Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Γιάννης Τζώρτζης - [άτιτλο]


Μένοντας κανείς μόνος ως τη σάρκα του

Μαθαίνει τον τοίχο του, γλιτώνει το θάνατο.


Το απόγευμα στα δωμάτια

Έρχεται το τρομερό κεφάλι του ψαριού

Να δοκιμάσει τα πράγματα•


Το έχει στεφανώσει η εκδίκηση,

Αυτή που αποζητά το μητρικό του μένος.

Σ’ όλο το σώμα ένας ανυπόφορος πόνος

Επιστρέφει απ’ τα κρυφά ταξίδια του

Ανεβαίνει στα κύματα, χωνεύει το χρόνο.

..................................................................................................................................................................

Τρελό κεφάλι πίσω από το κάγκελο

Γλώσσα στρεβλή που τον αέρα δέρνεις

Ποιο ψάρι ζει στα σπλάχνα σου, ποιος

Τρομερός παλμός της θάλασσας, ποιο κύμα

Τι με κοιτάς με τέτοια μάτια κόκκινο πουλί

Πως σε τρομάζει η φλόγα της σελήνης

Με τα σκοτάδια της γλιστράς από το κάγκελο

Γίνεσαι Νύχτα, γίνεσαι αιώνια οιμωγή

Γίνεσαι τώρα Θάλασσα και φεύγεις -

Το βλέπω κόκκαλο φτωχό, το ξέρω, σε περίμενα:

Σπάζουνε μέσα σου και μέσα μου

Τα δόγματα της λογικής και της αγέλης.

(Τρελό κεφάλι Πίσω από το Κάγκελο)

Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρυχώμαι το θα-

νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μια

επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο ανε-

μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι

έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Έδω δεν

υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε

κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι του εδώ. Μόνο

κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός

βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο

τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί

και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα, τον υποτάσ-

σει ανοίγοντας το στήθος.


Πηγή: Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, Αθήνα, Μάρτιος 1989.

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Η κόψη


Όλη σου η ποίηση βρίσκεται εκεί

στην κόψη των βυζιών, στην άκρα

τρυφερότητα του δέρματος

που υπολανθάνει το γάλα, στην έκπληξη,

την έκλειψη και ιδίως στο σβησμένο που,

λευκό που απορροφά το μαύρο βλέμμα

συμπυκνωμένο αφή και γεύση

λιγωμένο από μιαν όσφρηση έλλειψης,

το βλέμμα που άγριο και στοχαστικό

κάνει το άλμα του θανάτου

το υπόκωφο άκουσμα του ποιήματος.


Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952-1990, Πλέθρον 1991.


Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κωστής Παλαμάς - Σολωμός

 

Τόσο σε νιώθω μέσα στην καρδιά μου,που τώρα τρέμω μήπως και σε χάσω,στων στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.

5Βαθιά κι εσύ μέσα στο νου κλεισμένηέκρυβες την ιδέα, λάμψη θεία,κι εκοίταζες με στίχους καμωμένηγια να της πλάσεις άξια κατοικία.

Γι’ αυτό στων τραγουδιών σου το βιβλίο10σκόρπιοι, ριγμένοι σαν από την τύχη,μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,μαζί αστράφτουν και σβήνουν τόσοι στίχοι! *

Στίχοι σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,15στίχοι σα ρόδου φύλλα που τ’ αγέριτα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά. *

Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικάη φαντασία, δύναμη γεμάτη,κι ό,τ’ έχτιζες εσύ πονετικά,20τα γκρέμιζε σα χάρτινο παλάτι.

Γιατί για την ιδέα, λάμψη θεία,δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη·και ήταν η δική σου φαντασία,παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.

25Στης θάλασσας επάνω τα νεράένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσηβαρύν αγώνα είχε μια φοράπαλάτι ξακουστό να θεμελιώσει.

Το ξακουστό παλάτι την ημέρα30στα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν κει πέρα,νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.

Ενίκησ’ ώς το τέλος ο τεχνίτηςκι ερίζωσε το θαύμα του στο κύμα…35— Εσύ πριν να νικήσεις την ορμή της,αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε στο μνήμα!

[1885] *


ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ, Ενότητα: ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ



Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Λάμπρος Ζιώγας - Η Δίκη του Μενέλαου Λουντέμη (απόσπασμα)


Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής
Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
Κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
Νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
Του χαλασμού πατέρας,
Πάντα κοιτάζω προς το φως
Το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
Εγώ κι ο ανοιχτομάτης
Του μακρεμένου αγναντευτής
Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Και με το καριοφύλλι μου
Και με το απελατίκι
Την πολιτεία την κάνω ερμιά,
Γη χέρσα το χωράφι.
Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:
– Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμης σας γι’ αυτό το κείμενο κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας- αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει:
– Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα.
– Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω, λέει ο Θεοτοκάτος.
Κάλλιο φυτρώστε αγραγκαθιές
Και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
Κάλλιο φουσκώστε ποταμοί,
Και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
Και, δυναμίτη, βρόντηξε
Και σιγοστάλαξε αίμα
Παρά σε πύργους άρχοντας
Και σε ναούς το ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών
Η πλάση με τ’ αγρίμια
Ξανάρχεται. Καλώς να’ ρθη.
Γκρεμίζω την ασχήμια…
Εδώ σταματάει πάλι ο συνήγορος και ξαναρωτάει το μάρτυρα:
– Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;
Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:
– Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
– Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;
– Ναι, με ενδιαφέρει.
– Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.
– Μα ξέρετε κύριε συνήγορε… Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
– Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας :
– Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;
Ο Πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
– Αφήστε κύριε εισαγγελέα. Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα. Βλέποντας τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
– Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το ’γραψε, αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα, πρέπει να καθήσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί… Αυτός δεν είναι Έλλην, είναι προδότης, εχθρός της πατρίδας… είπε ο πρόεδρος και κάθησε. Έτρεμε ολόκληρος από το θυμό του.
– Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, συμπληρώνει, δείχνοντας τον μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς το χαρακτηρίσατε λίβελλον εναντίον του έθνους, αντεθνικόν κλπ κλπ είναι απόσπασμα απ’ το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα ελεύθερα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που τόγραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά. Ναι, ο Κωστής Παλαμάς κύριε πρόεδρε. Και για να πεισθείτε καταθέτω το βιβλίο με τα γκρίζα εξώφυλλα λέγοντας:
– Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης, που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:
– Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα.
Ο Κώστας Βάρναλης
Για την ιστορία ο Λουντέμης καταδικάστηκε σε απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του. Μετά τη δίκη αυτοεξορίστηκε στο Βουκουρέστι, ενώ η στρατιωτική δικτατορία του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976 και πέθανε το 1977.

Ανάμεσα στους υπερασπιστές του Λουντέμη ήταν κι ο Βάρναλης, ο οποίος δεν είχε καν την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μόλις πληροφορήθηκε για τη δίκη απ’ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του και πήγε μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτοριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο) και μπήκε στην αίθουσα.
«Κωνσταντίνος Βάρναλης» φώναξε ο κλητήρας. Ο Βάρναλης τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
«Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του είπαν.
«Εμένα; Τότε τι ‘’Κωνσταντίνος’’ λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω».
«Περάστε κ. Βάρναλη», του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που ‘κανε τον διανοούμενο.
Ο Βάρναλης πλησίασε κάτω απ’ την έδρα με το χέρι στ’ αφτί. Ο Πρόεδρος ρώτησε:
«Πιο δυνατά!» φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;»
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: (Με έμφαση): «Ένοχος; Όχι! Για να ‘ναι ένοχος ένας συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις:
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο;
Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ’ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια;
Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».[…] ΣΥΝΕΔΡΟΣ: «Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον “Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό”»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Ε;»
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: «Ο συγγραφεύς – δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της – την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών».
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Καλά κάνει».
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: «Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…»
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Ποιονών. Των χωροφυλάκων;»
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: «Βεβαίως».
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο».
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: «Κύριε Βάρναλη…»
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (διακόπτει): «Κύριε Βάρναλη, πιστεύετε πως ο κατηγορούμενος συμφωνεί με αυτό το είδος υπεράσπισης που του κάνετε;»
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «Ρωτήστε τον εσείς. Αν συμφωνεί μαζί σας, τότε εγώ φεύγω».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν’ αποσυρθείτε».
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): «Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε “λόγω αμφιβολιών”! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!»
Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τον τρόπο υπεράσπισής του, ο Λουντέμης φυσικά πήρε το μέρος του Βάρναλη.

Τέλος ο Λουντέμης κλήθηκε να απολογηθεί και να κάνει μια αναδρομή στη ζωή του. Ο συγγραφέας περιέγραψε μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν έφτασε να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατήρησε:
«Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…».
Και ο Λουντέμης απάντησε:
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια ο άνθρωπος για να χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον γυρίσω πάλι πίσω, στα τέσσερα, εγώ!»

Πηγή: https://www.e-prologos.gr/%CE%B7-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%85-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B7-%CF%84%CF%8C%CF%84%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B1/

Έλενα Πολυγένη - Έξοδος


Όταν δεν ακούγεται λέξη
και τα βήματα τρέμουν,
το μυαλό εξεγείρεται.
Περιμένω να δω
αν θα χαμογελάσουν.
Οι κεραίες μου ηλεκτρίζονται
στον παραμικρό μορφασμό.
Με υποδέχθηκαν στη γραμμή
με τα κεφάλια σκυμμένα.
Υπάρχουν τόσοι πολλοί
φοβισμένοι άνθρωποι.
Έλενα Πολυγένη ( 1979 )
Πηγή: « Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών», Εκδόσεις: Γαβριηλίδης, 2017.

Idea Vilariño - Η μεταφορά


Κάψε με

είπα

και πρόσταξα

κάψε με

και φέρω

θα φέρω

–τώρα και για πάντα– 

τούτο το σημάδι

το σημάδι σου

τη μεταφορά.


(Μαδρίτη, 1989)4


Πηγή: Ιdea Vilariño (1920-2009), «Το Άνθος της Στάχτης», Νυχτερινά, Ερωτικά και Άλλα Ποιήματα, δίγλωσση έκδοση, πρόλογος Ana Inés Larre Borges, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση-επίμετρο Έλενα Σταγκουράκη, επιμέλεια Δημήτρης Αρμάος (1959-2015), εκδ. Gutenberg, Αθήνα, Δεκέμβριος 2015, σ. 253.


Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid0jB1ZaFSbks5sQoLT7eTUPvZYEPLHAGPp9aZuJGCFhsfmreiNoxrCsqEtJ8hr3m3Ql

Σταύρος Ζαφειρίου - Ένα τραγούδι για το φεγγάρι στο ποτάμι


Έλεγε πως θα πιάσει το φεγγάρι
αν έφτανε στην πιο ψηλη κορφή,
αν έστηνε την πιο ψηλή του σκάλα,
αν σήκωνε τα χέρια του ψηλά.
Δεν του αρκούσε το φεγγάρι στη ζωή
(στον έρωτα, στον Αύγουστο,
στα παιδικά τραγούδια),
δεν του αρκούσε το φεγγάρι στο ποτάμι.
Ήθελε το φεγγάρι.
Χάλασε χίλιες σκάλες από τότε,
χίλια άρβυλα ξεσάρκωσε και στράγγισε
χίλιες αναβρυτές•
χίλια άλογα ξεπνόισε σε χίλιες ανηφόρες.
Χίλιες φορές έπιασε το φεγγάρι,
το άφησε χίλιες φορές,
μα στην ψηλότερη κορφή
(στον έρωτα, στον Αύγουστο,
στα παιδικά τραγούδια)
καμιά φορά δεν μπόρεσε να φτάσει.


Πηγή: Σταύρος Ζαφειρίου, Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου,Εκδόσεις Νεφέλη, 2024.