Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Rainer Maria Rilke - Γέννηση της Αφροδίτης


Εκείνο το πρωί

Ύστερα από μια νύχτα γιομάτη αντάρα καλέσματα και ταραχή

για μια ακόμη φορά ανέβηκε το πέλαγο στην κορυφή

και βόγγηξε.

Κι όταν αργά η κραυγή καταλάγιασε πάλι

βουλιάζοντας μέσα στην άβυσσο τη βουβή

η θάλασσα γέννησε.


Στον ήλιο τον πρώτο λαμποκόπησε ο αφρός της κόμης

και το κορίτσι υψώθηκε στην ούγια των γλαυκών

κυμάτων,

κατάλευκο αμήχανο και υγρό.

Έτσι σαν ένα πράσινο φύλλο ανάδεψε,

τεντώθηκε και καμπυλώνοντας σε μια πρόκληση

νωχελική ξεδίπλωσε το σώμα του

μέσα στο δροσάτο αγέρι της αυγής.


Καθαρά ξεπρόβαλλαν τα γόνατα,

δυο φεγγάρια ανεβασμένα από τα δαχτυλιδωτά σύγνεφα

των μηρών.

Οι κνήμες υποχώρησαν μέσα σε ίσκιους αχνούς.

Και οι αρμοί του πήραν να ζωντανεύουν

όπως το λαρύγγι του πότη.


Και το σώμα έγειρε ανάγερτο στο γύρο ποτηριού

όπως ο νέος καρπός σ’ ενού παιδιού τα χέρια.

Η μικρή δαχτυλήθρα του αφαλού

φύλαγε όλο το σκοτάδι εκείνου του ολόφωτου σώματος.

Πιο κάτου κύμα μικρό σηκώθη αχνογελόχαρο

κύλησε σίγουρο και κύκλωσε τα ισχία

όπου ένα ήσυχο κελάρυσμα θρόιζε.

Διάφανο όμως και χωρίς ίσκιους ακόμη

σαν το απόσταγμα από σημύδες του Απρίλη

πρόβαλε το αιδοίο

άδειο, ζεστό και αναμένοντας.


Τώρα οι ώμοι ζυγαριάστηκαν τέλεια

πάνω στο λυγερό κορμί.

Από το δοχείο του θηλυκού σαν συντριβάνι

τινάχτηκε ο ρυθμός

και γκρεμίζονταν τρέμοντας

στους καταρράχτες των μαλλιών

και στα μακρυά ωραία χέρια.


Ύστερα αργά – αργά προσπέρασε η όψη της.

Η θηλυκάδα, ακατανίκητη ροπή,

έγινε αδιόρατη μες στο σκοτάδι

και ετελείωνε ήρεμα στο θεληματικό της πηγούνι.


Τώρα ο λαιμός άστραψε όπως αχτίνα,

και μέσαθέ του ανεβήκαν οι χυμοί

όπως στο ύπερο του λουλουδιού.

Σύγκαιρα τεντώθηκαν οι δύο βραχίονες,

κύκνων λαιμοί

όταν πλένε κατά την όχθη.


Και τότε σ’ εκείνου του σώματος το σκοτεινό

ξύπνημα εκίνησε σαν αύρα πρωινή

η πρώτη αναπνοή.


Τα κλαδιά των φλεβών σχημάτισαν ψιθυρίζοντας

ένα δέντρο τρυφερό.

Και το αίμα άρχισε να βουίζει

μέσα από το βαθύ μυχό του.

Και τούτος ο άνεμος αύξαινε.

τόσο που χύθηκε με όλη τη βία του

στα νέα στήθη.

Τα γέμισε και τα φούσκωσε σαν δυο πανιά

τεντωμένα από την προσδοκία του μακρυνού.

Και αλάφριο το κορίτσι το σπρώξανε στην στεριά.


Έτσι καταπλέοντας άραξε η θεά.


Πίσω της αναμεριάζοντας πλατιά προς την

καινούργια όχθη ανέβαιναν όλο το πρωινό

τα λουλούδια και τα καλάμια

βρυαρά μπερδεμένα και ανεβάσταγα

όπως οι αφές στο αγκάλιασμα.

Κι αυτή προχωρούσε να φτάσει.


Όμως το μεσημέρι, εκείνη την ώρα τη βαριά,

σηκώθηκε το πέλαγο μια ακόμη φορά

και στην ίδια εκείνη θέση που γέννησε τη θεά

ξέβρασε ένα δελφίνι

νεκρό, πορφυρό, και ανοιγμένο.


Απόδοση: Δημήτρης Λιαντίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου