O Foucault, στα έργα του μέχρι και την Αρχαιολογία της Γνώσης δίνει την κύρια έμφαση στον ίδιο το λόγο ‘ στις μετέπειτα μελέτες του για την γένεση της φυλακής και την σεξουαλικότητα αυτό που εξετάζεται άμεσα είναι οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης, η διαπλοκή των σχηματισμών του λόγου με τα πεδία εκτός λόγου. Η μεταστροφή της προσοχής στην «θέληση για γνώση» είναι που θα σηματοδοτήσει ακριβώς τη μετάβαση από την Αρχαιολογία της Γνώσης στην Επιτήρηση και Τιμωρία. Οι πολύπλοκες διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις πρακτικές του λόγου και αυτές εκτός λόγου («μορφές παραγωγής, κοινωνικές σχέσεις, πολιτικοί θεσμοί») περιγράφονται από τον Foucault ως ανώνυμες, ως εκδηλώσεις μιας θέλησης για γνώση. Ο ίδιος θα χαρακτηρίσει την γνώση ως «ένα “επινόημα” πίσω από το οποίο βρίσκεται κάτι διαφορετικό από την ίδια: η δράση των ενστίκτων, παρορμήσεων, πόθων, φόβων και της επιθυμίας της οικειοποίησης. Η γνώση παράγεται στη σκηνή όπου αυτά τα στοιχεία παλεύουν το ένα ενάντια στο άλλο».[1]
Η πρώτη λοιπόν ουσιαστικά γενεαλογική ανάλυση του Foucault εμφανίζεται στο έργο Επιτήρηση και Τιμωρία.[2] Εδώ εξετάζεται ο μετασχηματισμός των μορφών τιμωρίας που συνδέεται με τη γέννηση της φυλακής, η διάκριση μεταξύ εγκληματιών και «καλών παιδιών» ‘ αναλύονται οι σχέσεις ανάμεσα στην εξουσία, τη γνώση και το σώμα. Το σώμα προσδιορίζεται πλέον ρητά ως το άμεσο αντικείμενο της λειτουργίας των σχέσεων εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία: η προσοχή εστιάζεται «στις σχέσεις εξουσίας και γνώσης που περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης».[3] Στη συγκεκριμένη μελέτη, ο Foucault επιδιώκει να διατυπώσει μια «γενεαλογική ιστορία του σύγχρονου επιστημονικο-δικαστικού συμπλέγματος, όπου στηρίζεται η κολαστική εξουσία, από όπου αντλεί τη δικαιολόγησή της και τους κανόνες της», με στόχο τελικά να γίνει κατανοητό με ποιον τρόπο «μια εξειδικευμένη μέθοδος καθυπόταξης κατόρθωσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο ως αντικείμενο γνώσης, κατάλληλο για μια πραγματεία με “επιστημονικό” χαρακτήρα».[4]
Το έργο ξεκινάει με δύο περιγραφές: η μια αφορά τον δημόσιο βασανισμό και την εκτέλεση ενός «βασιλοκτόνου», του Damiens, το 1757 ‘ η δεύτερη αφορά τους κανόνες και το ημερήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων (κανόνες πρωινής έγερσης, προσευχής, εργασίας, γευμάτων, μόρφωσης, ψυχαγωγίας, προσωπικής υγιεινής κλπ.) που ίσχυσαν στον «Οίκο νέων φυλακισμένων του Παρισιού». Τα δύο στιγμιότυπα έχουν απόσταση περίπου 80 χρόνων. Η έντονη αντίθεσή τους σημειοδοτεί έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό στις ποινικές πρακτικές: το δημόσιο θέαμα ενός πληθωρικού σωματικού βασανισμού θα δώσει τη θέση του σε μια λεπτολόγα μορφή σωφρονισμού. Τώρα, ο κύριος στόχος της τιμωρίας έχει μετατεθεί από το σώμα στην «ψυχή». Ωστόσο το σώμα, αν και δεν αποτελεί πλέον το άμεσο αντικείμενο των ποινικών πρακτικών, εξακολουθεί να υπόκειται στην ποινική δικαιοδοσία: εγκλείεται στη φυλακή, εξαναγκάζεται να εργαστεί, υποβάλλεται σε σεξουαλική στέρηση και σε μια σειρά άλλους περιορισμούς.
Η μελετητές της ποινικής ιστορίας δίνουν συνήθως ιδιαίτερη έμφαση στην βαθμιαία ελάττωση της σοβαρότητας των ποινών τα τελευταία 200 χρόνια. Ο Foucault, δεν διαφωνεί, θεωρεί όμως πως οι βασικοί μετασχηματισμοί δεν ήταν ποσοτικής φύσης – λιγότερη αυστηρότητα, πόνος ή σκληρότητα κλπ. – αλλά ποιοτικής: «μετατόπιση του ίδιου του αντικειμένου της κολαστικής πράξης» από το σώμα του παραβάτη στην «ψυχή» του ατόμου ‘ οι δικαστές δεν δικάζουν τα εγκλήματα αλλά το άτομο, το τι είναι και το τι μπορεί να είναι, πρόσθετοι φορείς εξουσίας έχουν αποκτήσει το δικαίωμα της κρίσης (γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί), ενώ πλέον μια ποινή στοχεύει τώρα περισσότερο στην «αγωγή» του εγκληματία.
Ο Foucault θεώρησε την τιμωρία και την φυλακή ως ανήκουσσες σε μια «πολιτική τεχνολογία του σώματος». Η εξέτασή του έλαβε ως αφετηρία της όχι κάποια ιστορία του θεσμού αλλά τις εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα σε διάφορες φυλακές από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.[5] Αυτές υπήρξαν αντιστάσεις ενάντια στην ίδια την υλικότητα της φυλακής και την τιμωρία των οργάνων εξουσίας. Σε μια πορεία, το σώμα δεν απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, αλλά μάλλον εκτοπίστηκε σε δευτερεύουσα θέση από την εμφάνιση της νέας τεχνολογίας της εξουσίας, της πειθαρχίας.
Οι τρεις γενικά κύριοι ιστορικοί τρόποι οργάνωσης της εξουσίας για τιμωρία, υπήρξαν, ο ποινικός βασανισμός, η ανθρωπιστική αναμόρφωση και η ποινική εγκάθειρξη. Ο βασανισμός, ένα λεπτομερώς διαβαθμισμένο και διαφοροποιημένο σύνολο τεχνικών για πρόκληση πόνου, συνδέεται με την μοναρχικό νόμο και την ηγεμονική εξουσία: καταπάτηση του νόμου σήμαινε παραβίαση της θέλησης του ηγεμόνα. Πρόκειται για μια τιμωρία υπερβολικά βίαιη, δημόσια, τελετουργική, θεαματική. Η τεχνική αυτή συσχετίζει «το είδος του σωματικού πλήγματος, την ποιότητα, την ένταση, τη διάρκεια της οδύνης με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, την προσωπικότητα του εγκληματία, την κοινωνική τάξη των θυμάτων».[6] Ο βασανισμός αποτελούσε επίσης μέσο απόσπασης ομολογίας ενοχής, η οποία επικύρωνε και την αλήθεια της «μυστικής προκαταρκτικής εξέτασης» του αδικήματος. Οι σχέσεις εξουσίας και αλήθειας θα συναρθρωθούν, γράφει ο Foucault, πάνω στο σώμα.
Ο τελετουργικός χαρακτήρας των βασανιστηρίων αποτελούσε ένδειξη ηγεμονικής δύναμης, αποκάλυπτε «δημόσια τη σχέση εξουσίας από την οποία ο νόμος αντλούσε τη δύναμή του».[7] Ο στόχος εντούτοις του παραδειγματισμού μπορούσε να αντιστραφεί: το θέαμα, ειδικά στην οριακή μορφή της εκτέλεσης, ενδογενώς ασταθές μπορούσε να προκαλέσει εξέγερση των μαζών, λόγω της συμπάθειάς τους στον παραβάτη. Λόγω συχνών κοινωνικών ταραχών ο δημόσιος βασανισμός συνδέθηκε με πολιτικούς κινδύνους. Οι ενδείξεις αλληλεγγύης σε μικροπαραβάτες («αλήτες, ψευδο-επαίτες, απόρους, πορτοφολάδες, κλεπταποδόχους και μεταπωλητές») και η διέγερση όχι φόβου αλλά αντίστασης από τον πληθυσμό, ανάγκασαν τους μεταρρυθμιστές τον 18ο αιώνα να επικρίνουν την υπερβολική βία και σταδιακά να καταργήσουν τις τελετουργίες αυτές.
Οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες κρίνονται συνήθως ως ενδείξεις επιείκειας, ανθρωπισμού και «προοδευτικότητας», για τον Foucault αποτελούν μέρος μιας γενικής «τάσης για μια δικαιοσύνη πιο ευέλικτη και πιο επιδέξια, για μια πιο αυστηρή ποινική αστυνόμευση του κοινωνικού σώματος».[8] Ο στόχος τους ήταν μια αποτελεσματικότερη, σταθερότερη, λεπτομερέστερη οικονομία της τιμωρίας. Τώρα δε, η παράβαση δεν θα θεωρείται πλέον πως στρέφεται ενάντια στη θέληση του ηγεμόνα αλλά ενάντια στην ίδια την κοινωνία, ενάντια στο κοινωνικό συμβόλαιο των ανθρώπων. Λεπτοί υπολογισμοί θα πρέπει να προσδιορίσουν την κατάλληλη, ελάχιστη απαραίτητη τιμωρία για την αποτροπή της επανάληψης της παράβασης. Οι ποινές πρέπει να επιλέγονται επίσης με κριτήριο την επίδραση που ασκούν στη σκέψη εκείνων οι οποίοι δεν έχουν διαπράξει κάτι αξιόποινο ‘ η «οικονομικά ιδανική ποινή είναι ελάχιστη γι’ αυτόν που την υφίσταται [...] και υπέρμετρη γι’ αυτόν που την φαντάζεται».[9] Η δικαστική και ποινική διαδικασία πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαύγεια και βεβαιότητα. Τέλος, η σωφρονιστική πρακτική, εγκαταλείποντας το «ιεροεξεταστικό» μοντέλο, υπόκειται πλέον σε «ένα περίπλοκο σύστημα όπου συμπλέκονται, για να σχηματίσουν την “εσωτερική” πεποίθηση του δικαστή, ετερογενή στοιχεία επιστημονικής απόδειξης, αισθητής σαφήνειας και κοινού νου».[10]
Είναι η στιγμή κατά την οποία πλήθος επιστημονικών μορφών λόγου θα αρχίσουν να διεισδύουν στην ποινική διαδικασία. Απαιτείται τώρα η ταξινόμηση και η κατηγοριοποίηση των παρανομιών και των τιμωριών. Η εξέταση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του εγκληματία θα έχει στόχο την ολοκληρωτική σύμπτωση ανάμεσα στις παραβάσεις και τις επιδράσεις της τιμωρίας. Πρόκειται για μια διαδικασία εξατομίκευσης των ποινών: εμφανίζεται ένα ενδιαφέρον για τον κατηγορούμενο, την φύση του, τον τρόπο ζωής του, τη βιογραφία του. Η εξατομίκευση αυτή θα οδηγήσει σε δύο ειδών αντικειμενοποιήσεις: σε αυτή του εγκλήματος (σύστημα κοινών κανόνων) και σ’ αυτή του εγκληματία (ως άτομο «για το οποίο πρέπει να επιτευχθεί μια ορισμένη γνώση σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια»).[11]
Πολλοί από τους μεταρρυθμιστές έκριναν πως η ποινική φυλάκιση δεν μπορούσε να αντιστοιχιστεί στο έγκλημα ‘ δεν είχε επίδραση στο κοινό ‘ ήταν πολυδάπανη ή και επιβλαβής για την κοινωνία ‘ προκαλούσε την αύξηση της εγκληματικότητας των κρατουμένων. Δεδομένων όλων αυτών των αντιλήψεων, πώς ο ποινικός εγκλεισμός κατέληξε, μέσα σε ένα εξαιρετικά βραχύ χρονικό διάστημα, να αποτελέσει την κύρια, παραδειγματική μορφή τιμωρίας; Για τον Foucault, η εντυπωσιακή αυτή ανάδυση του θεσμού της φυλακής συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάπτυξη της «πειθαρχικής τεχνολογίας της εξουσίας» και με τις σχετικές μορφές γνώσης για το άτομο. Οι πειθαρχικές μέθοδοι, πρακτικές από καιρό καθιερωμένες σε μοναστήρια, στρατούς και εργαστήρια, σε έναν επόμενο χρόνο θα μετατραπούν σε «γενικές φόρμουλες κυριαρχίας».
Θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω εκτενέστερα και πιο συγκεκριμένα στην πειθάρχηση, καθώς και στους βασικούς στόχους του Πανοπτικού σχήματος του Bentham: «ταυτόχρονη επιτήρηση και παρατήρηση, βεβαιότητα και γνώση, ατομικοποίηση και συνολικό άθροισμα, απομόνωση και διαφάνεια».[12] Οι στόχοι αυτοί όπως είδαμε, βρήκαν στο ίδρυμα της φυλακής τη βέλτιστη υλοποίησή τους. Εκτός από χώρος κράτησης και στέρησης της ατομικής ελευθερίας, η φυλακή αποτέλεσε και ένα μέρος όπου η γνώση συγκεντρώνεται και εφαρμόζεται με επιδίωξη την αναμόρφωση και την “ομαλοποίηση”.
Πολιτική τεχνολογία του σώματος και μικροφυσική της εξουσίας
Το σώμα ο Foucault θεωρεί πως υπάγεται άμεσα σε ένα πολιτικό πεδίο: "οι συσχετισμοί εξουσίας ασκούν πάνω του άμεσο έλεγχο ' το επενδύουν, το σημαδεύουν, το δαμάζουν, το βασανίζουν, το υποβάλλουν σε αναγκαστική εργασία, το υποχρεώνουν σε συμμετοχή σε τελετουργίες, απαιτούν από αυτό σήματα".[13] Η πολιτική επένδυση του σώματος συνδέεται με την οικονομική του χρησιμοποίηση: το σώμα μετατρέπεται σε χρήσιμη δύναμη μόνο αν γίνει σώμα παραγωγικό και σώμα καθυποταγμένο. Η καθυπόταξη αυτή δεν αποκτάται με μόνα εργαλεία τη βία ή την ιδεολογία ' μπορεί κάλλιστα να είναι άμεση, σωματική, να χρησιμοποιεί τη δύναμη ενάντια στη δύναμη και εντούτοις να μην είναι βίαιη ' μπορεί να είναι υπολογισμένη, οργανωμένη, να μην χρησιμοποιεί όπλα ή τρομοκρατία και εντούτοις να παραμένει σωματική. "Μπορεί, δηλαδή, γράφει ο Foucault, να υπάρχει εκεί μια ορισμένη "γνώση" του σώματος που δεν είναι ακριβώς η επιστήμη της λειτουργίας του, και μια κυριαρχία πάνω στις δυνάμεις του που είναι κάτι περισσότερο από την δυνατότητα να υπερνικηθούν: η γνώση αυτή και η κυριαρχία αποτελούν εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί πολιτική τεχνολογία του σώματος".[14]
Αυτή την τεχνολογία δύσκολα θα μπορούσε κανείς να την εντοπίσει σε έναν καθορισμένο θεσμικό τύπο ή σε έναν κρατικό μηχανισμό. Αυτοί είναι εκείνοι που προσφεύγουν σε αυτήν: χρησιμοποιούν ορισμένες από τις μεθόδους της ενώ αυτή με τους μηχανισμούς και τις ενέργειές της βρίσκεται σε ένα ολότελα διαφορετικό επίπεδο. Πρόκειται για μια μικροφυσική της εξουσίας που ενεργοποιείται από τα συστήματα και τους θεσμούς, αλλά που η εγκυρότητά της τοποθετείται ανάμεσα στις τεράστιες αυτές λειτουργίες και στα ίδια τα σώματα με την υλικότητά τους και τις δυνάμεις τους. Η μελέτη της μικροφυσικής αυτής προϋποθέτει ότι η εξουσία "δεν εκλαμβάνεται ως ιδιοποίηση αλλά σαν στρατηγική, πως οι κυριαρχικές της ενέργειες δεν αποδίδονται σε έναν "σφετερισμό", αλλά σε μέτρα, σε ελιγμούς, σε τακτικές, σε τεχνικές, σε λειτουργίες ' πως αποκρυπτογραφείται σ' αυτήν μάλλον κάποιο πλέγμα από σχέσεις πάντοτε τεταμένες, πάντοτε σε δραστηριότητα, παρά σε κάποιο προνόμιο που κάποιος το κατέχει ' πως της δίνεται για πρότυπο μάλλον η αδιάκοπη διαμάχη, παρά το συμβόλαιο που διενεργεί μια παραχώρηση ή μια κατάκτηση που σφετερίζεται κάποιο πεδίο. Πρέπει, κοντολογίς, να δεχτούμε πως η εξουσία αυτή ασκείται, δεν κατέχεται, πως δεν είναι το αποκτημένο ή το διατηρημένο "προνόμιο" της κυρίαρχης τάξης, αλλά «το συνολικό αποτέλεσμα των στρατηγικών της θέσεων - αποτέλεσμα που φανερώνει, και μάλιστα κάποτε ανανεώνει τη θέση εκείνων που κυριαρχούνται».[15]
Από την άλλη μεριά η εξουσία αυτή δεν επιβάλλεται απλώς και μόνο σαν υποχρέωση ή σαν απαγόρευση σ' αυτούς που δεν την κατέχουν ' τους περιβάλλει, τους χρησιμοποιεί σαν διάμεσο, στηρίζεται πάνω τους ακριβώς όπως αυτοί, στον αγώνα τους εναντίον της, στηρίζονται με τη σειρά τους στη λαβή που ασκεί πάνω τους. Οι σχέσεις λοιπόν αυτές έχουν βαθιές ρίζες στα στρώματα της κοινωνίας, δεν εντοπίζονται στις σχέσεις Κράτους- πολίτη ή στα όρια των τάξεων, δεν αντιγράφουν στο επίπεδο των ατόμων , των σωμάτων, της συμπεριφοράς, τη γενικότερη μορφή του Νόμου ή της Κυβέρνησης. Τέλος, δεν είναι μονοσήμαντες: προσδιορίζουν αναρίθμητα σημεία αναμέτρησης, εστίες αστάθειας, που η καθεμιά τους ενέχει κινδύνους σύγκρουσης, πάλης ή τουλάχιστον αναστροφής των συσχετισμών δυνάμεων. Η ανατροπή των "μικροεξουσιών" αυτών δεν υπακούει λοιπόν στο νόμο του "όλα ή τίποτα" ' δεν είναι κεκτημένη μια για πάντα από έναν καινούριο έλεγχο των μηχανισμών, ούτε και από μια νέα λειτουργία ή κατάλυση των θεσμών ' αντίθετα τα εντοπισμένα επεισόδιά της εγγράφονται στην ιστορία μονάχα εξαιτίας των αποτελεσμάτων που η ανατροπή αυτή επιφέρει σε ολόκληρο το πλέγμα όπου έχει παγιδευτεί.
Θα πρέπει επίσης, σύμφωνα με τον Foucault, να απαρνηθούμε εκείνη την παράδοση που θέλει τη γνώση να υπάρχει μονάχα εκεί όπου αναστέλλονται οι σχέσεις εξουσίας. Θα πρέπει αντί αυτού να δεχτούμε πως η εξουσία παράγει γνώση (και όχι μόνο ευνοώντας την επειδή την εξυπηρετεί, ή εφαρμόζοντάς την επειδή της είναι χρήσιμη) ' "εξουσία και γνώση άμεσα αλληλοεξαρτιόνται ' δεν υπάρχει σχέση εξουσίας χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης, ούτε και γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας".[16] Οι σχέσεις λοιπόν εξουσίας-γνώσης δεν θα πρέπει να έχουν ως αφετηρία ανάλυσης ένα υποκείμενο γνώσης ελεύθερο ή μη σε σχέση με το σύστημα εξουσίας ' αντιθέτως, το υποκείμενο που κατέχει τη γνώση, τα αντικείμενα της γνώσης και οι διάφοροι τρόποι της είναι αποτελέσματα των αλληλεξαρτήσεων της εξουσίας-γνώσης και των ιστορικών τους μεταλλαγών. Οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης "περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης".[17]
Η ανάλυση του Foucault για την μικροφυσική της εξουσίας προϋποθέτει την απάρνηση της αντίθεσης "βία-ιδεολογία", της μεταφορικής έννοιας της ιδιοκτησίας, του πρότυπου του συμβολαίου ή εκείνου της κατάκτησης, ενώ επίσης, όσον αφορά τη γνώση, προϋποθέτει την απάρνηση της προτεραιότητας του υποκειμένου.
Οι “πειθαρχίες”
Στην κλασική εποχή λοιπόν, το σώμα γίνεται αντικείμενο και στόχος της εξουσίας. Πάνω του ασκείται ένας πολύ λεπτομερής καταναγκασμός που εξασφαλίζει τον επιθυμητό έλεγχο στο ίδιο το επίπεδο της μηχανικής - κινήσεις, χειρονομίες, στάσεις, ταχύτητα: "εξουσία απειροελάχιστη πάνω στο ενεργό σώμα". Το αντικείμενο του ελέγχου δεν είναι πλέον τα σημαίνοντα στοιχεία της συμπεριφοράς αλλά η οικονομία, η αποτελεσματικότητα των κινήσεων: ο καταναγκασμός επιδρά περισσότερο πάνω στις δυνάμεις παρά στα σήματα ' η πιο σημαντική τελετή είναι η άσκηση. Ο τρόπος τέλος, του ελέγχου ενέχει έναν αδιάλειπτο καταναγκασμό που δίνει περισσότερο βάρος στην ίδια τη διαδικασία παρά στα αποτελέσματά της και που αστυνομεύει το χώρο, τον χρόνο και τις κινήσεις. Τις μεθόδους αυτές, οι οποίες επιτρέπουν το σχολαστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του σώματος, εξασφαλίζουν την σταθερή καθυπόταξη των δυνάμεών του και επιβάλλουν μια σχέση υπακοής-χρησιμότητας, τις ονομάζει ο Foucault "πειθαρχίες".
Οι πειθαρχίες εξελίχτηκαν τον 18ο αιώνα σε γενικούς τύπους κυριαρχίας. Είναι διαφορετικές από τη δουλεία μια και δεν βασίζονται σε μια σχέση ιδιοποίησης των σωμάτων ' είναι διαφορετικές επίσης από την υπηρετικότητα που είναι μια σχέση κυριαρχίας σταθερής, μαζικής, ολικής, μη-αναλυτικής, απεριόριστης και θεσπισμένης με την μορφή της βούλησης του αφέντη ' διαφορετικές ακόμη από την υποτέλεια που αποτελεί μια σχέση υποταγής κωδικοποιημένης στον μέγιστο βαθμό, αλλά απόμακρης και που αφορά όχι τόσο τις δραστηριότητες του σώματος όσο τα προϊόντα της εργασίας και τα τελετουργικά σημάδια της υποταγής στον ηγεμόνα ' είναι τέλος, διαφορετικές από τον ασκητισμό και τις "πειθαρχίες" μοναστικού τύπου που εξασφαλίζουν την εγκατάλειψη μάλλον παρά την αύξηση της χρησιμότητας.
Η ιστορική στιγμή της πειθαρχίας λέει ο Foucault είναι εκείνη όπου γεννιέται μια τέχνη του ανθρώπινου σώματος που το καθιστά τόσο πιο υπάκουο όσο είναι πιο χρήσιμο και αντιστρόφως. Γεννιέται μια πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας που είναι συγχρόνως μια μηχανική της εξουσίας: η πειθαρχία κατασκευάζει σώματα και
εξασκημένα, σώματα "πειθήνια" ' διασπά τη δύναμη του σώματος και από τη μια τη μετατρέπει σε "επιδεξιότητα", σε "ικανότητα", ενώ από την άλλη αντιστρέφει την δύναμη και τη μετατρέπει σε σχέση αυστηρής υποταγής. "Αν η οικονομική εκμετάλλευση διαχωρίζει την εργασιακή δύναμη από το προϊόν της εργασίας, ο πειθαρχικός καταναγκασμός στερεώνει μέσα στο σώμα τον τυραννικό δεσμό ανάμεσα σε μια αυξημένη επιδεξιότητα και σε μια μεγαλύτερη δυνάστευση".[18]
Ο Foucault θα επιδιώξει να γράψει αυτή την "ιστορία της ωφελιμιστικής εκλογίκευσης της λεπτομέρειας στην ηθική λογιστική και στον πολιτικό έλεγχο".[19]
[1] D.F. Bouchard (ed.), Language, Counter – Memory, Practice: selected essays and interviews by Michel Foucault, “History of Systems of Thought”, σελ. 202.
[2] Michel Foucault: Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989, (αγγλ. εκδ. Discipline and Punish: The Birth of the Prison).
[3] Michel Foucault: Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, εκδ. Ράππα, σελ. 41.
(Επίσης, συνοπτική παρουσίαση της τιμωριτικής κοινωνίας, υπάρχει στο: Μισέλ Φουκό: Ο μεγάλος εγκλεισμός - Το πείραμα της ομάδας πληροφόρησης για τις φυλακές, εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 1999, το κείμενο: “Η κοινωνία της τιμωρίας”, σελ. 71 έως 90, (“La societe punitive”, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. ΙΙ: 1970-1975, σ. 456-470)).
Ενώ ωστόσο, στην Επιτήρηση και Τιμωρία το αντικείμενο της έρευνας είναι η αντικειμενοποίηση των ατομικών υποκειμένων μέσω των πειθαρχικών τεχνολογιών της εξουσίας, στη σειρά μελετών για την Ιστορία της Σεξουαλικότητας στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, η ανάλυση επικεντρώνεται στις μορφές εξουσίας και τις τελετουργίες γνώσης μέσα από τις οποίες «ένα ανθρώπινο ον μετατρέπει τον εαυτό του σε υποκείμενο». (Michel Foucault, “The Subject and Power” στο Michel Foucault: Beyond Structuralism and Hermineutics, H.L. Dreyfus and P. Rabinow, Harvester Press, Brighton 1982, σελ. 208).
[4] Michel Foucault: Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, εκδ. Ράππα, σελ. 35-36.
[5] Βλπ. αναλυτικά για την ομάδα GIP στο: Μισέλ Φουκό: Ο μεγάλος εγκλεισμός - Το πείραμα της ομάδας πληροφόρησης για τις φυλακές, εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 1999,
κυρίως τα κείμενα: “Για τον σωφρονιστικό εγκλεισμό” (“A propos de l’enfermement penitentiaire”, συζήτηση με τους A. Krywain και F. Ringelheim, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. ΙΙ: 1970-1975, σ. 435-445), “Φυλακές και εξεγέρσεις στις φυλακές” (“Gefangnisse und Gefangnisrevolten” συζήτηση με τον B. Morawe, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. ΙΙ: 1970-1975, σ. 425-432), “ Ο μεγάλος εγκλεισμός” (“Die grosse Einsperrung” συζήτηση με τον N. Meienberg, 1972, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. ΙΙ: 1970-1975, σ. 296-306), “Η φυλακή όπως τη βλέπει ένας γάλλος φιλόσοφος” (“Il carcere visto da un filosofo francese” συζήτηση με τον F. Scianna, 1975, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. ΙΙ: 1970-1975, σ. 725-731), “Συνέντευξη του Μισέλ Φουκό” (“Interview de Michel Foucault” συζήτηση με τον C. Baker, Απρίλιος 1984, στο Dits et ecrits 1954-1988, τομ. IV: 1980-1988, σ. 688-696).
[6] Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, σελ. 49.
[7] Ό.π., σελ. 50.
[8] Επιτήρηση και Τιμωρία, σελ. 105.
Σε συζήτησή του με τον F. Scianna το 1975 ο Foucault θα αναφέρει: «Στην αρχή πίστευα ότι για όλα έφταιγε ο Beccaria, οι μεταρρυθμιστές, με μια λέξη ο Διαφωτισμός. Μετά, παρατηρώντας τα πράγματα από πιο κοντά κατάλαβα ότι δεν είναι έτσι. Οι μεταρρυθμιστές, και ιδιαίτερα ο Beccaria, που όρθωναν το ανάστημά τους εναντίον των βασανιστηρίων και των ποινικών καταχρήσεων του μοναρχικού δεσποτισμού, δεν πρότειναν σε καμία περίπτωση τη φυλακή ως εναλλακτική λύση. Τα σχέδιά τους, και κυρίως του Beccaria, βασίζονταν σε μια καινούρια ποινική οργάνωση που προσπαθούσε να προσαρμόσει τις ποινές στη φύση του κάθε εγκλήματος [...]». «Η αναλογική σχέση ποινών και εγκλημάτων αντικατόπτριζε, και αντικατοπτρίζει ακόμη, την καινούρια καπιταλιστική ιδεολογία της κοινωνίας: μισθός ανάλογος με τη δουλειά, ποινή ανάλογη με το έγκλημα». (Μισέλ Φουκό: Ο μεγάλος εγκλεισμός, εκδ. Μαύρη Λίστα, σελ. 91-92).
Γενικά, την κοινωνία μας ο Foucault τη θεωρεί «συγγενική» του Bentham και όχι του Beccaria…
[9] Ό.π., σελ. 126.
[10] Ό.π., σελ. 129.
[11] Ο τύπος ωστόσο της αντικειμενοποίησης που αφορά τον εγκληματία για να εξελιχθεί περαιτέρω έπρεπε, υποστηρίζει ο Foucault, να περιμένει την εμφάνιση του πεδίου γνώσης των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών.
[12] Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, σελ. 325
[13] Michel Foucault: “Επιτήρηση και τιμωρία: η γέννηση της φυλακής", εκδ. Ράππα, σελ. 38.
[14] ό.π., σελ. 39.
[15] ό.π., σελ. 39.
[16] ό.π., σελ. 40-41.
[17] ό.π., σελ. 41.
[18] ό.π., σελ. 185.
[19] ό.π., σελ. 186.
από αντι-καπιταλιστής 05/08/2007 6:51 μμ.
από αντι-καπιταλιστής 05/08/2007 6:57 μμ.
Πανοπτισμός..., M. Foucault - μέρος 3ο
Επιπρόσθεση σχέσεων εξουσίας και γνώσης: η εξέταση
Η εξέταση συνδυάζει τις τεχνικές της ιεραρχίας που επιτηρεί και εκείνες της κύρωσης που "κανονικοποιεί" ' πρόκειται για μια "κανονιστική επιστασία", μια επιτήρηση που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό, την ταξινόμηση και την τιμωρία ' τελετή άσκησης εξουσίας, επίδειξη ισχύος, ανεύρεση της αλήθειας. Η εξέταση, γράφει ο Foucault, φανερώνει την καθυπόταξη εκείνων που θεωρούνται ως αντικείμενα και την αντικειμενοποίηση εκείνων που καθυποτάσσονται. "Στην εξέταση αναφαίνεται περίτρανα η επιπρόσθεση των σχέσεων εξουσίας και γνώσης" ' εδώ βρίσκονται μπερδεμένα ένα ολόκληρο πεδίο γνώσης και ένα πρότυπο εξουσίας. Γίνεται λέει ο Foucault συχνά λόγος για την ιδεολογία που φέρουν μαζί τους οι "επιστήμες" του ανθρώπου. "Μήπως όμως η ίδια τους η τεχνολογία, το μικρό τούτο λειτουργικό σχήμα, το τόσο πλατιά διαδεδομένο (από την ψυχιατρική ως την παιδαγωγική, από την διάγνωση των ασθενειών ως την μίσθωση των εργατικών χεριών), η τόσο οικεία αυτή μέθοδος τς εξέτασης δεν ενεργοποιεί - στο εσωτερικό ενός και μόνο μηχανισμού - σχέσεις εξουσίας που επιτρέπουν την λήψη και τη σύσταση γνώσεων; Η πολιτική περίζωση δεν γίνεται απλά και μόνο στο επίπεδο της συνείδησης, των παραστάσεων και των υποθετικών μας γνώσεων, αλλά στο επίπεδο αυτού που καθιστά μια γνώση εφικτή".[1]
Η εξέταση λοιπόν περιλαμβάνει έναν μηχανισμό που συνδέει μια μορφή άσκησης εξουσίας με έναν ορισμένο τύπο διαμόρφωσης γνώσεων:
(1) Η εξέταση αναστρέφει την οικονομία της ορατότητας στην άσκηση της εξουσίας. Η παράδοση θέλει την εξουσία να είναι αυτό που φαίνεται, διατρανώνεται και που αντλεί την δύναμή του από την ίδια την επίδειξή του ' αντίθετα εκείνοι στους οποίους ασκείται μένουν στην αφάνεια. Η πειθαρχική εξουσία αντιθέτως από τη μια ασκείται γινόμενη αόρατη, από την άλλη επιβάλλει σε όσους καθυποτάσσει την αρχή μιας αναγκαστικής ορατότητας που τους διατηρεί στην κατάσταση υποταγής, τους "τακτοποιεί" και τους παγιδεύει σε έναν μηχανισμό αντικειμενοποίησης. Ο τελετουργικός τύπος της πειθαρχίας δεν είναι η μεγαλόπρεπη, πανηγυρική, θριαμβευτική πομπή, αλλά η στρατιωτική επιθεώρηση, η "παρέλαση". "Η εκθαμβωτική θεατότητα του μονάρχη αντιστρέφεται σε αναπόδραστη ορατότητα των υπηκόων".
(2) Η εξέταση, εισάγει την ατομικότητα σε ένα πεδίο καταγραφής ' κατασκευάζει ένα ολόκληρο λεπτομερειακό αρχείο που καταρτίζεται πάνω στο κάθε σώμα και στην κάθε μέρα. Εκτός από ένα πεδίο παρατήρησης τα άτομα εγκαθίστανται ταυτόχρονα σε ένα δίκτυο εγγράφων, εισάγονται σε μια στοίβα από ντοκουμέντα που τα εντοπίζουν και τα προσδιορίζουν. Συγκροτείται μια "εξουσία εγγράφων". Προέκυψε από εδώ μια ολόκληρη σειρά κωδίκων της πειθαρχικής ατομικότητας που "τυποποιούν": φυσικός κώδικας της περιγραφής του ατόμου, ιατρικός κώδικας των συμπτωμάτων που παρουσιάζει, σχολικός ή στρατιωτικός κώδικας της διαγωγής και των επιδόσεών του. Στα πειθαρχικά έγγραφα όλα αυτά τα στοιχεία συσχετίζονται, τα τεκμήρια σωρεύονται και ταξινομούνται, σχηματίζονται κατηγορίες, υπολογίζονται μέσοι όροι, καθορίζονται κανόνες. Η εξέταση, χάρη στο σύστημα αυτό γραπτής κατάταξης επιτρέπει την συγκρότηση του ατόμου ως αντικειμένου που μπορεί να περιγραφεί και να αναλυθεί, και από την άλλη την συγκρότηση ενός συγκριτικού συστήματος που επιτρέπει την μέτρηση ολικών φαινομένων, την περιγραφή ομάδων, τον χαρακτηρισμό συλλογικών γεγονότων, την αξιολόγηση των εκτροπών των ατόμων μεταξύ τους, την κατανομή τους σε έναν "πληθυσμό".
Τεχνικές μέθοδοι λοιπόν σημείωσης, εγγραφής, σχηματισμού φακέλων, ταξινόμησης σε στήλες και πίνακες: όλα αυτά, γράφει ο Foucault, επέτρεψαν το "επιστημολογικό "ξέφραγμα" των επιστημών του ανθρώπου". Με την ιστορική εμφάνιση των "κλινικών" επιστημών το άτομο (όχι το είδος) εισάγεται στο πεδίο της γνώσης. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε όλα αυτά τα συστήματα σημειώσεων και καταγαφής, "τους μηχανισμούς της εξέτασης, της διαμόρφωσης των πειθαρχικών μέσων και σχηματισμού ενός νέου είδους εξουσίας πάνω στα σώματα. Για τη γέννηση των επιστημών του ανθρώπου, πρέπει ίσως να ερευνήσουμε τα άδοξα εκείνα αρχεία, όπου εκπονήθηκε το σύγχρονο σύστημα καταναγκασμών πάνω στα σώματα, τις χειρονομίες, τις συμπεριφορές".[2]
(3) "Η εξέταση, μαζί με όλες τις τεχνικές της καταγραφής, μετατρέπει κάθε άτομο σε "περίπτωση": μια περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο γνώσης και συνάμα λαβή για μιαν εξουσία. Η περίπτωση δεν είναι πλέον ένα σύνολο περιστάσεων που χαρακτηρίζουν μια πράξη ' είναι το άτομο όπως μπορεί κανείς να το μετρήσει και συγκρίνει, είναι αυτό που πρέπει να μορφωθεί ή αναμορφωθεί, να ταξινομηθεί, να συμμορφωθεί με τους κανόνες, να αποκλειστεί κλπ... Με την πειθαρχία, η πολιτική λειτουργία της γραπτής αφήγησης αλλάζει: το άτομο πλέον δεν αποτελεί μνημείο για μελλοντική μνήμη αλλά ένα ντοκουμέντο για ενδεχόμενη χρησιμοποίηση.
Κατιούσα εξατομίκευση
Τα πειθαρχικά συστήματα, σύμφωνα με τον Foucault, προσδιορίζουν τη στιγμή όπου συντελείται μια "αναστροφή του πολιτικού άξονα της εξατομίκευσης". Σε προηγούμενες κοινωνίες, όσο περισσότερο είναι κανείς κάτοχος ισχύος ή προνομίων, τόσο περισσότερο ξεχωρίζει εκεί ως άτομο, με τελετουργίες, λόγους, εικονιστικές παραστάσεις: το "όνομα" και η γενεαλογία, η εκτέλεση άθλων, οι τελετές, τα μνημεία ή οι δωρεές, η πολυτέλεια και τα υπερβολικά έξοδα, οι πολλαπλοί δεσμοί υποταγής και κυριαρχίας, όλα αυτά αποτελούν ισάριθμες διαδικασίες μιας "ανιούσας" εξατομίκευσης. Αντίθετα, σε ένα πειθαρχικό καθεστώς η εξατομίκευση είναι "κατιούσα": όσο η εξουσία γίνεται πιο ανώνυμη και πιο λειτουργική, τόσο εκείνοι πάνω στους οποίους ασκείται τείνουν να εξατομικεύονται εντονότερα ' με την επιτήρηση, την παρατήρηση, με συγκριτικά μέτρα και αποκλίσεις που αναφέρονται στον κανόνα. Το κανονικό αντικατέστησε το προγονικό στοιχείο, και η μέτρηση την κοινωνική θέση, υποκαθιστώντας έτσι την ατομικότητα του "αξιομνημόνευτου" ανθρώπου με την ατομικότητα του "υπολογίσιμου" ανθρώπου.
"Λέγεται συχνά, γράφει ο Foucault, πως το πρότυπο μιας κοινωνίας που συστατικά της στοιχεία είναι άτομα, έχει παρθεί από τους αφηρημένους νομικούς τύπους του Συμβολαίου και της Ανταλλαγής. Η εμπορική κοινωνία παριστάνεται ως μια συμβατική ένωση μεμονωμένων νομικών προσώπων. Ίσως. [...] Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως, την ίδια εποχή υπήρξε μια ορισμένη τεχνική για την πραγματική σύσταση των ατόμων σε αντίστοιχα στοιχεία μιας εξουσίας και μιας γνώσης. Το άτομο είναι, χωρίς αμφιβολία, η πλασματική στοιχειώδης μονάδα μιας "ιδεολογικής" παράστασης της κοινωνίας ' είναι όμως και μια πραγματικότητα κατασκευασμένη από την ειδική εκείνη τεχνολογία της εξουσίας που λέγεται "πειθαρχία". Καιρός πια να πάψουμε να περιγράφουμε πάντα τα αποτελέσματα της εξουσίας με αρνητικούς όρους: η εξουσία "αποκλείει", "καταστέλλει", "απωθεί", "λογοκρίνει", "βασίζεται σε αφαιρέσεις", "συγκαλύπτει". "αποκρύπτει". Στην πραγματικότητα η εξουσία παράγει: παράγει κάτι το πραγματικό ' παράγει τομείς αντικειμένων και τελετουργίες αλήθειας. Το άτομο και η γνώση που μπορεί να αποκομίσει κανείς γι' αυτό οφείλονται και τα δύο σ' αυτή την παραγωγή".[3]
Πανοπτισμός: μια μόνιμη κατάσταση ορατότητας
Στην αρχιτεκτονική μορφή που ονομάστηκε "Πανοπτικόν" από τον Bentham, ο κάθε έγκλειστος (άρρωστος, τρελός, μαθητής, εργάτης ή κατάδικος) είναι αντικείμενο μιας πληροφόρησης και ποτέ υποκείμενο μιας επικοινωνίας, τον βλέπουν αλλά δεν βλέπει ' μια αξονική ορατότητα διασφαλίζει την τάξη. Το κυριότερο αποτέλεσμα του "Πανοπτικού" είναι ακριβώς να επιβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη σε βάρος του κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας ' μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης ακόμη και αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. Το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί, οι κρατούμενοι παγιδεύονται και υφίστανται μια εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς. Ο κρατούμενος , το ουσιαστικό είναι να ξέρει ότι παρακολουθείται, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ανάγκη να παρακολουθείται πραγματικά: εξουσία ορατή και ανεξέλεγκτη. "Το "Πανοπτικόν" είναι μια μηχανή διαχωρισμού ζεύγματος "βλέπω - με βλέπουν"."
Το σημαντικό σε όλα αυτά είναι ότι επιτρέπεται η αυτοματοποίηση και η απο-ατομίκευση της εξουσίας η οποία τώρα, αντιθέτως, στηρίζεται πολύ περισσότερο σε μια προσχεδιασμένη κατανομή των σωμάτων, των επιφανειών, των φώτων, των βλεμμάτων. Ελάχιστα ενδιαφέρει πλέον ποιος ασκεί την εξουσία, όπως αδιάφορο είναι και το αίτιο που την κινεί. "Μια πραγματική καθυπόταξη γεννιέται μηχανικά από μια πλασματική σχέση". Η αποτελεσματικότητα και η καταναγκαστική δύναμη της εξουσίας περνάει τώρα από την μεριά της επιφάνειας όπου ασκείται: "το άτομο που καθυποβάλλεται σ' ένα πεδίο ορατότητας , και που το ξέρει, επωμίζεται το ίδιο τους καταναγκασμούς της εξουσίας ' τους προσαρμόζει αυθόρμητα στον εαυτό του ' δέχεται μέσα του τη σχέση εξουσίας όπου παίζει ταυτόχρονα και τους δύο ρόλους ' γίνεται η βάση της ίδιας του της καθυπόταξης. Έτσι, η εξωτερική εξουσία ξαλαφρώνει από τα υλικά της βάρη ' τείνει στο ασώματο [...] ατελεύτητη νίκη που αποφεύγει κάθε φυσική αναμέτρηση".[4]
Το Πανοπτικόν, εργαστήριο της εξουσίας, είναι προνομιούχος τόπος για την εφαρμογή πειραμάτων πάνω στους ανθρώπους και την ανάλυση των μεταβολών που θα μπορούσε κανείς να επιφέρει σ' αυτούς. Θα πρέπει να νοείται "ως ένα γενικεύσιμο πρότυπο λειτουργίας ' ως ένας τρόπος καθορισμού των σχέσεων της εξουσίας με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων". Το Πανοπτικό είναι το διάγραμμα ενός μηχανισμού εξουσίας στην πιο ιδανική του μορφή ' είναι ένας τύπος πολιτικής τεχνολογίας που πρέπει να διαχωρίζεται από κάθε εξειδικευμένη χρήση, είναι πολυσήμαντο στις εφαρμογές του: μπορεί να σωφρονίζει, να περιθάλπτει, να να διδάσκει, να φυλάει, να επιτηρεί... Μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε φορά που μπαίνει το πρόβλημα να επιβληθεί σε ένα πλήθος ατόμων κάποιο καθήκον ή κάποια συμπεριφορά ' το πανοπτικό σχήμα ενσωματώνεται σε οποιαδήποτε λειτουργία, εκπαίδευσης, θεραπευτικής, παραγωγής, κολασμού. Και κάτι ακόμα: με βάση την πανοπτική μηχανή ο καθένας, οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας, μπορεί να ασκεί επιτήρηση, να ελέγχει πως λειτουργούν τα σχολεία, τα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, οι φυλακές, και όχι μόνο διορισμένοι ελεγκτές.
Ο ρόλος του Πανοπτικού είναι μεγεθυντικός: ενισχυτής της εξουσίας, είναι ταυτόχρονα και πολλαπλασιαστής της παραγωγής και των κοινωνικών δυνάμεων. Η παραγωγική επαύξηση της εξουσίας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο αν υπάρχει, αφενός η δυνατότητα να ασκείται συνεχώς στο υπόβαθρο και στα πιο μικρά μόρια της κοινωνίας, και αφετέρου αν λειτουργεί χωρίς εκείνες τις αιφνίδιες, βίαιες, ασυνεχής μορφές που συνδέονται με την άσκηση της κυριαρχίας. Ο πανοπτισμός είναι η γενική αρχή μιας νέας "πολιτικής ανατομίας", που αντικείμενο και σκοπός της δεν είναι οι σχέσεις κυριαρχίας αλλά οι σχέσεις πειθαρχίας.
Όχι κοινωνία του θεάματος, αλλά της επιτήρησης
Στη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα λοιπόν, οι πειθαρχικοί θεσμοί πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, διαμορφώνεται, γράφει ο Foucault, η "πειθαρχική κοινωνία". Παράλληλα με αυτή όμως την επέκταση λαμβάνουν χώρα και άλλες, βαθύτερες διαδικασίες. Καταρχήν, τα πειθαρχικά συστήματα υφίστανται μια λειτουργική αντιστροφή. Ενώ αρχικός προορισμός των πειθαρχικών συστημάτων ήταν να εξουδετερώνουν τους κινδύνους, από εδώ και στο εξής έχουν να παίξουν ένα θετικό ρόλο αυξάνοντας την χρησιμότητα του ατόμου.
Δεύτερον, οι πειθαρχικοί μηχανισμοί μετακινούνται: δείχνουν μια τάση να "απο-ιδρυματοποιούνται", να βγαίνουν από τα κλειστά φρούρια όπου ως τότε λειτουργούσαν ' τα μαζικά και συμπαγή πειθαρχικά συστήματα αποσυνθέτονται σε ευέλικτες μεθόδους ελέγχου που μπορούν να μετατεθούν και να προσαρμοστούν ' παρατηρείται μια διασπορά των κέντρων ελέγχου και θρησκευτικές ομάδες ή φιλανθρωπικοί σύλλογοι θα παίξουν για ένα διάστημα αυτό τον ρόλο της "πειθάρχησης" του πληθυσμού (προσηλυτίζουν και ηθικολογούν, δίνουν οικονομικά βοηθήματα και προτρέπουν στην εργασία, ή έχουν πολιτικό στόχο την καταπολέμηση της δυσαρέσκειας και της αναταραχής).
Τρίτον, οι πειθαρχικοί μηχανισμοί κρατικοποιούνται. Οργανώνεται ως θεσμός μια συγκεντρωτική αστυνομία με τη μορφή κρατικού οργάνου: αυτή συνδέεται άμεσα με το κέντρο της πολιτικής κυριαρχίας αλλά το είδος της εξουσίας που ασκεί και ο μηχανισμός που θέτει σε ενέργεια είναι συνεκτατά με ολόκληρο το κοινωνικό σώμα μια και καταπιάνεται με όλες, και τις παραμικρές, λεπτομέρειες. Η αστυνομική εξουσία πρέπει να έχει ως αντικείμενο "τα πάντα", όλο τον κονιορτό των γεγονότων, των πράξεων, των συμπεριφορών, των γνωμών. Η επιτήρηση πρέπει να είναι μόνιμη, εξαντλητική, πανταχού παρούσα: χιλιάδες μάτια τοποθετημένα παντού, ένα ευρύτατο ιεραρχημένο δίκτυο που περιλαμβάνει αξιωματικούς, επιθεωρητές, "παρατηρητές", χαφιέδες, καταδότες.
Η "πειθαρχία" δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με έναν θεσμό ούτε με ένα μηχανισμό ' είναι ένας τύπος εξουσίας, ένας τρόπος άσκησής της που περιλαμβάνει όργανα, τεχνικές μεθόδους, επίπεδα εφαρμογής, στόχους ' "είναι μια "φυσική" ή μια "ανατομία" της εξουσίας, μια τεχνολογία". Εξασφαλίζει την απειροελάχιστη κατανομή της δύναμης της εξουσίας.
Από την μοναρχική και τελετουργική άσκηση της κυριαρχίας περάσαμε στην ιεραρχική και διαρκή άσκηση της απεριόριστης πειθαρχίας. "Η κοινωνία μας δεν είναι η κοινωνία του θεάματος, αλλά της επιτήρησης ' κάτω από την επιφάνεια των εικόνων, τα σώματα πολιορκούνται σε βάθος ' πίσω από τη μεγάλη αφαίρεση της ανταλλαγής συνεχίζεται το εξονυχιστικό και συγκεκριμένο ντρεσάρισμα των χρήσιμων δυνάμεων ' [...] η θαυμαστή ολότητα του ατόμου δεν ακρωτηριάζεται, δεν καταστέλλεται, δεν αλλοιώνεται από το κοινωνικό μας σύστημα, αλλά το άτομο "κατασκευάζεται" εκεί φροντισμένα, σύμφωνα με μιαν ολόκληρη τακτική που αφορά τις δυνάμεις και τα σώματα".[5]
Από την αρχή “παρακράτηση-βια”, στην αρχή “ηπιότητα -παραγωγή-κέρδος”
Το 18ο αιώνα σημειώνεται μια μεγάλη δημογραφική έκρηξη, ενώ η άλλη όψη αυτής της ιστορικής συγκυρίας είναι η ανάπτυξη ενός παραγωγικού μηχανισμού που γίνεται όλο και πιο εκτεταμένος, σύνθετος, όλο και πιο δαπανηρός και που πρέπει απαραίτητα να αυξηθεί η απόδοσή του. Η ανάπτυξη των πειθαρχικών μεθόδων θα ανταποκριθεί στις δύο αυτές εξελίξεις. Την παλιότερη αρχή "παρακράτηση-βία" (παρακράτηση χρημάτων ή προϊόντων με τη μοναρχική, αρχοντική, εκκλησιαστική φορολογία, επιστρατεύσεις, εγκλεισμοί των αλητών, εξορίες) της οικονομίας της εξουσίας, τα πειθαρχικά συστήματα θα την αντικαταστήσουν τώρα με την αρχή "ηπιότητα- παραγωγή-κέρδος".[6] Η άσκηση της εξουσίας πρέπει να γίνει το δυνατόν λιγότερο δαπανηρή (οικονομικά πρώτον, αλλά και πολιτικά: πιο διακριτική, με χαλαρή εξωτερίκευση, αθεατότητα, προκαλώντας τις λιγότερες αντιδράσεις) ' πρέπει τα αποτελέσματα της εξουσίας αυτής να φτάνουν στον ανώτατο βαθμό έντασης αλλά και επέκτασης ' πρέπει τέλος να αυξάνεται ταυτόχρονα η υπακοή και η χρησιμότητα όλων των στοιχείων του συστήματος.
Αυτό που τα πειθαρχικά συστήματα μπορούν να εξασφαλίσουν είναι η ρύθμιση της ανθρώπινης πολλαπλότητας: η πειθαρχία μπορεί να μειώσει την "α-χρησιμότητα" των μαζικών φαινομένων, παγιώνει, ακινητοποιεί ή ρυθμίζει τις κινήσεις ' οφείλει να εξουδετερώνει τα φαινόμενα αντι-εξουσίας που γεννά η ίδια η πολλαπλότητα και που συνιστούν αντίσταση στην εξουσία: ζυμώσεις, εξεγέρσεις, αυθόρμητες οργανώσεις, συνασπισμοί - κάθε τι που μπορεί να υπάγεται στις οριζόντιες συζεύξεις. Τα πειθαρχικά συστήματα χρησιμοποιούν διαδικασίες κάθετου διαχωρισμού, καταρτίζουν πυκνά ιεραρχημένα δίκτυα - "αντιτάσσουν στην εγγενή και αντίπαλη δύναμη της πολλαπλότητας τη μέθοδο της σταθερής και εξατομικευτικής πυραμίδας". Επίσης οι πειθαρχικοί μηχανισμοί οφείλουν να αυξάνουν την ιδιαίτερη χρησιμότητα του κάθε στοιχείου, να αποσπούν από τα σώματα το μέγιστο του χρόνου και της δύναμης: για το λόγο αυτό χρησιμοποιούν την προγραμματισμένη απασχόληση, την ομαδική εκγύμναση, τις ασκήσεις, την καθολική και ταυτόχρονα λεπτομερειακή επιτήρηση.
Παράλληλα λοιπόν με τις διαδικασίες που επέτρεψαν την συσσώρευση του κεφαλαίου και επακόλουθα την οικονομική ευρωστία της Δύσης, ο Foucault εντοπίζει και ορισμένες μεθόδους διαχείρισης της συσσώρευσης των ανθρώπων που επέτρεψαν την αντικατάσταση της τελετουργικής και βίαιης εξουσίας από μια εκλεπτυσμένη και σταθμισμένη τεχνική της καθυπόταξης. "Στην πραγματικότητα, γράφει ο Foucault, οι δύο αυτές διαδικασίες - συσσώρευση των ανθρώπων και συσσώρευση του κεφαλαίου - δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν"[7] ' το νέο σύστημα παραγωγής θα είναι ικανό να συντηρεί και να χρησιμοποιεί τους ανθρώπους, και αντίστροφα οι τεχνικές που καθιστούν χρήσιμη την πολλαπλότητα των ανθρώπων θα επιταχύνουν την κίνηση συσσώρευσης του κεφαλαίου. Οι τεχνολογικές δε μεταβολές του συστήματος παραγωγής, ο καταμερισμός της εργασίας και η εκπόνηση πειθαρχικών μεθόδων διατήρησαν πάντα μια πολύ στενή σχέση.
Η πειθαρχία εν τέλει είναι μια τεχνική μέθοδος η οποία με πολύ μικρή δαπάνη περιορίζει την δύναμη του σώματος ως "πολιτικής" δύναμης, και τη μεγιστοποιεί ως ωφέλιμη δύναμη.
Η πραγματική πειθαρχία ως υπόστρωμα κάθε τυπικής και νομικής ελευθερίας
Η πανοπτική μορφή της εξουσίας ο Foucault θεωρεί ότι δεν είναι ανεξάρτητη από τις νομικο-πολιτικές δομές της δυτικής κοινωνίας. Η αστική τάξη έγινε τον 18ο αιώνα η κυρίαρχη τάξη διαμέσου της καθιέρωσης ενός νομικού πλαισίου κωδικοποιημένου και τυπικά εξισωτικού και παγίωσε τη θέση της με την οργάνωση ενός καθεστώτος κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού. Όμως, λέει ο Foucault, η γενίκευση των πειθαρχικών συστημάτων αποτέλεσε την άλλη, ζοφερή όψη των διαδικασιών αυτών: "Η γενική νομική μορφή που διασφάλιζε ένα σύστημα δικαιωμάτων καταρχήν ισωτικών είχε σαν υπόβαθρο τους καθημερινούς και φυσικούς μικρομηχανισμούς, καθώς και όλα εκείνα τα συστήματα μικροεξουσίας, τα ανισωτικά και ασύμμετρα στην ουσία, που είναι οι πειθαρχικές μέθοδοι. Και αν τυπικά το αντιπροσωπευτικό καθεστώς επιτρέπει στη βούληση όλων να διαμορφώνει [...] τη θεμελιακή αρχή της κυριαρχίας, τα πειθαρχικά συστήματα εξασφαλίζουν, στη βάση, την υποταγή των δυνάμεων και των σωμάτων. Η πραγματική και σωματική πειθαρχία αποτέλεσε το υπόστρωμα κάθε τυπικής και νομικής ελευθερίας. [...] Ο "Διαφωτισμός" που ανακάλυψε τις ελευθερίες, εφεύρε και τις πειθαρχίες".[8]
Φαινομενικά, οι πειθαρχίες μοιάζουν να προεκτείνουν ως το απειροελάχιστο επίπεδο των μεμονωμένων υπάρξεων τις γενικές μορφές που προσδιορίζονται από το δίκαιο, ή ακόμη παρουσιάζονται ως τρόποι μαθητείας για την ένταξη των ατόμων σ' αυτές τις γενικές απαιτήσεις. Αποτελούν λοιπόν ένα υπο-δίκαιο; Ο Foucault απαντά αρνητικά: τα πειθαρχικά συστήματα θα πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως ένα είδος αντι-δικαίου ' ρόλος τους είναι να παρεμβάλλουν ανυπέρβλητες ασυμμετρίες και να αποκλείουν τις αμοιβαιότητες. Η πειθαρχία δημιουργεί ανάμεσα στα άτομα έναν δεσμό που είναι μια σχέση καταναγκασμών διαφορετική από τη συμβατική υποχρέωση. Επιπλέον, ενώ τα νομικά συστήματα προσδιορίζουν τα υποκείμενα δικαίου σύμφωνα με παγκόσμιους κανόνες, τα πειθαρχικά συστήματα χαρακτηρίζουν, ταξινομούν, εξειδικεύουν, κατανέμουν, κατατάσσουν ιεραρχικά και στη χειρότερη περίπτωση αποκλείουν και αχρηστεύουν ' στο χώρο όπου ασκούν τον έλεγχό τους προχωρούν ουσιαστικά σε μιαν αναστολή του δικαίου. "Ακόμα και αν το παγκόσμιο σύστημα δικαίου της σύγχρονης κοινωνίας φαίνεται να θεσπίζει συγκεκριμένα όρια στην άσκηση των εξουσιών, ο παντού διαδομένος πανοπτισμός κινητοποιεί - αντίθετα προς το δίκαιο - έναν τεράστιο και ταυτόχρονα μικροσκοπικό μηχανισμό που στηρίζει, ενισχύει, πολλαπλασιάζει την ασυμμετρία των εξουσιών και κάνει άχρηστα τα όρια που του έχουν χαράξει. Οι χαμηλόβαθμες πειθαρχίες, οι καθημερινοί πανοπτισμοί, μπορεί ίσως να βρίσκονται σε πολύ κατώτερο επίπεδο από τους μεγάλους μηχανισμούς και τους μεγάλους πολιτικούς αγώνες ' όμως στη γενεαλογία της σύγχρονης κοινωνίας, με την ταξική κυριαρχία που τη διαπερνά, υπήρξαν το πολιτικό αντίστοιχο των νομικών κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους ανακατανεμόταν η εξουσία".[9]
Τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τα εργαστήρια, χάρη στην πειθαρχία έγιναν "συσκευές" όπου ο κάθε μηχανισμός αντικειμενοποίησης μπορεί να έχει την αξία ενός οργάνου καθυπόταξης, και όπου κάθε επαύξηση εξουσίας οδηγεί στην απόκτηση νέων γνώσεων. Με βάση αυτό το δεσμό ανάμεσα στα διάφορα τεχνολογικά συστήματα, θεωρεί ο Foucault, έγινε δυνατό να διαμορφωθούν, μέσα στο πειθαρχικό πεδίο, η κλινική ιατρική, η ψυχιατρική, η παιδική ψυχολογία, η ψυχοπαιδαγωγική, η ορθολογική οργάνωση της εργασίας. Επομένως διαπιστώνουμε εδώ μια διπλή διαδικασία: "επιστημολογική ελευθέρωση με αφετηρία μια εκλέπτυνση των σχέσεων εξουσίας ' πολλαπλασιασμό των ενεργειών της εξουσίας χάρη στην απόκτηση και τη συσσώρευση νέων γνώσεων".[10]
"Η ανάκριση στάθηκε το πρωτόγονο, ίσως, αλλά θεμελιακό στοιχείο για τη σύσταση των εμπειρικών επιστημών ' υπήρξε η νομικο-πολιτική μήτρα της εμπειρικής γνώσης [...]". Οι φυσικές επιστήμες γεννήθηκαν λοιπόν , εν μέρει, στα τέλη του Μεσαίωνα, από την πρακτική της ανάκρισης, λέει ο Foucault. "Η μεγάλη εμπειρική γνώση που αναφέρεται σε όλα τα πράγματα του κόσμου και που τα εγγράφει στην κανονική διάταξη ενός ατελεύτητου λόγου - ο οποίος διαπιστώνει, περιγράφει και αποδείχνει τα "γεγονότα" [...] έχει αναμφίβολα το πρακτικό πρότυπό του στην Ιερά Εξέταση [...] Ωστόσο, το ρόλο που η πολιτικο-νομική αυτή ανάκριση, η διοικητική και ποινική, η θρησκευτική και κοσμική έπαιξε για τις φυσικές επιστήμες, η πειθαρχική ανάλυση τον έπαιξε για τις επιστήμες του ανθρώπου. Οι επιστήμες αυτές, που ο "ανθρωπισμός" μας τις εγκωμιάζει πάνω από έναν αιώνα τώρα, έχουν ως τεχνικό πρότυπο την εξονυχιστική και σατανική ερευνητικότητα των πειθαρχικών συστημάτων και των ανιχνεύσεών τους. Τα συστήματα αυτά υπήρξαν ίσως για την ψυχολογία, την ψυχιατρική, την παιδαγωγική, την εγκληματολογία, και για τόσες άλλες παράδοξες γνώσεις, ό,τι η τρομαχτική ανακριτική εξουσία υπήρξε για την ήρεμη γνώση των ζώων, των φυτών ή της γης. Άλλη εξουσία, άλλη γνώση".[11]
Η εξέταση φαίνεται να έχει υποστεί έναν θεωρητικό εξαγνισμό, εντασσόμενη σε επιστήμες όπως η ψυχιατρική και η ψυχολογία ' τη βλέπουμε με την μορφή ψυχολογικών τεστ, συνδιαλέξεων, ερωτηματολογίων, γνωματεύσεων, να διορθώνει φαινομενικά τους μηχανισμούς της πειθαρχίας: η σχολική ψυχολογία έρχεται να απαλύνει τις σκληρότητες του σχολείου, η ψυχιατρική συνδιάλεξη επιδιώκει να διορθώσει τα αποτελέσματα της εργασιακής πειθαρχίας... "Δεν πρέπει όμως να γελιόμαστε, λέει ο Foucault: οι τεχνικές αυτές δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να παραπέμπουν τα άτομα από τη μια πειθαρχική βαθμίδα στην άλλη, και αναπαράγουν, σε συμπυκνωμένη ή τυποποιημένη μορφή το σχήμα εξουσία-γνώση που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα κάθε πειθαρχίας".[12]
Οι πειθαρχικές τεχνικές, της εξουσίας ωστόσο, δεν περιορίζονταν μόνο στις δικαστικές ποινές και στην ποινική κάθειρξη, αλλά υφίσταντο σε μια «ολόκληρη σειρά ιδρυμάτων, πολύ πέρα από τα σύνορα του ποινικού δικαίου».[13] Αυτή τη σειρά ιδρυμάτων και οργανώσεων οι οποίες εφαρμόζουν πειθαρχικές τεχνικές ομαλοποίησης, ο Foucault την ονομάζει «καθειρκτικό δίκτυο». Σ’ αυτό το δίκτυο ανήκουν ιδρύματα ποινικού χαρακτήρα όπως ορισμένα πτωχοκομεία, αποικίες για άστεγα παιδιά και ανηλίκους, ή ακόμη φιλανθρωπικές οργανώσεις, σύνδεσμοι ηθικής βελτίωσης και διάφοροι οργανισμοί αρωγής. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας σύνδεσμος ανάμεσα σε νομικές μορφές τιμωρίας και σε άλλες, πιο λεπτολόγες μορφές σωφρονισμού: το δίκτυο αυτό «”φυσικοποιεί” τη νόμιμη εξουσία του κολασμού, ακριβώς όπως “νομιμοποιεί” την τεχνική εξουσία του πειθαναγκασμού».[14]
Η διάχυση των πειθαρχικών τεχνολογιών και ο σχηματισμός του καθειρκτικού δικτύου συνέβαλαν στο να εξαπλωθεί μια ομαλοποιητική εξουσία σε όλο το κοινωνικό σώμα. Εγγενές χαρακτηριστικό αυτής της μορφής εξουσίας ήταν κάποιες συγκεκριμένες σχέσεις γνώσης, κυρίως η κρίση και η εξέταση, οι οποίες επέφεραν μια αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αποτέλεσαν το αναγκαίο έδαφος για την ανάδυση των ανθρωπιστικών επιστημών. Το καθειρκτικό δίκτυο «αποτελεί, λέει ο Foucault, ένα από τα πλαίσια αυτής της εξουσίας-γνώσης που κατέστης δυνατή τη δημιουργία των επιστημών του ανθρώπου. Ο προσιτός στη γνώση άνθρωπος (ψυχή, ατομικότητα, συνείδηση, συμπεριφορά, δεν έχει εδώ καμία σημασία) είναι το αποτέλεσμα-αντικείμενο αυτής της αναλυτικής περίζωσης, αυτής της κυριαρχίας-παρατήρησης».[15]
Από τον 19ο αιώνα αρχίζει να ασκείται μια εξουσία πάνω στη ζωή με δύο τρόπους: από τη μια μεριά, οι πειθαρχικές τεχνικές και οι μέθοδοι της βιο-εξουσίας οδηγούν στην βελτιστοποίηση των ικανοτήτων του σώματος, ενισχύοντας ταυτόχρονα την οικονομική του χρησιμότητα αλλά και εξασφαλίζοντας την πολιτική του ευπείθεια ‘ από την άλλη, η βιο-εξουσία ασκείται πάνω στο συλλογικό σώμα, το σώμα του είδους και την ζωτικότητά του (αναπαραγωγή, θνησιμότητα, υγεία κλπ.) και οδηγεί σε μια μορφή διοίκησης και ρύθμισης των “πληθυσμών”. Η «σεξουαλικότητα», που αποτελεί ένα επόμενο αντικείμενο ανάλυσης του Foucault, συνιστά το σημείο εκδήλωσης των σχέσεων εξουσίας τόσο για το άτομο όσο και για τον πληθυσμό, ενώ θα αποτελέσει τον καταλληλότερο τρόπο προσέγγισης του θέματος του σχηματισμού του υποκειμένου.
[1] ό.π., σελ. 245.
[2] ό.π., σελ. 252.
[3] ό.π., σελ. 255-256.
[4] ό.π., σελ. 268.
[5] ό.π., σελ. 285.
[6] με τον όρο παραγωγή εννοείται όχι μόνο η "καθεαυτό παραγωγή" αλλά και η παραγωγή γνώσης και ταλέντων, η παραγωγή υγείας ή καταστροφικής δύναμης.
[7] ό.π., σελ. 290.
[8] ό.π., σελ. 291.
[9] ό.π., σελ. 292-293.
[10] ό.π., σελ. 294.
[11] ό.π., σελ. 295-296.
[12] ό.π., σελ. 296.
[13] ό.π., σελ. 395.
[14] Ό.π., σελ. 403.
[15] Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, σελ. 406.
M. Foucault: Επιτήρηση-Τιμωρία, μέρος 2ο
Η πειθαρχική κατανομή: “κελιά”, “θέσεις”, “σειρές”
Ο πειθαρχικός χρόνος
Το στρατιωτικό όραμα της κοινωνίας
Η αφανής τέχνη του φωτός και η σωστή γεωμετρία
Μικροσυστήματα ποινών: η κανονικοποίηση