Να ζεις ακόμα
Ο λύκος αυτός της περσινής χρονιάς είναι ο σημερινός άνεμος
Και ποιος θα μάθει άραγε ποτέ τι θ’ απογίνει;
Πλαγιάζουμε στον άνεμο όπως τα σάπια φύλλα
Κι ούτε που είχαμε το χρόνο να ρωτήσουμε
Πού άραγε πηγαίνουμε έτσι μέσα στην παραζάλη αυτού του αέρα
Που ήδη από το αίμα μας στα πόδια μας τα χόρτα κοκκινίζει.
Κι όμως μαντέψαμε τη δύναμη
Όσο και τους σκληρούς κορμούς, από τις ρίζες μαθημένους,
Που άφωνοι μας έβλεπαν να τριγυρνάμε.
Αν αυτό ονομαζόταν να μην έχεις ζήσει,
Αν ήμασταν η πλάνη κάποιου που πνίγεται
Και πιστεύει πως βλέπει τον εαυτό του να τρέχει πλάι στην όχθη…
Τουναντίον, γνωρίζαμε το γεμάτο ζέση μεγαλείο
Τόσο βέβαιο για τον εαυτό του και τις δυνάμεις μας
Που γελούσε ή πάλι οργιζόταν,
Βαδίζαμε στα βήματά του σαν φίλοι απ’ τα παλιά
Που πιάνονται από το μπράτσο για ν’ ακούν καλύτερα ο ένας
Τον άλλον και προτιμούν έτσι να συνδιαλέγονται, χωρίς καν
Να μιλάνε για να μην χάνεται η ζέση αυτή στα λόγια.
Οι πόλεις και τα δάση μάς κοιτούσαν να περνάμε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά τα γρήγορα πουλιά
Που μας χρησίμευαν για σκέψεις πάνω στο διάβα μας
Και μάταια οι κυνηγοί τα παρακολουθούσαν με το όπλο τους.
Τα διαπερνούσανε τα σκάγια χωρίς να σταματούν την πτήση τους,
Ζούσανε πάνω από τη ζωή κι από το αίμα…
Και πλέον ιδού μας τριγυρίζουνε πουλιά νεκρά
Καθώς τα σπρώχνουμε με του ποδιού την άκρη για να μη λερωθούμε.
Ένας ποιητής
Ποτέ μονάχος δεν πηγαίνω στα βάθη του εαυτού μου
Αλλά μαζί μου περισσότερους από έναν παρασύρω ζωντανούς.
Εκείνοι που στα ψυχρά υπόγειά μου θα εισέλθουν
Είναι άραγε βέβαιοι πως έστω μια στιγμή θα βγουν από εκεί;
Στη νύχτα μου σωρεύω, σαν πλοίο που βουλιάζει,
Ανάκατα, τους επιβάτες και τους ναυτικούς,
Και μέσα στις καμπίνες το φως από τα μάτια σβήνω,
Φιλία λέω πως πιάνω με τα μεγάλα βάθη.
Ο περιπλανόμενος
Άλλαξα τόσες φορές, αλίμονο, ουρανό,
Άλλαξα πρόσωπο και τρόμο,
Που δεν καταλαβαίνω πια την ίδια την καρδιά μου
Που στο δικό της υποτάχθηκε, πάντοτε, μακελειό.
*
Στο δρόμο πρόσωπα, ποια φράση αμφίσημη
Γράφετε έτσι που να τη σβήνετε για πάντα
Και πρέπει πάντα απ’ την αρχή να πιάνετε εκείνο
Που προσπαθείτε όλο και καλύτερα να πείτε και να ξαναπείτε;
Ο Κόσμος μέσα μας
Κάθε πράγμα από τον θόρυβό του χωρισμένο, απ’ το βάρος του,
Πάντα μέσα στο χρώμα του, στη λογική του και στη ράτσα του,
Και μ’ ό,τι ακριβώς χρειάζεται από χώρο κι από φως
Για να ’ναι όλα ανάλαφρα κι από τη μοίρα τους ικανοποιημένα.
Κι αυτό ζει, ανασαίνει και τραγουδάει μαζί μου
—τ’ απάνθρωπα όπως και τα οικεία—
Κι από το αίμα μου θρεμμένο βρίσκει καταφύγιο στη θέρμη του.
Το βουνό μια μέρα πλάι-πλάι με τη λάμπα,
Ποια φέγγει, ποια είναι η πιο μεγάλη μέσα μου;
Α! δεν ξέρω πλέον τίποτα τα μάτια μου αν ξανανοίξω
Η γνώση κείται μέσα μου πίσω απ’ τα βλέφαρά μου
Κι άλλο δεν ξέρω πια από το σκοτεινό μου αίμα.
Να δώσεις τόπο
Εξαφανίσου μια στιγμή, δώσε τόπο στο τοπίο,
Ο κήπος θα είναι όμορφος όπως πριν από τον κατακλυσμό,
Χωρίς ανθρώπους, ο κάκτος ξαναγίνεται φυτό,
Και δεν έχεις τίποτα να δεις στις ρίζες που αναζητούν
Εκείνο που θα σου διαφύγει, ακόμα και με μάτια κλειστά.
Άσε το χορτάρι να ψηλώνει έξω από το όνειρό σου
Κι έπειτα γύρνα πάλι για να δεις τι ακριβώς συνέβη
Μετάφραση:Θανάσης Χατζόπουλος
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-30/klimakes/aristerh-oxohς περσινής χρονιάς είναι ο σημερινός άνεμος
Και ποιος θα μάθει άραγε ποτέ τι θ’ απογίνει;
Πλαγιάζουμε στον άνεμο όπως τα σάπια φύλλα
Κι ούτε που είχαμε το χρόνο να ρωτήσουμε
Πού άραγε πηγαίνουμε έτσι μέσα στην παραζάλη αυτού του αέρα
Που ήδη από το αίμα μας στα πόδια μας τα χόρτα κοκκινίζει.
Κι όμως μαντέψαμε τη δύναμη
Όσο και τους σκληρούς κορμούς, από τις ρίζες μαθημένους,
Που άφωνοι μας έβλεπαν να τριγυρνάμε.
Αν αυτό ονομαζόταν να μην έχεις ζήσει,
Αν ήμασταν η πλάνη κάποιου που πνίγεται
Και πιστεύει πως βλέπει τον εαυτό του να τρέχει πλάι στην όχθη…
Τουναντίον, γνωρίζαμε το γεμάτο ζέση μεγαλείο
Τόσο βέβαιο για τον εαυτό του και τις δυνάμεις μας
Που γελούσε ή πάλι οργιζόταν,
Βαδίζαμε στα βήματά του σαν φίλοι απ’ τα παλιά
Που πιάνονται από το μπράτσο για ν’ ακούν καλύτερα ο ένας
Τον άλλον και προτιμούν έτσι να συνδιαλέγονται, χωρίς καν
Να μιλάνε για να μην χάνεται η ζέση αυτή στα λόγια.
Οι πόλεις και τα δάση μάς κοιτούσαν να περνάμε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά τα γρήγορα πουλιά
Που μας χρησίμευαν για σκέψεις πάνω στο διάβα μας
Και μάταια οι κυνηγοί τα παρακολουθούσαν με το όπλο τους.
Τα διαπερνούσανε τα σκάγια χωρίς να σταματούν την πτήση τους,
Ζούσανε πάνω από τη ζωή κι από το αίμα…
Και πλέον ιδού μας τριγυρίζουνε πουλιά νεκρά
Καθώς τα σπρώχνουμε με του ποδιού την άκρη για να μη λερωθούμε.
Ένας ποιητής
Ποτέ μονάχος δεν πηγαίνω στα βάθη του εαυτού μου
Αλλά μαζί μου περισσότερους από έναν παρασύρω ζωντανούς.
Εκείνοι που στα ψυχρά υπόγειά μου θα εισέλθουν
Είναι άραγε βέβαιοι πως έστω μια στιγμή θα βγουν από εκεί;
Στη νύχτα μου σωρεύω, σαν πλοίο που βουλιάζει,
Ανάκατα, τους επιβάτες και τους ναυτικούς,
Και μέσα στις καμπίνες το φως από τα μάτια σβήνω,
Φιλία λέω πως πιάνω με τα μεγάλα βάθη.
Ο περιπλανόμενος
Άλλαξα τόσες φορές, αλίμονο, ουρανό,
Άλλαξα πρόσωπο και τρόμο,
Που δεν καταλαβαίνω πια την ίδια την καρδιά μου
Που στο δικό της υποτάχθηκε, πάντοτε, μακελειό.
*
Στο δρόμο πρόσωπα, ποια φράση αμφίσημη
Γράφετε έτσι που να τη σβήνετε για πάντα
Και πρέπει πάντα απ’ την αρχή να πιάνετε εκείνο
Που προσπαθείτε όλο και καλύτερα να πείτε και να ξαναπείτε;
Ο Κόσμος μέσα μας
Κάθε πράγμα από τον θόρυβό του χωρισμένο, απ’ το βάρος του,
Πάντα μέσα στο χρώμα του, στη λογική του και στη ράτσα του,
Και μ’ ό,τι ακριβώς χρειάζεται από χώρο κι από φως
Για να ’ναι όλα ανάλαφρα κι από τη μοίρα τους ικανοποιημένα.
Κι αυτό ζει, ανασαίνει και τραγουδάει μαζί μου
—τ’ απάνθρωπα όπως και τα οικεία—
Κι από το αίμα μου θρεμμένο βρίσκει καταφύγιο στη θέρμη του.
Το βουνό μια μέρα πλάι-πλάι με τη λάμπα,
Ποια φέγγει, ποια είναι η πιο μεγάλη μέσα μου;
Α! δεν ξέρω πλέον τίποτα τα μάτια μου αν ξανανοίξω
Η γνώση κείται μέσα μου πίσω απ’ τα βλέφαρά μου
Κι άλλο δεν ξέρω πια από το σκοτεινό μου αίμα.
Να δώσεις τόπο
Εξαφανίσου μια στιγμή, δώσε τόπο στο τοπίο,
Ο κήπος θα είναι όμορφος όπως πριν από τον κατακλυσμό,
Χωρίς ανθρώπους, ο κάκτος ξαναγίνεται φυτό,
Και δεν έχεις τίποτα να δεις στις ρίζες που αναζητούν
Εκείνο που θα σου διαφύγει, ακόμα και με μάτια κλειστά.
Άσε το χορτάρι να ψηλώνει έξω από το όνειρό σου
Κι έπειτα γύρνα πάλι για να δεις τι ακριβώς συνέβηΝα ζεις ακόμα
Ο λύκος αυτός της περσινής χρονιάς είναι ο σημερινός άνεμος
Και ποιος θα μάθει άραγε ποτέ τι θ’ απογίνει;
Πλαγιάζουμε στον άνεμο όπως τα σάπια φύλλα
Κι ούτε που είχαμε το χρόνο να ρωτήσουμε
Πού άραγε πηγαίνουμε έτσι μέσα στην παραζάλη αυτού του αέρα
Που ήδη από το αίμα μας στα πόδια μας τα χόρτα κοκκινίζει.
Κι όμως μαντέψαμε τη δύναμη
Όσο και τους σκληρούς κορμούς, από τις ρίζες μαθημένους,
Που άφωνοι μας έβλεπαν να τριγυρνάμε.
Αν αυτό ονομαζόταν να μην έχεις ζήσει,
Αν ήμασταν η πλάνη κάποιου που πνίγεται
Και πιστεύει πως βλέπει τον εαυτό του να τρέχει πλάι στην όχθη…
Τουναντίον, γνωρίζαμε το γεμάτο ζέση μεγαλείο
Τόσο βέβαιο για τον εαυτό του και τις δυνάμεις μας
Που γελούσε ή πάλι οργιζόταν,
Βαδίζαμε στα βήματά του σαν φίλοι απ’ τα παλιά
Που πιάνονται από το μπράτσο για ν’ ακούν καλύτερα ο ένας
Τον άλλον και προτιμούν έτσι να συνδιαλέγονται, χωρίς καν
Να μιλάνε για να μην χάνεται η ζέση αυτή στα λόγια.
Οι πόλεις και τα δάση μάς κοιτούσαν να περνάμε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά τα γρήγορα πουλιά
Που μας χρησίμευαν για σκέψεις πάνω στο διάβα μας
Και μάταια οι κυνηγοί τα παρακολουθούσαν με το όπλο τους.
Τα διαπερνούσανε τα σκάγια χωρίς να σταματούν την πτήση τους,
Ζούσανε πάνω από τη ζωή κι από το αίμα…
Και πλέον ιδού μας τριγυρίζουνε πουλιά νεκρά
Καθώς τα σπρώχνουμε με του ποδιού την άκρη για να μη λερωθούμε.
Ένας ποιητής
Ποτέ μονάχος δεν πηγαίνω στα βάθη του εαυτού μου
Αλλά μαζί μου περισσότερους από έναν παρασύρω ζωντανούς.
Εκείνοι που στα ψυχρά υπόγειά μου θα εισέλθουν
Είναι άραγε βέβαιοι πως έστω μια στιγμή θα βγουν από εκεί;
Στη νύχτα μου σωρεύω, σαν πλοίο που βουλιάζει,
Ανάκατα, τους επιβάτες και τους ναυτικούς,
Και μέσα στις καμπίνες το φως από τα μάτια σβήνω,
Φιλία λέω πως πιάνω με τα μεγάλα βάθη.
Ο περιπλανόμενος
Άλλαξα τόσες φορές, αλίμονο, ουρανό,
Άλλαξα πρόσωπο και τρόμο,
Που δεν καταλαβαίνω πια την ίδια την καρδιά μου
Που στο δικό της υποτάχθηκε, πάντοτε, μακελειό.
*
Στο δρόμο πρόσωπα, ποια φράση αμφίσημη
Γράφετε έτσι που να τη σβήνετε για πάντα
Και πρέπει πάντα απ’ την αρχή να πιάνετε εκείνο
Που προσπαθείτε όλο και καλύτερα να πείτε και να ξαναπείτε;
Ο Κόσμος μέσα μας
Κάθε πράγμα από τον θόρυβό του χωρισμένο, απ’ το βάρος του,
Πάντα μέσα στο χρώμα του, στη λογική του και στη ράτσα του,
Και μ’ ό,τι ακριβώς χρειάζεται από χώρο κι από φως
Για να ’ναι όλα ανάλαφρα κι από τη μοίρα τους ικανοποιημένα.
Κι αυτό ζει, ανασαίνει και τραγουδάει μαζί μου
—τ’ απάνθρωπα όπως και τα οικεία—
Κι από το αίμα μου θρεμμένο βρίσκει καταφύγιο στη θέρμη του.
Το βουνό μια μέρα πλάι-πλάι με τη λάμπα,
Ποια φέγγει, ποια είναι η πιο μεγάλη μέσα μου;
Α! δεν ξέρω πλέον τίποτα τα μάτια μου αν ξανανοίξω
Η γνώση κείται μέσα μου πίσω απ’ τα βλέφαρά μου
Κι άλλο δεν ξέρω πια από το σκοτεινό μου αίμα.
Να δώσεις τόπο
Εξαφανίσου μια στιγμή, δώσε τόπο στο τοπίο,
Ο κήπος θα είναι όμορφος όπως πριν από τον κατακλυσμό,
Χωρίς ανθρώπους, ο κάκτος ξαναγίνεται φυτό,
Και δεν έχεις τίποτα να δεις στις ρίζες που αναζητούν
Εκείνο που θα σου διαφύγει, ακόμα και με μάτια κλειστά.
Άσε το χορτάρι να ψηλώνει έξω από το όνειρό σου
Κι έπειτα γύρνα πάλι για να δεις τι ακριβώς συνέβη