Ξένο ό,τι σα λόγος στα χείλη σου αυξάνει
τα μαλιά σου ξένα και το φόρεμά σου
ξένο είν’ ό,τι ρωτάει η ματιά σου.
Kι ούτε ένας φλοίσβος δε φτάνει
από της δικής μας ζωής τη σφοδρότη
στη δική σου βαθειά σπανιότη.
Σαν κάποια εικονίσματα φαντάζεις γραμμένα
που πάνω απ’ την άδεια του βωμού σκευοθήκη
αιώνια τα χέρια σταυρώνουν αιώνια στεφάνια κρατούν παλιωμένα
και θάματα αιώνια οργανώνουν,
τα θάματα αν έχουν καιρό σταματήσει.
Είσαι τόσο ωχρός και τόσο ξένος.
Μόνο που κάποτε φωτίζει τη μορφή σου
πόθος απελπισιάς η ‘ πιστροφή σου
όπου μες στα τριαντάφυλλα ο κόσμος ο χαμένος.
Και λαχταρά καθάριο και βαθύ το βλέμμα σου
απ’ τη προσπάθεια και τη ανάγκη τη πολλή
τη χώρα, που σαν άνθισμα μες τη σιγή
εγίνη πια το έργο απ’ τα χέρια σου.
Μτφρ: Δημήτρης Λιαντίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου