψη πού σοῦ ὑπαγορεύει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ πεῖς καὶ νὰ γράψεις δωρεὰν ἐγκώμια, ὑμνολογίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν κανέναν –καὶ εἰδικά, τὸν νεκρό. Μόλις πεθάνεις, ἀρχίζουν τὰ bonus χωρὶς ἀποδέκτη… Ἂν κρατήθηκα νὰ μὴν παρασυρθῶ σὲ λύγμους καὶ δεκάρικους ἐπικήδειους, εἶναι γιατί σὲ κάθε φράση ἔκανα τὴν ἰαματικὴ σκέψη: Τί θὰ ἔλεγε ὁ Χρῆστος ἂν ζοῦσε καὶ διάβαζε ὅλα αὐτὰ τὰ χαρτιά; Περιεχόμενο τοῦ βιβλίου θέλω νὰ εἶναι τὸ πένθος, ἀλλὰ πιλότος τὸ βλέμμα ἑνὸς ἀνθρώπου πού, κι ἂν δὲν τὸν ἀγάπησα ὅσο τοῦ ἄξιζε, παραμένει ὁλοζώντανος μέσα μου.

Ὅσοι ἔχουν κλάψει κάποτε γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δικό τους, γνωρίζουν ὅτι δὲν γλυτώνεις ἀπὸ τὴν ἄταφη θωριὰ καὶ τὴν ἄταφη φωνὴ τοῦ νεκροῦ. Τὸ σχῆμα τοῦ Χρήστου συχνάζει τακτικὰ στὴν Καλλιδρομίου, κάθεται στὴν καρέκλα, παραγγέλει τὸ ποτό του, ψάχνει ἕνα γύρο γιὰ συντροφιὰ καὶ γιὰ καμιὰ ὄμορφη περαστική. Ἡ φωνὴ του ἀκούγεται καθαρὰ ἀνάμεσα στὰ δικά μας λόγια, τὸ γέλιο του καθυστερεῖ ἀκόμα στὸν « Ἔνοικο» καὶ στὸ «Παρασκήνιο». Αὐτὴ ἡ ἀόρατη σαῒτα χωρὶς νῆμα, χωρὶς χρόνο, ἐξαντλεῖ τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω, ἀπὸ τὴν Ἀσκληπιοῦ ὡς τὴν Ἀσημάκη Φωτήλα. Ξένος πιὰ στοὺς δικούς του δρόμους, ξένος, μόνος καὶ ἀνείδωτος.

Ὅταν πεθαίνει ἕνας φίλος, ἔστω καὶ γιὰ λίγες μέρες γινόμαστε ὅλοι αἰσθητὰ καλύτεροι. Σάμπως νὰ προστέθηκαν μερικὲς νέες μέρες στὸ ἡμερολόγιο, οἱ συμπεριφορὲς ἔχουν μία φρέσκια βαθύτητα. Οἱ γνωστοὶ γίνονται ἐπιστήθιοι φίλοι καὶ οἱ φίλοι συγγενεῖς, καθὼς ἀπὸ κοινοῦ ἀπολαμβάνουμε μὲ σκοτοδίνη τὴν κακὴ ἀνάσα τοῦ θανατικοῦ, ποὺ εἰσάγει ἀκαριαία στὰ πράγματα ἕνα ἄλλο ρίγος. Μολονότι ἀπειράριθμοι ἀπὸ καταβολῆς ἀνθρωπίνου γένους, μιλιούνια σκιῶν ποὺ μνησικακοῦν ἀπέναντι στὸν χρόνο, οἱ νεκροὶ βαραίνουν στὶς ψυχές τῶν ζωντανῶν καὶ τὶς πιλατεύουν εὐεργετικὰ μόνον ὅταν εἶναι κοντινοὶ - ἀπὸ σάρκα ἢ ἀπὸ καρδιά. Ὁ ξένος νεκρὸς δὲν ὑπολογίζεται. Ἀνήκει στὰ κατάστιχα τῆς στατιστικῆς καὶ στὰ τερατώδη καμώματα τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀντίθετα, ὁ δικός μας νεκρός, ὁ χτεσινὸς φίλος ποὺ χάριζε νόημα μὲ κάθε του κίνηση στὴν ἀνομολόγητη συνενοχή, ἀποκτᾶ ἀνυπολόγιστα δικαιώματα. Αἰφνίδια μεταμορφώνεται σὲ ἄφαντο θεὸ ποὺ σὲ περιεργάζεται σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἀδειάζει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ του παρουσία, γιὰ νὰ μετουσιωθεῖ σὲ πανίσχυρη δεισιδαιμονία. Ὅτι εἴχαμε τοῦ ἀνήκει, ὅτι κάνουμε τὸ διεκδικεῖ. Στὰ πάντα σπεύδει πρὶν ἀπό μᾶς, στὰ πάντα μᾶς ἀφήνει προσωρινὰ ἐλεύθερους.

Νεκρὸς γιὰ τὰ καλά, σφιχταγκαλιασμένος μὲ τὸ ἀναπότρεπτο, δὲν ἐπιτρέπει κανένα περιθώριο ἐλπίδας. Ἂν στὴν καθημερινὴ συνάφεια κάθε στιγμὴ παριστάνει τὴν σταγόνα ποὺ καθρεφτίζει ἀπατηλὰ τὸ ψέμμα καὶ τὴν ἀλήθεια, στὴν αἰωνιότητα τοῦ νεκροῦ - αὐτὴ τὴν ἀδιατάρακτη σιωπὴ ποὺ ἀψηφᾶ τὴν ἡλικία- δὲν ἔχει πέραση κανένα τέχνασμα. Ἀκόμα καὶ ὁ θρῆνος εἶναι ἕνας τρόπος τοῦ ζωντανοῦ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ νεκρὸς εἶναι πλέον ἀπόλυτα σοβαρός, ἀνέκφραστος ἀπὸ τὴν πολὺ εὐθύνη. Σὰν τὰ παιδιά, λοιπόν, πού παίζουν μπροστὰ στὸν ἀνδριάντα τοῦ ἀγέλαστου προγόνου, ἀλλάζουμε ψιθύρους καὶ βλέμματα, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀνασφαλῆ ἄνεση τῶν ζωντανῶν. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀναχώρηση καὶ ἄφιξη. Καταργήθηκαν διὰ παντὸς τὰ βήματα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πλησιάζει μὲ τὴν ψυχὴ στὸ πρόσωπο. Τὸ μόνο σπίτι ποὺ τὸν στεγάζει δὲν εἶναι ἡ πόλη, ὁ κόσμος, ἡ οἰκουμένη καὶ κατοικημένη. Ὁ νεκρὸς ὑπάρχει πλέον μονάχα στὴν καρδιά μας. Καὶ ἀκόμα βαθύτερα.

Πηγή:http://katotokerdos.blogspot.com/2010/06/1956-1993.html

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Γ.Λ. Οικονόμου-Στη μνήμη των αγαπημένων φίλων και συμμαθητών Γιάννη Τσαχιρίδη και Όμηρου Χαραλαμπίδη.

 Σ ‘ ένα χωριό της Δράμας

σ ‘ ένα χωριό της Φλώρινας

ξεκουράζονται τώρα οι φίλοι μου

σκαλίζοντας τον κήπο

κάνοντας βόλτες μακρινές

στ ‘ απέραντα χωράφια.

Τα βράδια μαζεύονται στο καφενείο

Παίζουν χαρτιά και πίνουν μπύρες

Ξεθάβουν παλιές φωτογραφίες

απ ‘ τα χρόνια του σχολείου

και χαιρετούν έναν έναν

τους παλιούς συμμαθητές.

Κι όταν η νύχτα πέσει για τα καλά

ρίχνουν το χώμα πάνω τους

να τους σκεπάσει.



Wiiliam Blake-Παροιμίες της κόλασης


Σε καιρούς σποράς μάθε, της σοδειάς δίδαξε, το χειμώνα απόλαυσε.
Οδήγα το κάρο και το αλέτρι σου πάνω από τα κόκαλα των νεκρών.
Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στη επίγνωση.
Η Σύνεση είναι μια πλούσια κι άσχημη γεροντοκόρη που τη φλερτάρει η ανικανότητα.
Αυτός που θέλει και δεν δρα, γεννά πανούκλα.
Το κομμένο σκουλήκι συγχωρεί το αλέτρι.
Βούτα στο ποτάμι εκείνον που αγαπάει το νερό.
Ο χαζός δεν βλέπει το ίδιο δέντρο που βλέπει ένας σοφός.
Εκείνος που το πρόσωπό του δεν εκπέμπει φως, ποτέ δε θα γίνει αστέρι.
Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τα δημιουργήματα του Χρόνου.
Η απασχολημένη μέλισσα δεν έχει χρόνο για λύπη.
Οι ώρες της τρέλας μετριούνται με το ρολόι, αλλά της σοφίας κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.
Όλες οι τροφές που είναι υγιεινές δεν είναι πιασμένες ούτε με δίχτυ ούτε με παγίδα.
Παρουσίασε αριθμό βάρος και ύψος ένα χρόνο μετά θάνατον.
Κανένα πουλί δεν πετάει υπερβολικά ψηλά, αν πετάει με τα δικά του φτερά.
Ένα κορμί νεκρό δεν εκδικείται καμιά πληγή.
Η πιο υψηλή πράξη είναι να βάζεις τον άλλο πριν από σένα.
Αν ο χαζός επιμένει στη μωρία του θα γίνει σοφός.
Η μωρία είναι το ένδυμα της απάτης.
Η ντροπή το ένδυμα της περηφάνιας
Χτίζονται φυλακές με τις πέτρες του Νόμου, Μπορντέλα με τα τούβλα της Θρησκείας.
Η περηφάνια του παγωνιού είναι η δόξα του Θεού.
Η λαγνεία του κριαριού είναι η ελευθεριότης του Θεού.
Η οργή του λέοντα είναι η σοφία του Θεού.
Η γύμνια της γυναίκας είναι το έργο του Θεού.
Η υπερβολή του πὀνου γελάει. Η υπερβολή της ευτυχίας κλαίει.
Ο βρυχηθμός των λεόντων, το ουρλιαχτό των λύκων, το μαινόμενο κυμάτισμα της θάλασσας σε καταιγίδα, και το καταστρεπτικό σπαθί, είναι μερίδες της αιωνιότητας υπερβολικά μεγαλειώδεις για το ανθρώπινο μάτι.
Ο πονηρός καταδικάζει την συνωμοσία, όχι τον εαυτό του.
Η ευτυχία διαποτίζει. Οι πόνοι γεννούν.
Άφησε ο άντρας να ντυθεί χαίτη λιονταριού, η γυναίκα να ντυθεί με μαλλί προβατίνας.
Το πουλί μια φωλιά, ή αράχνη έναν ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία.
Τον εγωιστή και χαμογελαστό μωρό και τον μωρό τον κακοδιάθετο και συνοφρυωμένο και τους δυο θα τους διδαχθεί η σοφία μια και οι δυο μπορούν να είναι μια ράβδος.
Αυτό που σήμερα είναι δόκιμο υπήρξε παλιά, μόνο στη φαντασία.
Ο αρουραίος, το ποντίκι, το κουνέλι παραφυλάνε τις ρίζες. το λιοντάρι, η τίγρη, το άλογο ο ελέφαντας παραφυλάνε τους καρπούς
Η δεξαμενή περιέχει.η πηγή ξεχειλίζει.
Μια σκέψη γεμίζει την απεραντοσύνη.
Να είσαι πάντα διατεθειμένος να πεις αυτό που σκέπτεσαι
κι ένας αθλιος άνθρωπος θα σε αποφύγει.
Κάθε τί που μπορεί να γίνει πιστευτό είναι μια εικόνα της αλήθειας.
Ο αετός ποτέ δεν έχασε περισσότερο χρόνο, από όταν υπάκουσε να μάθει από το κοράκι.
Η αλεπού προβλέπει για την ίδια αλλά ο Θεός προβλέπει για τον λέοντα.
Σκέψου το πρωί, Δράσε το απόγευμα, τρώγε με το νύχτωμα, Κοιμήσου τη νύχτα.
Αυτός που υπέφερε την επιβάρυνσή σου πάνω του σε γνωρίζει.
Έτσι όπως το αλέτρι ακολουθεί τις λέξεις, έτσι ακριβώς είναι όπως ο Θεός ακούει τις προσευχές.
Οι τίγρεις της οργής είναι πιο σοφές από τα άλογα της οδηγίας.
Περίμενε δηλητήριο από τα λιμνασμένα νερά.
Εσύ ποτέ δεν ξέρεις τί είναι αρκετό εκτός εάν ξέρεις τί είναι περισσότερο από αρκετό.
Άκου τους χαζούς να κατηγορούν! Είναι βασιλικός τίτλος!
Τα μάτια της φωτιάς, οι μύτες του αέρα, το στόμα του νερού, το γένι της γης.
Ο αδύναμος σε θάρρος είναι δυνατός σε πονηριά.
Η μηλιά ποτέ δε ρωτάει την οξυά πώς πρέπει να μεγαλώσει, ούτε το λιοντάρι το άλογο πως πρέπει να πάρει τον εγκλεισμό του.
Αυτός που λαμβάνει ευχαριστιακά δίνει σοδειές πολλαπλάσιες.
Αν οι άλλοι δεν είχαν υπάρξει χαζοί θα είμασταν εμείς.
Η ψυχή από γλυκιά αγαλλίαση ποτέ δεν μπορεί να είναι αδειασμένη.
Όταν βλέπεις έναν αετό, βλέπεις ένα κομμάτι Μεγαλοφυΐας.
Σηκώστε τα κεφάλια σας!
Έτσι όπως η κάμπια διαλέγει τα καλύτερα φύλλα για ν' αφήσει τ' αυγά της, έτσι ακριβώς και ο ιερέας αφήνει την κατάρα του για τις καλύτερες ευτυχίες.
Να φτιάξεις ένα μικρό λουλούδι είναι δουλειά των χρόνων.
Η Κατάρα διεγείρει, η Ευλογία χαλαρώνει.
Το καλύτερο κρασί είναι το πιο παλιό, το καλύτερο νερό το πιο φρέσκο.
Οι προσευχές δεν οργώνουν. Τα εγκώμια δεν θερίζουν!
Οι ευτυχίες δε γελούν! Οι πόνοι δεν κλαίνε!
Το κεφάλι Υψηλόν, η καρδιά Παθητικόν, τα γεννητικά όργανα Όμορφον, τα χέρια και τα πόδια Ανάλογον.
Όπως ο αέρας είναι σε ένα πουλί ή η θάλασσα σε ένα ψάρι, έτσι είναι η υποτίμηση στον υποτιμημένο.
Το κοράκι θα ήθελε όλα να ήταν μάυρα, ο μπούφος όλα να ήταν λευκά.
Ο ενθουσιασμός είναι ομορφιά.
Αν το λιοντάρι έπαιρνε συμβουλές από την αλεπού, θα ήταν πονηρό.
Η τελειότητα σχεδιάζει δρόμους ευθείς, αλλά οι στρεβλωμένοι δρόμοι χωρίς τελειότητα, είναι οι δρόμοι του Μεγαλοφυούς.
Καλύτερα να σκοτώσεις νωρίς ένα πρίγκιπα στην κούνια του παρά να τρέφεις ελπίδες που δεν θα γίνουν πράξη.
Όπου δεν υπάρχει ο άνθρωπος η φύση είναι στείρα.
Η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να ειπωθεί με τρόπο που να είναι κατανοητή, και δεν θα είναι πιστευτή.
Αρκετό! ή Υπερβολικό.
Οι αρχαίοι ποιητές εμψύχωναν όλα τα ευαίσθητα αντικείμενα
με Θεούς ή Πνεύματα ονομάζοντας τα με τα ονόματά τους και στολίζοντας τα με τις ιδιότητες των ξύλων, των ποταμών, των βουνών, των λιμνών, των πόλεων, των εθνών και με οποιοδήποτε πράγμα που οι διεσταλμένες και πολυάριθμες αισθήσεις τους μπορούσαν να συλλάβουν.
Και ειδικότερα μελετούσαν το πνεύμα κάθε πόλεως και ΄χώρας, τοποθετώντας τες κάτω από το πνέυμα θεικότητάς τους.
Μέχρι που σχηματιζόταν ένα σύστημα, από το οποίο κάποιοι επωφελήθηκαν και σκλάβωσαν τους λαϊκούς προσποιούμενοι ότι θα πραγματοποιήσουν το θεϊκό τους πνέυμα αρχίζοντας από τα αντικείμενά τους: έτσι άρχισε η Ιεροσύνη.
Διαλέγοντας μορφές στολισμού από ποιητικές διηγήσεις. Και από αποστάσεις πρόφεραν πως οι Θεοί είχαν διατάξει τέτοια πράγματα.
Έτσι οι άνθρωποι ξέχασαν πως όλες οι θεότητες διαμένουν στο ανθρώπινο στήθος.
Απόδοση: Βασίλης Λαλιώτης

Ζέφη Δαράκη-Κοιμήθηκα η αχάριστη


Μάτια που αρνούνται να υπακούσουνε

στα δάκρυα

Δάκρυα που τρέχουν κάπου αλλού

περ’ απ’ τα μάτια

Εκείνος ο παλιός καιρός έφυγε πάει,

περνάει ανάμεσα στους τωρινούς καιρούς

Δεν ξέρουν να συλλαβίσουν τα’ όνομά του

 

Μάτια που λάμπουνε κατάστεγνο φως

Σώματα που τελειώνουν

στη μαύρη σημαία της σιωπής

Η μνήμη ηχώ μεσ’ στον καθρέφτη

 

Οι παλιές μέρες δε γυρίζουν πίσω στο παρόν

να ρίξουν μια ματιά

Παρακαλούν να φύγουνε τα τωρινά

Να μείνει εκείνο το άλλο φως που

θα ’ρχονται τα δάκρυα να περιγράψουν


(ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ Η ΑΧΑΡΙΣΤΗ, 1992)

 

Ζέφη Δαράκη-Γαλαξείδι


Τα σπίτια θυμούνται με το χνούδι του χόρτου

σκαλωμένο στις πόρτες και τα παράθυρα

Σιγά σιγά ήρθε η καταστροφή

σιγά σιγά μικρήναν τα καράβια σαν παιχνίδια

στη βιτρίνα του τοπικού μουσείου

Έπειτα η παραλία ερημώθηκε από άθλιες ταβέρνες

Ένας ένας οι ναυτικοί γίνονταν γκαρσόνια

και πορτιέρηδες

κι η μνήμη σύρθηκε στις λιγοστές γρηές

Παρ’ όλα αυτά μια θέα παλιά υπάρχει πάντα

απ’ τα δρομάκια που ανηφορίζουν πέφτοντας

στη θάλασσα

 

Η ίδια ακριβώς εκείνη όταν το Γαλαξείδι ανθούσε ακόμη

(ΕΜΠΛΟΚΗ, 1971)

Μήτσος Παπανικολάου-Δεν ειν' εδώ...


Δεν είν’ εδώ πια λάθη

μεγάλα και τρελά.

Ένα νεκρό φεγγάρι

σωπαίνει εκεί ψηλά.

 

Η πόλη και τα φώτα

είν’ τόσο μακριά,

όπως όταν τα νιάτα

κοιτάζει μια γριά.

 

Κι εγώ βρίσκομαι ξένος

μέσα στον κόσμο αυτό

σαν ένας πεθαμένος

στον ίδιο του εαυτό.

 Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/%cf%80%ce%bf%ce%af%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%83%ce%b5%cf%80%cf%84%ce%ad%ce%bc%ce%b2%cf%81%ce%b9%ce%bf-%ce%bc-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bb/?fbclid=IwAR1MPPUEC2Bmaon_vHoe6Lq9zc_Yz7TiC0b4fqI_TSf5rcatZxvfi5Q0X98

Λουκάς Κούσουλας-II Θερινός κινηματογράφος


Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δύο ονόματα

ηθοποιών· η όλη υπόθεση

απεδείχθη για κλάματα.

Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις

περασμένη πια η ώρα,

χάνοντας ίσως αποπάνω και τη δροσιά.

και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα...

Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός.

Το πήραμε εξάλλου ελαφρά.

Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ

με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια

και τα ουράνια πάνω μας

ανοιχτά.

Ξεχώριζαν κάτι αστέρια.

Από το ένα στο άλλο, χωρίς

να το καταλάβουμε καλά-καλά,

ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε,

θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά,

τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη.

Όχι, δεν ήταν μια χαμένη

βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο

καλοκαιρινό σινεμά.



Πηγή: Το Ποιημα Ανηκει επίσης στην ποιητική συλλογή Σχηματο-ποίηση (1962).

Χρίστος Λάσκαρης - ΄Οσο είναι καιρός


Μέσα μου κάτι άγνωστο

και σιωπηλό.


Όσο είναι καιρός,

σε ποίημα

να το οδηγήσω.


Ν΄ απομονώσω

τη σκοτεινή του δύναμη.


Χρίστος Λάσκαρης, Συντομο βιογραφικο, Διαγωνιος 1991.

Βαρβάρα Χριστιά-Άουσβιτς


Βρήκα μια μπούκλα

απ’ τα μαλλιά σου, Άννα,

κι εκείνο το λευκό σχοινάκι

που τα έδενες.

Βρήκα και το δεξί σου το παπούτσι.

Μες στο σωρό αμέσως τ’ αναγνώρισα.

Έτρεξε άδειο προς το μέρος μου.

Μα πως μου φάνηκε πως κούτσαινε;

Κι εκείνη τη μικρή σου την παλάμη,

μες σε βουνό οστά πώς την ξεχώρισα;

Η ραβδωτή στολή ξεθώριασε, Άννα.

Μα στέκονταν όρθια εκεί,

με το γερτό σου νάζι

φορτωμένη.

Τον αριθμό σου μόνο δε θυμήθηκα.

Τι να κρατήσει ο νους;

Τι να ξεχάσει;

Μα, Άννα, μη φοβάσαι,

στο υποσχέθηκα.

Κάποτε ο κόσμος θα αλλάξει.

Κάποτε…

Άννα, φοβάμαι!


Βαρβάρα Χριστιά

Γ.Λ. Οικονόμου-Στο άδειο μου πακέττο


Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης…

παράπονο και μοναξιά, σπίρτα βρεμένα

κι ούτε ένα τσιγάρο μισοσβησμένο κάτω.

Οι φίλοι κοιμούνται σε καθαρά σεντόνια

σταμάτησαν το κάπνισμα χρόνια τώρα

έμαθαν να δίνουν συμβουλές

έμαθαν να κρατούν αποστάσεις.

Μετρούν καταθέσεις, πτυχία, δημοσιεύσεις

βαθμούς στα μαθήματα των παιδιών.


Γραφεία της Ολυμπιακής, παραλία, λεωφόρος Νίκης

Μπροστά το περίπτερο μέρα νύχτα ανοιχτό

μα πώς να ζητήσεις μ ‘ άδειες τσέπες;

Ο ηλικιωμένος λούστρος με το κασελάκι του

μόνο τις πρωινές ώρες, αν του μιλούσα θα καταλάβαινε.

Ποιος άνεμος μ ‘έφερε απόψε εδώ;

Ποιος θεός δοκιμάζει τις αντοχές μου;

κι αυτό το τραγούδι γιατί θέλει να με δει να κλαίω;

Primo Levi-Eάν αυτό είναι ο άνθρωπος

 Όταν τελειώσαμε, ο καθένας έμεινε στη γωνιά του, χωρίς να τολμάμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν έχουμε καθρέφτη για να δούμε το πρόσωπό μας, αλλά ο καθρέφτης βρίσκεται απέναντί μας, η όψη μας αντανακλάται σε εκατό μελανιασμένα πρόσωπα, σε εκατό ρυπαρές και αξιοθρήνητες μαριονέτες. Μεταμορφωθήκαμε ήδη σε φαντάσματα, ίδια μ' εκείνα που είδαμε χθες.

Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μάς στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας• εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ' όνομά μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ' αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ' αυτό που υπήρξαμε.

[...]

Ας σκεφτούμε τον άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπεια και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι όταν βρεθεί σ' αυτή την κατάσταση, άλλοι θα ορίζουν τη ζωή του και θα αποφασίζουν για το θάνατό του χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού ή στην καλύτερη περίπτωση με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου "στρατόπεδο εξόντωσης", θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε μ' αυτή τη φράση: είμαστε στον πάτο.

Κάποιος, πολύ καιρό πριν, έγραψε ότι τα βιβλία, όπως οι άνθρωποι, έχουν το δικό τους πεπρωμένο, απρόβλεπτο, διαφορετικό από αυτό που επιθυμούσαμε και αναμέναμε… Γράφω αυτό που δεν θα. μπορούσα να πω σε κανέναν. Ήταν τόσο επιτακτική μέσα μας η ανάγκη να διηγηθούμε, που άρχισα να γράφω το βιβλίο εκεί, σ’ εκείνο το γερμανικό εργαστήριο γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσα με κανέναν τρόπο να. φυλάξω τις σημειώσεις που μουντζούρωνα, όπως όπως, θα έπρεπε αμέσως να τις καταστρέψω, γιατί η τυχόν αποκάλυψή τους θα μου κόστιζε τη ζωή.

| Primo Levi | Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος | μτφρ.: Χαρά Σαρλικιώτη | εκδόσεις Άγρα |

Ανδρέας Αγγελάκης-Μελαγχολικοί συλλογισμοί


Κάποτε, βέβαια, θα βρεθώ κι εγώ –ας μη γελιόμαστε–

με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά,

κάποιο σκοινί γύρω απ’ το λαιμό μου,

παραμορφωμένος απ’ τα χτυπήματα του αγνώστου

(άνεργος; ναυτικός; ψυχοπαθής; τι σημασία έχει…).

Τα συρτάρια μου άνω κάτω, ρούχα πεταμένα,

ολόγυμνος σε στάση άμυνας ή παράκλησης

να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο

(που, άλλωστε, το περίμενα στο βάθος)

και πια να μείνουν πίσω μου δυο τρία ποιήματα,

μάλλον οι τελευταίοι στίχοι μου,

πέντ’ έξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου.

Λοιπόν, ας έχετε το νου σας. Αν χαθώ,

αν δεν τηλεφωνήσω κι εξαφανισθώ περίεργα,

μην το αποδώσετε στις γνωστές παραξενιές μου.

Ψάξτε με στο λιμάνι, σ’ έρημες μαούνες,

σε τίποτα θάμνα εξοχικά,

σε ύποπτα, παγωμένα ξενοδοχεία,

αναζητήστε με μ’ επιμονή στις ερημιές,

ρωτήστε πρόσωπα στα πάρκα,

κυρίως, διαβάστε για τις έρευνές σας

προσεκτικά τα ποιήματά μου.

Περιγράφω λεπτομερώς τους υποψήφιους δολοφόνους μου,

τι μάρκα τσιγάρου καπνίζουν,

το βλέμμα, τις συνήθειες,

τη βραχνάδα τους.


(Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982)

Vladimir Mayakovsky-[άτιτλο]

 Για σας, ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα.

Για μένα, είναι σχεδόν μια αντίληψη του κόσμου.

Ο κινηματογράφος είναι φορέας της κίνησης.

Ο κινηματογράφος ανανεώνει τις λογοτεχνίες.

Ο κινηματογράφος καταστρέφει την αισθητική.

Ο κινηματογράφος είναι τόλμη.

Ο κινηματογράφος είναι αθλητής.

Ο κινηματογράφος διαδίδει ιδέες.

Αλλά ο κινηματογράφος είναι άρρωστος.

Ο καπιταλισμός του ρίξε στα μάτια χρυσόσκονη.

Επιτήδειοι επιχειρηματίες τον σέρνουν στους δρόμους.

Μαζεύουν το χρήμα, τις καρδιές με κλαψιάρικα θεματάκια.

Αυτό πρέπει να τελειώσει.

Ο κομμουνισμός πρέπει να διαφυλάξει τον κινηματογράφο απ’ τα χέρια των κερδοσκόπων...

Διαφορετικά θα χούμε ή κλακέτες Αμερικανικής εισαγωγής,

ή τα αιώνια δακρυσμένα μάτια του Μοζούκιν.

Τι βαρετά πράγματα και τα δύο, μα περισσότερο το δεύτερο.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ

Κίνο-φότ, Αύγουστος ’22

Γιώργος Ιωάννου - Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων


Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας

«λές να ‘ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,

Κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες

Κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.


Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ

στην αίθουσα αναμονής, το τραίνο

απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.


Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατέβουν

ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια

«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»

Θα κάνω δήθεν αδιάφορα.



Γιώργος Ιωάννου,  Τα Χίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα, Εκδόσεις Κέδρος, 1973

Paul Celan-[άτιτλο]

 Ήλιοι από νήμα

πάνω απ’ τη φαιόμαυρη ερημοσυνη.

στο ύψος 

δέντρου, μια σκέψη 

αρπάζει τον τόνο του φωτός:υπάρχουν 

ακόμη τραγούδια να ειπωθούν εκείθε απ’

τους ανθρώπους. 

Paul Celan, Καμπή πνοής, μετάφραση Μιχάλης Καρδαμίτσης, Κίχλη 

Mahmoud Darwish-Τρία ποιήματα


Σ’αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις


 Σ’αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις

Ο ερχομός του Απρίλη

Η μυρωδιά του ψωμιού την αυγή

Αυτά που λένε οι γυναίκες για τους άντρες

Τα γραπτά του Αισχύλου

Η αρχή του έρωτα

Το χορτάρι πάνω σε μία πέτρα

Μητέρες που ζούν με το σκοπό της φλογέρας

Και ο φόβος των κατακτητών για τη μνήμη


***


Σ’αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις

Το τέλος του Σεπτέμβρη

Μία γυναίκα που ανθίζει μετά τα σαράντα

Η ώρα του ήλιου στη φυλακή

Σύννεφα που σχηματίζουν πελώριες μορφές

Τα συνθήματα του λαού για κείνους που φεύγουν γελαστοί

και ο φόβος στα μάτια των τυράννων


***


Σ’αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις

Σε αυτή τη γη, την κόρη της γης

τη μάνα όλων των ξεκινημάτων

τη μάνα όλων των τελειωμών

Τη λέγαν Παλαιστίνη

Παλαιστίνη τη λένε ακόμα

Αγαπημένη μου, μου δόθηκε

μου δόθηκε η ζωή γιατί σε αγαπώ



Shadia Mansour ~ On this Earth is what makes life worth living


(Απόσπασμα από το ποίημα  «Ο έρωτας σαν το κύμα»)


Ο έρωτας σαν το κύμα

φέρνει και παίρνει

κεραυνοβόλος και αργόστροφος

ήρεμος σαν τη φαντασία

όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις

Λάμπει όταν σκοτεινιάζει

Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις

τέρας με φτερά αγγέλου

Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται

Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα

Έρχεται …

Αναρχικός και ατομικιστής

Πιστός και άθεος

Μας κυνηγάει έναν έναν

Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια

Και δηλώνει

Δολοφόνος και αθώος.. μαζί


(Απόσπασμα από το ποίημα «Αναμονή»)


Δεν ήρθε …και δεν θα έρθει

Θα ξαναφτιάξω το βράδυ μου

για να ταιριάξει με την απογοήτευση μου

θα σβήσω τα κεριά

και τα φώτα όλα θα ανάψω

Θα αλλάξω μουσική …θα βάλω

τραγούδια από την Περσία

Θα βάλω πάλι τα πράγματα σε τάξη

θα περπατήσω ξυπόλυτος αν θελήσω

Απόψε δεν θα κρύψω τα μυστικά της

Όρθιος θα πιω το ποτό της

Και θα ανοίξω πάλι τα σχολικά μου βιβλία (…)


Μετάφραση: Ναζίμ Αλατράς


Πηγή:https://filistina.wordpress.com/2013/02/20/%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84-%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AF%CF%82/#more-452

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Βασίλης Παπακωνσταντίνου-Λεγεωνάριος

 Καλλιτέχνης: Παπακωνσταντίνου Βασίλης

Άλμπουμ: Διαίρεση (1984)

Συνθέτης: Παπακωνσταντίνου Βασίλης

Στιχουργός: Παπακωνσταντίνου Θανάσης




Μάρω Δούκα-Τίποτα δεν χαρίζεται


Ήταν ένα Σάββατο απόγευμα όταν χρειάστηκε να επισκεφθώ τη Δημοτική Βιβλιοθήκη στα Χανιά, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, για μια εργασία που είχα αναλάβει στο σχολείο. Έως τότε οφείλω να σας πω ότι δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για το βιβλίο, όσο για τη λογοτεχνία, όπως μας τη δίδασκαν εκείνα τα χρόνια, μου ήταν αφόρητα πληκτική. Έτυχε όμως στην τρίτη γυμνασίου να έχουμε μια ψυχωμένη φιλόλογο και λιγάκι, να το πω έτσι, αλλοπαρμένη με την ποίηση. Πρώτη φορά ακούσαμε από τα χείλη της για τον Σεφέρη και για τον Ελύτη. […]

Μας έχει στρώσει, λοιπόν, στη δουλειά, αναθέτοντάς μας εργασίες. Πήγα βαρυγκωμώντας για πρώτη φορά στη Βιβλιοθήκη, αναζητώντας τον Άγγελο Σικελιανό, κι έμεινα έκθαμβη. Από τότε τα πιο πολλά απογεύματά μου τα περνούσα εκεί. Ανυπομονούσα να σχολάσω, να τρέξω στο σπίτι, να φάω, κι αμέσως με τη σάκα μου να καταφύγω στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης. Τι είχε συμβεί; Είχα ανακαλύψει ότι τα βιβλία δεν είναι μόνο μαύρα και ασήκωτα. Ότι μυρίζουν ωραία κι ότι μόλις τα ανοίξεις ζωντανεύουν. Την πιο καλή στιγμή για μένα, όταν πια δεν θα μπορούσα να παίξω στους δρόμους, διαπίστωνα ότι το βιβλίο μπορούσε να μου αποκαλύψει όλη την αλήθεια για τη ζωή.

Κι είχα την τύχη στα χρόνια που θα ακολουθούσαν να έχω δίπλα μου, για να με συμβουλεύει και να μου ξεδιαλέγει ποια βιβλία να διαβάσω, έναν ηλικιωμένο βιβλιοθηκάριο, λάτρη της λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι αυτοσκοπός, μου έλεγε, χρόνια δουλεύω εδώ. Σου το λέω. Το βιβλίο είναι για να μας ανοίγει τα μάτια, διαβάζω σημαίνει οξύνω την παρατήρηση και τη σκέψη μου, προκαλώ και τροφοδοτώ τη φαντασία μου, αναπτερώνω το ηθικό μου. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου, είπε ο Σολωμός. Πίσω από το βιβλίο υπάρχει ο πολιτισμός. Και πίσω από τον πολιτισμό υπάρχει ο συνειδητός, ο ελεύθερος πολίτης.

Μάρω Δούκα (26 Ιανουαρίου 1947)

Τίποτα δεν χαρίζεται, εκδόσεις Πατάκη

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου-Τρία ποιήματα


 ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Σταμάτησα μέσα στην επαρχία ανάμεσα

στον διψασμένο ουρανό και στ' ακρογιάλια

περαστικός καθώς τα φύλλα και τα δέντρα

περαστικός σαν τα κοπάδια στην πεδιάδα.

Τα τριαντάφυλλα στον φράχτη, τα παιδιά

αγκαλιασμένα μες στον ήλιο, η προκυμαία

και η παιδική σου σάρκα μες στα περασμένα

μια σαστισμένη τρυφερή ομιλία.

               

                 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΡΑΔΥ

Μέσα  στο βράδυ ανθίζεις ξανά σκονισμένη μου θάλασσα

κάμποι βαγόνια και σταθμοί παρατημένη επαρχία

κάτω απ' τα φώτα του γκαζιού.


Μέσα στη νύχτα ανθίζεις ξανά παλιό μου αγρόκτημα

μάτια ανοιχτά θαμπωμένα λυπημένη μου σκέψη.


Μέσα στη μνήμη ανθίζεις ξανά και πάλι μαραίνεσαι

όταν οι πράσινες ακρογιαλιές δεν υποφέρονται

όταν το καλοκαίρι στον κάμπο στεγνώνει.

               

                Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ  ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή

το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής

η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

 

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε

δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

 

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση

κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη


Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985.


Αγγελική Σιδηρά-Όταν παύουν να σ' αγαπούν, γίνεσαι αόρατος



Μνήμη Νανάς Ησαΐα


Καθότανε πάντα παράμερα.

Έβηχε, κάπνιζε

κι έστρωνε τα λιγοστά μαλλιά της.


Εκείνη η γυναίκα

που αγαπήθηκε παράφορα.


Όλοι την αποφεύγανε.

Είχε πεθάνει από καιρό

μα δεν το ήξερε.

Οι αγκαλιές τους πνίξαν

το υπέροχο κορμί της

γίνανε τα φιλιά τους μαύρα στίγματα

τα χάδια τους άγριες χαρακιές

στο πρόσωπό της.


Εκείνη η γυναίκα

που αγαπήθηκε παράφορα.


Μην την κοιτάζετε καλύτερα.

Καλύτερα

αφού δεν μπορεί διόλου να μην την δείτε.

Έχει πεθάνει.

Κατά λάθος και σπανίως εμφανίζεται.

Αυτό που βλέπετε

αν κάτι ακόμα βλέπετε

είναι μόνο τ' αόρατα μέρη του εαυτού της:

η σιωπή, η μοναξιά, η λύπη.



από το βιβλίο της Αγγελικής Σιδηρά Αμείλικτα γαλάζιο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2007


Θανάσης Τζούλης- Το σκοτωμένο πουλί



Υπάρχουν δρόμοι χωρίς τέρμα

που γλιστρά η νύχτα το κορμί της.

Υπάρχουν δρόμοι μ’ ένα στύλο

και μ’ ένα πουλί σκοτωμένο

στο κρανίο του.

Το σκοτεινό φεγγάρι

κατάπιε όλη τη νύχτα

κι’ αυτός ο στύλος είναι ορόσημο του δρόμου.

Αρχίσαμε από τα μάτια μας,

μην πουληθούμε στους δρόμους

στο πρώτο καραβάνι που θα βρούμε.

Άλλοτε οι δρόμοι είχαν τέρματα.

Μα τα πρόσωπα είναι στραμμένα στον τοίχο

κι’ από τα χέρια τους πέφτουν

δυό απαγχονισμένοι

μέσα στη νύχτα.


Πηγή:https://teflon.wordpress.com/2011/09/25/%ce%b8%ce%b1%ce%bd%ce%ac%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%b6%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%b8%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%b3%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b1/

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Νικηφόρος Βρεττάκος-Το περιβόλι


Ήρθα στον κόσμο αυτό να φτιάξω περιβόλι

να σχηματίσω ένα δέλτα στην έρημο,

να φυτέψω λεμονιές για τους γάμους σας

να συνθέσω τα χρώματα φτιάχνοντας

ουράνια τόξα για τα παιδιά

που θα παίξουνε στο χορτάρι μου

όταν εγώ θα κοιμάμαι βαθιά

και το χαμόγελό μου θα κρέμεται ολόλευκο

σ’ ένα κλωνάρι μυγδαλιάς

που ο ουρανός θα το κουνάει.


Να φύγω αφήνοντας πίσω μου

ένα λιβάδι μ’ απίθανα χρώματα,

έτσι που να μπορείτε να ’χετε όλοι σας

ένα μπουκέτο καλοσύνης στο τραπέζι σας

έτσι που να ’χει ο Χριστός δυο λουλούδια στα χέρια του

την Κυριακή που θα τον βγάλει η μητέρα του

να τον φωτογραφίσει με τους ψαράδες.


[Νικηφόρος Βρεττάκος, 1912 — 1991]

Από το "ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΥΣ", 1959

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Χέρμπερτ Μαρκούζε -Οι καινούργιες μορφές ελέγχου (απόσπασμα)


Η άνεση, η αποτελεσματικότητα, η λογική και η έλλειψη ελευθερίας μέσα σ' ένα δημοκρατικό πλαίσιο, να τι χαρακτηρίζει τον προχωρημένο βιομηχανικό πολιτισμό και συνηγορεί για την τεχνική πρόοδο. Πραγματικά, δεν είναι λογικώτατο να μηχανοποιηθούν οι κοινωνικά αναγκαίες εργασίες, που είναι κοπιαστικές για το άτομο, έστω και με τον παραμερισμό της ατομικότητας; να συγκεντρωθούν οι μικρές επιχειρήσεις σε αποτελεσματικώτερες και παραγωγικώτερες μονάδες; να υπαχθεί σε κανόνες ο ελεύθερος ανταγωνισμός, που στο κάτω - κάτω γίνεται ανάμεσα σε άτομα άνισης δύναμης; να περιοριστούν οι εθνικές πλειοδοσίες και κυριαρχίες που φρενάρουν την παγκόσμια οργάνωση των οικονομικών συναλλαγών; Αν λοιπόν αυτό το τεχνολογικό επίπεδο απαιτεί μια ανάλογη πολιτική και πνευματική εναρμόνιση, τότε έχουμε μια λυπηρή βέβαια αλλά απαραίτητη επίπτωση του πράγματος.

Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που ήταν ουσιαστικοί παράγοντες στα πρώτα στάδια της βιομηχανικής κοινωνίας, χάνουν τη ζωτικότητά τους στα πιο προχωρημένα στάδια, χάνουν το παραδοσιακό τους περιεχόμενο. Η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της συνείδησης – καθώς άλλωστε και η ελεύθερη επιχείρηση που εξυπηρετούσαν και προστάτευαν – διαμορφωμένη από ιδέες ουσιαστικά κριτικές, είχε σκοπό να αντικαταστήση μια ξεπερασμένη υλική και πνευματική κατάσταση με μια άλλη αποτελεσματικώτερη και ορθολογιστικώτερη. Με τη θεσμοποίησή τους και την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα συμμερίστηκαν και την τύχη αυτής της κοινωνίας. Η υλοποίησή τους εξαφάνισε τις προϋποθέσεις τους.

Στο βαθμό που πραγματοποιείται η απελευθέρωση απ' την αθλιότητα, συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε ελευθερίας, οι ελευθερίες που συνδέονται με ένα κατώτερο στάδιο παραγωγικότητας χάνουν το πρωταρχικό τους περιεχόμενο. Η ανεξαρτησία της σκέψης, η αυτονομία, το δικαίωμα της πολιτικής αντιπολιτευτικής δράσης, στερήθηκαν απ' το ουσιαστικά κριτικό τους περιεχόμενο μέσα σε μια κοινωνία που, με την οργάνωσή της, μοιάζει να γίνεται κάθε μέρα και πιο ικανή να ικανοποιήσει τις ατομικές ανάγκες.

Μια τέτοια κοινωνία δικαιούται να απαιτήσει την αποδοχή των αρχών και των θεσμών της· η αντιπολίτευση περιορίζεται στην προβολή πολιτικών εναλλακτικών λύσεων και στην αναζήτησή τους μέσα στα πλαίσια του στάτους κβο. Το αν θα είναι απολυταρχικό ή όχι το σύστημα που θα ικανοποιεί προοδευτικά όλες τις ανάγκες, δεν έχει και μεγάλη σημασία για την κοινωνία. Μέσα σε συνθήκες αδιάκοπης ανάπτυξης του επιπέδου ζωής, η μη συμμόρφωση με το σύστημα δεν έχει καμιά φανερή κοινωνική χρησιμότητα, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν προκαλεί αισθητές οικονομικές και πολιτικές αναστατώσεις και απειλεί την ομαλή λειτουργία του συνόλου. Γιατί δηλαδή η παραγωγή και η διανομή αγαθών θα έπρεπε να υποστούν τον ανταγωνισμό των ατομικών ελευθεριών, όταν διακυβεύονται ζωτικές ανάγκες;


[...]


Η βιομηχανική κοινωνία έφθασε στο στάδιο εκείνο, όπου πια δεν μπορούμε να ορίσουμε μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία χρησιμοποιώντας τους παραδοσιακούς όρους της οικονομικής, πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας. Όχι γιατί οι ελευθερίες αυτές έχασαν τη σημασία τους, αλλά αντίθετα γιατί έχουν πάρα πολλή σημασία για μπορούν να περιοριστούν στο παραδοσιακό πλαίσιο.


Μόνο αρνητικοί όροι μπορούν να εκφράσουν αυτές τις καινούργιες μορφές, γιατί ακριβώς αποτελούν άρνηση των μορφών που κυριαρχούν. Έτσι, οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση από την οικονομία, απ' τον καταναγκασμό που ασκείται με τις οικονομικές σχέσεις και δυνάμεις, απελευθέρωση από την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή από την ανάγκη να κερδίζουμε τη ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ' την πολιτική αυτή που πάνω της τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης, κι ακόμη θα πρέπει να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της «κοινής γνώμης» κι ακόμη και κοινή γνώμη. Αν οι προτάσεις αυτές έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή οι δυνάμεις που τις αντιμάχονται είναι ισχυρές. Έχουν γι' αυτή τη μάχη ενάντια στην απελευθέρωση ένα αποτελεσματικό και μόνιμο όπλο, την καθιέρωση υλικών και πνευματικών αναγκών που διαιωνίζουν τις ξεπερασμένες μορφές της πάλης για την ύπαρξη.


[...]


[πηγή: Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, εκδ. Παπαζήση, 1971, σελ. 33-36]



Θεόδωρος Αγγελόπουλος-Ξεχάστε με στη θάλασσα


Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας

Είμαι επισκέπτης

Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά

κι έπειτα δεν μου ανήκει

Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"

Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία

Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε

Ότι δεν έχω καν όνομα

Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο

Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω

Ξεχάστε με στη θάλασσα

Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.

(ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου γραμμένο το 1982, λίγο πριν τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας "Ταξίδι στα Κύθηρα")

Θεόδωρος Αγγελόπουλος- Ο μονόλογος στο τελευταίο πλάνο της τανίας "Το βλέμμα του Οδυσσέα"

Όταν γυρίσω
θα γυρίσω με τα ρούχα και τ' όνομα ενός άλλου.
Kανείς δε θα με περιμένει.
Kι αν δε με γνωρίσεις και πεις
«Δεν είσαι εσύ»,
θα σου δώσω σημάδια, να πιστέψεις.
Tη λεμονιά στον κήπο σου.
Tο ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.
Kι ακόμα σημάδια του κορμιού και της αγάπης.
Kι όταν ανεβούμε τρέμοντας στο παλιό δωμάτιο,
ανάμεσα σ' ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ' ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,
θα σου διηγούμαι το «ταξίδι» όλη νύχτα
κι όλες τις νύχτες που θα 'ρθουν.
Aνάμεσα σ' ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο,
ανάμεσα σ' ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,
όλη την ανθρώπινη περιπέτεια,
την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει.

.


Θόδωρος Αγγελόπουλος | 27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου 2012 |