Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Ιωάννης Πολέμης - Η Κριτική

 Η Κριτική μου φαίνεται θα με μαλώσει πάλι

 και θα φορέσει τα γυαλιά με σουφρωμένα φρύδια

 και τέτοια λόγια θα μού ᾿πει:

− Δεν έχει τάχα η λύρα σου άλλες φωνές να βγάλει,

αλλά μάς ψέλνει πάντοτε τα ίδια και τα ίδια

 για την αγάπη σου; ντροπή!


Και βέβαια  στο διάβολο και πάλι θα με στείλει

 και θα με πει μονότονο στο θέμα και στους στίχους·

αλλά κ᾿  εγώ θε να τής πω:

−Μήπως αλλάζουν μυρωδιά τα ρόδα τού Απρίλη,

και τ᾿  αηδονάκια τα δειλά μήπως αλλάζουν ήχους,

μήπως αλλάζουνε σκοπό;

Άι! Κριτική παράξενη, όπως σ᾿  αρέσει κρίνε,

μα όπου καθένας μας πονεί εκεί κι᾿  ο νους του είναι. 


Πηγή: Χειμωνανθοί, 1888

Λορέντζος Μαβίλης - Αμίλητα


Ποτάμι τρέχει η Αγάπη και όσο τρέχει
πληθαίνει και στ’ ολόγλυκό της αίμα
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.
Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
απλώνεται γεμάτη δάκρυα κ’ αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.
Χρυσομάνα, εμαράθηκαν τα φύλλα
και χειμώνας πλακώνει·  σε θωράω
κατάματα με τρόμου ανατριχίλα.
Και σέναν’ αλαφιάζεται το πράο
άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα· 
θα χαρούμε άλλην άνοιξη σαν πρώτα;

περ. Γράμματα, τόμος 2, τ. 13 (1913).

Κρίτων Αθανασούλης - Η ώρα τίποτε


Έτσι ήρθε στο σπίτι μου ο Άγγελος μια μέρα.
Έτοιμο, με στιλπνούς καθρέφτες που περίπαιζαν μορφές
και πρόσωπα που ασύδοτα κυκλοφορούσαν.
Όλα ήταν σε τάξη κι η τάξη όλους είχε σκανδαλίσει.
Εγώ δεν εμφανιζόμουν. Για να μ’ αποζητήσει, να με ονομάσει,
να με ρωτήσει κάτι για το άγνωστό μου πρόσωπο.
Αλλά έμεινεν αδιάφορος. Κάθισε κάπου κι άρχισε να λέει
παράξενες διηγήσεις. Πως άλλος ήταν σήμερα
άλλος εχτές, άλλος στο μέλλον και ο κόσμος όλος
ήταν αυτός κι αυτός ο κόσμος τίποτε δεν ήταν.
Αλλά το μέλλον ήρθε κι έγινε Άγγελος κι ελπίζει
σ’ άλλες μεταμορφώσεις. Κανένας δε μιλούσε πια,
μα στέριωναν καλά καλά τις μάσκες
κι η υποψία το πνεύμα διαπερνά.
Κι ευθύς ένας σηκώθη αποφασισμένος για όλα τα ενδεχόμενα.
Ο Άγγελος άνοιξε το ιμάτιο και φάνηκε το στήθος.
Και μες στο στήθος δέντρο φωτισμένο
κι απάνω στα κλαδιά πουλιά
που ράμφιζαν καρπούς και κελαηδούσαν.
Ύστερα κοίταξε την ώρα. Έδειχνε τίποτε ακριβώς.
Κι όλοι κοιτούσανε αυτή την ώρα τίποτε. Κι ένιωσαν ξάφνου
σαν έμβρυα σφαδάζοντα σε μια γαστέρα που έμελλαν να γεννηθούν.
Κι ύστερα δόθηκαν στην έξαρση του γεγονότος.

Πηγή: Κρίτων Αθανασούλης, μια παρουσίαση από τον Γιάννη Βαρβέρη, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, Ιούλιος 2000, σ. 47

Τέλλος Άγρας - Τρία ποιήματα

 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ

Ι

Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,
έρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,
που, σε μουδιασμένη Κυριακή,
στέκει και σας κλαίει θλιμμένη μουσική!

Ποσωπάκια που έφεξαν, δειλά
στόματα που η πίκρα τα σφαλά.
που δεν ξέρουνε ποτές φιλί θερμό
άλλο από τον ύστατο ασπασμό,

χέρια κέρινα, παρακαλεστικά
ζητιανεύοντας ανάξια  ψυχικά,
και κομμένα μάτια κι ισκιερά –
ω σκουντήματα ώς θανάτου θλιβερά!

Θάνατο κι εσύ ζωσμένο, μοναχό,
άμοιρο, αψηλό Τριαντάφυλλο φτωχό,
που αντίς να ‘φεγγες τη ρόδινη χαρά,
μοιάζει να ‘γιασες από τη συμφορά,

γέρνει η όψη σου, γέρνει και προσκυνά
τα Επιτάφια τα καθημερινά…

Φτωχογειτονιές, έρημς γωνιές,
καμωμένες για τις μαύρες παγωνιές,
καμωμένες για τις άταφες ψυχές,
καθημερινές ψυχές και μοναχές,

για τα λείψανα και για τις Κυριακές
-της ψυχής μου, εσείς πατρίδες μυστικές!
Της ψυχής μου που είναι κρύα, και μπιάζει σα
δίσκος με σταυρό και κόλλυβα χρυσά

και στη μέση έν’ αγιοκέρι, ταπεινά,
στης Αγάπης τα μνημόσυνα αγρυπνά.

ΣΠΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.

Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζει.
Δες, κι η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.

Κι έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξει:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,

κι η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περικοκλάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.

Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ’ τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν – κι εξανακαθίσαν·
κάτι ξένο σα να ‘ρθε να σθγκατοικήσει·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσν…

Μα έλειψε κιόλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα – κι έλιωσε, κι ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας…

ΑΝΤΙΚΡΥ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Τι νύχτα ημερινή στον κόσμο! από λιθάρι
λιθάρι, μες στο δρόμο, να ‘βγω να ξεκρίνω…
Βιολέτα μοναχή, στο δρόμο, το φεγγάρι.
Κι αγέρι σιγανό φυσά από μαντολίνο.

(Κι είναι σαν τ’ όργανο, που ημέρα-μεσημέρι
τα σπιτικά πουλιά στα κλουβιά ξετρελαίνει·
γυμνή καρδιά είναι τούτο που χτυπά, όχι χέρι!
γυμνή καρδιά, απ’ το στίχο μας για πάντα ξένη.)

Κι ακρινά στον αντρέ, χλωρός κάθεται τοίχος,
από φύλλα, από αγκάθια, τοίχος και φεγγάρι
-βέργες πίσω απ’ τις βέργες, κι όλο βέργες, δίχως
σειρά και ξεπλεγμό, κλωνάρι, άλλο κλωνάρι,

κορμός κρύβει κορμό, κι άλλος πιο πίσω στέκει,
κλωνιά, ριχτά έναν κύκλο, από κορμό τριγύρω,
ξερά κλαδιά αγκαλιές, μύτες χλωρές παρέκει,
κι αγκάθια, και φεγγάρι, γιασεμιά, και μύρο…

Να, η πύκνα ομίλησε, με τ’ αγεριού τα χνώτα,
στα πίσω του αλλουνού σπιτιού, ο κισσός σαλεύει
-αγκάλη που έζωσεν αγαπημένα νώτα,
κι αχείλι, οπού σ’ αυτί και σε λαιμό κατέβη…

Μονάχος μου – κι οι γλάστρες στα πεζούλια απάνω
κι η στενή τούτη η πλάση, αντίκρυ μου, η χλομή,
-μια να την κατοικώ και μια να τηνέ χάνω,
να χάνομαι απ’ αγάπη κι από γιασεμί…

Τάκης Παυλοστάθης - Το παράθυρο


Ανοίγω το παράθυρο
και προχωράω με το βλέμμα ώς το σύννεφο.
Ανομολόγητα βουνά
γύρω.
Μια κοπέλα στην ταράτσα
κλείνοντας το φετεινό τετράδιο του θετικού φροντιστηρίου
προχωράει προς τη στέρνα.
Βουνά οδηγητές.
Κατακόρυφος πολυόροφος νους
και στο δάπεδο τέσσερα πέντε παιδιά
κυττάζουν προς την κορυφή χαμένα.
Ο Γιάννης άφησε μουστάκι
και τα δικά μου τα μαλλιά σχεδόν μακρύνανε.
Αλλά κύττα ο Γιάννης Γκούρας
με τα ωραία στους ώμους μαλλιά
με το τραχύ το μέτωπο
λάμπει κάτω απ' τις σφαίρες
καθώς γυρίζει, μόνος, να πάρει την κάπα του
λάμπει
στη Γραβιά.
Κύττα το Θανάση Διάκο μ' ένα του κύτταγμα ευθύ
ρίχνει φως και ουρανούς
σε γέφυρες και σε φαράγγια.
Ανομολόγητα βουνά
το παράθυρο έχουν τώρα φράξει με το σίδερο
δυστυχισμένοι και ελάχιστοι βουλιάζουμε.
Αν τύχει και μας βλέπετε μέσ' από το φως σας
μιλήστε εσείς
μιλήστε μας
Ακούμε ακόμα.

περ. Νήσος, τ. 3, Ιούνιος 1984

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Άλεκ Σχινάς -Ο ζύθος



Πέρα απ’ τα σύνορα των ανθρώπων,
πέρα από τα υγρά βαθύσκια δάση της Αγάπης
κι απ’ τις γυμνές βραχοκορφές του Λογισμού,
στο κέντρο μιας ατέρμονης ερήμου,
υπήρχανε κοιτάσματα ενός σπάνιου ισότοπου της Λύτρωσης.
Είχα εγκύψει σε παμπάλαιους χάρτες, και υποψιάστηκα.
Είχα μιλήσει σε σοφούς και έμαθα.
Βαθιά είχα ονειρευτεί και πίστεψα.
Ξεκίνησα για κει…
Την πρώτη μέρα, έξω από την πόλη, συνάντησα ένα υπαίθριον κέντρον:
Ζυθεστιατόριον Η Άνεσις.
Είπα να κάμω κομμάτι στέκι εκεί, να πιω έναν ζύθον.
Ο κήπος ήταν δροσερώτατος και τα καθίσματα εξόχως αναπαυτικά.
Κρυμμένα μέσα στα φυλλώματα ακούγονταν τζιτζίκια και πουλιά.
Και ο ζύθος απεδείχθη γευστικώτατος…
Ένιωσα, ξάφνου, τόσο μαγεμένος, ώστε παρήγγειλα και άλλον ζύθον…
Με δυσφορία διενοήθην, προς στιγμήν,
το ενδεχόμενον της συνεχίσεως του ταξιδίου μου.
Ήρχισα, ήδη, να συλλαμβάνω το επισφαλές του όλου εγχειρήματος…
Παρήγγειλα και τρίτον ζύθον…
Τα όνειρα, εσκέφθην, είναι, βεβαίως, απατηλά.
Αι γνώμαι των σοφών ερμητικαί και αλληλοσυγκρουόμεναι.
Οι χάρται τους οποίους συνεβουλεύθην, οι παμπάλαιοι χάρται.,
ήσαν ενδεχομένως λανθασμένοι…
Χωρίς πολλήν χρονοτριβήν, κατέληξα εις σαφήν επίγνωσην
του ανεπαρκούς των αρχικών μου δεδομένων.
Όθεν έλαβα την απόφασιν να μην κουνήσω ρούπι από κει!
Επιπροσθέτως δε, παρήγγειλα και τέταρτον,
και πέμπτον, και έκτον ζύθον!..
Και άλλους ζύθους..- πολλούς ζύθους!..
Κι απέ: ουζάκια!..

Klaus Schulze -Cello


 

Peter Handke - Ἡ Κλέφτρα τῶν Φρούτων (απόσπασμα)

 Ἤθελε νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἔναστρο οὐρανό, σ᾽ αὐτὸν τουλάχιστον ποὺ ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρο, νὰ τῆς φανερωθεῖ σὰν ἕνας ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη, στὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὴν ὁλότητά του. Ἔτσι κι ἔγινε· κι αὐτὸ ποὺ ὣς τότε στὴ ζωή της ἦταν (κι ἔμενε) λέξη μόνο, μεταφορα ποὺ τὴν εἶχε ἀκούσει καὶ προσέξει καὶ χρησιμοποιήσει καὶ ἡ ἴδια, ἔγινε γιὰ κείνη τὴ μία στιγμὴ χειροπιαστὴ πραγματικότητα: τ᾽ ἀστέρια τὴν ἔλουσαν μὲ τὴ λάμψη τους, λάμποντας τῆς χαμογέλασαν. Καὶ τί γλυκό, τί καλὸ ποὺ ἦταν τὸ χαμόγελό τους!

Peter Handke / Ἡ Κλέφτρα τῶν Φρούτων / μτφρ. Μαρία Αγγελίδου / ἐκδ. Βιβλιοπωλείο Gutenberg

Beethoven - Symphony No 10


 

Arvo Pärt - Ludus: Con moto


 

Johnny Cash-I Forgot to Remember to Forget


 

Βασίλειος Κόλλιας - Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας


Τοῦτες τὶς μέρες

μοῦ ἔρχεται συχνὰ

νὰ κάτσω καὶ νὰ πιῶ,

νὰ πάψω νὰ μιλῶ·


μόνο νὰ νοιώθω

αὐτὰ ποὺ θεωροῦν

οἱ συντάκτες τῶν εἰδήσεων

ἀπόνερα καὶ ἀσυναρτησίες.

Δημήτρης Νικηφόρου - Για το νησί στη λίμνη (στους Γέητς και Πάουντ)


Καταμεσής στη λίμνη μου ένα νησάκι κάθε τόσο ξεμυτά:
Έχω το ξύλινο καλύβι μου εκεί, μαύρη πετριά σπαρμένη τρία στρέμματα
κόρνο και σίκαλη, δίπλα ένα μποστάνι καταπράσινο•
πέρα στο μοσχομύριστο θυμάρι βουίζουν οι κυψέλες μου με τ’ αγριόμελο
και μια ντουζίνα ελιές που ξεκουράζονται στο σύσκιο τους τα λιμνοπούλια.
Δροσόσταλο το δείλι αργοπέφτει, αργεί ο καφές στη χόβολη,
τρεις κούπες στέκουν στο βαρέλι αντικρύ με το ουίσκι•
Έρχεστε με βάρκα μονοκάταρτη σταβέντο,
συμπότες του πικρού πιοτού και του ξερού ταμπάκου,
συνταξιδιώτες, ναύκληροι του ποντισμένου ιμέρου,
Μιμόζες «μη μου άπτου» σώματα, με φούσκαλα τα χείλη, χαιρετάτε,
γιατί στα χαμοπήγαδα γλυφίζει το νερό κι απ’ τα μεθυστικά πιοτά
πίνει μοχάχα ο ψυχαδράχτης κι οι ρουφιάνοι του.
Για ποίηση κουβέντα• ακούμε μόνο το σάλεμα στα λιόφυλλα,
το κρώξιμο των γλάρων και την αμφίβια των φρύνων τη σονάτα,
Και πίνουμε βουβά απ’ το ατόφιο μαλτ, το χρόνια ωριμασμένο
και ντουμανιάζει το καλύβι στον καπνό το σέρτικο.
Τους αστρικούς σας ώμους αγκαλιάζω όπως της μάνας μου παλιά,
ο Έζρα παίζει στο βιολί για τον οικοδεσπότη ένα της κάτω νύχτας κάντο,
σκαρφαλωμένο στα εννέα όγδοα της σεβνταλούς Ανατολής.
Αχ, πόσο μικραίνει η νύχτα στο χαρμόλυπο το γλέντι.
Χαράζει και δε ρώτησα αν βρίσκονται οι ποιητές στον Άδη,
μήτε αν απαντήσατε τον αηδονόλαλο το Ρούσο τον Σεριόζα
που’ κανε το ταξίδι σας νωρίς, ούτε είπα πως μεθώ τριάντα χρόνια
με τον γλυκόπιοτο καημό που αφήσατε αμανάτι.
Το πρωινό αηδόνι λέει αντίο με μια τρίλλια πριν σωπάσει•
Αυτό το σώμα, που ντύνει κάθε μέρα η φθορά, αιθερολάμνει
σαν την πέρδικα πετώντας χαμηλά να σας ξεπροβοδίσει.
Τώρα σηκώνετε πανί και το φουσκώνει ο νόστος,
κι ο μπάτης μ’ έναν ψίθυρο μου φέρνει τη φωνή σας.
Ο ένας που ζωντάνευε με την αντάρα των σπαθιών,
αν λησμονήθηκαν τα ξεστρατίσματά του με ρωτά.
Ο άλλος που αντάριαζε με τις σπαθιές του έρωτα,
αν τις καρδιές των ποιητών οι κοπελιές τρυπούν ακόμη
Κι εγω πως τίποτε τους απαντώ δεν άλλαξε.
Έζρα, Γουίλι, αγαπημένοι θηρευτές σας δίνω λόγο:
Όταν βουλιάξει το νησί μου δεν θα προσμένω πάλι να φανεί.
Όπως ο μέρμηγκας τ’ ασήκωτο φουντούκι, ένα βαρέλι ουίσκι θα ζωστώ
και θα κινήσω να σας βρω ωσάν πορνοβοσκός κι αγύρτης,
σέρνοντας ένα τσούρμο σφιχτοκάπουλα κορίτσια του μπουρλέσκ.
Λαθραία θα περάσω την πραμάτεια μου από το σκύλο τον τρικέφαλο,
και μες στο χαροκόπι μας τον Άδη θα ρουφήξουμε ως τον πάτο,
όπως μονάχα οι ποιητές και οι τρελοί τον πίνουν.
Για ποίηση ούτε λέξη.
Χρεία καμιά δεν θα’ χομε απ’ την πλανεύτρα πουτανιά της.
2014

Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος [IV]


Πρέπει να ’χεις περάσει από χαρτοπαίγνιο
Και να ’χεις αγρυπνήσει νύχτες πολλές,
Για να μπορείς ν’ αλλάζεις την τύχη,
Όπως αλλάζει κανείς χειρόκτια.
Τα χειρόκτια είναι, αλήθεια,
Από τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου,
Όπως τ’ άδεια κοχύλια, τα πετράδια, τα κλειδιά.
Αγαπώ απ’ όλα τούτα πιο πολύ
Τα χειρόκτια, για τη συγγένεια
Με τ’ αληθινά χέρια και την τυφλή θεά.
Έχουν σχέση βαθιά τα χέρια, τα χειρόκτια κι η τύχη,
Ο ύπνος και το ξημέρωμα,
Η γέννηση κι ο θάνατος.
Παίζοντας με τραπουλόχαρτα είναι σα να ξιφουλκείς
Να σκοτώσεις τ’ αντρείκελα που παίζουν.
Μα το ξίφος σου είναι ξύλινο και δεν μπορείς,
Γίνεσαι αντρείκελο και συ και παίζεις με την ψυχή σου.
Σαν χάσεις την ψυχή σου, δεν έχεις να παίξεις
Με ποιον — παίζεις με τον εαυτό σου,
Μόνος, αντικριστά, ενώπιος ενωπίω.
Σαν χάσεις τον εαυτό σου, δεν έχει να παίξεις
Με ποιον — έρχεται ο άγνωστος,
Έχοντας δέσει τ’ άλογό του στο κρικέλι σου.
Τραβάς το ξύλινο σπαθί κι αυτός σαν κυπαρίσσι.
Στήθος γυμνό κι αυτός με σιδερένια πανοπλία.
Πόσες φορές κάναμε πανιά, πόσες
Φορές ναυαγήσαμε: να παίζεις, να παίζεις,
Ν’ αλλάζεις τραπουλόχαρτα: μέτρα τα πράγματα
Με τη χαρά που τα ομορφαίνει: μπορείς να ελπίζεις
Πως κι αύριο θα ξημερώσει: μπορείς να είσαι,
Το φως πέφτει επάνω σου: μπορείς να βλέπεις
Στα πρόσωπα των ανθρώπων το πρόσωπό σου.
Ωραία είναι τα πράγματα, ωραία κι όταν πεθαίνουν,
(Σαν σε βαθύ καθρέφτη ονείρων απατηλότερα)
Γιατί πεθαίνουν, γιατί θ’ αναστηθούν
Μαζί μας, γιατί πεθαίνουν τον δικό μας θάνατο,
Είναι ωραία: διηγούνται τη δόξα μας.
Είναι ο ουρανός μας, ο δικός μας ουρανός,
Το καθαρό άγρυπνο καθρέφτισμά μας.
Ο Θεός αγρυπνεί εν σιωπή — βλέπει τον άνθρωπο.
Ο Θεός ως εν εσόπτρω — βλέπει τον Θεό.
Μας έδωσε το πρόσωπο — Του μοιάζουμε.
Μας έδωσε τον έρωτα — Τον πλησιάζουμε.
Μας έκρυψε το μυστικό του — Τον γυρεύουμε.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955) του Γιώργου Θέμελη

Brahms, Symphony Nr 3 F Dur op 90 Leonard Bernstein, Wiener Philharmoniker


 

Friedrich Schiller -Ωδή στη Χαρά

Ωδή στη Χαρά Κόρη εσύ των Ηλυσίων,
ω Χαρά, σπίθα πανέμορφη, Θεϊκή,
ένα πύρινο μεθύσι
στο δικό σου το ναό μας οδηγεί.
Η κακιά ό,τι σκόρπισε συνήθεια
να τα μάγια σου το δένουνε ξανά,
όλοι οι άνθρωποι, ω θεά, αδερφώνονται, όπου
η φτερούγα η απαλή σου τριγυρνά.

Όλα τα έθνη αγκαλιαστείτε! Σε όλον, όλο
στέλνω εγώ τον κόσμο τούτο το φιλί.
Έναν έχουμε πατέρα, αδέρφια, εκεί
απ' των άστρων πιο ψηλά το θόλο.

Όποιος ενός φίλου ο φίλος είναι,
όποιος πέτυχε τέτοια έξοχη ζαριά,
όποιος βρήκε μια καλή γυναίκα, ας σμίξει
τη φωνή του στα χαρούμενα βουητά.
Φτάνει μόνο μια ψυχή στον κόσμο τούτον
να μπορεί κανείς δικιά του να την πει.
Αλλ' αυτός που δεν το πέτυχε ποτέ του,
κλαίοντας έξω από τον κύκλο ας τραβηχτεί.
Τη συμπάθεια να τιμά και να λατρεύει
όποιος ζει σ' αυτή τη γη.
Προς τ' αστέρια αυτή οδηγεί
όπου του Άγνωστου είν' ο θρόνος κι αφεντεύει.

Όλα τα όντα από τα στήθια της μεγάλης
Φύσης τη χαρά ρουφούν,
και οι καλοί μα και κακοί τα ρόδινά της
ίχνη πάντα ακολουθούν.
τα φιλιά και τα σταφύλια αυτή μας δίνει,
ένα φίλο, κι ως το θάνατο πιστό.
Ηδονή και το σκουλήκι ακόμα νιώθει,
στέκει ορθό το Χερουβείμ μπρος στο Θεό.
Έθνη, εσείς χάμω θα πέσετε, εσείς μόνο;
Πες! Τον πλάστη τον μαντεύεις, κόσμε εσύ;
Θα τον βρεις πάνω απ' των άστρων τη σκηνή.
Πάνω απ' τ' άστρα το μεγάλο του έχει θρόνο.

Η φτερούγα η δυνατή στην αιώνια φύση
ονομάζεται χαρά.
Τους τροχούς μες στο τρανό ρολόι του κόσμου
η χαρά τους σπρώχνει πάντοτε μπροστά.
Απ' τα ουράνια, στης χαράς το κάλεσμα ήλιοι
ξεπετιούνται, κι απ' τα σπέρματα οι ανθοί.

Η χαρά μέσα στο χάος γυρίζει σφαίρες
που αστρονόμου δεν τις γνώρισε γυαλί.
Όπως οι ήλιοι αναγαλλιάζοντας πετάνε
στην ουράνια, την υπέρλαμπρη απλωσιά,
μπρος!, αδέλφια, με χαρούμενη καρδιά,
όμοιοι με ήρωες που γραμμή στη νίκη πάνε.

Απ' τον πέτρινο καθρέφτη της αλήθειας
στον ερευνητή χαμογελά.
Στην τραχιά της αρετής κορφή ανεβάζει
τον που σηκώνει ένα φορτίο και δεν βογκά.
οι σημαίες της κυματίζουνε στης πίστης
το βουνό το φωτερό.
σπάει το φέρετρο και μέσα απ' τις ραγάδες
λάμπει εκείνη στων αγγέλων το χορό.
Λαοί, θάρρος! η αντοχή να μη σας λείψει,
και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή!
Πάνω εκεί, πέρ' απ' των άστρων τη σκηνή,
ένας θεός στέκει τρανός, και θ' ανταμείψει.

Με τους θεούς πώς να τα βάλεις; Είν' ωραίο
να τους μοιάσεις. τούτο αρκεί.
Ας σιμώσουν οι φτωχοί κι οι πονεμένοι
να χαρούν με τους χαρούμενους κι αυτοί.
Όχι εκδίκηση και μίση. ας ξεχαστούνε.
στον θανάσιμον οχτρό συγγνώμη πια.
ας μην πιέζουνε τα μάτια του τα δάκρυα,
κι άλλο τύψη ας μην του τρώει πια την καρδιά.
Μας χρωστούν; Όλ' ας σκιστούνε τα τεφτέρια!
Συμφιλίωση γενική!
Όπως κρίναμε, αδελφοί,
έτσι κρίνει κι ο Θεός ψηλά απ' τ' αστέρια.

Η χαρά σπιθοβολάει μες στα ποτήρια.
μέσα στο αίμα το χρυσό του σταφυλιού
ηρωισμού ρουφούν ορμή οι απελπισμένοι,
κι οι κανίβαλοι γαλήνεμα του νου.
Το ποτήρι όταν το γύρο του θα κάνει,
απ' τις θέσεις σας αδέρφια μου, όλοι ορθοί!
Ως ψηλά τον ουρανό οι αφροί ας ραντίσουν
προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή!
Που γι αυτόν χορός αγγέλων ύμνους ψάλλει
και των άστρων τον δοξάζουν οι χοροί.
Προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή
πέρ' απ' τ' άστρα, μες στου απείρου την αγκάλη.

Αντοχή στα πικρά βάσανα, βοήθεια
όπου ένας αθώος θρηνεί,
σταθερότητα στον όρκο, την αλήθεια
και σ' οχτρούς μα και σε φίλους αντικρύ.
μπρος σε θρόνους ρηγικούς αντρείκια στάση,
κι αν, αδέλφια μου, στοιχίσει ή αίμα ή βιος,
το βραβείο να πάει σ' αυτόν που δούλεψε άξια,
και στις γέννες της ψευτιάς ξολοθρεμός!
Πιο σφιχτά στον άγιο κύκλο αυτόν πιαστείτε,
όρκο δώστε στο σπιθάτο αυτό κρασί
πως θα μείνετε στο τάξιμο πιστοί.
Στον ουράνιο δικαστή μας ορκιστείτε.

 
Μετάφραση : Θρασύβουλος Σταύρου (1886-1979)

Allen Ginsberg - Στον τάφο του Απολλιναίρ

 Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης απαγγέλει το ποίημα "Στον τάφο του Απολλιναίρ" του Άλλεν Γκίνσμπεργκ και ο Θάνος Ανεστόπουλος τον συνοδεύει με την κιθάρα του, στη μουσική σκηνή "Στον Αέρα" της Πετρούπολης. Ήταν Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου του 2005.


Στον τάφο του Απολλιναίρ (Ποίηση Άλλεν Γκίνσμπεργκ) Πήγα, στο Περ-Λασέζ, αναζητώντας τα λείψανα του Απολλιναίρ την μέρα που ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έφτανε από την Γαλλία για την μεγάλη διάσκεψη κορυφής. Ας είναι το αεροδρόμιο στο γαλάζιο Ορλύ μια ανοιξιάτικη διαύγεια στον αέρα πάνω απ' το Παρίσι. Ο Αϊζενχάουερ πετάει απ' το Αμερικανικό νεκροταφείο και πάνω απ' τους τάφους με τα βατράχια στο Περ-Λασεζ. Ο Πίτερ Ορλόφσκι κι εγώ βαδίσαμε ήσυχα μέσα απ' το Περ-Λασεζ και οι δυο ξέραμε πως κάποτε θα πεθάνουμε κι έτσι προσωρινοί, κρατιόμασταν τρυφερά απ' το χέρι, μες την αιωνιότητα μιας πόλης σε μικρογραφία. Το Παρίσι είναι αυτό, μια πόλη σε μικρογραφία είναι το Παρίσι, μια πόλη σε μικρογραφία είναι το Παρίσι. Δρόμοι και πινακίδες, βράχοι και λόφοι κι ονόματα στο σπίτι καθενός. Αναζητώντας τη χαμένη διεύθυνση ενός διακεκριμένου Γάλλου του Κενού για να αποτίσουμε το τρυφερό μας κρίμα τιμής στο ανίσχυρο μενίρ και να αποθέσουμε το παροδικό Αμερικανικό Ουρλιαχτό μου πάνω από το σιωπηλό Kαλλίγραμμα του Απολλιναίρ. Για να διαβάσει ανάμεσα απ' τις γραμμές και τις αχτίνες Χ του Ποιητή καθώς είχε διαβάσει ως εκ θαύματος το δικό του ποίημα, το δικό του ποίημα θανάτου στον Σηκουάνα. Ελπίζω, ελπίζω κάποιο εύκαιρο καλοκαιράκι να αφήσει κάποτε το βιβλίο του στον τάφο μου το βιβλίο του στον τάφο μου για να τους τάζει ο θεός να τους διαβάζει ο θεός να τους τάζει ο θεός τις κρύες νύχτες, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες στον ουρανό τα χέρια μας χάθηκαν κιόλας απ΄ τον τόπο, απ΄ τον τόπο αυτό, απ΄ το χέρι που γράφει τώρα σ' ένα δωμάτιο στο Παρίσι. Ζίτ λε Χαιρ, Ζίτ λε Χαιρ, Ζίτ λε Χαιρ. Ω! Γουλιέλμε, τι σθένος είχες στο μυαλό σου και τι είναι ο θάνατος. Γύρισα όλο το κοιμητήριο κι όμως δεν μπόρεσα να βρω τον τάφο σου. Τι εννοούσες με εκείνο το φανταστικό κρανιακό επίδεσμο στα ποιήματά σου. Ω! επιληπτική βρωμονεκροκεφαλή. Ω! επιληπτική βρωμονεκροκεφαλή.Τι έχεις να πεις; Τίποτα και τούτο το τίποτα είναι μια πολύ φτωχή απάντηση, είναι μια πολύ φτωχή απάντηση, είναι μια πολύ φτωχή απάντηση. υ.γ. : Η δεύτερη ποιητική συλλογή "Kaddish and Other Poems" του Γκίνσμπεργκ περιλαμβάνει το περίφημο ποιήμα "Κάντις" αφιερωμένο στην μητέρα του Ναομί (σε πέντε μέρη) καθώς και άλλα 10 ποιήματα ("Ύμνος", "Ρουκέτα", "Ευρώπη! Ευρώπη!", "Στη Θεία Ρόζα", "Στον Τάφο του Απολλιναίρ", "Το Λιοντάρι στ' Αλήθεια", "Άγνοος", "Θάνατος στο αυτί του Βαν Γκογκ", "Μεσκαλίνη", "Μαγικός Ψαλμός"), τα οποία γράφτηκαν στο Παρίσι, το Άμστερνταμ και τη Νέα Υόρκη τη περίοδο 1956-1960.

Ο Νίκος Καρούζος σε ένα δίλεπτο ηχητικό, μιλά για την ποίηση

 


Νίκος Καρούζος - Μονόγραμμα 1982

Με ρωτούν κάθε τόσο τι είναι η ποίηση. Η ποίηση ορέγεται ύψος. Αλλά τι είναι ύψος; Mπορεί να είναι τα Μετέωρα μπορεί να είναι το πιο ταπεινό κουτούκι. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ποιητής κλυδωνίζεται συνεχώς από μεταβλητότητες. Το λάθος είναι τεράστιο. Κατά κανόνα ο ποιητής ωσάν άνθρωπος είναι ο τυπικότερος εκπρόσωπος μιας βιωτικής ρουτίνας. Εν τούτοις αυτή η ρουτίνα περιέχει τα λογής λογής θαύματα της υπάρξεως. Όπως έλεγε ο Νοβάλις, δεν είναι τίποτα πιο ασυνήθιστο από το ίδιο το συνηθισμένο.

Η ποίηση τρέχει στους δρόμους κι ο ποιητής πιάνει κάποια ελάχιστα της φαντασμαγορικής αυτής διαδικασίας. Η βίωση προέχει. Για σκεφτείτε ένα μακρινό σαξόφωνο από ένα φωτισμένο παράθυρο, που μπορούμε να το απολαύσουμε ωσάν ηχητική μπαλάντα του άπειρου. Δεν ειν’ έτσι; Η ποίηση βατεύει τα γεγονότα και ανασταίνει το παραδείσιο στοιχείο οπουδήποτε.  Άμα έχεις ποίηση στο ψυχικό θυμιατό σου τι να τι κάνεις τη γραφόμενη ποίηση;

Μολονότι αγαπώ το παρόν και το μέλλον, εντούτοις θα σας το πω τούτο: διανύω πάντοτε τη νοσταλγία του παρελθόντος. Ενθυμάμε τη μητέρα μου, νέα και σπινθηροβόλα, τον πατέρα μου συστηματικό και ιδεολόγο μιας καινούργιας, δίκαιης κοινωνίας.

Πως πέρασαν τα χρόνια που λέει και ο παλαιότερος ποιητής. Ας ελπίζουμε πάντα για το καλύτερο και ας κάνουμε τη ζωή μαχαίρι. Για να ισορροπήσει η μελαγχολία με τα πράγματα. Για να υπάρχουν ευτυχέστεροι οι άνθρωποι στους αιώνες.»

Νίκος Καρούζος - Παιχνίδι του θεού με τόσα χρώματα



Ο καιρός της Ανοίξεως τίποτα δεν εμποδίζει
ένας βαθύς πατέρας διώχνει τις βροχές
κυματίζοντας πεύκα χλόη αμυγδαλιές
με θαλάσσιον ήλιο.
Κι απ’ τη χαρά της μοναξιάς ωσάν αστέρι
πάλιν η αγάπη ταξιδεύει στον τρυφερό της Αττικής αέρα
καθώς φωνάζω τ’ όνομά σου κι αποκρίνεσαι
πράσινα φύλλα Μαίρη μαργαρίτες το παρθένο κίτρινο.

Η Έλαφος των άστρων

Τεός Σαλαπασίδης - [Μαύρη Θάλασσα]

 «Είναι κι άλλα παιδιά στα παραγκάκια του Λονδίνου»
Νίκος Παππάς
 
Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.
Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.
Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!
Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.
Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…
Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.
 
 
[Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη
σε επιμέλεια Μάρκου Μέσκου]

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Μίλτος Σαχτούρης - Ο Χεμινγουέι


στον Βασίλη Συρμόπουλο

Αυτή την Τίγρηαυτό το τέραςτην ψυχή μου(έλεγε συχνά ο Χεμινγουέι)
θα την σκοτώσω.
Έκτοτε, 1996

Κώστας Μόντης - Καφενείο «Σάριζα», γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου


Στο μικρό καφενεδάκι
είν' ακόμα κρεμασμένα στους τοίχους
τα είκοσί μας χρόνια,
αναπαράγονται ακόμα αναλοίωτες οι φωνές τους.
Αυτή η αποπετρωμένη στιγμή
είν' η στιγμή που πρωτοπατήσαμε στην Αθήνα,
που πρωτοκοιτάξαμε ένα γύρω την Αθήνα,
μ' αυτό το ξεθωριασμένο «Ενοικιάζεται»
χτυπήσαμε την πόρτα του πρώτου μας σπιτιού.
Η ανηψιά του αντισυνταγματάρχη
όπου να 'ναι θα προβάλει στο παράθυρο,
η κόρη της σπιτονοικοκυράς μας
όπου να 'ναι θα γυρίσει απ' τ' ωδείο,
οι παλιοί φίλοι όπου να ΄ναι θα γυρίσουν απ' το φροντιστήριο,
όμως εμείς απλώς διαβάζουμε ένα διήγημα πια,
όμως πρέπει να φύγουμε,
πρέπει να ξαναβρούμε τα τριάντα χρόνια
που μας χωρίζουν απ' όλα αυτά.
Ήδη εκεί απάνω μας γυρεύουν,
ήδη πολλοί σκύβουν να κοιτάξουν τι κάνουμε τόση ώρα.

Ποίηση, 1962

Θωμάς Τσαλαπάτης -Μια μέρα στο Βρετανικό Μουσείο

 Οταν ταξιδεύω αποφεύγω τα μουσεία. Προσπαθώ κυρίως να περπατώ όσο περισσότερο αντέχω, να κοιτάω όσο περισσότερο μπορώ, να μιλώ με όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται.

Τα μουσεία είναι μια τεχνητή όψη, μια προβολή του παρελθόντος με τους όρους που το παρόν της συγκεκριμένης χώρας επιθυμεί να σου επιβάλει. Δεν ξέρω πόσες φορές έχω πάει στο Λονδίνο, αλλά αυτή τη φορά, ερχόμενος εδώ πρώτη φορά με τον γιο μου (και παίρνοντας ως δεδομένο το κρύο) αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να επισκεφτώ τα θερμαινόμενα αξιοθέατα. Ανάμεσά τους και το Βρετανικό Μουσείο.

Αν υπάρχει κάποιο μουσείο που απέφευγα είναι αυτό. Κυρίως γιατί η όλη κουβέντα για τα Ελγίνεια μου έμοιαζε με μια πατριωτική σταυροφορία που δεν ένιωθα ποτέ πως με άγγιζε. Γιατί πάντοτε έβλεπα την αρχαία Ελλάδα περισσότερο ως πολιτιστικό βάρος που μπορεί να στραγγαλίσει οποιαδήποτε καλλιτεχνική επιδίωξη παρά ως περηφάνια.

Για μένα ο πολιτισμός είναι οι άνθρωποί του και όχι ένα αποτύπωμα του παρελθόντος που χάνεται στα χρόνια, χρησιμοποιείται ως τουριστικό εργαλείο ή δικαιολογία για να μην ασχολούμαστε με τίποτα το ζωντανό. Οπως και να έχει, στο Βρετανικό Μουσείο λοιπόν...

Το πρώτο πράγμα που σου προκαλεί εντύπωση στο Βρετανικό Μουσείο είναι πως δεν έχει τίποτα το βρετανικό. Η συντριπτική πλειονότητα των εκθεμάτων ανήκει σε άλλες χώρες, σε άλλες ηπείρους. Αφρικανικά αγαλματίδια, ινδιάνικα τοτέμ από το Βανκούβερ, στολίδια από τους Αζτέκους, θησαυροί από την Ινδία, ογκώδη εκθέματα από τη Μεσοποταμία.

Ολόκληρο το μουσείο δεν είναι τίποτα άλλο από μια γιορτή της αποικιοκρατίας. Και τα εκθέματα τίποτα περισσότερο από μια επικύρωση των επιτυχημένων εισβολών, της καταπίεσης και της λεηλασίας αιώνων. Ολόκληρο το μουσείο αποτελεί ένα ατελείωτο μνημείο υπεροψίας, ανωτερότητας της φυλής, όπου κομμάτια από κατώτερους πολιτισμούς συγκεντρώνονται ώστε να μελετηθούν από χέρια και μάτια που έχουν χριστεί ειδικά, ανώτερα, κατάλληλα από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Σωσμένα από τους κατώτερους κρατιούνται ασφαλή στο κέντρο του δυτικού πολιτισμού. Δικαιωματικά, με το φρύδι υψωμένο.

Τα αγάλματα του Παρθενώνα είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Ακριβώς γιατί δεν αποτελούν εκθέματα με μια αυτοτελή αισθητική, δεν σου προκαλούν εντύπωση αυτοτελώς μέσα από την όψη τους, την καλλιτεχνική τους επίτευξη, την αφήγηση ή την υποβλητικότητά τους. Είναι αποσπάσματα μιας σύνθεσης που καλείσαι να φανταστείς, να αναπαράγεις. Ενας ακρωτηριασμός. Πέτρες και μάρμαρα που συχνά δεν καταλαβαίνεις καν τι απεικονίζουν.

Το πραγματικό έκθεμα είναι η κατοχή τους. Η καταγωγή τους και η σύνδεση της καταγωγής αυτής με τη βρετανικότητα μέσα από την ύπαρξή τους στο συγκεκριμένο μουσείο. Ενα κομμάτι αρχαιότητας που κατοικεί στο κέντρο του Λονδίνου, τονίζοντας τη ρίζα και τη φαντασιακή συνέχεια ενός πολιτισμού.

Και -ως τα πιο εμβληματικά κομμάτια αυτής της φαντασιακής παράθεσης- τα αγάλματα του Παρθενώνα δεν πρόκειται ποτέ να ενωθούν με την υπόλοιπη γλυπτική σύνθεση. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα έπρεπε να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα κλεμμένα εκθέματα.

Βγαίνοντας από το μουσείο βλέπεις το κέντρο του Λονδίνου να γιορτάζει τους παρελθόντες εαυτούς του. Το αυτοκρατορικό του μεγαλείο χαμένο στα νερά του Τάμεση, τους ουρανοξύστες του City, να αναπολούν το θαύμα της παγκοσμιοποίησης και τώρα να κοιτούν τη βρετανική οικονομία να κατρακυλά τους ορόφους τους, τις αφιονισμένες ορδές των τουριστών να αγοράζουν αρκουδάκια με καπέλα της βασιλικής φρουράς.

Μια άδεια περηφάνια, που αφού αιματοκύλησε τον κόσμο, προσπάθησε να συμβιώσει μέσα από τις οικονομικές παγκόσμιες συνάψεις και τελικά βούλιαξε στον ίδιο τον υπερόπτη εαυτό της μέσα από το Brexit της ξενοφοβίας και της θολής νοσταλγίας ενός ανύπαρκτου μεγαλείου. Και στο κέντρο της αφήγησης ένα μουσείο να καταγράφει εγκλήματα καμουφλαρισμένα ως αισθητικό μεγαλείο, ως ιδιοκτήτης των επιτευγμάτων των ανθρωπότητας και διαχειριστής της σημασίας τους.

Το Βρετανικό Μουσείο πρέπει να αδειάσει. Και στη συνέχεια να βομβαρδιστεί.

ΠΗΓΗ: https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/376266_mia-mera-sto-bretaniko-moyseio

Γιώργος Κακουλίδης -Μίστερ Μπούλντογκ (απόσπασμα)

«Όσοι με έσπρωξαν και βρέθηκα μπροστά τους με το κεφάλι κάτω, τώρα έχουν γίνει σκόνη. Αυτό το κεφάλι έχει ακούσει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Σημεία και τέρατα. Ένα άλλο κεφάλι θα είχε σπάσει χρόνια τώρα, δεν θα στεκόταν στους ώμους του, θα είχε μετανιώσει. Αλλά όποιος μετανιώνει, καταστρέφεται, είναι νόμος. Έχω δει κεφάλια χαλασμένα, πεταμένα σαν διαλυμένα ξυπνητήρια, με τα ελατήρια για πάντα έξω, επειδή μετάνιωσαν. Έχω δει κεφάλια που μια ζωή ονειρεύονται και, μόλις μετανιώσουν, συναντούν τον αξύπνητο μέσα στο όνειρο. Κεφάλια καλλιτεχνών που κατρακύλησαν, γιατί έγιναν διασκεδαστές στις αυλές άλλων. Κεφάλια πάσης φύσεως, που, ενώ ζούσαν κανονικά, ξαφνικά πήραν ανάποδες, διέκοψαν κάθε σκέψη, κι ακόμα παραπέρα, ξέχασαν πώς γεννιέται η σκέψη. Κεφάλια που μόνα τους δόθηκαν σε παπάδες και η εξομολόγησή τους δεν έχει ακόμη τελειώσει. Κεφάλια που εμπιστεύτηκαν γιατρούς, κι αυτοί τα άνοιξαν, κοίταξαν μέσα τους και έβαλαν κι άλλους να κοιτάζουν. Έτσι, το ανοιγμένο κεφάλι γέμισε τουρίστες που συνωστίζονταν και κάποια ηλιόλουστη μέρα θ' αποφάσιζαν να το κατοικήσουν, και οι γιατροί αγάλλονταν, γιατί το κεφάλι που άνοιξαν αποδείχτηκε χρήσιμο. Το κεφάλι κατοικία, το κεφάλι μουσείο, το κεφάλι φυλακή» (σ. 153). 

Γιώργος Κακουλίδης - Το ερώτημα του νεκροθάφτη


'Ερχονται, βγαίνουν οι ψυχές
μέσα απ' το χώμα ζωντανές
από τον κάτω κόσμο όποιος γυρνάει
πού πάει κανείς, πες μου, πού πάει;


Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης - Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο


Κι αναρωτιέμαι
Πώς ονειρεύονται οι γάτες
Τι χρώματα χορεύουν στα ενύπνιά τους
Άραγε γάτα να έγραψε ποτέ
ποίημα για τον Bukowski
Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο
Κι εγώ να μένω ξάγρυπνος
σκυμμένος πάνω από χάρτες
Πόλεων της Περιπέτειας
Μελετώντας διαδρομές του Έρωτος
Σοκάκια της Τρυφερότητας
Αλέες της Φιλίας
Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο
Και η Γυναίκα μου να πίνει ένα κρασί
Εγώ να καθαρίζω ένα μήλο
Και να ανάβω ένα κερί


Θάνος Ανεστόπουλος - Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο

Bach - Schweigt stille, plaudert nicht, 'Kaffeekantate' BWV 211 - Sato | Netherlands Bach Society


 

Sibelius : Symphony No.4 - Orchestre de Paris - Daniel Harding


 

Leonard Cohen - Happens to the heart


Leonard Cohen - Happens to the Heart 

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ἀκόπαστα πάντα δούλευα
Τέχνη ποτὲ δὲν τό ᾽πα
Χρηματοδότηση τῆς θλίψης, ναὶ
Τὸν Ἰησοῦ ἀντάμωνα καὶ διάβαζα τὸν Μὰρξ
Σβήνει ἡ φλόγα μου ἡ μικρὴ
Μὰ λαμπρὴ εἶναι ἡ σπίθα ἀκόμη
Σύρε πὲς στὸν μεσσία ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ
Τὶ συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Μιὰ ἀχλὴ ἀπὸ φιλιὰ καλοκαιρινὰ
Ὅπου πάσχισα μὲ τὸ ἁμάξι νὰ χωθῶ
Στὴν ἔχθρα μέσα, στὸν σφοδρό ἀνταγωνισμὸ
Κι οἱ γυναῖκες εἶχαν τὸ πρόσταγμα τὸ γενικὸ
Τίποτα δὲν ἦταν, μπίζνες ἦταν
Μ᾽ ἄφησε μιὰν ἄσχημη οὐλὴ
Γι᾽ αὐτὸ ἔρχομαι νὰ δῶ ξανὰ
Τὶ συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Πούλαγα ἅγια χαϊμαλιὰ
Ντυνόμουνα θαρρῶ κομψὰ
Μιὰ ψιψίνα εἶχα στην κουζίνα
Κι ἕναν πάνθηρα στὴν αὐλὴ
Στῶν χαρισματικῶν τὴ φυλακὴ
Φίλος ἤμουν μὲ τὸν φύλακα
Καὶ δὲν μ᾽ ανάγκαζε μάρτυρας νά ᾽μαι
Σ᾽ ὅ,τι συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Θά ᾽πρεπε νὰ τὸ προβλέψω
Χαρτογράφησα τὸ χάος, πὲς
Καὶ μόνο νὰ τὴν κοιτᾶς ἦταν μπελὰς
Μπελὰς ἦταν ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ
Παίξαμε τὸ ζευγάρι τὸ ἐκθαμβωτικὸ
Ἂν καὶ δὲν μ᾽ ἄρεσε ὁ ρόλος μου σ᾽ αὐτὸ
Δὲν εἶν᾽ ὡραῖο, δὲν εἶν᾽ λεπτὸ
Ὅ,τι συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Ἀκόπαστα πάντα δούλευα
Τέχνη ποτὲ δὲν τό ᾽πα
Οἱ σκλάβοι ἤδη ἐκεῖ
Οἱ τραγουδιστὲς καμένοι στὸ κλουβὶ
Τοῦ δίκιου ἡ ἁψίδα κεκαμμένη
Σὲ λίγο παρελαύνουν οἱ λαβωμένοι
Μοῦ πῆραν τὴ δουλειὰ
Γιατὶ ὑπερασπίστηκα
Ὅ,τι συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Μὲ τὸν διακονιάρη ἔκανα σπουδὲς
Ἄθλιος ἦταν κι ὅλος πληγὲς
Ἀπὸ καμπόσων γυναικῶν τὶς νυχιὲς
Ποὺ εἶχε ἀμελήσει ν᾽ ἀψηφήσει
Δὲν ἔχει θρύλο, διδαχὴ δὲν ἔχει ἐδῶ
Κανένα ὠδικὸ πτηνὸ
Μονάχα ἕναν διακονιάρη ποὺ εὐλογεῖ ξανὰ
Ὄ,τι συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Ἀκόπαστα πάντα δούλευα
Τέχνη ποτὲ δὲν τό ᾽πα
Ὅλο καὶ κάτι φορτωνόμουν, μὰ τίποτα βαρὺ
Λίγο ἔλειψε νὰ χάσω τοῦ συνδικάτου μου τὴν κάρτα
Μὰ εἶχα πάντα στὸ χέρι
Ντουφέκι καὶ μαχαίρι
Μάχες δώσαμε γιὰ τὴν τελεσίδικη μεριὰ
Γι᾽ αύτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν καρδιὰ
Σβήνει ἡ φλόγα μου ἡ μικρὴ
Μὰ λαμπρὴ εἶναι ἡ σπίθα ἀκόμη
Σύρε πὲς στὸν μεσσία ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ
Τὶ συμβαίνει στὴν καρδιὰ
24 Ἰουνίου 2016
Leonard Cohen / The FLAME / Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης / ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείο Gutenberg

Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης - Μέθυσος ποιητής στο θολό μπαρ


νατο πάλι! νατος πάλι!
δεν του αρέσει να υποφέρει.
τι θέλει εδώ και για ποιο λόγο βρυχάται;
γκρι παλτό και γκρίζο σκούρο βλέμμα,
τσακισμένο χαμόγελο και χέρια που τρέμουν.
τι να 'ναι όλο αυτό το άγριο άλγος;
αγκουμπάει τον αγκώνα του στο άγριο μπαρ
και την παλάμη στο αξύριστο μάγουλό του.
"ένα διπλό, τζακ ντάνιελς, χωρίς πάγο."
μέθυσος ποιητής και λάτρης του σελίν.
με στομάχι πυρπολημένο
με μυαλό σκαμμένο
από ερινύες που επιμένουν
με βάρβαρες προφυλακίσεις στο ενεργητικό του
για ιδιάζουσα θρασύτητα και συμπεριφορά ανάρμοστη.
"το χρώμα της αγάπης είναι μπλε", μου λέει,
εγώ ανασηκώνω με απάθεια τους ώμους,
κρύβω τη μοιραία ταραχή μου,
υποδύομαι τον αδαή
και γεμίζω το ποτήρι του.
(νεανικό ποίημα, μέσα δεκαετίας του 1980)