ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ
Ι
Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,
έρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,
που, σε μουδιασμένη Κυριακή,
στέκει και σας κλαίει θλιμμένη μουσική!
Ποσωπάκια που έφεξαν, δειλά
στόματα που η πίκρα τα σφαλά.
που δεν ξέρουνε ποτές φιλί θερμό
άλλο από τον ύστατο ασπασμό,
χέρια κέρινα, παρακαλεστικά
ζητιανεύοντας ανάξια ψυχικά,
και κομμένα μάτια κι ισκιερά –
ω σκουντήματα ώς θανάτου θλιβερά!
Θάνατο κι εσύ ζωσμένο, μοναχό,
άμοιρο, αψηλό Τριαντάφυλλο φτωχό,
που αντίς να ‘φεγγες τη ρόδινη χαρά,
μοιάζει να ‘γιασες από τη συμφορά,
γέρνει η όψη σου, γέρνει και προσκυνά
τα Επιτάφια τα καθημερινά…
Φτωχογειτονιές, έρημς γωνιές,
καμωμένες για τις μαύρες παγωνιές,
καμωμένες για τις άταφες ψυχές,
καθημερινές ψυχές και μοναχές,
για τα λείψανα και για τις Κυριακές
-της ψυχής μου, εσείς πατρίδες μυστικές!
Της ψυχής μου που είναι κρύα, και μπιάζει σα
δίσκος με σταυρό και κόλλυβα χρυσά
και στη μέση έν’ αγιοκέρι, ταπεινά,
στης Αγάπης τα μνημόσυνα αγρυπνά.
ΣΠΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.
Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζει.
Δες, κι η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.
Κι έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξει:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,
κι η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περικοκλάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.
Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ’ τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν – κι εξανακαθίσαν·
κάτι ξένο σα να ‘ρθε να σθγκατοικήσει·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσν…
Μα έλειψε κιόλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα – κι έλιωσε, κι ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας…
ΑΝΤΙΚΡΥ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Τι νύχτα ημερινή στον κόσμο! από λιθάρι
λιθάρι, μες στο δρόμο, να ‘βγω να ξεκρίνω…
Βιολέτα μοναχή, στο δρόμο, το φεγγάρι.
Κι αγέρι σιγανό φυσά από μαντολίνο.
(Κι είναι σαν τ’ όργανο, που ημέρα-μεσημέρι
τα σπιτικά πουλιά στα κλουβιά ξετρελαίνει·
γυμνή καρδιά είναι τούτο που χτυπά, όχι χέρι!
γυμνή καρδιά, απ’ το στίχο μας για πάντα ξένη.)
Κι ακρινά στον αντρέ, χλωρός κάθεται τοίχος,
από φύλλα, από αγκάθια, τοίχος και φεγγάρι
-βέργες πίσω απ’ τις βέργες, κι όλο βέργες, δίχως
σειρά και ξεπλεγμό, κλωνάρι, άλλο κλωνάρι,
κορμός κρύβει κορμό, κι άλλος πιο πίσω στέκει,
κλωνιά, ριχτά έναν κύκλο, από κορμό τριγύρω,
ξερά κλαδιά αγκαλιές, μύτες χλωρές παρέκει,
κι αγκάθια, και φεγγάρι, γιασεμιά, και μύρο…
Να, η πύκνα ομίλησε, με τ’ αγεριού τα χνώτα,
στα πίσω του αλλουνού σπιτιού, ο κισσός σαλεύει
-αγκάλη που έζωσεν αγαπημένα νώτα,
κι αχείλι, οπού σ’ αυτί και σε λαιμό κατέβη…
Μονάχος μου – κι οι γλάστρες στα πεζούλια απάνω
κι η στενή τούτη η πλάση, αντίκρυ μου, η χλομή,
-μια να την κατοικώ και μια να τηνέ χάνω,
να χάνομαι απ’ αγάπη κι από γιασεμί…