Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος - Βραδινοί θρύλοι


     

ΙΣΚΙΟΙ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ


     
     
     
TO ΣΠΙΤΙ MAΣ
     
     Το σπίτι μας δεν το έχει πλημμυρίσει
     ο ήλιος της ανατολής
     και δεν έχουν στον κήπο μας ανθίσει
     τα ρόδα της αυγής
     ο Απρίλης που έρχεται και φεύγει γύρα
     στη δική μας δε στάθηκε τη θύρα.
     
     Το βράδυ παραφύλαγε στο δρόμο,
     το βράδυ θόλωνε το δάσος· γύρα
     κάτι ψηλά σαν κυπαρίσσια
     ρίχουν τον ίσκιο τους μακρύ,
     κάτι σα σύννεφα από πάνω
     ρίχνουν τον ίσκιο τους βαρύ.
     
     Kι απ’ το σκεβρό το παραθύρι,
     το παραθύρι το ψηλό,
     ασπρίζει, όταν ο ήλιος γείρει,
     ο δρόμος κατά το γιαλό
     έρμος κι απέραντος στο μάκρεμά του,
     που χάνεται στα δάση κάτου.
     
     Το βράδυ παραφύλαγε στο δρόμο,
     το βράδυ θόλωνε το δάσος γύρα.
     Και ήρθα και χτύπησα τη θύρα
     κι ήρθα του Απρίλη ένα πρωινό
     να σε ξυπνήσω με τα ρόδα
     που σου έφερνα από το βουνό.
     
     Το βράδυ παραφύλαγε στο δρόμο,
     το βράδυ θόλωνε το δάσος γύρα.
     Και ήρθα και χτύπησα τη θύρα σου ένα βράδυ
     που τραγουδούσε μέσαθε η φωτιά,
     κι ήρθα και χτύπησα τη θύρα στο σκοτάδι
     
     που χιόνιζε έξω στη νυχτιά,
     κι ήρθα και σου έγειρα στα στήθη
     —όνειρο μού είναι μακρινό—
     για να μου πεις το παραμύθι
     το αλλοτινό.
     
     Το βράδυ παραφύλαγε στο δρόμο,
     το βράδυ θόλωνε το δάσος γύρα.
     
     Και το άκουσα το παραμύθι
     και το άκουσα χωρίς μιλιά,
     το παραμύθι για την κόρη
     την άρρωστη του βασιλιά,
     
     το παραμύθι για τα ρόδα
     που μάζευε στη λαγκαδιά,
     το παραμύθι για τα ρόδα
     που μάδησαν σε μια βραδιά.
     
     Και την αυγή στο παραθύρι
     —το σώπασες ή το ξεχνώ;—
     είδες τον κάμπο μαραμένο
     και είδα θολό τον ουρανό.
     
     Και δεν πλημμύρισε το σπίτι
     ο ήλιος της ανατολής
     και δεν κελάδησαν στο παραθύρι
     τα χελιδόνια της αυγής·
     κι ο Απρίλης που έρχεται και φεύγει γύρα
     δεν πέρασε απ’ την έρμη θύρα.
     
     Και στο σκεβρό το παραθύρι,
     το παραθύρι το ψηλό,
     από τον έρημο το δρόμο
     που φεύγει κατά το γιαλό
     με καρτερείς να φτάσω πάλι
     να σε ξυπνήσω ένα πρωινό,
     να σε ξυπνήσω με τα ρόδα
     που σου έφερνα από το βουνό.
     
     Κι εγώ στη θύρα σου προσμένω
     που κλαίει και δέρνεται ο βοριάς,
     στη θύρα σου προσμένω απέξω
     κάτω απ’ το χιόνι της νυχτιάς,
     στη θύρα σου προσμένω ακόμη
     —όνειρο μού είναι μακρινό—
     για να μου πεις το παραμύθι
     το αλλοτινό.
     
     
     
ΗΤΑΝ ΒΡΑΔΥ
     
     Το μυστικό μου!
     το μυστικό μου ποιος μου έχει πάρει;
     Μια άχνα τύλιγε αυτό το βράδυ,
     μια άχνα τύλιγε το φεγγάρι.
     Σιγή τριγύρω και σα σκοτάδι·
     και οι γρύλοι σώπαιναν· τα κυπαρίσσια
     ούτε σαλεύανε τα κυπαρίσσια στο δρόμο κάτω.
     Και είδανε κάτω,
     κι είδανε κάτω με το φεγγάρι,
     μα δεν τον γνώρισαν τον καβαλάρη
     που είχε περάσει
     και πάει και χάθηκε σαν άνεμος μες στα δάση.
     
     Το μυστικό μου,
     το μυστικό μου ποιος μου έχει πάρει;
     Και δε μου χτύπησε αυτό το βράδυ
     κανείς τη θύρα,
     κι άλλος δεν πέρασε αυτό το βράδυ
     κάτω στο δρόμο.
     άλλος δεν πέρασε παρά η κόρη
     η άρρωστη του βασιλιά,
     και της εφέγγανε στον ώμο
     και της εφέγγανε σα χάδι
     τα μαραμένα της μαλλιά·
     κι οι γρύλοι σώπαιναν,
     και δε σαλεύανε τα κυπαρίσσια
     στο δρόμο κάτω
     Και είδαν κάτω και είπαν άκουσαν στο σκοτάδι
     και είπαν είδαν —
     ποιοι, ξέρω γώ;
     κάποιους ίσκιους που φεύγαν τρομαγμένοι
     προς τον έρημο πέρα γιαλό.
     
     Το μυστικό μου,
     το μυστικό μου ποιος μου έχει πάρει;
     Και ήσουν κλαμένη
     και λυπημένη σαν το φεγγάρι
     και τρομαγμένη·
     κι ήσουν σαν ίσκιος αυτό το βράδυ
     και ήσουν σαν κρίνος με το φεγγάρι
     κι ήσουν σα χάδι.
     
     Και δε σου χτύπησα τη θύρα,
     δε στάθηκα μες στο σκοτάδι,
     μα έφυγα γύρα
     σαν άνεμος μέσα στα δάση,
     σα σύννεφο με το φεγγάρι,
     έφυγα σαν τον καβαλάρη
     που είχε περάσει
     και χάθηκε μέσα στα δάση.
     
     
     
ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΑ
     
     Και πέρασα μια αυγή απ’ το σπίτι πάλι,
     μια αυγή που ο ήλιος γύρω του γελούσε
     και που ένα όνειρο άνοιξης μηνούσε.
     Και πέρασα από το παλιό το σπίτι πάλι:
     Σιγή νεκρή σα σ’ έρημο ακρογιάλι,
     σα σε ακρογιάλι που το ζώνει
     η άφωνη ώρα·
     και μόνο στην αυλή τα σκόρπια φύλλα,
     τα φύλλα τα ξερά σπαρτά στο χιόνι
     μου πρόδωσαν πως πέρασε μια μπόρα.
     Και στάθηκα: σα μυστικό στην ώρα,
     σα φύλλο που είχε ο αέρας σύρει.
     Και στάθηκα:
     Καπνός δε θόλωνε απ’ το τζάκι τον αέρα,
     ψυχή, πουλί δεν έχυνε έναν ήχο·
     υγρά τα μούσκλα μαύριζαν τον τοίχο
     κι έχασκε στο άδειο πέρα το άδειο παραθύρι.
     Το μυστικό που μου ‘κρυβαν τα κυπαρίσσια,
     τα ορθά ψηλά, τ’ ασάλευτα τα κυπαρίσσια!
     Και πέρασα και δε σου χτύπησα τη θύρα,
     μα κάποια χνάρια το κατόπι πήρα,
     τα χνάρια που έφευγαν στο χιόνι επάνω,
     κάποια χνάρια που χάνονταν βαθιά στο δάσος.
     
     Και γνώρισα τα χνάρια σου στο δάσο
     και φεύγανε προς τα γκρεμνά,
     και θέλησα να σε προφτάσω
     και ήταν, είδα, τα πόδια σου γυμνά.
     Και είδα που φέγγανε στον ώμο
     τ’ ανεμισμένα σου μαλλιά,
     κι ήσουνα κρίνος κι ήσουνα στο δρόμο
     η κόρη η άρρωστη του βασιλιά,
     και είπα πως ήρθες να με πάρεις
     και είπα πως ήμουν καβαλάρης
     και θέλησα να σε προφτάσω.
     
     Μα σ’ έχασα μέσα στο δάσο
     και γύρισα πάλι στο σπίτι,
     γύρισα κι άνοιξα τη θύρα,
     και μου ήτανε σα να σε πήρα
     και στο τζάκι σου άναψα φωτιά.
     Και μου ήταν σα να κρύωνες στο δρόμο
     και πήρα και σου στέγνωνα στον ώμο
     απ’ τα μαλλιά σου τη νοτιά
     και ζέσταινα τα χέρια τ’ αχαμνά.
     Κι ήταν τα χέρια παγωμένα
     και είχες τα μάτια σου κλαμένα
     κι είχες τα πόδια σου γυμνά,
     ολόγυμνα σαν την ψυχή σου
     και ήσουν σαν ίσκιος και ψυχή·
     κι οϊμένα, ας ήμουνα μαζί σου,
     ήσουν σα να ήσουν μοναχή.
     
     Και σ’ έγειρα σιγά στα στήθη·
     και ήσουν παιδί που αποκοιμήθη
     ακούοντας το παραμύθι,
     κι ήσουν λευκή σαν κρίνος πάλι
     και ήσουν σαν ήλιος στο ακρογιάλι
     κι ήσουν σα ρόδο πρωινό
     που σου έφερνα από το βουνό.
     
     Το μυστικό μου,
     το μυστικό μου ποιος μου έχει πάρει;
     Μια άχνα τύλιγε το φεγγάρι
     σα γύρισα ξανά το βράδυ.
     Είδα δεν ήρθες να με πάρεις,
     είδα δεν ήμουν καβαλάρης,
     μα ο ίσκιος ήμουν κι ήσουν φύλλο —
     δε σάλευαν τα κυπαρίσσια,
     γύρω δεν άκουσα ε να γρύλο,
     μόνο το σάρακα στο ξύλο.
     Και δε σταμάτησα στη θύρα,
     δε θέλησα να σε προφτάσω,
     δε θέλησα να σε γυρίσω.
     Και τίποτε δεν άκουσα πίσω απ’ τη θύρα,
     μόνο σαν έφευγα στον κάμπο, πίσω
     κάτι σα θάλασσα βογκούσε,
     κάτι σαν άνεμος μες στο δάσος.
     
     
     
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΟΥ
     
     Το μυστικό σου!
     το μυστικό σου και το έχεις χάσει·
     δεν το έχεις χάσει με το φεγγάρι,
     μέσα στα δάση δεν το έχουν πάρει
     γύρω στο σπίτι.
     Και δε σταμάτησε κανείς στο σπίτι·
     ο άνεμος είχε περάσει,
     σύννεφα διάβηκαν στα δάση,
     πουλιά στη στέγη έχουν καθίσει
     που τα είχε η μπόρα κυνηγήσει —
     Ήτανε βράδυ
     και η θλίψη φώλιαζε στο σκλήθρο
     κι ο αέρας σφύριζε στο κλείθρο
     κι έξω στο δρόμο ήταν σκοτάδι
     κι έξω στο λόφο ήτανε χιόνι
     και μες στο σπίτι ήτανε κρύο κι ήσουνα μόνη.
     Και ήμουν στα δάση
     και πρόσμενα με τη βροχή—
     ήσουν η έρημη ψυχή
     κι ήμουν ο άρρωστος στην εξοχή
     και πρόσμενα το μυστικό σου
     και το έχεις χάσει.
     
     Και πέρασες, και δε γελούσες,
     ήσουν σκυφτή, μα δε ζητούσες,
     ήσουν χλωμή και κουρασμένη
     και σου ήτανε θολό το μάτι
     και πήγαινες προς τα γκρεμνά
     κι ανέβαινες το μονοπάτι,
     με πόδια ανέβαινες γυμνά,
     αλλά δεν ήσουν η ταμένη —
     ήσουν θλιμμένη
     και φοβισμένη,
     ήσουν ωχρή, ήσουν ο ήλιος που είχε γείρει
     στο παραθύρι.
     
     Το μυστικό σου,
     και το έχεις χάσει!
     Και μ’ έστειλες πέρα στα δάση,
     κι ήσουν εσύ
     η τρομαγμένη που ο καβαλάρης είχε περάσει,
     και είχανε πει
     πως γύριζε στο σπίτι γύρα
     και σα σιωπή
     σταμάτησε μπροστά στη θύρα.
     
     Το μυστικό σου,
     και το έχεις χάσει!
     Και σφάλισες σφιχτά τη θύρα,
     κι έξω ήταν χιόνι, ήταν βροχή. Και είχες περάσει
     και ήσουν εσύ
     σιωπή απλωμένη
     μέσα στα δάση.
     Και είχες περάσει
     μαυροντυμένη
     και πήγαινες προς τα γκρεμνά,
     με πόδια πήγαινες γυμνά,
     και ήσουν σαν κλάμα
     μες στη βροχή —
     Ήμουν το τάμα
     και ήσουνα η έρημη ψυχή
     και πάμε αντάμα
     μες στη βροχή
     πάμε την άρρωστη ψυχή,
     πάμε σμιγμένα
     τα μυστικά μας τα παρμένα,
     τα μυστικά μας τα χαμένα.
     
     
     
ΕΤΣΙ ΜΙΛΟΥΣΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ
     
     Έτσι μιλούσα με τους ίσκιους
     κάπου μια μέρα
     στο δάσος πέρα:
     Ίσκιοι απ’ τα σύννεφα ψηλά
     και ίσκιοι απ’ τα δέντρα κάτω
     και ίσκιοι άφαντοι και μυστικοί,
     την άρρωστη ψυχή μου τι
     με σας τη δένει,
     ίσκιοι άπιαστοι και πεθαμένοι;
     Ίσκιοι που το φθινόπωρο
     σας έσπειρε εδώ κάτου
     στο πέρασμά του,
     μέσα μου σέρνεστε βαριοί,
     ίσκιοι μες στα λαγκάδια
     κάποια θλιμμένα βράδια,
     μέσα μου απλώνεστε μακριοί,
     ίσκιοι απ’ τα κυπαρίσσια
     στα ερημοκλήσια.
     Και ίσκιοι από νέφη που έλιωσαν
     και ίσκιοι από κάποια ερείπια εδώ
―πύργοι ή παλάτια έναν καιρό —
     ποιος τα στοιχειά σας μου ξυπνά,
     ποιος μέσα μου αναστένει
     τη θλιβερή μπαλάδα σας,
     ίσκιοι σβησμένοι, ίσκιοι χαμένοι;
     
     
     
ΚΑΙ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
     
     Και μου μιλούσε το φεγγάρι
     που βγήκε ολόγεμο εκεί το βράδυ:
     Να σε και πάλι αυτού το βράδυ,
     να σε και πάλι στο λαγκάδι!
     Και με γνωρίζεις και σε γνωρίζω
     εδώ που βγαίνω και παιγνιδίζω
     ψηλά με σύννεφα σκόρπια ανάρια,
     κάτω με ρείθρα και με κλωνάρια.
     Και σε γνωρίζω αυτού που βγαίνεις
     και κάθεσαι σα να προσμένεις,
     και σε γνωρίζω αυτού που σκύβεις
     κι είσαι σαν κάτι να μου κρύβεις
     και είσαι σαν κάτι να γυρεύεις
     κι είσαι σαν κάτι να μαντεύεις.
     Μπρος σου χυμένο ασήμι τρέχει
     το ρείθρο, χάρη για σε δεν έχει·
     πέρα βαθιά λαλεί το αηδόνι,
     το λάλημά του δε σε δολώνει.
     Τι σε μαγεύει, δες, το γνωρίζω,
     και να που βγήκα και τους σκορπίζω
     και σου τους φέρνω και σου τους σπέρνω
     κι εδώ τους γέρνω κι εκεί τους σέρνω
     κάποιους μονάχους, κάποιους ομάδι,
     αλλού σα σκιάχτρα κι αλλού σα χάδι,
     άλλους ανάερα φτερά απλωμένα,
     άλλους σα σύννεφα σωριασμένα,
     ποιους γκρεμισμένα μεγάλα κάστρα,
     ποιους σα να πέφτουν από πρωινά άστρα,
     όλους τους ίσκιους και σου τους δίνω,
     όλους τους ίσκιους και τους αφήνω
     κι εγώ γυρίζω κατά το αηδόνι
     και το ρυάκι, που εμπρός σου απλώνει,
     και παιγνιδίζω με τα νερά του
     κι έναν μονάχα κρατώ αυτού κάτου,
     έναν μονάχα που τον γνωρίζεις
     και τον ορίζω — δεν τον ορίζεις·
     και δες, τον στρώνω καθώς περνάς
     και τον απλώνω καθώς βαδίζεις
     και σου τον κρύβω καθώς γυρνάς,
     κι είναι για μένα και για το φως μου
     ό,τι το κάστρο ή το φύλλο εμπρός μου
     κι ό,τι το νέφος κι ό,τι το αέρι
     που τα παιγνίδια μου αργοανταρεύει,
     και είναι ό,τι ξέρει κι ό,τι δεν ξέρει
     κι ό,τι γυρεύει κι ό,τι μαντεύει
     και είναι ό,τι κρύβει κι ό,τι σωπαίνει
     μέσα η ψυχή σου η αρρωστημένη
     και είναι ό,τι δείχνει —
     το φως της είναι που κάτω ρίχνει
     και είναι ως το φως μου στον αφρό
     κι είναι σα σύννεφο που σκορπίζει
     κι είναι σαν πέρασμα από φτερό
     και σαν τραγούδι, που ξεψυχίζει
     και παραμύθι που ψιθυρίζει
     για κάποιο θάμπωμα σιωπηρό
     που σε σιμώνει και που σε ‘γγίζει
     σα χάδεμα και σα φτερό —
     Έτσι μιλούσε το φεγγάρι
     κι έλαμπε ολόγεμο στο λαγκάδι
     κι έπαιζε ολόφεγγο στο νερό.
     
     
     
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΙΣΚΙΩΝ
     
     Μην ακούς απάνω
     την αστροφεγγιά,
     μην ακούς τι νεύει·
     μα έλα δω κοντά μας,
     έλα μην αργείς,
     στη συντροφιά μας.
     
     Μην ακούς τριγύρω,
     η λευκή νυχτιά
     μη σε ξεπλανεύει·
     μα έλα δω κοντά μας,
     έλα μην αργείς,
     στη βαθιά σπηλιά μας.
     
     Είναι απάνω τ’ άστρα
     πνεύματα κακά,
     λάμιες της ψυχής·
     έλα δω κοντά μας,
     έλα μην αργείς,
     στο ξεφάντωμά μας.
     
     Κι έχει το φεγγάρι
     σπείρει στις οχτιές
     μάγισσες ξανθιές·
     έλα ανάμεσό μας,
     έλα μην αργείς,
     στον παλιό χορό μας.
     
     Σου ‘στησαν στα κλώνια
     γήτεμα γλυκό
     οι κακές τ’ αηδόνια·
     μα για μας μια γλαύκα
     απ’ τα ερείπια εκεί,
     μην ανατριχιάζεις,
     παίζει μουσική
     πιο νοσταλγική·
     σέρνει το ρυθμό μας
     στον αργό χορό μας.
     
     Μην ανατριχιάζεις!
     έλα δω με μας,
     θα σε νανουρίσομε
     που να μην ξυπνάς·
     έλα, θα σε πάρομε
     πάντα σύντροφό μας
     στο μακρύ και ατέλειωτο,
     στον αργό χορό μας.
     
     
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ
     
     Γεννιούμαι απ’ τον πόνο·
     κι απλώνω κι απλώνω
     κι απλώνομαι πέρα
     κι απλώνομαι γύρω
     σε οχτιές και σε βύθη
     συντρίμμια να σπείρω.
     Κι απλώνομαι πέρα
     κι απλώνομαι γύρου
     και με είπανε η άχνα
     πως είμαι του ονείρου!
     Κι απλώνομαι γύρου
     κι απλώνω κι απλώνω
     και το όνειρο λιώνω.
     
     Γεννιούμαι απ’ τον πόνο·
     κι απλώνω κι απλώνω
     κι απλώνομαι πέρα
     κι απλώνομαι γύρου
     σαν άχνα του ονείρου.
     Σα νύφη με χαίρονται
     οχτιές και γιαλοί —
     ρωτάτε τα ρόδα
     και τ’ άρμενα, αλί!
     Γεννιούμαι απ’ τον πόνο
     κι απλώνω κι απλώνω
     και στάζω τον πόνο.
     
     Κι απλώνω κι απλώνω·
     κι απλώνομαι πέρα
     κι απλώνομαι γύρου —
     η άχνα ποιος με είπε
     πως είμαι του ονείρου;
     Σα νύφη με χαίρονται
     οχτιές και γιαλοί
     κι απλώνω κι απλώνω,
     στους κλώνους κρεμιούμαι,
     στους θόλους ριζώνω·
     ποιος λέει ένας ήλιος
     πως τάχα με σβει;
     Ρωτάτε τα ρόδα κι
     οϊμέ την ψυχή.
     
     
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
     
     Άσε το φθινόπωρο
     γύρω σου να στρώσει
     τ’ άνθη τα στερνά·
     μια ζωή πεθαίνει
     μια πνοή περνά —
     τάχα σε προσμένει
     μια άνοιξη ξανά;
     Άσε το φθινόπωρο
     γύρω σου ν’ απλώσει
     μια στερνή ευωδιά·
     μια φωνή σωπαίνει,
     μια χαρά χαμένη
     μέσα στην καρδιά —
     τα στερνά τα φύλλα
     παίρνει το φθινόπωρο
     γύρω απ’ τα κλαδιά.
     
     
     
ΤΑ ΦΥΛΛΑ
     
     Σ’ έχουν αδερφή,
     αδερφή χλωμή
     τα χλωμά τα φύλλα·
     και είπανε: μ’ εμάς
     έλα, εδώ μ’ εμάς,
     τα ξερά τα φύλλα.
     
     Σαν εσέ μια αυγή,
     απ’ την πρώτη αυγή
     σαν ξενιτεμένα,
     καρτερούμε εδώ
     να περάσει εδώ
     κάτι, σαν κι εσένα.
     
     Και μας τραγουδεί
     γύρω στο κλαδί
     που περνά το αέρι,
     με φτερό σιγό
     σε χορό σιγό
     να μας πάει το αέρι.
     
     Σ’ έχουν αδερφή,
     αδερφή χλωμή
     τα χλωμά τα φύλλα·
     στον αργό χορό,
     στο σιγό χορό
     σε καλούν τα φύλλα.
     
     
     
ΜΟΝΑΧΗ
     
     Ίσκιοι γύρω εδώ,
     ίσκιοι γύρω εκεί
     και τα σκόρπια φύλλα·
     και περνάς εκεί
     σα μια ανατριχίλα.
     
     Ώρα μυστική!
     Με τα σκόρπια φύλλα
     έμεινες, ψυχή,
     και είσαι μοναχή
     με τα σκόρπια φύλλα.
     
     
     
Σ’ ΕΝΑ ΦΩΣ ΧΛΟΜΟ
     
     Κι έχει το φθινόπωρο
     γύρω σου σταθεί·
     μια ζωή χαμένη
     κι έχει αναστηθεί.
     Πού να σε προσμένει
     μια ζωή χαμένη;
     
     Κι άκου σου λαλεί
     κάπου σαν πουλί·
     σου λαλεί θλιμμένη,
     σα να κλαίει σιγή
     μέσα στη σιγή
     κάποια πεθαμένη.
     
     Και κυλά θολά,
     σα νερό κυλά
     στο ξερό λαγκάδι,
     και είναι η ώρα αργή,
     κάτι σα ν’ αργεί
     γύρω στο λαγκάδι.
     
     Σ’ ένα φως χλωμό,
     σαν περιπλοκάδι
     γύρω στον κορμό,
     πλέχτηκες, ψυχή,
     στο χλωμό φθινόπωρο
     και στο αχνό το βράδυ.

     
     
     

ΒΡΑΔΥ


     
     
     
ΒΡΑΔΥ
     
     Στο στρατί το τρίστρατο
     μέναμε γερμένοι
     οι δυο αποσταμένοι,
     η ψυχή κι εγώ,
     και το περιμέναμε
     να ‘ρθει αργό σιγό
     το χλωμό το βράδυ,
     η ψυχή κι εγώ.
     
     Αλλ’ αυτό δεν έφτανε·
     μοναχά περνούσαν
     γύρω και γελούσαν
     κι άπλωναν τερπνά —
      κι ως να μη μας άγγιζαν
     έφευγαν ξανά,
     σαν καλά χαμένα,
     δειλινά τερπνά.
     
     Κι έρχονταν και πήγαιναν
     κι έπαιρναν μαζί τους
     κι έφερνε η πνοή τους
     σαν από φωλιές,
     σαν από ένα Απρίλη
     γνώριμες παλιές,
     ευωδιές σβησμένες,
     αηδονιών λαλιές.
     
     Κι έφερναν μιλήματα
     πέρα από τα βάθη,
     σαν πνοή που εχάθη
     μια χαμένη αυγή·
     και ήταν σαν ψιθύρισμα
     που έμοιαζε σιγή
     σιγαλή χυμένη
     στη χαμένη αυγή.
     
     Κι ένα φως σκορπούσαν,
     ένα φως που απλώνει,
     λες ανάερο χιόνι,
     σιγαλά απαλά
     και σταλάζει ολότρεμο
     σαν από ψηλά,
     σαν κερί που λιώνει
     σιγαλά απαλά.
     
     Και γλιστρά σαν κύμα
     που έχει ξεκινήσει
     κι έρχεται να σβήσει
     στο ακρογιάλι αργό —
     Και το περιμέναμε
     να ‘ρθει αργό σιγό
     το χλωμό το βράδυ,
     η ψυχή κι εγώ.
     
     Και το περιμέναμε,
     και σαν κουρασμένη
     γύρισε σκυμμένη
     η ψυχή η αδερφή
     προς το φως που στάλαζε
     σαν πνοή κρυφή,
     σαν κερί που λιώνει
     η ψυχή η αδερφή,
     
     και προς το ψιθύρισμα
     που είχε αγάλι σβήσει
     και είχε γύρω αφήσει
     μιαν αχνή σιγή,
     που ήταν σα ν’ ανάσαινε
     σιγαλή και αργή:
     το χλωμό το βράδυ
     να ‘ρθει δεν αργεί.
     
     
     
ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ
     
     Καθότανε στο παραθύρι
     κι επάνω του όπως είχε γείρει,
     είχε απλωμένα τα μαλλιά·
     απάνω από το παραθύρι
     τα χελιδόνια είχαν φωλιά,
     έξω στη λεύκα την παλιά
     λαλούσαν τα πουλιά —
     το Μάη τ’ αηδόνια.
     
     Καθότανε στο παραθύρι
     κι επάνω του όπως είχε γείρει,
     αυγή θαρρούσες και γελά·
     και γύρω από το παραθύρι
     κυλούσε η μέρα σιγαλά,
     σύννεφα διάβαιναν ψηλά,
     ρόδα μυρίζανε — πολλά
     ρόδα και κρίνα.
     
     Και χάθηκε απ’ το παραθύρι —
     στην κλίνη που την έχουν γείρει
     έχει απλωμένα τα μαλλιά·
     στην κλίνη που την έχουν γείρει
     στη σκοτεινή την αγκαλιά,
     πουλιά λαλούν στη σιγαλιά,
     τ’ αηδόνια έχουν φωλιά
     στο κυπαρίσσι.
     
     Και χάθηκε απ’ το παραθύρι —
     στην κλίνη που την έχουν γείρει
     ρόδα της σκόρπισαν πολλά,
     στην κλίνη που την έχουν γείρει
     θαμπό το βράδυ αργοκυλά,
     τα σύννεφα περνούν θολά —
     σβήνει η καμπάνα σιγαλά
     στο παραθύρι.
     
     
     
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
     
     Και ήτανε το τραγούδι της αυγής
     που λέγαμε σιγά το βράδυ
     και ήταν το βράδυ αχνό και ήταν θολό
     και ήταν ωραίο το βράδυ.
     
     Και ήταν ωραίο το τραγούδι της αυγής
     κι έλεγε για τα σύννεφα το βράδυ
     και έλεε για σένα τάχα μιαν αυγή,
     για σένα και για με ένα βράδυ.
     
     Κι έλεγε για τη θάλασσα μακριά
     και τα καράβια που έρχονται και πάνε.
     για ταξιδιάρικα, έλεγε, πουλιά
     που φεύγουν το φθινόπωρο και πάνε.
     
     Και χάνονται, έλεγε, μια αυγή
     κι έφευγε άγρα σιγά στο βράδυ,
     και ήταν ωραίο το τραγούδι της αυγής
     και ήταν αχνό και ήταν θολό το βράδυ.
     
     
     
ΗΡΘΕΣ
     
     Ήρθες· και η μέρα ήταν χλωμή
     και ήτανε κρύο —
     ήρθες, μα με απλωμένα τα πανιά
     έμενε το πλοίο.
     
     Ήρθες·
     και τα πουλιά καθίσαν στα κλαδιά
     και κελαδούσαν,
     και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά
     κι άνθη σκορπούσαν.
     
     Ήρθες·
     άλλα τα φύλλα στα κλαδιά
     ήταν μαδημένα
     και ήταν τα σύννεφα σταχτιά
     και κρεμασμένα.
     
     Και ήταν η θάλασσα χλωμή
     και ήτανε κρύο·
     κι όλοι κοιτάζανε χλωμοί
     που με απλωμένα τα πανιά
     έμενε το πλοίο.
     
     
     
ΘΛΙΨΗ
     
     Είχαμε καθίσει
     στην κορφή ψηλά,
     κι άστρα ήταν ψηλά,
     άστρα ήταν πολλά,
     άστρα κι έχουν σβήσει.
     
     Είχαμε καθίσει
     στην ακρογιαλιά,
     και ήταν σιγαλιά
     και ήτανε πουλιά,
     κι έχουν φτερουγίσει.
     
     Και ήταν στην καρδιά
     ρόδα στην καρδιά·
     αχ αγαπημένη,
     τώρα μια ευωδιά,
     θλίψη στην καρδιά
     μοναχά απομένει.
     
     
     
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
     
     Σύννεφο απαλό
     σα να σ’ έχει φέρει,
     στη χλωμή ζωή
     πέρασες, αέρι
     
     πέρασες και φως
     που περνά στα δάση
     και σκορπίζει ανθός
     κι ευωδιά στα δάση.
     
     Ω γλυκιά ψυχή,
     στο χλωμό το βράδυ
     απαλή βροχή
     άπλωσε το βράδυ.
     
     Άπλωσε φτερό
     σιγαλό το βράδυ,
     ελαφρό φτερό
     πέρα από το βράδυ.
     
     
     
ΕΤΡΕΜΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ
     
     Είπα «σε αγαπώ»
     και το κύμα σπούσε
     σιγαλό απαλό,
     σα να ξεψυχούσε.
     
     Είπα «σε αγαπώ»
     κι έτρεμε το αέρι,
     σάμπως στη φωνή
     να έκλαιε ένα αέρι.
     
     Είπα «σε αγαπώ»
     κι έπεφτε το βράδυ,
     σάμπως στη φωνή
     να έτρεμε ένα βράδυ.
     
     
     
ΟΝΕΙΡΟ Η ΖΩΗ
     
     Είπα «σε αγαπώ»
     κι ως να εστάθη η ώρα·
     τόσο σε αγαπώ,
     ως την πρώτην ώρα.
     
     Ως την πρώτη αυγή,
     φως λευκό το βράδυ·
     τα χλωμά μαλλιά
     ρόδα στο αχνό βράδυ.
     
     Άυλο το φιλί
     που τους έχω αφήσει —
     όνειρο η ζωή
     που μ’ εσέ έχω ζήσει.
     
     
     
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
     
     Και στέκεσαι ορθό,
     ψηλό κυπαρίσσι·
     ποιος πόθος σιγή
     προσευχή σ’ έχει στήσει,
     
     θολή προσευχή
     στη θλιμμένη την ώρα;
     Χαμένη η ψυχή
     στην άυλη την ώρα,
     
     σαν άυλο ένα φως
     τριγύρω σου πλάνο,
     σαν πόθος κρυφός
     στα σύννεφα επάνω!
     
     
     
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΚΛΑΙΕΙ
     
     Το τραγούδι που κλαίει
     στη γωνιά εκεί του δρόμου
     λες το θρύλο σου λέει,
     λες και κλαίει τον καημό μου.
     
     Είναι ο θρύλος παλιός
     και ήσουν, λέει, ένας κρίνος,
     και παλιός ο καημός:
     ήμουν πάντα ένας θρήνος.
     
     Και σε αγάπησα, λέει,
     σαν αφρό, σαν αιθέρα,
     σαν αχνό, σαν ανθό,
     σαν πνοή στον αέρα.
     
     Και σε αγάπησα, λέει —
     κι όλο λέει τον καημό μου
     το τραγούδι και κλαίει
     στη γωνιά εκεί του δρόμου.
     
     
     
     Και σπάζει η βροχή,
     σαν κλάμα, στο τζάμι·
     θλιμμένη ψυχή,
     γιατί το έχω κάμει;
     
     Κρυφτά τα πουλιά
     ψιθυρίζουν στους κλώνους·
     λάμπουν κάποια μαλλιά,
     σαν ήλιος στους κλώνους.
     
     Δροσιά ήρθες κι ευχή,
     κατάρα έχω δράμει·
     ω έρμη ψυχή,
     γιατί το έχω κάμει;
     
     
     
     Και σε αγάπησα τόσο!
     και είναι βράδυ θολό.
     Κοντά μου είσαι· ωστόσο
     για πού σε καλώ;
     
     Βροχή είναι στο δρόμο,
     χιονιά στα βουνά·
     σου βλέπω με τρόμο
     τα πόδια γυμνά.
     
     Μα δεν τα σκεπάζω·
     τα χέρια φιλώ
     και σα να σε αρπάζω —
     Για πού σε καλώ;
     
     
     
     Και με αγάπησες τόσο!
     και ήταν όμορφη αυγή·
     στο γιαλό, να σου στρώσω
     λουλούδια, είχα βγει.
     
     Σε περίμεναν πόσοι
     να φτάσεις λευκή!
     μα είχαν τ’ άνθη σαρώσει
     και ήμουν μόνος εκεί.
     
     Τάχα αργούσε το πλοίο,
     ή ήμουν που άργησα εγώ;
     Είχε πιάσει το κρύο—
     το βράδυ ήρθε γοργό.
     
     
     
     Και θαμπό ήρθε το βράδυ
     και θλιμμένο και αχνό ―
     Σου είναι ο πόνος μου χάδι
     κι ας θαρρείς δεν πονώ.
     
     Και το θρύλο σου λέει
     σιγαλά του βραδιού,
     και τον λέει και κλαίει
     σαν αχός τραγουδιού,
     
     σαν καμπάνα που σπάζει
     με αργό θρήνο σιγό
     και στο δρόμο με κράζει,
     και σε κράζω κι εγώ.

     
     
     
ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

     
     
     
     
ΟΙ ΤΡΕΙΣ
     
I
     
     Περάσανε κι οι τρεις και ήταν φτωχοί,
     περάσαν οι τρεις τους μοναχοί
     και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.
     Τους είδανε που ερχόνταν τα παιδιά
     και στάθηκαν και κοίταξαν: και οι τρεις
     κουρέλια φορούσανε, και οι τρεις
     σκονισμένα είχαν τα πόδια και γυμνά,
     κι ήταν ως να ερχόνταν από αλαργινά.
     Και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου
     και δε ρώτησαν· μα ήταν, ως στεκόνταν,
     σα να πρόσμεναν, σα να ονειρευόνταν,
     σα να βλέπαν ψηλά τον ουρανό,
     σα να κοίταζαν πέρα το βουνό.
     Και δε ρώτησαν, μόνο σκύψαν πάλι
     το κεφάλι κι έφυγαν ξανά
     και χάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.
     Δεν τους ρώτησαν ούτε τα παιδιά,
     μα είπαν μόνο: θα πάνε αλαργινά.
     Πού; δε ρώτησαν: τάχα στο ακρογιάλι
     που τα καράβια αράζουν τα τρανά,
     ή στον κάμπο που φεύγουνε τα τρένα;
     Και σα να είδανε που έφευγε καπνός,
     τους βλέπαν να πάνε αλαργινά·
     μα και τα σύννεφα είδαν στα βουνά
     και σα να είδαν τα πόδια τα γυμνά
     και τα κεφάλια να είδαν τα σκυμμένα —
     τους έβλεπαν που φεύγαν τα παιδιά
     και είπαν τώρα: αχ θα τους βρει η βραδιά!
     
II
     
     Και χάθηκαν στο γύρισμα και πάνε.
     Και είναι η ιστορία παλαιή
     και τριμμένη η ιστορία σαν τη ζωή.
     Και χάθηκαν στο γύρισμα και πάνε.
     Και τα κουρέλια, δες, φεγγοβολάνε
     σαν πορφύρες στα τρίστρατα ριχτές·
     και είναι οι καρδιές τους σα σπασμένες λύρες
     και είναι οι λαλιές τους σαν πνιχτές,
     και είναι το σήμερα ό,τι και το χτες.
     Και ο αέρας φυσώντας στις φιλύρες
     θαρρείς το λόγο κι άρπαξε κλεφτά
     και όπου περνούν τον τραγουδεί κλαυτά:
      Όπως το χτες και το αύριο θα κλείσει!
     Και τα κεφάλια φεύγουνε σκυφτά,
     και είναι σα να ‘χει στη ματιά τους σβήσει
     ο ήλιος που στα σύννεφα έχει δύσει.
     
ΙΙΙ
     
     Και πάνε, και κανένας δε μιλεί·
     και πάνε, και η ώρα είναι θολή
     και μόνο ο αέρας γύρω τους περνά,
     και πουλιά μόνο κάπου αποσπερνά
     που φωνή, που κραυγή πετούν βραχνή·
     κι είναι οι ουρανοί από πάνω τους αχνοί
     στο λόφο ψηλά που σταματούνε.
     Και είναι θαμπά βαμμένα τα λογκά,
     και πυκνά και μαύρα και μουγκά
     τα δάση που πίσω παραιτούνε,
     και είναι ποτάμι πέρα που βογκά
     και ίσκιοι κάτω στον κάμπο που περνούνε:
     Είναι η μέρα από πίσω τους χαμένη
     κι εμπρός τους η βραδιά φραγή στημένη.
     
IV
     
     Και είναι ο θρύλος παλιός και είναι θαμπός,
     σαν το παλιό, σαν το θαμπό το βράδυ,
     και λέει πως τάχα κίνησαν οι τρεις,
     απ’ το λαγκάδι κίνησαν νωρίς
     και στο λόφο τους έπιασε το βράδυ.
     Και θολό ήταν το βράδυ· και σταχτιά
     τους βρήκε στον κάμπο και η νυχτιά,
     και περάσαν σαν ίσκιοι στην οχτιά,
     και περάσαν σα σύννεφα σκιερά
     στα βραδινά που σέρνονται νερά,
     και χάθηκαν στο σύθαμπο και πάνε.
     Δεν τους είδε κανείς να σταματούν·
     μα το πρωί που τα παιδιά ξυπνάνε,
     σα να θυμούνται ξαφνικά, ρωτούν:
     Πού τάχα σταμάτησαν οι τρεις,
     που στο δρόμο περάσανε νωρίς,
     και πού τάχα ν’ ανάψανε φωτιά;
     Αλλά μήτε σταμάτησαν οι τρεις
     πουθενά, μήτε ανάψανε φωτιά,
     τι θερμή τους απάντησε η Νοτιά,
     καθώς σίμωναν κάτω στο γιαλό —
     Και πηγαίναν με βήμα σιγαλό
     και πηγαίναν αργά και πάντα αργά.
     Μια στιγμή κάποιος είπε: πιο γοργά!
     Μα το βήμα να τρέξει δεν γοργά,
     λες κανείς τους δε βιάζεται να φτάσει
     στο γιαλό που τον φώτισε η αυγή.
     Ο ήλιος απ’ τα βύθη που θα βγει
     ρόδα πυρά έχει στα νερά κρεμάσει,
     μα αυτοί σκυφτοί πηγαίνουνε και αργοί,
     σα να ‘χει η μέρα μέσα τους πνιγεί
     κι έχει η βραδιά στα μάτια τους φωλιάσει.
     
     
     
ΟΙ ΚΟΡΕΣ
     
     Και το τραγούδι τραγουδά και ηχεί
     και μοιάζει το τραγούδι παραμύθι
     και για τις κόρες λέει, που την ψυχή
     είχαν χαμένη σα στο παραμύθι.
     Και πήρανε, του κάμπου το στρατί
     και τη ζητούσαν,
     και με την κόμη είχανε βγει λυτή
     και περπατούσαν.
     Και το φεγγάρι φώτιζε θολό
     σαν είχαν φτάσει κάτω στο γιαλό
     και είχαν σταθεί και καρτερούσαν
     την αυγή να τους φέρει τον καλό
     που λαχταρούσαν.
     Είχαν τρέξει όπως τρέχουν τα νερά,
     και φέγγαν στο φεγγάρι σα νερά
     και είχαν λευκά σαν κρίνα τα σφυρά
     και είχαν τα χέρια σα φτερά ανοιγμένα
     και είχαν σταθεί χωρίς μιλιά
     και σα χαμένα είχαν τα φρένα:
     Θαρρείς μακριά πως άκουαν πουλιά
     που κελαδούσαν,
     θαρρείς μακριά πως άκουαν τη λαλιά
     που αναζητούσαν.
     Κι όλες είχανε ρόδα στα μαλλιά
     και κρίνα στα χέρια τους κρατούσαν,
     όλες είχαν σα φως την αγκαλιά
     και γαλάζια φορέματα φορούσαν
     κι έμοιαζαν κρίνα κι έμοιαζαν λωτοί
     προς το θαμπό νερό γειρτοί,
     με κεφαλή σκυμμένη ως καρτερούσαν —
     Καρτερούσαν, μα δεν έφτανε ο καλός,
     δεν έφτανε κορυδαλλός,
     δεν έφτανε πρωινός αυλός
     ο αγαπημένος·
     κι έμενε εμπρός τους άδειος ο γιαλός
     και ο δρόμος πίσω τους χαμένος.
     
     
     
ΤΑ ΜΑΤΙΑ
     
     Και το τραγούδι για τα μάτια λέει
     και μοιάζει πάλι παραμύθι:
     Ανοιγμένα σα διάπλατοι ουρανοί
     σε μέρα καλοκαιρινή,
     ανοιγμένα σαν κάμποι μακρινοί,
     ανοιγμένα σα θάλασσα πρωινή
     μακριά κοιτάζανε στα βύθη,
     σα σε γιαλούς που φέγγανε μακρά,
     σα σε πουλιά που απλώναν τα φτερά,
     σα σε πανιά που φεύγανε στα βύθη,
     σα σε νέφη που έπλεκαν χρυσούς
     και ρόδινους κρεμούσαν τους κροσσούς
     στον ήλιο που ανέβαινε απ’ τα βύθη,
     και ήταν όνειρο κι ήταν παραμύθι.
     Και ήταν ψηλά ένα φως οι ουρανοί
     και ήτανε φως οι κάμποι οι μακρινοί
     και ήτανε φως η θάλασσα η πρωινή
     που τα καράβια χάνονταν στα βύθη,
     και ήταν όνειρο κι ήταν παραμύθι.
     Και ήτανε φως και πέρα η λαγκαδιά
     που είχαν σταθεί στο δρόμο τα παιδιά
     και κοίταζαν που πέρασαν οι τρεις
     και χάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου ―
     Και τα μάτια ανοιγόντανε μακρά
     όπου λευκά πετούσαν τα φτερά
     και τα σύννεφα χάνονταν στα βύθη,
     και ήταν όνειρο κι ήταν παραμύθι,
     καθώς έπεφτε αργά στη λαγκαδιά,
     καθώς έπεφτε κι άπλωνε η βραδιά
     και στο γιαλό θολώναν τα νερά
     και τα πανιά χανόνταν σα φτερά
     και θάμπωνε το γύρισμα του δρόμου.
     Κι απ’ το δρόμο χαθήκαν τα παιδιά
     κι έσβηνε αργά το φως στη λαγκαδιά
     και κρεμούσαν τα σύννεφα στα βύθη,
     και τα μάτια τα σκέπασε η βραδιά
     και πάει το όνειρο, πάει το παραμύθι.
     
     
     
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
     
     Και λέει για το παράθυρο: Χλωρό
     το βουνό στο παράθυρο αγνάντια,
     το λαγκάδι χλωρό, δροσερό
     στο παράθυρο αγνάντια.
     Και τριγύρω του η μέρα χαρά,
     και το φως στον αέρα,
     και τριγύρω απλωμένα φτερά
     και τραγούδια φαιδρά
     στον αέρα.
     Κι ο ουρανός από πάνω ιλαρός
     στο παράθυρο σκύβει,
     και του δρόμου το γύρισμα εμπρός
     στο παράθυρο στρίβει.
     Κι απ’ το δρόμο περνά το πρωί
     και το βράδυ διαβαίνει,
     κι απ’ το δρόμο διαβαίνει η ζωή
     και είναι πέρα σβησμένη η βοή
     και είναι εμπρός η γαλήνη απλωμένη —
     Κλειστό στη γαλήνη, κλειστό στη βοή,
     ματιά στη ζωή σφαλισμένη,
     σφαλισμένο το βράδυ, σφαλιστό το πρωί
     το παράθυρο μένει.
     
     
     
ΚΑΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΜΕ
     
     Και λέει για με: Παράθυρο κλειστό
     κι η ζωή βοή γύρω του διαβαίνει
     και τραγούδι στον άνεμο σβηστό
     κι η φωνή του στα τρίστρατα χαμένη.
     Και κομμένη σαν αύρα στην ιτιά
     και στον άμμο βουβά πνιγμένο κύμα·
     σαν καταχνιά που απλώνει στη νοτιά
     ένας καημός: σαν όνειρο, σαν κρίμα.
     Και φύλλο και τρέμει στο κλαδί
     στον αέρα,
     και σύννεφο και φεύγει αποβραδί
     στον αέρα.
     Και ίσκιος σταχτής κι έχει σταθεί
     ορθός στο γύρισμα του δρόμου
     και κοιτά: κάτι πέρα έχει χαθεί,
     κάτι φτάνει στο γύρισμα του δρόμου.
     
     
     
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
     
     Και λέει πως είχαν έβγει τα παιδιά
     και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.
     Είχαν άνθη τριγύρω τα κλαδιά
     και μαδούσαν στο γύρισμα του δρόμου·
     και πουλιά κελαδούσαν στα κλαδιά
     και χαρά ήταν το γύρισμα του δρόμου.
     Και στο ρείθρο κυλούσε το νερό
     και κυλούσε το ρείθρο τον αφρό
     σα να τίναζαν κλώνοι τον ανθό,
     και ήταν το φως, που χύνονταν, ξανθό
     και κρεμούσε στο γύρισμα του δρόμου.
     Και ξανθά ήταν αγόρια τα παιδιά
     κι ήταν σαν άνθη ορθά στην αμμουδιά
     και κοιτάζαν στο γύρισμα του δρόμου,
      κοιτάζαν πώς γύρω στο νερό
     κορασιές είχαν στήσει το χορό —
     Και ξανθά είχαν μαλλιά κι οι κορασιές,
     σαν αέρινες είχαν φορεσιές
     και τα χέρια τους ένευαν λευκά
     και τα μάτια τους έλαμπαν γλαυκά.
     Και οι κόρες κοιτούσαν τα παιδιά
     και γελούσαν·
     και είχαν ρόδα και κρίνα στην ποδιά,
     και γελούσαν οι κόρες στα παιδιά
     και τραγουδούσαν.
     Και τα παιδιά ξεχάσανε τους τρεις,
     που στο δρόμο περάσανε νωρίς,
     και ξεχάσαν πως έφτανε η βραδιά,
     και στεκόνταν στο γύρισμα του δρόμου
     και κοιτάζαν τις κόρες στο νερό
     πώς τινάζαν τα κρίνα στον αφρό,
     πώς μαδούσαν τα ρόδα στο νερό·
     και κοιτάζαν στο θάμπωμα το ωχρό
     πώς σκορπούσαν οι κόρες στον άφρό
     και τα ρόδα στο γύρισμα του δρόμου —
     Και στεκόντανε τώρα τα παιδιά
     και κοιτάζαν στο γύρισμα του δρόμου,
     σα ν’ ακούανε μόνο το νερό,
     σα να βλέπανε μόνο τον αφρό
     και το βράδυ στο γύρισμα του δρόμου.
     
     
     
ΟΙ ΔΥΟ
     
     Και για τους δυο λέει: Είχαν ερθεί
     το δείλι αργά και είχαν καθίσει —
     είχαν σταθεί στο βράχο πριν ορθοί
     και είχαν πέρα τη θάλασσα αντικρίσει.
     Στην άκρη είχαν καθίσει στο νερό,
     στην άκρη στο λιβάδι το χλωρό
     και κοίταζαν να τρέχει το νερό
     και κοίταζαν στο γύρισμα του δρόμου —
     Και κοίταζαν· και μόνοι ήταν οι δυο
     και στα μάτια κοιτάζονταν και οι δυο
     και σωπαίναν·
     σωπαίναν, σα να ήτανε δειλοί,
     σωπαίναν σα να μίλησαν πολύ,
     και ήταν, έτσι όπως μέναν σιωπηλοί,
     σα να προσμέναν.
     Και ήταν άνοιξη, κι είχε η πασχαλιά
     μαζέψει επάνω πλήθος τα πουλιά,
     και είχε σα φως εκείνη τα μαλλιά
     κι είχε κρίνα τα χέρια·
     και είχαν και οι δυο τα μέλη σα γυμνά,
     και στα μάτια κοιτάζονταν ξανά,
     και τα μάτια τους λάμπαν φωτεινά
     σαν καλοκαίρια.
     Και ήταν όραμα που έμοιαζαν εκεί
     κι ήταν μύθος στην ώρα τη θολή:
     ως την έβλεπε μπρος του σιωπηλή,
     του ήταν κρίνο στην ώρα τη λευκή,
     του ήταν ρόδο που κρέμονταν στη δύση·
     και ήταν πνεύματα ως να ‘γιναν εκεί
     και στην άκρη του δρόμου είχαν καθίσει
     και κοιτάζαν που στάλαζε η σιγή —
     Και στους κλώνους σωπαίναν τα πουλιά
     και θαμπώναν και ισκιώναν τα μαλλιά,
     αλλά το όραμα εμπρός δεν είχε σβήσει:
     Είχαν τα μάτια ανοίξει στην αυγή
     και είχαν πέρα τη θάλασσα αντικρίσει.
     
     
     
Ο ΕΝΑΣ
     
     Και για τον έναν λέει: Ήρθε σιγαλά,
     σαν αύρα να φύσηξε απαλά,
     και στον όχτο του δρόμου είχε καθίσει
     κι ήταν σα να είχε μόνος του βρεθεί,
     σα να είχε στο δρόμο πριν σταθεί
     και στην πηγή τα χείλη του δροσίσει.
     Ήρθε απ’ το δρόμο που ήρθανε και οι τρεις
     κι ήταν φτωχός κι εκείνος σαν τους τρεις
     και γυμνά είχε τα πόδια σαν τους τρεις
     και σκονισμένα,
     και είχε την όψη ωχρή και μελαψή,
     σαν καμένη απ’ τον ήλιο τον αψύ,
     μα τα μάτια του — ουράνια χωρίς
     σύννεφα είχε τα μάτια ανοιγμένα.
     Και κάθισε σιγός στη σιγαλιά
     και κάθισε σα ν’ άκουε τα πουλιά
     και κοίταζε τ’ άνθη στο λιβάδι
     και φαινόταν καλός σαν τα πουλιά
     κι ωραίος σαν τ’ άνθη στο λιβάδι,
     και φαινόταν σαν τ’ άνθη ταπεινός,
     σαν τ’ άνθη φαινόταν φωτεινός
     κι ήταν ήσυχος σαν τη λαγκαδιά
     κι απαλός και γαλήνιος σαν το βράδυ.
     Και κοίταξε απαλά στη λαγκαδιά,
     κοίταζε που παίζαν τα παιδιά,
     και γελούσε.
     Και ήταν ήσυχη γύρω η λαγκαδιά
     κι έφευγε ήσυχο κάτω το νερό
     και κυλούσε —
     Και σταθήκαν μπροστά του τα παιδιά,
     ως σηκώθηκε πάλι σιγαλά
     και στου δρόμου το γύρισμα περνούσε,
     και τον βλέπαν να φεύγει σιωπηλά,
     τον βλέπαν να φεύγει σα νερό·
     και γελούσε.
     Κι ήταν σάμπως στο θάμπωμα το ωχρό
     φως να χύνονταν γύρω μελιχρό,
     σαν αυγή να φωτούσε το νερό
     ως στου δρόμου το γύρισμα περνούσε.
     
     
     
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ
     
     Και ο θρύλος λέει για τον καλό
     πως βγήκε κάτω στο γιαλό,
     και στο γιαλό ήταν βράδυ και γαλήνη·
     μα ήταν άνοιξη γύρω στον καλό
     και ήταν σπαρμένα γιούλια στο νερό
     κι ήταν στον άμμο φυτρωμένοι κρίνοι.
     Και τα πουλιά διπλώσαν το φτερό,
     σπουργίτες ταπεινοί και σπίνοι,
     και σωπαίναν και του άκουαν τη φωνή,
     και την άκουαν κι έγερναν και οι κρίνοι.
     Κι ήταν τριγύρω του όλοι ταπεινοί
     κι όσοι τον άκουαν γύρω ήταν φτωχοί,
     και ήταν η μέρα χτες από βροχή
     κι είχαν τα πλοία στο γιαλό απομείνει·
     και σ’ ένα πλοίο κάθισε ο καλός
     και μιλούσε,
     και γύρω κόσμο γέμισε ο γιαλός
     και τον γρικούσε.
     Και η φωνή του κυλούσε, σαν πηγή
     να κελάρυζε μέσα στη σιγή,
     και η φωνή του κυλούσε, σαν αυλός
     να καλούσε στο λόφο την αυγή·
     και η φωνή του κυλούσε στη βραδιά,
     σαν πουλιά να ξυπνούσε στα κλαδιά,
     σα στο σύθαμπο να έκραζε τους τρεις.
     Μα απ’ το δρόμο δεν έφτασαν οι τρεις·
     δε φανήκαν.
     Ήρθαν μόνο απ’ το λόφο τα παιδιά
     και σταθήκαν.
     Κι άκουαν πως κελάδιζε ο αυλός
     και βλέπανε πως έφεγγε ο γιαλός
     και βλέπανε πως έλαμπε ο καλός,
     κι ήταν γιούλια κοντά του οι ταπεινοί
     κι οι φτωχοί κρίνα γύρω του σκυμμένοι·
     και στον αέρα στάλαζε η φωνή,
     ωσάν δροσιά τους στάλαζε πρωινή
     γερμένα κρίνα που ανασταίνει.
     
     
     
ΟΙ ΚΟΡΕΣ
     
     Μα ως ν’ ακούσαν και οι κόρες τη φωνή,
     οι κόρες την ψυχή που είχανε χάσει,
     πήραν αγάλι πάλι το στρατί
     στρατί το ακροθαλάσσι.
     Πήραν αγάλι πάλι το στρατί,
     με τα ρόδα στην κόμη τη λυτή,
     και ήρθαν αργά στη νύχτα την αχνή
     και ήρθαν αργά σιγά προς τη φωνή
     στρατί το ακροθαλάσσι.
     Αλλά σβησμένη βρήκαν τη φωνή,
     αλλά κι εδώ άδειον βρήκαν το γιαλό
     κι εδώ χαμένον βρήκαν τον καλό
     σαν είχαν φτάσει.
     Και με την κόμη στάθηκαν λυτή,
     με τα κρίνα στο χέρι·
     και με φωνή σταθήκανε πνιχτή
     και με το βλέμμα απόμειναν θολό
     και κλαίγαν οι κόρες τον καλό:
     «Σαν αέρα σε ακούσαμε απαλό
     κι έχεις περάσει·
     σε ακούσαμε πρωινό κορυδαλλό
     κι έχεις σωπάσει.»
     Και τινάξαν οι κόρες τα μαλλιά
     στον αέρα:
     και μαδήσαν τα ρόδα απ’ τα μαλλιά
     στον αέρα.
     Και τινάξαν τα χέρια στο γιαλό:
     και σκορπίσαν
     τα κρίνα που φέρναν στον καλό.
     Και λυγίσαν,
     λυγίσαν οι κόρες τα κορμιά
     και απομείναν σα ρόδα στην ερμιά
     που μαδήσαν.
     Και απομείναν σαν κρίνα στο γιαλό
     μαραμένα
     και σαν άρμενα σκόρπια στο γιαλό
     από καράβια μακρινά χαμένα.
     
     
     
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
     
     Και τα μάτια στο θάμπωμα ανοιχτά
     και τα μάτια σα σε δράμα χαμένα,
     και τα μάτια στο θάμπωμα πνιχτά
     τα καράβια κοιτάζουνε μακριά,
     τα καράβια σαν όραμα χαμένα.
     Μιαν αυγή είχαν αφήσει τη στεριά,
     τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
     και μπροστά τους γελούσαν τα νερά
     και τριγύρω σκιρτούσανε φτερά
     στα πανιά τους στον άνεμο απλωμένα.
     Και ήταν όνειρο εμπρός τους το γλαυκό
     και ήταν όνειρο που έφευγαν λευκό,
     τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
     μα στα μάκρη τα βρήκε η καταχνιά
     με απλωμένα τα βρήκε τα πανιά
     και με απλωμένα απόμειναν πανιά
     τα καράβια σαν όραμα χαμένα —
     Χαμένα στην ξένη την αυγή,
     στην ασάλευτη ολόγυρα σιγή
     με ασάλευτα απλωμένα σα νεκρά
     τα πανιά τους στα ολόθαμπα νερά
     τα μάτια κοιτάζουνε μακρά
     τα καράβια σαν όνειρα χαμένα.
     
     
     
ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ
     
     Και είμαι εγώ που στην άκρη έχω σταθεί
     και κοιτάζω στο γύρισμα του δρόμου:
     Κοιτάζω σα να είχανε χαθεί
     τα καράβια στο γύρισμα του δρόμου,
     και οι κόρες σα να ‘χουν μαραθεί
     σαν κρίνα στο γύρισμα του δρόμου.
     Και είμαι εγώ που στην άκρη έχω σταθεί
     και κοιτάζω στο μάκρεμα του δρόμου
     και βλέπω που χάθηκαν οι τρεις,
     που στο δρόμο περάσανε νωρίς,
     και βλέπω να φτάνουν οι πολλοί
     που φανήκαν στο μάκρεμα του δρόμου —
     να φτάνουν σα σύννεφο οι πολλοί
     που απλώνει στην ώρα τη θολή,
     αέρας που χύνεται οι πολλοί
     και γεμίζει το γύρισμα του δρόμου·
     σαν πνοή το γεμίζει, σα ζωή
     και σαν κύμα που φτάνει με βοή
     και σκεπάζει το γύρισμα του δρόμου.
     Και φτάνει ως να φτάνει απ’ το γιαλό
     που ήταν άνοιξη γύρω στον καλό
     κι ήταν γιούλια κοντά του οι ταπεινοί
     κι ήταν κρίνα τριγύρω του οι φτωχοί.
     Και είναι πέρα ο καλός σα να μιλεί
     στη φωνή τους, ως φτάνουν οι πολλοί,
     κι είναι πέρα ως να φτάνουν οι φτωχοί
     και σα να ‘ρχονται πέρα οι ταπεινοί,
     με σμιγμένη σα να ‘ρχονται φωνή,
     με φωνή σαν αυλός που κελαδεί
     στον αέρα και φεύγει σαν ωδή
     και σκορπίζει στο γύρισμα του δρόμου,
     κι η φωνή τους σαν ύμνος αντηχεί
     κι ανεβαίνει και απλώνει προσευχή
     και γεμίζει το γύρισμα του δρόμου:
     
     
     
ΚΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ
     
     Συ που η πνοή σου αγάπη είναι και πνέει,
     συ που η πνοή σου είναι ζωή και ρέει,
     συ που η ζωή σου φλόγα είναι αναμμένη,
     συ που βωμός η αγάπη σου και καίει —
     ξερή η αγάπη και η ζωή φρυγμένη,
     κάμπος που αψύ τον έκαψε λιοπύρι,
     σβησμένη η φλόγα και οι βωμοί ριγμένοι
     απ’ το ακόλαστο γύρω πανηγύρι,
     στην κοιλάδα σου οι κρίνοι πατημένοι
     απ’ το χορό που βέβηλα έχουν σύρει
     ανόσιοι στη γιορτή σου καλεσμένοι,
     αθέριστοι οι αγροί σου που έχεις σπείρει —
     σε θαμπή δύση έχεις τον ήλιο γείρει
     και την καρδιά σου μας κρατείς κλεισμένη.
     Και απομένομε σαν αποδιωγμένοι
     κι απάνω σου στηλώνομε το μάτι
     και είμαστε εμείς ό,τι πιστό σου μένει
     κι ερχόμαστε — τα πόδια γδέρνουν βάτοι,
     τα κεφάλια μας δέρνει το αγριοκαίρι,
     η οργή σου ως θάμνο μας λυγά την πλάτη,
     μα προς εσένα υψώνομε το χέρι
     ορθό σαν ηλιανθός το μεσημέρι,
     και είναι μέσα η ψυχή μας καλοκαίρι
     κι η καρδιά απ’ την αγάπη σου γεμάτη
     και είναι ο νους μας ωσάν το περιστέρι
     κι είναι η ματιά μας σαν το υγρό το αστέρι
     και είναι η πνοή μας σαν το κρίνο κάτι
     κι η προσευχή μας της αυγής αέρι.
     
     Κι ερχόμαστε σαν άνοιξη που φέρνει
     στον κάμπο τα πουλιά, τη χλόη στα πλάγια,
     κι ερχόμαστε σα Μάης που πίσω σέρνει
     όση δροσιά έχει η αυγή και η νύχτα μάγια,
     και σαν το Πάσχα ερχόμαστε, και σπέρνει
     στο ναό σου το χέρι μας τα βάγια,
     και στην ελιά σου ανθίζομε κλωνάρι
     και στον αγρό σου βγαίνομε χορτάρι
     και ρυάκια σου κυλούμε στα λιβάδια
     και είμαστε εμείς οι αυγές κι εμείς τα βράδια
     και είμαστε εμείς το εφτάχρωμο δοξάρι
     που της δόξας σου κρέμεται πορφύρα,
     και προσμέναμε ο ήλιος σου να πάρει,
     της Κιβωτού ν’ ανοίξομε τη θύρα.
     
     Κι ερχόμαστε: δε χύνομε τα μύρα,
     το χέρι μας δε σπέρνει την αλόη,
     σμύρνα και νάρδους δε σκορπίζει στείρα·
     ερχόμαστε όπως έρχεται στη χλόη
     τον Απρίλη το νέο μελισσολόι,
     ερχόμαστε σαν άνθη στο λιβάδι,
     ερχόμαστε σα σύννεφα το βράδυ
     που ανάερα η πνοή σου τα φυσά,
     ερχόμαστε σμάρια πουλιά χρυσά,
     πνοή απαλή στα πεύκα στο λαγκάδι
     και σα δροσιά στα ρόδα σου κυλούμε,
     σα χάδι από τα κέδρα σου περνούμε
     και χυνόμαστε αυλός και ηχούμε λύρα
     στη χρυσοελεφαντένια σου τη θύρα.
     
     Μα δεν κρατούμε αυλό και λύρα, μόνο
     χλωρό τον αργυρόλευκο τον κλώνο,
     πλεχτό ως κισσό τριγύρω στην αξίνα·
     κι ερχόμαστε, τι μέσα στην κοιλάδα
     μας είπαν πως σου πάτησαν τα κρίνα,
     στην αθέριστη ερχόμαστε πεδιάδα
     και τον ξανθό προσμένομε το μήνα·
     και είμαστε εμπρός σου ό,τι η βουλή σου θέλει,
     το καρπερό σου είμαστε εμείς το αμπέλι,
     το αστείρευτο, το αγνό σου είμαστε μέλι
     που στάζει απ’ την ολόχρυση κερήθρα,
     και είμαστε ο γόνος μέσα στην κυψέλη
     και της ανάβρας σου είμαστε τα ρείθρα
     που λούζεται του αγρού σου η σιταρήθρα.
     
     Κι απ’ την πηγή σου φεύγομε σα βρύση
     και στον κάμπο χυνόμαστε ποτάμια,
     και είμαστε εμείς ο κάμπος που έχει ανθίσει,
     μα στις οχτιές εμείς και τα καλάμια
     που οι ανέμοι σου τα ‘χουνε λυγίσει·
     είπες: πλήθος μας έκραξες, μελίσσι,
     το ναό σου να στήσομε στα ύψη,
     και μας έχεις τις γλώσσες μας συγχύσει
     και μας έχεις την όψη σου αποκρύψει·
     είπες: σαν κρίνα αγρού μας έχεις ντύσει,
     σαν του ουρανού πετούμενα φροντίσει,
     και είμαστε εμείς τα πατημένα κρίνα
     και είμαστε εμείς οι σαν αποδιωγμένοι
     και στη θύρα σου εμπρός τη σφαλισμένη
     προσμένομε του ήλιου σου μια ακτίνα.
     
     Κι εδώ σκυμμένοι την προσμένομε όλοι
     με την ψυχή μας προς εσέ ανοιγμένη,
     με όση το μαραμένο περιβόλι
     χαρά το πρωτοβρόχι δεν προσμένει·
     πλεούμενα ριχτά στο αραξοβόλι
     που λαχταρούν το απόγειο να φυσήξει
     και τα πανιά τους, δες, έχουν ανοίξει
     στα γαλανά τα μάκρη να τα βγάλει,
     πουλιά και τα φτερούγια έχομε απλώσει
     στο χρυσό να πετάξομε ακρογιάλι
     που δε φτάνει, το βλέμμα μας να ‘γγίξει
     και στη θύρα σου το’ ‘χομε καρφώσει
     και το θάμα προσμένομε να δείξει,
     σα νέο Θαβώρ τα μάτια να θαμπώσει.
     
     Και το βλέπομε πέρα ασπροχαράζει
     ως σε νέφη χρυσά το κρύβεις κάτω,
     στο βουνό έτσι το χιόνι δε φαντάζει
     και λιβάδι με νάρκισσους γεμάτο·
     αλαργινά σα να σαλεύει μοιάζει
     και μας έρχεται σύννεφο τρεχάτο,
     και του στέλνομε το άσπρο περιστέρι
     με της ελιάς τον πράσινο τον κλώνο
     το μήνυμα στα πέρατα να φέρει
     και θαρρούμε νικήσαμε το χρόνο,
     κι ως του λαού σου μια φορά το μάννα
     προσμένομε να φτάσει λευκοβόλο
     και στον ψηλό σου ν’ αντηχήσει θόλο
     σαν ορθρινή στο σύθαμπο καμπάνα.
     
     Και σάλπιγγα να ηχήσει για την Κρίση
     γιατί έτσι το γυρεύομε το τάμα·
     το σπίτι, το ναό σού έχομε χτίσει,
     με τη βουλή σου έχομε στήσει αντάμα,
     με το νεύμα σου ολόγυρα σκορπίσει
     ό,τι δεν έπλασε η πνοή σου θάμα·
     βαριά τα χέρια και η ζωή μας μοίρα,
     μα κρίνα αγνά σου απλώνονται τα χέρια,
     τα δάχτυλα ελαφρά ως να παίζαν λύρα,
     τα μάτια φωτεινά σα μεσημέρια·
     και ταπεινό λευκοανθισμένο βάτο
     εμπρός σου τα φτερά η ψυχή μας κλίνει
     και προσμένει να γύρει η Δικαιοσύνη,
     χελιδόνι της στέγης σου φευγάτο.
     
     Ω ας μην αργήσει τώρα να γυρίσει!
     απ’ την πηγή σου κρήνη να πηδήσει,
     κρουνός ψηλά απ’ το βράχο σου να τρέξει·
     ω μην αργείς τον ήλιο σου να φέξει
     και ν’ ανοίξει χαμόγελο η καρδιά σου
     στα κρίνα των αγρών, στα πετεινά σου!
     ω κάμε να χλοΐσει πάλι η ράπη,
     να ξανανάψει στο βωμό σου η αγάπη
     και στο λαό σου να μη σβήσει φρούδα,
     σα φθινοπώρου η ελπίδα πεταλούδα·
     κύμα και φως κάμε η χαρά ν’ απλώσει,
     ύμνος να ηχεί στο θρόνο σου ολογύρα,
     τον καημό μην αφήσεις και φουσκώσει
     κι εμπρός στη σφαλισμένη σου τη θύρα
     ξεσπάσει σα βοή και σαν πλημμύρα.
     
     
ΕΣΥ
     
     Και περνούνε στην ώρα τη θολή,
     περνούνε σα σύννεφο οι πολλοί,
     περνούν — Και στο γύρισμα του δρόμου
     είμαι εγώ που στην άκρη έχω σταθεί
     κι είμαι ως να ‘χω μονάχος μου βρεθεί
     και προσμένω στο γύρισμα του δρόμου.
     Και στο δρόμο διαβαίνει σιγανά
     και στα φύλλα ψιθύρισμα περνά,
     σα βροχή να σταλάζει στο νερό,
     στον αέρα σα να έφευγε φτερό —
     Είναι ο θρύλος στο γύρισμα του δρόμου
     και διαβαίνει κι απλώνει καταχνιά
     κι είχε πνίξει στα μάκρη τα πανιά,
     και διαβαίνει κι απλώνει φως θολό
     και σταλάζει στα κρίνα στο γιαλό.
     Και διαβαίνει — Και ο θρύλος είσαι συ
     κι η καταχνιά που απλώνεται χρυσή·
     και είσαι το άυλο το κρίνο στο γιαλό
     που φέρνουν οι κόρες στον καλό,
     είσαι το άχραντο ρόδο στα μαλλιά,
     σαν αυγής είσαι ακτίνα,
     και σου φέγγουν σα ρόδα τα μαλλιά,
     και τα χέρια σαν κρίνα.
     Και σου φέγγουν σα ρόδα τα μαλλιά,
     και σα φως από αστέρια —
     Και σου παίρνω τα ρόδα απ’ τα μαλλιά
     και τα κρίνα απ’ τα χέρια.
     Και σου παίρνω απ’ τα χείλη τη λαλιά
     και ξυπνώ μες στα δάση τα πουλιά,
     κι ως να ζω το όνειρό μου,
     τινάζω τα ρόδα απ’ τα μαλλιά,
     τινάζω τα κρίνα στο νερό,
     τα τινάζω σε αέρινο χορό
     και γεμίζω το γύρισμα του δρόμου
     και στο λαγκάδι αγνάντια το χλωρό
     ανοίγω το κλειστό παράθυρό μου.
     Στου κόσμου το ανοίγω τη βοή,
     και σα να έφεγγε γύρω μου πρωί,
     σα να έλαμπε η θάλασσα στα βύθη,.
     τα μάτια που σκέπασε η βραδιά
     τα ανοίγω στα βύθη αλαργινά
     και τους απλώνω το όνειρο ξανά,
     το παραμύθι.
     Και απλώνομαι φως στη λαγκαδιά
     και κράζω στο δρόμο τα παιδιά
     και το όραμα τους φέρνω στο νερό,
     τις κόρες τους φέρνω στον αφρό,
     και στο σκοπό μου εδώ το βραδινό
     κάποιον ήχο σα ν’ άγγισα πρωινό,
     στις κόρες γίνομαι ο αυλός,
     τους γίνομαι κορυδαλλός
     κι ο χαμένος τους έρχομαι ο καλός,
     ο αγαπημένος.
     Και τη θάλασσα ως να είδα με τους δυο
     και την αυγή σα να είδα με τους δυο —
     σα να είδα στα μάτια την αυγή,
     κράζω τους τρεις, που χάσαν την αυγή,
     στην αυγή που τους φέρνουν οι πολλοί,
     που φανήκαν στο γύρισμα του δρόμου,
     στην αυγή που η φωνή σου με καλεί,
     στην αυγή που χαράζει ροδαλή,
     στην αυγή που σιμώνει κι έχω βγει
     και προσμένω στο γύρισμα του δρόμου.

     
     
     
ΠΕΡΑΣΕΣ
     
     Πέρασες και είχες στα μαλλιά
     ρόδα και φως και είχες στο χέρι
     κρίνα λευκά και στάχυα απ’ τον αγρό·
     και σε είδα και είπα κι έφτασε
     το καλοκαίρι.
     
     Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχυα στο νερό,
     τα ρόδα στον αέρα·
     και μ’ ένα κρίνο στάθηκες, ωχρή
     σα φθινοπώρου μέρα.
     
     
     
     Στάθηκες ωχρή
     με το βλέμμα πέρα,
     κι ήταν τόσο ωχρή
     και τριγύρω η μέρα.
     
     Κι ήταν η ώρα ωχρή,
     βράδυ ως να είχε γίνει·
     μόνο ένα άυλο φως
     γύρω σου είχε μείνει,
     
     και ήσουν σα να λες,
     όπως είχες μείνει:
     Είχα μιαν αυγή,
     μια άνοιξη προσμείνει.
     
     
     
     Κι έβλεπες τα ρόδα
     κάτω στο νερό
     και το κρίνο ωχρό
     κοίταζες στο χέρι.
     
     Κοίταζες: σαν κάτι
     να έτρεμε ξερό·
     κοίταζες: σαν κάπου
     να έφευγε φτερό,
     
     κι άπλωσες το χέρι.
     Και ήταν σα φτερό
     μες στο φως το ωχρό
     που ένευε το χέρι.
     
     
     
     Κι έφυγες και πας,
     πας με το καλό·
     και να σε καλώ,
     πίσω μη γυρίσεις.
     
     Ήσουνα για μένα
     μιας αυγής δροσιά,
     ήμουνα για σένα
     συννεφιά σταχτιά,
     
     συννεφιά θολή.
     Ήρθες να τα σβήσεις
     κι έσβησες, καλή·
     πίσω μη γυρίσεις!
     
     
     
     Και κακός αέρας
     στάθηκα για σε,
     που πνιγμένα πνέει
     και τα φύλλα καίει.
     
     Κι ήρθα και σου μάρανα
     ό,τι δροσερό
     κι ήρθα και σε θόλωσα,
     γάργαρο νερό.
     
     Κι έξω στην ολάνθιστη
     που στεκόσουν θύρα
     πέρασα φθινόπωρο
     κι έμεινα σα μοίρα.
     
     
     
     Στου βραδιού τη σιγή
     που το φως αργοτρέμει,
     λευκή λάμψη μια αυγή,
     θολή η μνήμη σου τρέμει.
     
     Σαν πνοή σιγαλή
     σ’ ενός κλώνου την άκρη,
     είναι η θλίψη απαλή
     που κυλά με το δάκρυ
     
     σα για φύλλο ξερό
     μαδημένο στο κρύο,
     σα για φύλλο σβηστό
     σε χαμένο βιβλίο.
     
     
     
     Το είχα γράψει μια αυγή
     που είχες όνειρο φτάσει·
     σαν κισσός την πηγή
     σε είχα γύρω σκεπάσει.
     
     Άνοιξη ήταν γλυκιά
     και είχε λιώσει το χιόνι,
     μα ήσουν δίχως λαλιά,
     θλιβερό χελιδόνι
     
     που ζητούσε φωλιά.
     Αλλά εσύ δε ζητούσες,
     μα θωρούσες ψηλά
     στο γλαυκό και γελούσες.
     
     
     
     Και γελούσες ωχρά
     και θωρούσες θλιμμένα,
     λες και σου ήταν νεκρά
     τ’ άνθη που είχα σπαρμένα.
     
     Κι ως περνούσες, εμπρός
     είχα εκεί γονατίσει·
     ήσουν λάμψη κι αφρός
     και στα χέρια έχεις σβήσει.
     
     Ήταν τ’ άστρα ή κεριά
     που είχαν γύρω αναμμένα;
     Άδεια μένει η μεριά
     και τα μάτια κλαμένα.
     
     
     
     Μα θα ‘ρθω μια μέρα,
     πού, ποιος ξέρει πού
     να στάξω για σένα
     δροσιά του ουρανού.
     
     Και θα ‘ρθεις μια μέρα,
     αλλού τάχα ή εδώ;
     ψυχή να μου απλώσεις
     λευκό το φτερό.
     
     Και θα ‘μαι η πνοή του,
     σα να έγινα λες
     φωνή στον αέρα
     και κλαίω για να κλαις.
     
     
     
     Η λεύκα σου κάτω
     τα φύλλα κρεμά
     και γέρνει τους κλώνους,
     σα να ήταν ιτιά.
     
     Κι ως να είναι η φωνή σου
     πουλί που λαλεί·
     και πνεύμα η πνοή σου
     την ώρα καλεί.
     
     Δροσιά ήταν και χάδι
     και φως και ευωδιά –
     αχ, φτάνει το βράδυ
     που τρέμει η καρδιά.
     
     
     
     Ανάερη και πνέει
     κι είναι άυλη η ζωή
     που απόμερα κλαίει –
     Και γύρω θροή
     
     στα φύλλα διαβαίνεις
     κι αέρας κρυφός
     και τρέμεις στη δύση
     σα ρόδα και φως.
     
     Και η ώρα πεθαίνει
     σα στάλαγμα αργό,
     κι ο αέρας σωπαίνει
     και κλαίω τώρα εγώ.
     
     
     
     Και είχες πει να μη στήσω
     φωλιά να καθίσω.
     
     Και είχες πει να μην κάνω
     φτερά ν’ ανασάνω
     
     ψηλά στον αέρα,
     στα κύματα πέρα.
     
     Είπες μόνο: καρτέρει
     μια αυγή τι θα φέρει
     .
     Και να με που μένω
     κι ακόμα προσμένω.
     
     
     
     Και πάντα προσμένω,
     και φτάνει η αυγή·
     και μένω ο πλεγμένος
     κισσός στην πηγή.
     
     Και μου είσαι το ρείθρο
     που κλαίει σιγαλά
     και μου είσαι το νέφος
     που φεύγει ψηλά.
     
     Και μου είσαι το δάκρυ
     που στάζει θολό·
     και πάντα προσμένω,
     μα δε σε καλώ.
     
     
     
     Κι όταν φτάσει η άνοιξη
     κι έρθουν τα πουλιά
     και γυρίσουν τ’ άνθη,
     σαν έναν καιρό
     θα σε περιμένω.
     
     Κι όταν έρθει πάλι
     και το καλοκαίρι
     με το μαϊστράλι,
     σαν έναν καιρό
     θα σε περιμένω.
     
     Μα όταν το φθινόπωρο
     ξαναφτάσει υγρό
     και συννεφιασμένο,
     θα ‘ρθω να σε βρω·
     δε θα περιμένω.
     
Βλ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Τα ποιήματα, Εισαγωγή Γιώργος Βελουδής, εκδ. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου