Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Δημοσθένης Βαλαβάνης - Ποιήματα




Μελαγχολικές Σκέψεις

Ο ερημίτης το πτηνόν, όπου στα σκότη άδει,
στενάζον με παράπονον, ως γείτονα κυττάζει·
κ’ εν ω εις τὴν καλύβην του θρηνεί γλαυκών κοπάδι,
χωρὶς φροντίδας της ζωής την βίβλον σχολιάζει·
τας ώρας δε του βίου του μετρών εις τους δακτύλους,
οπόταν στης νεότητος τους χρόνους ανατρέχη,
εις λογισμοὺς ποικίλους
βυθίζεται, και δάκρυον τας παρειάς του βρέχει.

Οι πρώτοι πως παρέρχεσθε της ηλικίας χρόνοι!
Το έαρ μας μόλις φανή, πετά ταχύ και δύει,
και θύελλα τα κρίνα του, τα ρόδα του σαρώνει,
και της ζωής τα όνειρα τα πρώτα διαλύει·
ο χρόνος δε την κόμην μας καγχάζων επιπάσσει
με τους λευκοὺς ψεκάδας του, κι’ ο νέος γέρων πλέον
εγγὺς είναι να φθάσῃ
το τέρμα του σταδίου του, που ατενίζει κλαίων.

Τα δένδρα από τους θολοὺς καιροὺς του φθινοπώρου
αποφυλλούνται, και ζωής δεν δίδουσι σημεία·
περίλυπος ο οφθαλμὸς του νέου οδοιπόρου
τ’ άλλοτε άνθη θάλλοντα, ξηρὰ τα βλέπει βρύα.
Ω! ναι, άλλ' έρχεται καιρός, καθ' ον τα δένδρα θάλλουν
καὶ τ' άνθη με τα μύρα των τας αύρας βαλσαμώνουν
και μαγευμένα ψάλλουν
αι αηδόνες, και γλυκὰ την αίσθησιν ναρκώνουν.

Και μόνον, οίμοι! οι καιροί του βίου δεν γυρίζουν!
Ο ρους των τας ημέρας μας, ως χείμαρρος αφρίζων,
σύρει· το μέλλον μας κεναὶ ελπίδες χρωματίζουν,
και τ' αποκρύπτει μελανὸς και κατηφὴς ορίζων!
Διώκουσαι τους πόθους μας αι ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετούν με την ζωήν στου τάφου μας τα σκότη
που λύπαι, αναμνήσεις
δεν μας κεντούν, αλλά το παν με την ζωήν υπνώττει.


Μια μου απόκρισις

Αν ωνειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας
   Αν ν’ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,
Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωϊνής πλειάδος,
   Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.
Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα,
   Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,
Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας
   Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.
Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωϊναί ακτίνες
   Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει
Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει·
   Μον’αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.
Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας
   Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
   Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.


Το όνειρον μου
                                             1.
Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολοῦσαν
Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλαις εγλυστρούσαν
Κι’ απὸ διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.
Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδαις
Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,
Εδῶ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες
                            Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου.
                                             2.
Λες και αγγελούδας ευμορφιὰ να σου έδινε η χλωμάδα
Τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι
Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η ἀντιλιάδα·
Και απ' τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρη
Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ ἀέρη·
Και σα να μη μ' εγνώριζες και σα στο λογισμὸ μου
Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει
                            Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.
                                             3.
Ψιλὸ έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη
Που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι
Σα στον καθρέπτη τη θωριὰ όπου σκεπάζει η άχνη
Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει
Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα
Ολόχαρι, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μην ήναι πλάνη μου αύτ' η χαρὰ που επήρα
                            Για σένα στ’ όνειρό μου.
                                             4.
Και γύρω σαν να εγύρευες ανθὸ της αρεσκιάς Σου
Στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλοῦδαις φεύγαν
Και εγώ με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου
Μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ' η ματιαίς σου ελέγαν
Πως ήθελε το χέρη σου τον κλόνο μου να πάρῃ.
Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου
Τον πήρες με κυπαρισσιοῦ τον έσμιξες κλονάρι
                            Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
                                             5.
Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου
Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστὸ λειβάδι·
Τὸ θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτὴ του κόσμου
Κι’ αγνώριστος που σου έδωκα εγὼ το μυρτοκλάδι,
Σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωὴ δεν φθάνει.
Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου
Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχὴ και όταν κανεὶς πεθάνῃ·
                            - Αυτό είναι τ’ ὄνειρό μου.

Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2015/05/24.html#ixzz3cwTX7dfI

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου