Της Ανθούλας Δανιήλ ( 23 Μαρτίου 2014, diastixo.gr)
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός, βιβλιογράφος και επιμελητής σημαντικών εκδόσεων, προβαίνει σε μια νέα έκδοση, πάλι για τον Καβάφη, εφόσον η παρούσα, «Κ.Π. Καβάφης: Η ποίηση και η ποιητική του», είναι η δεύτερη του ανακηρυχθέντος ως έτους Καβάφη. Η προηγούμενη, σε συνεργασία με τη Μαρία Στασινοπούλου, ήταν η επανέκδοση της επιτυχημένης του 2002, «Ο βίος και το έργο του Καβάφη», βελτιωμένη και ελαφρώς αλλαγμένη (Μεταίχμιο, 2013).
Ο παρών τόμος, από τις Εκδόσεις Κίχλη, συγκεντρώνει είκοσι πολύ ενδιαφέρουσες, ενημερωτικές, διασαφητικές, διορθωτικές και διευκρινιστικές εισηγήσεις με θέμα τον Αλεξανδρινό, περί του οποίου ο λόγος δεν έληξε το 2013 ούτε θα λήξει, δεδομένου του ενδιαφέροντος που έχει το κοινό για τον μεγάλο ποιητή. Προσωπικά θα έλεγα πως είναι η τέταρτη βιβλιοπαρουσίαση που κάνω για τον Καβάφη, πέραν των όσων εγώ η ίδια έγραψα σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, και θα είχε ενδιαφέρον, για τον Δασκαλόπουλο, μια διερεύνηση του πόσα γράφτηκαν και τι και πόσο προήγαγαν τις καβαφικές σπουδές. Ή, χωρίς καθόλου να υποτιμούμε τίποτε, πόσο οι διάφορες οπτικές, ανάλογα με τη διάθεση εκάστου γράφοντος, απλώς επαναπαρουσίασαν γνωστά πράγματα, αλλά οπωσδήποτε αναθερμαντικά του ενδιαφέροντος για τον ποιητή.
Ο Δασκαλόπουλος στο ενδιαφέρον Προλογικό Σημείωμά του μας ενημερώνει πως τα δημοσιευμένα εδώ κείμενα είναι αποτέλεσμα επιλογής από μελετήματα παλαιότερα ή πρόσφατα, δημοσιευμένα ή όχι.
Κατά ευτυχή συγκυρία, ο μελετητής το 2013 συμπληρώνει «σαράντα χρόνια επίμονης και επωφελούς θητείας στο ποιητικό εργαστήρι του Αλεξανδρινού».
Στο πρώτο κείμενο, με τίτλο «Από τη Σιωπή στο Λόγο», παρακολουθούμε τη γέννηση του «ποιητή» από το 1882, την οικογενειακή κατάσταση, τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στην Αλεξάνδρεια, το ταξίδι στην Αγγλία, μετά στην Κωνσταντινούπολη, τη συγγραφή του εκτεταμένου ποιήματος «Κωνσταντινουπολιάς. Ένα έπος», όπου κάτω από το βάρος των συνθηκών ο Καβάφης ερειδόμενος στην αγάπη του για την Ιστορία καταγράφει ως ιστορικός ποιητής τα τεκταινόμενα. Τον απασχολεί «ο διάλογος με την Ιστορία, ο τόνος της ειρωνείας, η τύχη που συνήθως επιφυλάσσεται στην υπεροψία της εξουσίας», θέματα που θα επανέλθουν συχνά στη μετέπειτα ποιητική παραγωγή του ποιητή. Η Κωνσταντινούπολη όμως θα καθορίσει πέραν της ποιητικής και τη σεξουαλική του διαφορετικότητα. Ο μελετητής μάς δίνει πληροφορίες σχετικές με την επαγγελματική δραστηριότητα του ποιητή, τη σύνθεση των πρώτων ποιημάτων, τον αντίκτυπό τους στη λογοτεχνική κοινότητα, την άποψη του Ξενόπουλου στα Παναθήναια το 1903, με την «αναδρομική αξία του» και άλλων της εποχής. Και εκείνο που τον διαφοροποιεί από τον ίδιο τον εαυτό του είναι η στροφή του το 1920 από τη φαναριώτικη στιχοποιία, στον παρνασσισμό και έπειτα στον συμβολισμό για να καταλήξει «στην ωριμότερη και διαρκέστερη φάση του έργου του, τον ποιητικό ρεαλισμό».
Στο επόμενο κείμενο, ο Δασκαλόπουλος θα ασχοληθεί με την έκδοση του έργου, την «ένταξή» του στην εποχή, το γενικότερο ποιητικό κλίμα της Αθήνας, τις σπουδές των ποιητών, την παιδεία τους, τη διαδικασία καθιέρωσής τους από τους μεγαλύτερους, τη γλώσσα τους, τους αγώνες για τη δημοτική. Ο Καβάφης, ζώντας στην περιφέρεια, είναι μακριά από όλα αυτά. Ωστόσο, παρατηρεί ο Δασκαλόπουλος, κάθε στίχος κρύβει μεγάλη προσπάθεια και είναι αποτέλεσμα «βασανιστικής επεξεργασίας». Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση πως ο Καβάφης «δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να ενσωματώσει οργανικά στους στίχους των ποιημάτων του τη χρονολογία γραφής τους», κάτι που έκανε ο Σεφέρης σαν να μας λέει πως «δεν πρέπει το ποίημα να αποκοπεί από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία γράφτηκε».
Η φράση «...Ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας...», που δίνει τον τίτλο στο επόμενο κείμενο, ανήκει στον Παλαμά. Οι δύο άνδρες ποτέ δεν συναντήθηκαν. Οι απόψεις του Καβάφη για τον Παλαμά είναι προφορικές και «αμφίβολης πάντως αξιοπιστίας». Ο Παλαμάς όμως που γνώριζε τα πάντα είχε γράψει τη φράση «υπάρχει εις ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας, ο Καβάφης, εξαιρέτως τιμώμενος υπό των νέων εκεί». Ο Δασκαλόπουλος πολύ σωστά εστιάζει το σχόλιό του στην τελευταία φράση της πρότασης, οπότε το «τιμώμενος υπό των νέων» και όχι υπό των μεγαλυτέρων και ειδημόνων, προφανώς, και το «εκεί» και όχι εδώ, στο μητροπολιτικό κέντρο, συνιστούν σχόλιο αρνητικό. Ακολουθεί αντιπαράθεση των δύο ανδρών, με τον Καβάφη να μέμφεται τον Παλαμά για «τον υπερβολικό φόρτο των ποιημάτων του» και να καταλήξει να προτιμά τον Γρυπάρη και τον Μαλακάση, και από την άλλη τον Παλαμά να κατηγορεί τον Καβάφη για «κακή στιχουργική, μεικτή γλώσσα, ανορθόδοξη ερωτική θεματολογία», με λίγα λόγια να υποστηρίζει τη δική του ποίηση, το υψηλό φρόνημα του «εθνικού ποιητή» κ.λπ. Τελικώς πρόκειται για μια αντιπαράθεση του «ποιος κατέχει τα πρωτεία». Ο Παλαμάς είχε εκφράσει και για τη σεφερική Στροφή ενδοιασμούς, αλλά και αρκετοί της γενιάς του '30 είχαν δυσκολία με τον Αλεξανδρινό. Εντέλει, η δημόσια αντιδικία στέρησε την ελληνική κριτική από την παλαμική «ευθυκρισία και οξυδέρκεια», όπως εκείνη που επέδειξε στην «υπερώριμη νεότητά» του ο Τέλλος Άγρας και πολύ αργότερα «με άγχος και πολλά ερωτηματικά» ο Σεφέρης.
Στο κείμενο «Η ισχνότης του χαρτοφυλακίου» εξετάζεται η συνάντηση του Ξενόπουλου, εντελώς τυχαία, με τον Καβάφη και οι παράμετροι της κριτικογραφίας του πρώτου σε συνδυασμό με την «ευρύτερα σταθερή και βαθμιαία αναγνώριση του ποιητή», τη «στροφή των νεότερων γενεών προς την καβαφική ποίηση», το γλωσσικό ζήτημα, την «ομολογημένη επιθυμία του Ξενόπουλου να γίνει ακαδημαϊκός». Ως προς την επίμαχη φράση, που αποτελεί και τον τίτλο του παρόντος δοκιμίου «ό,τι με ανησυχεί προ πάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου», σχολιάζει πως πέραν της ισχνότητος τίποτα άλλο σε βάθος δεν «εντόπισε και υπέδειξε στο κοινό του 1903 η κριτική όσφρηση του συγγραφέα της Κοντέσας Βαλέραινας». Και έχει δίκιο ο Δασκαλόπουλος για την υπερεκμετάλλευση του άρθρου του Ξενόπουλου από τα σχολικά βοηθήματα. Εκείνο όμως που εντέλει βαραίνει στην περίπτωση είναι η προσωπικότητα του Ξενόπουλου και η υπογραφή του, και όχι το τι λέει επί της ουσίας. Άλλωστε, κανένα από τα κριτικά του σημειώματα δεν παρουσιάζει σοβαρές διαφοροποιήσεις το ένα από το άλλο. Για να σχολιάσουμε με τη σειρά μας πως μπορεί κάποιος να μείνει στην αφάνεια μόνο και μόνο γιατί δεν ανήκει στον κύκλο των επιφανών, ανεξαρτήτως των απόψεων που εκφράζει.
Στη συνέχεια ακολουθούν κείμενα στα οποία σχολιάζεται η Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Καβάφη, η ερωτική πλευρά του ποιητή, η μορφή των γερόντων, η αμφίδρομη σχέση του ποιητή με τους εικαστικούς, ο G.H. Blanken, ο πρώτος Ευρωπαίος καβαφιστής, η πρώτη έκδοση των ποιημάτων, οι Κύπριοι λογοτέχνες της Αιγύπτου και ο Καβάφης, η σύγχρονη του ποιητή Αίγυπτος, οι παρωδίες των καβαφικών ποιημάτων και άλλα πολύ ενδιαφέροντα τα οποία, στο σύνολό τους, θα λέγαμε πως συνιστούν μια πλήρη παρουσίαση και συνολικό σχολιασμό του καβαφικού έργου. Μάλιστα, στο τελευταίο κείμενό του ο Δασκαλόπουλος «ξαναπιάνει το νήμα» για να κάνει κατάλογο επιφανών που μελέτησαν σοβαρά τον Καβάφη και να καταλήξει με την παρατήρηση πως «ο Καβάφης εξακολουθεί να διαβάζεται σήμερα και να αντιμετωπίζεται ως ένας απολύτως σύγχρονός μας δημιουργός... Δεν υπάρχει Έλληνας ή ξένος ποιητής που να μην έχει επηρεαστεί από το έργο του, όπως έχουν εμπνευστεί από αυτό και κάθε είδους καλλιτέχνες» και σχεδόν έχει γίνει «καλλιτεχνική μόδα». Όπως και να 'χει, ο μελετητής συμπεραίνει πως «η δημοφιλία του ποιητή δεν συμβαδίζει και δεν εκφράζεται πάντα με αποκαλυπτικές ή ενδιαφέρουσες συνεισφορές», δίνοντας την απάντηση στον προβληματισμό που ετέθη στην αρχή αυτού του κειμένου.
Ωστόσο, πάντα κάτι απομένει να ειπωθεί, όπως καταδεικνύεται στο παρόν εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο και όπως ο Δασκαλόπουλος μας έχει συνηθίσει.
Ο παρών τόμος, από τις Εκδόσεις Κίχλη, συγκεντρώνει είκοσι πολύ ενδιαφέρουσες, ενημερωτικές, διασαφητικές, διορθωτικές και διευκρινιστικές εισηγήσεις με θέμα τον Αλεξανδρινό, περί του οποίου ο λόγος δεν έληξε το 2013 ούτε θα λήξει, δεδομένου του ενδιαφέροντος που έχει το κοινό για τον μεγάλο ποιητή. Προσωπικά θα έλεγα πως είναι η τέταρτη βιβλιοπαρουσίαση που κάνω για τον Καβάφη, πέραν των όσων εγώ η ίδια έγραψα σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, και θα είχε ενδιαφέρον, για τον Δασκαλόπουλο, μια διερεύνηση του πόσα γράφτηκαν και τι και πόσο προήγαγαν τις καβαφικές σπουδές. Ή, χωρίς καθόλου να υποτιμούμε τίποτε, πόσο οι διάφορες οπτικές, ανάλογα με τη διάθεση εκάστου γράφοντος, απλώς επαναπαρουσίασαν γνωστά πράγματα, αλλά οπωσδήποτε αναθερμαντικά του ενδιαφέροντος για τον ποιητή.
Ο Δασκαλόπουλος στο ενδιαφέρον Προλογικό Σημείωμά του μας ενημερώνει πως τα δημοσιευμένα εδώ κείμενα είναι αποτέλεσμα επιλογής από μελετήματα παλαιότερα ή πρόσφατα, δημοσιευμένα ή όχι.
Κατά ευτυχή συγκυρία, ο μελετητής το 2013 συμπληρώνει «σαράντα χρόνια επίμονης και επωφελούς θητείας στο ποιητικό εργαστήρι του Αλεξανδρινού».
Στο πρώτο κείμενο, με τίτλο «Από τη Σιωπή στο Λόγο», παρακολουθούμε τη γέννηση του «ποιητή» από το 1882, την οικογενειακή κατάσταση, τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στην Αλεξάνδρεια, το ταξίδι στην Αγγλία, μετά στην Κωνσταντινούπολη, τη συγγραφή του εκτεταμένου ποιήματος «Κωνσταντινουπολιάς. Ένα έπος», όπου κάτω από το βάρος των συνθηκών ο Καβάφης ερειδόμενος στην αγάπη του για την Ιστορία καταγράφει ως ιστορικός ποιητής τα τεκταινόμενα. Τον απασχολεί «ο διάλογος με την Ιστορία, ο τόνος της ειρωνείας, η τύχη που συνήθως επιφυλάσσεται στην υπεροψία της εξουσίας», θέματα που θα επανέλθουν συχνά στη μετέπειτα ποιητική παραγωγή του ποιητή. Η Κωνσταντινούπολη όμως θα καθορίσει πέραν της ποιητικής και τη σεξουαλική του διαφορετικότητα. Ο μελετητής μάς δίνει πληροφορίες σχετικές με την επαγγελματική δραστηριότητα του ποιητή, τη σύνθεση των πρώτων ποιημάτων, τον αντίκτυπό τους στη λογοτεχνική κοινότητα, την άποψη του Ξενόπουλου στα Παναθήναια το 1903, με την «αναδρομική αξία του» και άλλων της εποχής. Και εκείνο που τον διαφοροποιεί από τον ίδιο τον εαυτό του είναι η στροφή του το 1920 από τη φαναριώτικη στιχοποιία, στον παρνασσισμό και έπειτα στον συμβολισμό για να καταλήξει «στην ωριμότερη και διαρκέστερη φάση του έργου του, τον ποιητικό ρεαλισμό».
Στο επόμενο κείμενο, ο Δασκαλόπουλος θα ασχοληθεί με την έκδοση του έργου, την «ένταξή» του στην εποχή, το γενικότερο ποιητικό κλίμα της Αθήνας, τις σπουδές των ποιητών, την παιδεία τους, τη διαδικασία καθιέρωσής τους από τους μεγαλύτερους, τη γλώσσα τους, τους αγώνες για τη δημοτική. Ο Καβάφης, ζώντας στην περιφέρεια, είναι μακριά από όλα αυτά. Ωστόσο, παρατηρεί ο Δασκαλόπουλος, κάθε στίχος κρύβει μεγάλη προσπάθεια και είναι αποτέλεσμα «βασανιστικής επεξεργασίας». Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση πως ο Καβάφης «δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να ενσωματώσει οργανικά στους στίχους των ποιημάτων του τη χρονολογία γραφής τους», κάτι που έκανε ο Σεφέρης σαν να μας λέει πως «δεν πρέπει το ποίημα να αποκοπεί από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία γράφτηκε».
Η φράση «...Ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας...», που δίνει τον τίτλο στο επόμενο κείμενο, ανήκει στον Παλαμά. Οι δύο άνδρες ποτέ δεν συναντήθηκαν. Οι απόψεις του Καβάφη για τον Παλαμά είναι προφορικές και «αμφίβολης πάντως αξιοπιστίας». Ο Παλαμάς όμως που γνώριζε τα πάντα είχε γράψει τη φράση «υπάρχει εις ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας, ο Καβάφης, εξαιρέτως τιμώμενος υπό των νέων εκεί». Ο Δασκαλόπουλος πολύ σωστά εστιάζει το σχόλιό του στην τελευταία φράση της πρότασης, οπότε το «τιμώμενος υπό των νέων» και όχι υπό των μεγαλυτέρων και ειδημόνων, προφανώς, και το «εκεί» και όχι εδώ, στο μητροπολιτικό κέντρο, συνιστούν σχόλιο αρνητικό. Ακολουθεί αντιπαράθεση των δύο ανδρών, με τον Καβάφη να μέμφεται τον Παλαμά για «τον υπερβολικό φόρτο των ποιημάτων του» και να καταλήξει να προτιμά τον Γρυπάρη και τον Μαλακάση, και από την άλλη τον Παλαμά να κατηγορεί τον Καβάφη για «κακή στιχουργική, μεικτή γλώσσα, ανορθόδοξη ερωτική θεματολογία», με λίγα λόγια να υποστηρίζει τη δική του ποίηση, το υψηλό φρόνημα του «εθνικού ποιητή» κ.λπ. Τελικώς πρόκειται για μια αντιπαράθεση του «ποιος κατέχει τα πρωτεία». Ο Παλαμάς είχε εκφράσει και για τη σεφερική Στροφή ενδοιασμούς, αλλά και αρκετοί της γενιάς του '30 είχαν δυσκολία με τον Αλεξανδρινό. Εντέλει, η δημόσια αντιδικία στέρησε την ελληνική κριτική από την παλαμική «ευθυκρισία και οξυδέρκεια», όπως εκείνη που επέδειξε στην «υπερώριμη νεότητά» του ο Τέλλος Άγρας και πολύ αργότερα «με άγχος και πολλά ερωτηματικά» ο Σεφέρης.
Στο κείμενο «Η ισχνότης του χαρτοφυλακίου» εξετάζεται η συνάντηση του Ξενόπουλου, εντελώς τυχαία, με τον Καβάφη και οι παράμετροι της κριτικογραφίας του πρώτου σε συνδυασμό με την «ευρύτερα σταθερή και βαθμιαία αναγνώριση του ποιητή», τη «στροφή των νεότερων γενεών προς την καβαφική ποίηση», το γλωσσικό ζήτημα, την «ομολογημένη επιθυμία του Ξενόπουλου να γίνει ακαδημαϊκός». Ως προς την επίμαχη φράση, που αποτελεί και τον τίτλο του παρόντος δοκιμίου «ό,τι με ανησυχεί προ πάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου», σχολιάζει πως πέραν της ισχνότητος τίποτα άλλο σε βάθος δεν «εντόπισε και υπέδειξε στο κοινό του 1903 η κριτική όσφρηση του συγγραφέα της Κοντέσας Βαλέραινας». Και έχει δίκιο ο Δασκαλόπουλος για την υπερεκμετάλλευση του άρθρου του Ξενόπουλου από τα σχολικά βοηθήματα. Εκείνο όμως που εντέλει βαραίνει στην περίπτωση είναι η προσωπικότητα του Ξενόπουλου και η υπογραφή του, και όχι το τι λέει επί της ουσίας. Άλλωστε, κανένα από τα κριτικά του σημειώματα δεν παρουσιάζει σοβαρές διαφοροποιήσεις το ένα από το άλλο. Για να σχολιάσουμε με τη σειρά μας πως μπορεί κάποιος να μείνει στην αφάνεια μόνο και μόνο γιατί δεν ανήκει στον κύκλο των επιφανών, ανεξαρτήτως των απόψεων που εκφράζει.
Στη συνέχεια ακολουθούν κείμενα στα οποία σχολιάζεται η Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Καβάφη, η ερωτική πλευρά του ποιητή, η μορφή των γερόντων, η αμφίδρομη σχέση του ποιητή με τους εικαστικούς, ο G.H. Blanken, ο πρώτος Ευρωπαίος καβαφιστής, η πρώτη έκδοση των ποιημάτων, οι Κύπριοι λογοτέχνες της Αιγύπτου και ο Καβάφης, η σύγχρονη του ποιητή Αίγυπτος, οι παρωδίες των καβαφικών ποιημάτων και άλλα πολύ ενδιαφέροντα τα οποία, στο σύνολό τους, θα λέγαμε πως συνιστούν μια πλήρη παρουσίαση και συνολικό σχολιασμό του καβαφικού έργου. Μάλιστα, στο τελευταίο κείμενό του ο Δασκαλόπουλος «ξαναπιάνει το νήμα» για να κάνει κατάλογο επιφανών που μελέτησαν σοβαρά τον Καβάφη και να καταλήξει με την παρατήρηση πως «ο Καβάφης εξακολουθεί να διαβάζεται σήμερα και να αντιμετωπίζεται ως ένας απολύτως σύγχρονός μας δημιουργός... Δεν υπάρχει Έλληνας ή ξένος ποιητής που να μην έχει επηρεαστεί από το έργο του, όπως έχουν εμπνευστεί από αυτό και κάθε είδους καλλιτέχνες» και σχεδόν έχει γίνει «καλλιτεχνική μόδα». Όπως και να 'χει, ο μελετητής συμπεραίνει πως «η δημοφιλία του ποιητή δεν συμβαδίζει και δεν εκφράζεται πάντα με αποκαλυπτικές ή ενδιαφέρουσες συνεισφορές», δίνοντας την απάντηση στον προβληματισμό που ετέθη στην αρχή αυτού του κειμένου.
Ωστόσο, πάντα κάτι απομένει να ειπωθεί, όπως καταδεικνύεται στο παρόν εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο και όπως ο Δασκαλόπουλος μας έχει συνηθίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου