Αντιφατικός, μανιώδης καπνιστής, όμορφα σκοτεινός και συνάμα εικονοκλαστικός. Ο Καραγάτσης παραμένει ακόμη και στις μέρες μας ένας από τους πιο «θερμούς» έλληνες συγγραφείς. Είναι μια σχολή από μόνος του.
Ο Καραγάτσης είναι όμορφα σκοτεινός εντούτοις. Με ήρωες σύνθετους και αντιφατικούς -Από το αρχείο της Μαρίνας Καραγάτση.
Ανακάλυψα τον Γιούγκερμαν στα 12 μου χρόνια. Στάθηκα τυχερός. Ο ευπατρίδης κύριος στου Ελευθερουδάκη, όταν η μητέρα ρωτούσε αν το βιβλίο είναι κατάλληλο για μένα, της απαντούσε «Α, γι’ αυτόν είναι; Εντάξει τότε…»
Διάβαζα ξέπνοα τις σελίδες των «πανάρχαιων ελληνικών τραγωδιών του», διψασμένος, κρυμμένος νύχτα κάτω απ’ το σεντόνι, με το φακό, μαζί μ’ ένα μπουκαλάκι καθαρό οινόπνευμα. Ώσπου με ανακάλυψαν κι έφαγα ένα φούσκο ισοδύναμο με ντιρέκτ του Μάικλ Τάισον
Ο Λιάπκιν, η Μεγάλη Χίμαιρα, ο Γιούγκερμαν, το Αμρί α Μούγκου, ο Κίτρινος φάκελος διαμόρφωσαν δραματικά το εμετικό λιβιδικό Εγώ μου. Και την εικόνα των γυναικών που έκτοτε με μαγνήτιζαν: αβυσσαλέες, σκοτεινές, φιλήδονες, με γάμπες ινδικά στιλέτα, σκληρές και τρυφερές ταυτόχρονα, τη Βούλα Παπαδέλη, τη Μαρίνα Ρείζη, τη Μαρία Μπιγιανέλη, τη Μαρία Πετροπούλου, με φούστα σιγκαρέτ, ταγιέρ, ψηλοτάκουνες γόβες και κάλτσα με ραφή -όλες τους λικνίζονταν στα όνειρά μου. Γυναίκες προσχωσιγενείς, αρχέγονες, συναρπαστικές, υπέροχες.
«… Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην “γυναίκα των ονείρων μου”», γράφει ο Καραγάτσης. Είναι η Κυρία Νίτσα του 1927.
Λένε για τον Μιχάλη Ροδόπουλο ότι, αν έγραφε στα αγγλικά, θα διαβαζόταν από εκατομμύρια αναγνώστες, θα είχε ανακαλυφθεί από το Χόλιγουντ και οι ήρωές του θα ήταν σήμερα κομμάτι του δυτικού πολιτισμού. Γιατί, όπως επισημαίνει ο Θανάσης Τριαρίδης, «ο εικονοκλαστικός και εριστικός Καραγάτσης συγκεράζει την αφηγηματική δύναμη του Χεμινγουέι και τα αδιόρατα τρέμουλα του Φιτζέραλντ». Μαζί με τη δύναμη του Γκράχαμ Γκρην. Ο ίδιος λογαριάζει τον εαυτό του ως μαθητή του Ρώσου Ντοστογιέφσκι. Ναι, ήταν ένας τιτάνας της δεκαετίας του ’30. Ένας Ζολά που αρεσκόταν κι εκείνος στις τοιχογραφίες. Αλλά χωρίς ίχνος ηθικοπλαστικής διάθεσης.
«Πολλά λέγανε στο χωριό για την αφεντιά του. Αν αυτό που ακούστηκε ότι απαρνήθηκε τον πατέρα του κι έκανε πατέρα το δέντρο του Άι- Θανάση, το καραγάτσι, ήταν αλήθεια, σίγουρα η γριά η καντηλανάφτισσσα είχε δίκιο».
Τα μυθιστορήματά του σε τραβάνε σαν χοάνη, είναι ένα καλειδοσκόπιο εμπειριών, θέλεις μαρτυρικά να ανήκεις στο σύμπαν του, να μιλάς σε κορμιά ψιθυριστά, να σ’ εξοργίζει ο πόθος σου. Ο Καραγάτσης αφήνει απέξω τον Θεό, η προσέγγισή του είναι ανθρωποκεντρική, σχεδόν ρομαντική. Κι είναι χοάνη ο ίδιος. Απορροφά τα πάντα: τον Φρόιντ, την ιστορία, το ρεαλισμό, το νατουραλισμό, την πολιτική, την τέχνη, φιλοσοφικές θεωρίες, περιγραφές της φύσης, όνειρα, αναδρομές, αστυνομικές πλοκές. Για να καταλήξει, όπως λέει πάλι ο Τριαρίδης «στη νυχτερινή απελπισία, εκεί όπου ενοικιάζονται σπίτια και τάφοι» (Γιούγκερμαν).
. Φέρεται ότι το ψευδώνυμό του το χρωστάει σ’ ένα δέντρο. Η μαρτυρία οφείλεται σε μια απλή γυναίκα απ’ τη γενέθλια Ραψάνη, η οποία μεταφέρει τις εντυπώσεις της γι’ αυτόν: «Κάτι ήξερε ο κύριος Μίμης και νοίκιαζε σπίτι στον επάνω μαχαλά. Ύστερα ήταν και το δέντρο της εκκλησίας. Μπορώ να πω περισσότερο βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο του και λιγότερο στο σπίτι του. Μόνος του, όλη μέρα. Παράξενος άνθρωπος. Καθόταν ξαπλωμένος κι αγνάντευε με τις ώρες και πού και πού έβγαζε ένα μπλοκάκι από την τσέπη του κι ένα μολυβάκι και κάτι σημείωνε. Η γριά η καντηλανάφτισσα έλεγε ότι τον είχαν μαγέψει τα στοιχειά που ήταν στον κορμό του δέντρου και ότι ζουρλάθηκε, αλλιώς δεν γίνεται να κάθεται εκεί όλη μέρα μόνος του, παλικάρι πράμα. Ποιος ξέρει, μπορεί. Πολλά λέγανε στο χωριό για την αφεντιά του. Αν αυτό που ακούστηκε να λέγεται, ότι απαρνήθηκε τον πατέρα του κι έκανε πατέρα το δέντρο του Άι- Θανάση, το καραγάτσι (φτελιά), και ότι πήρε τ’ όνομά του, ήταν αλήθεια, σίγουρα η γριά η καντηλανάφτισσσα είχε δίκιο». Το δε «Μ.» λέγεται πως έρχεται από το «Μίτια», τη ρωσική εκδοχή του Δημήτρης, φόρος τιμής στους Αδελφούς Καραμαζόφ. Αλλά κανείς ώς τώρα δεν μπόρεσε να το βεβαιώσει.
Την προβληματική του σχέση με το πατρικό πρότυπο, τους δαίμονές του, άλλοτε κατάφερνε να τη δαμάσει κι άλλοτε όχι. Ταλαιπώρησε πολύ τη 19χρονη κόρη του Μαρίνα Καραγάτση, όταν, άτεγκτος, παρουσία του φίλου του Ανδρέα Εμπειρίκου και της ιδίας, σχολιάζει: «Είναι ανιαρά ενάρετη. Στο έργο της διαπιστώνεται το ταλέντο, όχι όμως και το έργο». Σήμερα, εκείνη λέει: «Με τον Καραγάτση ήταν όλα ανάποδα. Αν έπαιρνα κάποιο από τα τέλεια ξυσμένα μολύβια του με έβαζε τιμωρία. Κυκλοφορούσε ντυμένος με χακί σορτς και κάτι παλιοπαντόφλες» -σαν να κλαδεύεις τη μηλιά/μιλιά.
Όμορφα σκοτεινός εντούτοις. Με ήρωες σύνθετους και αντιφατικούς. Ο ίδιος διχασμένος, παρορμητικός, χωρίς το παραμικρό διπλωματικό χάρισμα. Τον φαντάζομαι να περιδιαβαίνει κατσούφης και στοχαστικός κάτω από δρόμους με μουριές και νεραντζιές, με το επιβλητικό του παράστημα, πανύψηλος, δέντρο ο ίδιος, φορώντας τα σκούρα και αυστηρά σταυρωτά κοστούμια του. Για να καταλήξει σε μυστικά ερωτικά ραντεβού σε μαγειριά και καφενέδες.
«Ο Καραγάτσης, και μέσα στις αυθαιρεσίες του και τους παραλογισμούς του, τις εκρήξεις του και τις ακαταλόγιστες συχνά αντιδράσεις του προς πρόσωπα και πράγματα, παρέμενε πάντα μια σπάνια ιδιοφυΐα».
Αστός, όχι κομουνιστής. «Μέσα στον Εμφύλιο τρόμαξε μήπως τον συλλάβουν και ζήτησε βοήθεια από τον Καββαδία, μιας και ο γάμος του Λουντέμη έγινε σπίτι μας με τον Σικελιανό παρόντα και με Ρώσους οργανοπαίκτες…», περιγράφει η κόρη. Αναμετρώμενη μια ζωή με το βάρος. Μάνα και κόρη έντρομες, συνεπαρμένες από την αστάθμητη συμπεριφορά και τα ηφαιστειώδη συναισθήματά του.
Της έλεγε: «Τι κάθεσαι και διαβάζεις μυθιστορήματα; Θα γίνεις σαν αυτές του κατηχητικού με τα σπυριά και τους κότσους; Να βγαίνεις, να κάνεις παρέα με αγόρια». Πράγματα ανήκουστα για την εποχή. Κι ύστερα έβαζε στο πικάπ τις Βαλκυρίες.
Γράφει ο Αντρέας Καραντώνης: «Συνδύαζε έναν διονυσιακό αυθορμητισμό μ’ έναν προγραμματισμό και μια περίσκεψη. Προχωρούσε τολμηρά μέσα στη ζωή, μα προτιμούσε να σταματά κάμποσο μακρυά από το χείλος της αβύσσου. Μέσα του, πότε πάλευαν πότε συνεργάζονταν, πότε αποκοιμούνταν, ένας ποιητής κι ένας επιχειρηματίας. Είναι ο μόνος συγγραφέας μας που η ψυχοσύνθεσή του και οι εσώτερες ροπές του παρουσίαζαν κάποιες ομοιότητες με τον Μπαλζάκ».
Και: «Ο Καραγάτσης, και μέσα στις αυθαιρεσίες του και τους παραλογισμούς του, τις εκρήξεις του και τις ακαταλόγιστες, συχνά, αντιδράσεις του προς πρόσωπα και πράγματα, παρέμενε πάντα μια σπάνια ιδιοφυΐα. Βαρύτατη έπεφτε η σκιά του παντού, μια σκιά που μαγνήτιζε και όταν ακόμη τύχαινε να απωθεί».
Ήταν καπνιστής του σκοτωμού. Και άπιστος επίσης. Η Μαρίνα θυμάται επίσης ότι τσαμπουκαλευόταν τους άλλους οδηγούς. Έβγαινε έξω κι έδερνε! Με τη σύζυγο πήγαιναν σε ταβερνεία. «Μαζί τους ήτανε συνήθως ο Καραντώνης με τη γυναίκα του, ο Κατσίμπαλης, ο Πατσιφάς… ήταν οι πιο τακτικοί. Και οι Βενέζηδες μερικές φορές, Τερζάκηδες, αυτοί».
Και σεβαστά κοιλιόδουλος. Να ένα απόσπασμα από Τα στερνά του Γιούγκερμαν: «Το μικρό εστιατόριο ήταν ακόμα σχεδόν άδειο. Έτσι βρήκε μια καλή θέση πλάι στο πλατύ παράθυρο. Παρήγγειλε ένα μενού εκλεκτό και ακριβό που γέννησε το σεβασμό και την εκτίμηση στην υπηρεσία του καταστήματος: Ζουμί με αβγό, πέστροφα, αβγά ποσέ με άσπρη σάλτσα και μανιτάρια, κοτόπουλο πανέ, σαλάτα gemust, στρούντελ με μήλα και φρούτα. Το σύνολο ποτισμένο με γαλλικά κρασιά. Είχε στομάχι γερό και όρεξη απέραντη μα κι ένστιχτα μαλθακής καλοπέρασης…».
«Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μού έδωσε το βραβείο Αρετής, πώς δεν με κάλεσε να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Μελά».
Την περίοδο της κατοχής, το σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στην πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών: Εμπειρίκος, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί. Ωστόσο, μοιάζει απίστευτο πόσο οι λογοτεχνικοί κύκλοι της εποχής τον ζήλευαν. Βοήθησε και το γεγονός ότι, μέσα από τη στήλη του στη Βραδυνή, υπήρξε ένας αυστηρός και καυστικός θεατρικός κριτικός. Αναγκάστηκε να δουλέψει ως ασφαλιστής και διαφημιστής για να βγάλει το ψωμάκι του.
Έπασχε από φοβερές αϋπνίες, πήγαινε στους ψυχίατρους, έπαιρνε φάρμακα. Η γυναίκα του, η Νίκη Καραγάτση (η ζωγράφος Νίκη Καρυστινάκη) που τον λάτρευε, εξομολογείται: «…Είχε δύσκολο ύπνο, οι θόρυβοι τον ενοχλούσαν φοβερά… έβαζε ωτοασπίδες το βράδυ για να κοιμηθεί. Κάθε δύο χρόνια αλλάζαμε σπίτι. Πάντοτε στον τελευταίο όροφο, για να μην έχουμε άλλους από πάνω και κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι στην Πλατεία Κυριακού (τώρα Πλατεία Βικτωρίας), μια παλιά μονοκατοικία, τα σανίδια έτριζαν. Είχαμε μάθει όλοι στο σπίτι ποιο σανίδι τρίζει και ποιο όχι, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντοτε καλά. Έτσι οι καβγάδες δεν έλειπαν… οι φωνές του ακούγονταν στο δρόμο, γιατί δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τις κρύψει».
Τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960 πεθαίνει έπειτα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας. Σε ανύποπτο χρόνο είχε συντάξει τη «βιογραφία» του: «Έγραψα πολλά και διάφορα, (…) έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μού έδωσε το βραβείο Αρετής, πώς δεν με κάλεσε να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Μελά. Δε επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν».
Πέθανε τη χρονιά που γεννήθηκα. Πίσω του άφησε περισσότερα από είκοσι βιβλία, δεκάδες δημοσιευμένα κείμενα σε εφημερίδες, τρία θεατρικά έργα, ένα κινηματογραφικό σενάριο. Η τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ήταν «Ας γελάσω»… Στον τάφο του είναι χαραγμένο το επίγραμμα από Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
//Όλα τα βιβλία του Μ. Καραγάτση κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις της Εστίας. Πρόσφατα, και το απολαυστικό Αλληλογραφία δύο ερωτευμένων (σε επιμέλεια-επίμετρο Λίζυ Τσιριμώκου). Πρόκειται για 16 ανέκδοτες επιστολές που αντάλλαξαν ο συγγραφέας και η σύζυγός του Νίκη τη διετία 1935–1937.
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/kentrika-themata/karagatsis-1908-1960/?fbclid=IwAR3-D18dsBJef81Oyt4rmZC8suYFDMH8G5w1OuncUnqrw_X1Mb7WM0oylVs ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου