«Καπνισμένο τσουκάλι» (απόσπασμα)
[…]
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
[…]
16
Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας.
ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται
γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την
απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,
πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα
που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει.
Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω —
ρίχνω και γω καμμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά —
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φώ — ξύλο το ξύλο —
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το
παραθυρόφυλλο
17
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο
γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθα-
μένων.
Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει.
ΕΠΕΣΕ ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο — περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι, οι σπουδαστές κ' οι προλετάριοι
— κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάϊ στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά —
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
18
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μη-
τρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηρο-
δρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Κ' η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο
τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του —·τίποτ' άλλο. Γεια σας
σύντροφοι.
ΛΟΙΠΟΝ, παιδιά μου, συλλογιέμαι τώρα σαν τον παππού
που λέει παραμύθια
(και μη θυμώνετε που σας λέω «παιδιά μου»,
μόνο στα χρόνια μπορεί νάμαι πιο μεγάλος
σε τίποτ' άλλο,
κι αύριο θα με πείτε εσείς: «παιδί μου», και γω δε θα θυ-
μώνω
γιατί όσο θάναι νιότη μες στον κόσμο θάμαι νέος,
και να με λέτε: «παιδί μου», παιδιά μου) —
λοιπόν, παιδιά μου, συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη να ταιριάζει στο μπόϊ της λευτεριάς
μήτε πιο ψηλή, μήτε πιο κοντή
— το περίσσιο είναι ψεύτικο
το λιγοστό είναι ντροπαλό,
και γω δεν τόχω σκοπό να καμαρώσω.
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
«Καπνισμένο Τσουκάλι» (1974)Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου