Στα φθινοπωρινά ξέφωτα
φθίνω στους κήπους με τις γαζίες
σιωπηλός ανοίγω τα χέρια μου στη βροχή
και βλέπω σκέψεις να ιριδίζουν
σ’ έναν χλωμό ήλιο.
Σκαρφίζομαι παραμύθια
και ανακαλύπτω μαγικά κουτιά
στα δωμάτια που στάζουν όνειρα.
Γλιστρώ ντυμένος στον απόηχο μιας αγκαλιάς
σε οινωπές ερημιές, ερειπωμένος.
Με χέρια αδειανά ακολουθώ
χάρτινες βάρκες στα ρυάκια της βροχής,
επιστρέφω στην απορία μιας σελήνης
στο ξύλινο σπίτι με τις ακακίες
και την αρμονία των αισθήσεων.
Γνωρίζω τον απώτατο έρωτα
και περισυλλέγω τα θραύσματα της σιωπής μου.
Όλα θα πάνε καλά·
όταν πέσει το τελευταίο καφεκίτρινο φύλλο
και το χώμα υγρανθεί αρκετά,
όταν τα χρυσάνθεμα γεμίσουν τα μαλλιά μου
τότε οι αισθήσεις θα ταριχευτούν σε λέξεις,
το φως θα βρει την υπερβατική του αξία
και το μακρινό ταξίδι στ΄ αμφίβολο φως
του δειλινού θ΄αρχίσει.
Κάτω από τα βλέφαρά μου
θα σβήσουν τ΄αστέρια ένα – ένα,
έτσι όπως έσβησε το χινόπωρο
σε μια βιολετιά διάθεση
σ΄ένα άγγιγμα βουρκωμένων ματιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου