- "Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές."
[Στοχασμός του ποιητή. Προλεγόμενα Ιάκωβου Πολυλά], XVI. Ποιήματα. Ίκαρος, 1961. 39.
- Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω·σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο.
- Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
- γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
« Ο Κρητικός»
- Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
- Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει·
«Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα Γ΄»
- Έστησ΄ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη.
- Περβόλι ο δρόμος που πατείς κι ο ήλιος μαγεμένος
«Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Σχεδίασμα Β΄»
έστρωσ’ ο νους, κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου
[...]
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
τόνε τηράω, «βόηθα», τοῦ λέω, «δὲν ἔχω
πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω».
..........................................................................
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της
Ο Λάμπρος, «Το όνειρο της Μαρίας»
«Πώς πάει το έθνος; πώς πάνε οι δουλειές;»
Και άφησε το κουπί του και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα orrizontalmente.
«Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος.»
[Η Γυναίκα της Ζάκυθος]
-- «ΦΙΛΟΣ: Τι σου αρέσει περισσότερο, η ησυχία της θάλασσας ή η ταραχή;
-- ΠΟΙΗΤΗΣ: Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη οπού απλώνεται καθαρότατη. την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου οπού απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του. Αλλ' αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μεσολόγγι, μ' αρέσει περισσότερο η ταραχή. εφαίνονταν δύο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα, τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζακύνθου [...]
-- ΦΙΛΟΣ: Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακοιτάξεις κατά το Μοριά και να ξανασωπάσεις... αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλείς όποτε θέλω.
-- ΠΟΙΗΤΗΣ: Εκατάλαβα. θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα. μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει να πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει. γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο».
Δύο απαντήσεις που έδωσε ο Ποιητής στον «Φίλο» στον Διάλογο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου