Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Μανόλης Αναγνωστάκης - 13. 12. 43


Θυμάσαι που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε.Ένα μαντίλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμούΚι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύσηΚλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι—Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;Κι έσφιγγα τα χέρια σουΔεν είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.

…Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσεςΜε μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μαςΕίναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκανΞεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μαςΧαιρετώντας λευκά πανιά π’ ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.

Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψηςΧτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντησηΚανείς δε θ’ αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.


Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεταιΜια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνειΚι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σουΤη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
Εποχές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου