Κοίταξε τώρα, ξένε, σε τούτο το νησί το φως
Να αναδύεται για τις γοητευτικές ανακαλύψεις σου,
Στάσου εδώ ακίνητος
Και σιωπηλός,
Ότι μέσα από τα κανάλια του αυτιού
Ίσως όπως ποτάμι ξεστρατίσει
Ο λικνιστικός ήχος της θάλασσας.

Εδώ στου μικρού αγρού την απώτατη άκρη
Όπου ο ασβεστωμένος τοίχος πέφτει σαν αφρός,
Και ο ψηλός κρημνός του αντιστέκεται
Στο θάρρος και στη χλαπαταγή του παλιρροϊκού κύματος
Και το βότσαλο σκαρφαλώνει πίσω από το αντιμάμαλο
Καθώς ρουφιέται πίσω, και ο γλάρος σφηνώνεται
Μια στιγμή στην κατακόρυφη πλευρά του.

Πέρα μακριά, όπως σπόροι που επιπλέουν, τα πλοία
Απομακρύνονται επειγόντως σε εθελοντικές αποστολές
Και η θέα ολόκληρη
Μπορεί πράγματι να μπει
Και να εγκατασταθεί στη μνήμη όπως τώρα αυτά τα σύννεφα,
Που διατρέχουν τον καθρέφτη του λιμανιού
Και μέσα από το νερό όλο το καλοκαίρι περιέρχονται.

Νοέμβριος 1935


ΟΡΦΕΑΣ

Σε τι να ελπίζει το τραγούδι; Και τα χέρια τρεμάμενα
Λίγο απέχοντας από τα πουλιά, τα απρόσιτα, τα τρισχαριτωμένα;
                Να είμαστε απορημένοι κι ευτυχισμένοι,
                                 Ή πάνω απ’ όλα ν’ αποζητάμε τη γνώση της ζωής;

Όμως τα ωραία είναι ικανοποιημένα από τις υψηλές νότες του αιθέρα·
Είναι αρκετή η θαλπωρή. Ω, αν στ’ αλήθεια είναι ενάντιος
                                Ο χειμώνας κι η αδύναμη χιονονιφάδα,
                                Τι μπορεί να κάνει η επιθυμία, τι ο χορός;

Απρίλιος 1937

ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Πόσο ακίνητο είναι· τα άλογα
Μετακινήθηκαν στη σκιά, οι μητέρες
Ακολούθησαν τους σε αποδημία κήπους τους.

Σιγλόγουροι πάνω σε λίθινα δοχεία
Προλέγουν το τέλος του χρόνου,
Την καταδίκη του παράδοξου.

Όμως αναστεναγμοί ερωτικής απογοήτευσης ανεβαίνουν
Από αξιοθρήνητους τόπους απληστίας
Που δεν μπορούν να συμπεριλάβουν εαυτούς.

Και το ορφανό με τις φακίδες σημαδεύοντας
Πάπιες και πάπιους στη λιμνούλα
Σταματάει γυρεύοντας πέτρες,

Και εύχεται να ήταν μια ατμάκατος,
Ή ο Λουγκαλζαγκίζι ο βροντώδης
Τύραννος της Έρεχ και της Ούμα.

Από το «Η ηλικία του άγχους» (1945;)


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΤΥΡΑΝΝΟ

Επιδίωξή του υπήρξε κάποια μορφή τελειότητας,
Και η ποίησή που επινοούσε ήταν εύκολη στην κατανόηση·
Γνώριζε την ανθρώπινη τρέλα όπως την ανάποδη του χεριού του,
Και το ενδιαφέρον του ήταν μεγάλο για στρατούς και στόλους΄
Όταν γελούσε, σεβάσμιοι γερουσιαστές έσκαγαν από τα γέλια,
Και όταν ούρλιαζε τα νήπια εύρισκαν τον θάνατο ανά τας οδούς.

Ιανουάριος 1939


ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ

Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα,
Ο χρόνος μόνο ξέρει το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε·
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.

Εάν θα κλαίγαμε όταν οι παλιάτσοι αρχίζουν το θέαμα,
Εάν θα παραπατούσαμε όταν παίζουν οι μουσικοί,
Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα.

Δεν υπάρχει μοίρα να ειπωθεί, ωστόσο,
Επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο από όσο μπορώ να πω,
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.

Οι άνεμοι πρέπει να έρχονται από κάπου όταν φυσάνε,
Πρέπει να υπάρχουνε αιτίες που τα φύλλα σαπίζουν
Ο χρόνος τίποτα δεν θα πει αλλά εγώ στο είπα.

Ίσως τα τριαντάφυλλα στ’ αλήθεια να θέλουν να μεγαλώνουν,
Το όραμα στα σοβαρά εννοεί να επιμένει·
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.

Ας υποθέσουμε ότι τα λιοντάρια όλα σηκώνονται και φεύγουν,
Και όλα τα ρυάκια κι οι στρατιώτες τρέχουν μακριά·
Θα πει άραγε τίποτα ο Χρόνος αλλά στο είπα εγώ;
Εάν μπορούσα να στο πω θα το μάθαινες.

Οκτώβριος 1940


ΣΥΝΤΟΜΑ

Αρχίζω να χάνω την υπομονή
Με τις προσωπικές μου σχέσεις:
Δεν έχουν βάθος,
Δεν είναι και φτηνές.

——— ≈ ———

Ιδιωτικά πρόσωπα σε δημόσιους χώρους
Σοφότερα είναι κι ωραιότερα
Απ’ ό,τι τα δημόσια στους ιδιωτικούς τους χώρους

——— ≈ ———

Όσοι δεν θέλουν λογική
Χάνονται στην πράξη:
Όσοι δεν θα πράττουν

Χάνονται για τον λόγο αυτό
Αν μπορούμε ας τιμήσουμε
Τον άνθρωπο σε όρθια στάση

Παρόλο που δεν αξίζει άλλη καμιά
Από την οριζόντια


Mετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος

Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-31/klimakes/aristerh-oxoh-1